Λόγος ΜΘ'
Περί της αληθούς γνώσεως και περί πειρασμών και περί του ακριβώς γινώσκειν, ότι ουχί μόνον τινές ελάχιστοι και ασθενείς και αγύμναστοι, αλλά και οι αξιωθέντες της απαθείας χρονικώς και φθάσαντες την τελειότητα του φρονήματος και πλησίον γενόμενοι της καθαρότητος μερικώς, της μετά της νεκρώσεως συνεζευγμένης, γίνεται προς αυτούς παραχώρησις εν ελέει διά την πτώσιν της υπερηφανίας.

Συγγραφέας:


Κατά μίαν και μίαν ποσάκις παραβαίνουσί τίνες και εν τη μετανοία ιατρεύουσι τάς ψυχάς εαυτών και η χάρις υποδέχεται αυτούς. Εν πάση γαρ τη φύσει τη λογική η τροπή αδιορίστως διέρχεται και αλλοιώσεις διέρχονται κατά παντός ανθρώπου εν πάσαις ταίς ώραις αυτόν, εξ ων πολλών ευρίσκει ο διακριτικός συνιέναι τούτο. Άλλ’ αι δοκιμασίαι αι μετ’ αυτού καθ’ έκάστην ημέραν μάλιστα δύνανται σοφίσαι αυτόν ταύτα, εάν νήφη, ίνα και παρατηρήσηται εαυτόν εν τω νω και μάθη πόσην αλλοίωσιν πραότητος και επιεικείας υποδέχεται η διάνοια καθ’ έκάστην ημέραν και πώς εκ της ειρήνης αυτής εξαίφνης εις θόλωσιν στρέφεται, όταν αιτία τις εκ τόπου μη η αυτώ και πώς εν κινδύνω μεγάλω και αρρήτω γίνεται.

Καί τούτο εστίν όπερ ο άγιος Μακάριος έγραψε φανερώς.Εν πολλή προνοία και σπουδή, εις μνήμην των αδελφών και διδασκαλίαν, του μη εκκλίναι εν τω καιρώ της αλλοιώσεως των εναντιώσεων εις την απόγνωσιν. Ότι τοις εν τη τάξει της καθαρότητος ισταμένοις αεί συμβαίνει αυτοίς πτώματα, καθώς συμβαίνει τω αέρι ψύχος, και χωρίς του είναι αυτούς εν αμελεία η εν λύσει, ου μην δε αλλά και ηνίκα κατά τάξιν αυτών πορεύονται συμβαίνειν αυτοίς πτώματα εναντιούμενα τω σκοπώ του εαυτών θελήματος. Αλλά και ο μακάριος Μάρκος μαρτυρεί περί τούτου, ως εκ πείρας ακριβούς υπάρχων και τίθησιν αυτό εν τοις εαυτού γράμμασιν εις σύστασιν περισσήν, ίνα μη νομίση άνθρωπος, ότι ως έτυχε, και ουχί εν πείρα αληθινή έθηκεν αυτό ο άγιος Μακάριος εν τη εαυτού επιστολή, και ίνα εκ παντός εκ των δύο μαρτύρων των τοιούτων γένηται η διάνοια δεχόμενη αδιστάκτως την παράκλησιν αυτής εν τω καιρώ της χρείας. Τι ούν εστίν άρτι;

«Αλλοιώσεις, φησί, γίνονται εις εκαστον κατά τον αέρα».

Σύνες εκείνο το «εις εκαστον» – ότι και η φύσις μία εστίν, ίνα μη νομίσης, ότι περί των υποδεεστέρων και ελαχίστων μόνον είπε, και οι τέλειοι ελεύθεροι της αλλοιώσεως και εν μια τάξει ακλινώς ίτανται ούτοι χωρίς εμπαθών λογισμών, καθώς και οι Ευχίται λέγουσι. Δια τούτο έθηκε το, «προς έκαστον».

Πως ούν τούτο, ώ Μακάριε; ‘Όπως συ λέγεις το ψύχος και μετά μικρόν καύσων και ίσως χάλαζα και ευδία, και εν τη γυμνασία ημών ούτω γίνεται πόλεμος και αντίληψις της χάριτος. Και εν καιρώ γίνεται η ψυχή εν χειμώνι και επανίστανται έπ’ αυτήν κύματα σκληρά. Και πάλιν αλλοίωσις, έπισκεπτομένης της χάριτος και πληρούσης την καρδίαν αυτού χαράς τε και ειρήνης της από του Θεού, και λογισμών σωφρόνων και ειρηνικών.

Τούτους τους λογισμούς της σωφροσύνης εκφαίνει ώδε, αινιττόμενος τους προς τούτων κτηνώδεις οντάς και ακαθάρτους, και παραινεί λέγων Εάν ούν μετά τούτους τους λογισμούς τους σώφρονας και επιεικείς ακολουθή επιφορά, μη λυπηθώμεν και απογνώμεν και εν τη ώρα της αναπαύσεως της χάριτος μη καυχησώμεθα πάλιν, άλλ’ εν τω καιρώ της χαράς εκδεξώμεθα την θλίψιν. Το δε μη λυπείσθαι ημάς, αν ακολουθήση συμπτώματα, παραινεί, ουχί το μη κτάσθαι κατ’ εναντίον ημών, αλλά το μετά χαράς εμφαίνων ως φυσικά ταύτα και ημέτερα την διάνοιαν δέχεσθαι. Και μη στώμεν εν απογνώσει, ως τις προσδοκήσας τι υπέρ τον αγώνα και ανάπαυσιν τελείαν και αναλλοίωτον και πάλιν μη δεχόμενος αγώνας και λύπας μηδέ γενέσθαι εν αυτώ κίνησιν τίνος των εναντίων τούτων, των μη προσηκόντων Κυρίω τω Θεώ ημών ταύτη εν τώδε τω κόσμω.

Καί τούτο ποιεί, ίνα μη γενώμεθα αργοί εκ των έργων τελείως και εν ταύτη τη διανοία χαυνωθώμεν εν τη απογνώσει και ακίνητοι εκ του δρόμου ημών μείνωμεν. Και φησίν:

«Γνώθι, ότι πάντες οι άγιοι εν τούτω τω έργω εγένοντο.Όσον εσμέν εν τω κόσμω τούτω, και η παράκλησις η περισσή μετά τούτων γίνεται ημίν εν τω κρυπτώ. Διότι εν πάση ημέρα και εν πάση ώρα εκζητείται παρ’ ημών η δοκιμή της προς Θεόν αγάπης ημών εν πάλη και αγώνι προς τους πειρασμούς. Και τούτο εστί το μη λυπείσθαι ημάς, το μη ακηδιάν εν τω αγώνι, και ούτω κατευθύνεται η οδός ημών. Ό δε θέλων εκ τούτων τραπήναι ή κλίναι, ούτος των λύκων μέρος εστίν».

Ω θαύμα εκ τούτου του αγίου. Πώς εν λόγω μικρώ εβεβαίωσε την χρήσιν ταύτην και απέδειξεν αυτήν πεπληρωμένην συνέσεως, και εξέβαλε τον δισταγμόν τελείως εκ της διανοίας του αναγινώσκοντος εκείνος δε, φησίν, ο εκκλίνων εκ τούτων, και μέρος των λύκων ων, εν ούχ οδώ θέλει πορεύεσθαι. Και τούτο έθηκεν εν τη διανοία αυτού κτήσασθαι και εν τρίβω ιδική τη μη πατηθείση υπό των πατέρων πορεύεσθαι βούλεται,

Το δε «εν τη ώρα της χαράς εκδέχεσθαι θλίψεις», τούτο εκδιδάσκει. Όταν εκ της ενεργείας της χάριτος εξαίφνης γενώνται εν ημίν λογισμοί μεγάλοι και εκπλήξεις της θεωρίας της διανοίας της υψηλοτέρας της φύσεως, καθώς είπεν ο άγιος Μάρκος.Όταν οι άγιοι Άγγελοι πλησιάσωσιν ημίν, πληρούσιν ημάς θεωρίας πνευματικής, και ταύτα πάντα τα εναντία αναχωρούσι, και γίνεται ειρήνη και γαλήνη άρρητος εν τω καιρώ, εν ώ τις διάγει εν τοις τοιούτοις ότε επισκιάσειεν η χάρις και οι άγιοι Άγγελοι σοι πλησιάσουσι περιτειχίζοντες και παρά τούτο από του πλησιασμού σου πάντες οι πειράζοντες αποστήσονται, μη επαρθής και νομίσης εν τη ψυχή σου, ότι τον λιμένα τον αχείμαστον έφθασας, και εις τον αέρα τον αναλλοίωτον και τελείως υπερήρθης εκ τούτου του κόλπου εξ εναντίας των εμπνεύσεων των εν αύτω, και ουκ εστί πάλιν εχθρός ουδέ απάντησις κακή. Διότι πολλοί ταύτα ενεθυμήθησαν, και έπεσον είς κινδύνους, καθάπερ είπεν ο μακάριος Νείλος ή πάλιν ως υπάρχων υπέρ τους πολλούς μέγας και ως δε καθήκει είναι εν τούτοις και άλλους ουδαμού δια το υστέρημα της πολιτείας αυ­τών, ή ότι ούχ ικανοί, φησίν, η γνώσις αυτών, και δια τούτο των τοιούτων στερούνται, εγώ δε εν τω καθήκοντι και ως έφθασα την τελειότητα της αγιότητος και τον βαθμόν τον πνευ­ματικόν και εις την χαράν την αναλλοίωτον.

Αλλά μάλλον λάβε καθ εαυτόν τους ακάθαρτους λογισμούς και τα απρεπή είδωλα τα εν τω καιρώ του χειμώνος εμπηχθέντα τη διανοία σου και τη ώρα της ταραχής και τηςαταξίας των λογισμών, των προ μικρού επαναστάντων επί σεεν τη αορασία της σκοτώσεως, πώς τε εν τάχει έκλινας προςτα πάθη και συνωμίλησας αυτοίς εν τη σκοτώσει της διανοίαςκαι ουκ ηδέσθης, ουδ’ εθαμβήθης εκ της θεϊκής οράσεως καιεκ των χαρισμάτων και δωρημάτων, ων εδέξω. Και γνώθι, ότι ταύτα πάντα δια το ταπεινωθήναι ημάς η πρόνοια του Θεού ήγαγεν εφ’ ημάς, ήτις προνοεί και οικονομεί εκάστω ημών ως ωφελεί αυτόν. Εάν γαρ επαρθής εν τοις χαρίσμασιν αυτής, εξαφίησί σε και τελείως πίπτεις εν πράγμασιν, εν οίς δια των λογισμών μόνον πειράζη.

Λοιπόν γνώθι, ότι τούτο το ίστασθαι, ουχί σον, ουδέ γε της αρετής σου εστίν, αλλ’ η χάρις αύτη εστίν η βασίζουσά σε επί τάς παλάμας της χειρός αυτής, όπως μη πτοηθής. Ταύτα, φησίν, έμβαλε εν εαυτώ εν τω καιρώ της χαράς, ότε επαρθή ο λογισμός, είπεν ο πατήρ ημών ο άγιος, και κλαύσον και δάκρυον και παράπιπτε επί τη μνήμη των παραπτωμάτων σου των εν τω καιρώ της παραχωρήσεως σου, όπως ρυσθής εν τούτω και κτήση εξ αυτού την ταπείνωσιν. Όμως μη απογνώς, άλλ’ εν τοις λογισμοίς της ταπεινώσεως ιλασμώ συγχώρησόν σου τα αμαρτήματα.

Η ταπείνωσις και χωρίς έργων πολλά συγχωρεί πλημμελήματα, ταύτα δε χωρίς αυτής εξ εναντίας ανωφελή εισίν αλλά και κακά πολλά κατασκευάζουσιν ημίν. Λοιπόν εν ταπεινώσει, καθώς είπον, τάς ανομίας σου συγχώρησον. Καθάπερ άλας πάση τροφή, ούτως η ταπείνωσις πάση αρετή και ισχύν πολλών αμαρτημάτων αύτη δύναται συντρίψαι. Υπέρ ταύτης λοιπόν χρεία του λυπείσθαι αδιαλείπτως κατά διάνοιαν, εν ταπεινότητι και εν τη λύπη της διακρίσεως. Και ταύτην εάν κτησώμεθα, υιούς ημάς ποιεί του Θεού και χωρίς έργων αγαθών παριστά ημάς τω Θεώ. Διότι χωρίς ταύτης πάντα τα έργα ημών μάταια είσι και πάσαι αι αρεταί και πάσαι αί εργασίαι.

Λοιπόν την αλλοίωσιν της διανοίας θέλει ο Θεός, και εν διανοία βελτιούμεθα και εν διανοία αχρειούμεθα. Αυταρκεί αύτη μόνη αβοηθήτως ίστασθαι ενώπιον του Θεού και λαλείν υπέρ ημών. Ευχαρίστησον και εξομολόγησον τω Θεώ ασιγήτως, όπως οίαν φύσιν ασθενή και ευχερή εις το εκκλίναι κεκτημένος υπάρχης, δια της συνεργείας της χάριτος, που υψούσαι κατά καιρόν και καιρόν και ποίων χαρισμάτων αξιούσαι και ποίω τινι γίνη συ υπεράνωθεν της φύσεως, όταν δε παραχωρηθής έως που κατέρχη και κτάσαι νουν κτηνώδη.

Καί μνήσθητι της ταλαιπωρίας της φύσεως σου και της ταχύτητος της αλλοιώσεως της επακολουθούσης σοι, καθώς τις των αγίων γερόντων είπεν

Όταν, φησίν, έλθη σοι ο λογισμός της υπερηφανίας, λέγων σοι μνημόνευσον των αρετών σου ειπέ: Γέρων, βλέπε την πορνείαν σου’.

Ταύτην την πορνείαν είπεν, εν η εν τω καιρώ της παραχωρήσεως εν τοις λογισμοίς επειράθης, όπερ εις έκαστον οικονομεί η χάρις, η εν πολεμώ η εν αντιλήψει, κατά το ημίν ωφέλιμον.

Είδες τον γέροντα τούτον τον θαυμαστόν, πώς ευκόλως είπε τούτο το πράγμα; Όταν, φησίν, έλθη σοι ο λογισμός της υπερηφανίας υπέρ του ύψους της πολιτείας σου, είπε, « Γέρων, βλέπε την πορνείαν σου». Τούτο γαρ φανερόν εστίν, ότι προς μέγαν άνθρωπον είπε τούτο ο γέρων. Ότι ουδέ δυνατόν υπό τοιούτου λογισμού οχληθήναι, ει μη οίτινες εν τη ανωτέρα τάξει και τη πολιτεία τη επαίνου αξία ίστανται και ότι τούτο το πάθος μετά την αρετήν την πραχθείσαν επανίσταται τη ψυχή του γυμνώσαι αυτήν της εργασίας αυτής.

Και εκ μιας επιστολής του αυτού αγίου Μακαρίου, εάν θέλης δύνη μαθείν, εν ποιώ βαθμώ ίστανται και τίνα είσι τα παραχωρούμενα κατ αυτών, του πειρασθήναι εν αυτοίς τους αγίους. Έστι δε η επιστολή εκείνη, αύτη. Ό αββάς Μακάριος γράφει πάσι τοις τέκνοις αυτού τοις αγαπητοίς, ένθα εκδιδάσκει φανερώς, πώς οικονομούνται εκ του Θεού εν πολέμοις και εν αντιλήψει της χάριτος ότι εν τούτοις ήρεσε τη σοφία του Θεού γυμνάζεσθαι τους αγίους εν τω αιώνι κατέναντι της αμαρτίας, εν όσω εισίν εν τη ζωή ταύτη υπέρ της αρετής, όπως εν παντί καιρώ υψωθή η θεωρία αυτών προς αυτόν και εν τη προς αυτόν διηνεκεί θεωρία αυξήση εν αυτοίς η αγάπη αυτού η αγία όταν αδιαλείπτως εκ της επείξεως των παθών και του φόβου του εκκλίναι προς αυτόν δράμωσι και βεβαιωθώσιν εν τη πίστει και τη ελπίδι και τη αγάπη αυτού.

Ταύτα αρτίως ου τοις διαμένουσι μετά των ανθρώπων και μεταβαίνουσιν εν παντί τόπω και αεί εν πράγμασι και λογισμοίς τοις ούσιν αισχροίς τε και ακαθάρτοις αληθώς ερρέθησαν, ουδέ τοις έξωθεν της ησυχίας την δικαιοσύνην διερχομένοις εν έργοις και εν ταίς αισθήσεσιν αυτών θηρευομένοις καθ’ ώραν, και εν παντί καιρώ εν τω κινδύνω της πτώσεως (συνιστά αυτούς η ανάγκη η απαντώσα αυτοίς πόρρω του θελήματος) εν ακουσίοις συμπτώμασι, τοις μη μόνον τους λογισμούς αυτών, αλλ’ ουδέ τάς αισθήσεις εαυτών δυναμένοις φυλάξαι τελείως· αλλά τοις ισχύουσι τηρήσαι τα σώματα και τον λογισμόν εαυτών και απέχουσι παντελώς της ταραχής και της συντυχίας των ανθρώπων, και εν τη αποταγή των απάντων και των ψυχών αυτών ευκαιρήσασι φυλάξαι τον νουν αυτών εν τη προσευχή, και αλλοιώσεις των οικονομιών των εκ της χάριτος υποδεχομένοις εντός της πολιτείας της ησυχίας και υποκάτωθεν του βραχίονος της γνώσεως του Κυρίου διάγουσι και σοφιζομένοις υπό του Πνεύματος κρυπτώς εις την ησυχίαν εν τη αποχή των πραγμάτων και της θεωρίας της από τίνων, και κτησαμένοις νέκρωσιν διανοίας από του κόσμου. Ότι εκ τούτων τα πάθη ουκ αποθνήσκουσιν, η δε διάνοια αποθνήσκει αυτοίς εν τη αποχή των πραγμάτων και τη συνεργία της χάριτος.

Αύτη η χάρις φυλάξαι και ημάς εις τούτον τον όρον. Αμήν.