Λόγος ΜΔ'
Περί των αισθήσεων, εν ω και περί πειρασμών.

Συγγραφέας:


Αι αισθήσεις αι σώφρονες και συνηγμέναι ειρήνην γεννώσι τη ψυχή και ουκ εώσιν αυτήν πείραν λαβείν των πραγμάτων, όταν δε αίσθησιν των πραγμάτων ουλάβη, τότε γενήσεται νίκη δίχα αγώνος. Ει μέντοι αμελήσει ο άνθρωπος και τάς προσβολάς εισελθείν εν αυτώ παραχωρήσει,τότε αναγκάζεται πολεμήσαι, ταράττεται δε η πρώτη καθαρότης, ητις εστίν απλουστάτη και ομαλή. Οι πλείστοι γαρ των ανθρώπων ή και όλος ο κόσμος δια την αμέλειαν ταύτην εξέρχον­ται εκ της φυσικής και καθαράς καταστάσεως. Δια τούτο οι εν κόσμω και τοις κοσμικοίς συμφυρόμενοι ου δύνανται καθαρθήναι την διάνοιαν, δια την πολλήν της κακίας επίδοσιν. Ολίγοι δε εισίν οι δυνάμενοι υποστρέψαι εις την πρώτην καθαρότητα της διανοίας. Δια τούτο χρη ασφαλώς τηρείν έκαστον άνθρωπον τάς αισθήσεις αυτού και την διάνοιαν εκ των προσβολών αεί. Νήψεως γαρ χρεία πολλής και φυλακής και τηρήσεως.Η πολλή απλότης πέφυκεν ευπρεπής. Φόβου χρεία τη ανθρωπίνη φύσει ίνα τους όρους της υπακοής της προς τον Θεόν φυλάξη ,η δε αγάπη η προς τον Θεόν κινεί προς πόθον της εργασίας των αρετών και δι’ αυτής αρπάζεται προς αγαθοεργίαν. Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών, προηγείται δε αμφοτέρων ο φόβος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πάς τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τάς τελευταίας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απώλειας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αύτη γαρ εστίν η οδός του Κυρίου, ότι αύται υπ εκείνων γεννώνται.

Μη αλλάξης την αγάπην του αδελφού σου αγάπη τινός των πραγμάτων. Διότι τον των πάντων τιμιώτερον λεληθότως ένδοθεν κέκτηται. Κατάλειψον τα μικρά, ίνα ευρης τα τί­μια. Γενού τεθνεώς εν τη ζωή σου, και ζήση μετά θάνατον. Δίδου σευατόν θανείν εν τοις αγωνίσμασι, και μη ζήν εν αμελεία. Ου μόνον γαρ οι δια την εις Χριστόν πίστιν δεξάμενοι τον θά­νατον μάρτυρες είσιν, αλλά και οι δια την των εντολών αυτού τήρησιν αποθνήσκοντες.

Μη γίνου άφρων εν τοις σοίς αιτήμασιν, ίνα μη τον Θεόν καθυβρίσης τη σμικρότητι της σης γνώσεως. Γενού σοφός εν ταίς σαίς προσευχαίς, ίνα των ένδοξων καταξιωθής. Ζήτησον τα τίμια παρά του μη φθονούντος, ίνα και την τιμήν παρ’ αυτού δέξη, δια το σοφόν σου θέλημα. Σοφίαν ητήσατο ο Σολομών, και συν αυτή βασιλείαν γης εδέξατο, καθότι σοφώς ητήσατο, λέγω δη παρά του μεγάλου βασιλέως. Έλισσαιέ διπλήν ητήσατο την χάριν του Πνεύματος, την ούσαν τω διδασκάλω αυτού, και ουδαμώς της αιτήσεως απέτυχεν ο γαρ παρά βασιλέως ζητών τα ευτελή, τούτου την τιμήν εξευτελίζει.Ό Ισραήλ ητήσατο τα ευτελή, και την οργήν του Θεού εδέξατο. Άφηκε γαρ του θαυμάσαι εν τοις έργοις του Θεού τα φοβερά θαυμάσια αυτού, και εξήτησε τάς επιθυμίας της γαστρός αυτού. Έτι δε ούσης της βρώσεως εν τω στόματι αυτών, και η οργη του Θεού ανέβη έπ’ αυτούς.

Πρόσφερε τω Θεώ κατά την δόξαν αυτού τάς αιτήσεις σου, ίνα σου μεγαλυνθή προς αυτόν η αξία και επιχαρή σοι. Ώσπερ γαρ εάν τις αιτήσηται παρά του βασιλέως μέτρον κόπρου, ου μόνον αυτός ατιμάζεται χάριν της ευτέλειας της αιτήσεως αυτού, καθότι πολλήν αγνωμοσύνην επεδείξατο, αλλ9 ότι και ύβριν τω βασιλεί χάριν της αιτήσεως αυτού επέθηκεν, ούτω και ο τα γήινα ζητών εν ταίς προσευχαίς αυτού παρά Θεού. Ιδού γαρ άγγελος και Αρχάγγελοι, οίτινες είσι του βασιλέως μεγιστάνες, εις σε ατενίζουσιν εν τω καιρώ της προσευχής σου, οποίαν αίτησιν αυτη παρά τω Δεσπότη αυτών, και εκπλήττονται και αγάλλονται, όταν ίδωσι τον γεώδη καταλείψαντα την εαυτού σάρκα και τα ουράνια αιτούντα, ώσπερ δη ανιώνται αύθις προς τον εάσαντα τα ουράνια και αιτούντα την εαυτού κόπρον.

Μη αιτήσης παρά Θεού πράγμα, όπερ αυτός άνευ αιτήσεως ημίν διδόναι προνοείται, και ου μόνον τοις ιδίοις και προσφιλέσιν, αλλά και τοις ούσι ξένοις της αυτού γνώσεως. Μη γίνεσθε γαρ, φησίν, ως τα έθνη, βαττολογούντες εν ταίς προσευχαίς. Ταύτα γαρ τα σωματικά τα έθνη επιζητούσιν, έφη ό Κύριος, «υμείς δε μη μεριμνήσητε, τι φάγητε ή τι πίητε ή τι ενδύσησθε ο γαρ Πατήρ υμών οίδεν, ότι χρείαν έχετε τούτων». Ό υιός ουκέτι αιτεί παρά του πατρός αυτού άρτον, αλλά ζητεί τα μέγιστα και τα υψηλά της οικίας του πατρός αυτού. Δια γαρ την ασθένειαν της διανοίας των ανθρώπων ενετείλατο ο Κύριος αιτείσθαι τον καθημερινόν άρτον. Όρα γαρ τι εντέταλται τοις τελείοις την γνώσιν και υγιεινοίς την ψυχήν. «Μη μεριμνήσητε», γαρ φησί, «περί βρώματος ή ενδύματος». Ει γαρ των αλόγων ζώων και των πετεινών και αυτών δη των αψύχων επιμελείται, ου πολλώ μάλλον ημών; Αλλά «ζητήσατε μάλλον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Εαν δεηθής του Θεού περί πράγματος και μακροθυμήση σου μη ταχέως επακούσαι σου, μη λυπού. Ου γαρ ει συ του Θεού σοφώτερος. Τούτο δε συμβαίνει σοι, ή δια το ανάξιον σε όντα τυχείν της αιτήσεως ή δια το μη είναι τάς οδούς της καρδίας σου εφάμιλλους τοις αίτημασί σου, αλλ’ εναντίας, η δια το μήπω εφθακέναι σε το μέτρον του δέξασθαί σε το χάρισμα, όπερ αιτείς Καθότι ου δει ημάς εις μέτρα μεγάλα προ καιρού επιβάλλειν αυτούς, ίνα μη αχρειωθή το χάρισμα του Θεού εν τη ταχύτητι της υποδοχής και απόλλυται. Έκαστον πράγμα μετά πόνου καρδίας ευρισκόμενον, μετά παραφυλακής και φυλάττεται.

Διά Χριστόν δίψησον, ίνα σε μεθύση της αγάπης αυτού. Κάμμυσον τους οφθαλμούς σου από των τερπνών του βίου, ίνα καταξιωθής παρά του Θεού του βασιλεύειν εν τη ση καρδία την αυτού ειρήνην. Εγκρατεύου από των πραγμάτων,ών τα σα όμματα θεωρεί, ίνα της πνευματικής χαράς καταξιωθής.

Εάν μη αρέσωσι τω Θεώ τα έργα σου, μη ζητήσης παρ΄αυτού τα επίδοξα, ίνα μη γένη ως άνθρωπος πειράζων τον Θεόν. Κατά την διαγωγήν σου δέον είναι και την ευχήν σου.

Αδύνατον γαρ τίνα συνδεδεμένον τοις γηίνοις ζητείν τα επουράνια, αμηχανόν τε τον εν τοις κοσμικοίς ασχολούμενον τα θεία αιτήσασθαι. Διότι εκάστου ανθρώπου η επιθυμία εκ των έργων αυτού δείκνυται, και εν οίς τισι πράγμασι δείκνυσι την εαυτού σπουδήν, υπέρ αυτών αγωνίζεται εν τη προσευχή. Ό τα μέγιστα θέλων, ουκ ενασχολείται τοις ευτελεστέροις.

Γενού ελεύθερος, συνδεδεμένος ων τω σώματι, και δείξον σου της υπακοής την ελευθερίαν δια τον Χριστόν. Γενού δε και νουνεχής εν τη ση πραότητι, ίνα μη κλαπής. Αγάπησον την ταπείνωσιν εν πάσι τοις έργοις σου, ίνα ρυσθής των ακαταλήπτων παγίδων, αίτινες ευρίσκονται αεί έξωθεν της οδού των ταπεινοφρόνων. Μη απαναίνου τάς θλίψεις, διότι δι’ αυτών εις την επίγνωσιν της αληθείας εισέρχη. Και μη φοβηθής τους πειρασμούς, διότι εν αυτοίς ευρίσκεις τα τίμια. Πρόσευξαι του μη εισελθείν εις τους ψυχικούς πειρασμούς, προς δε τους σωματικούς ευτρεπίζου εξ όλης της ισχύος σου. Έκτος γαρ τούτων ου δύνασαι προσπελάσαι τω Θεώ. Διότι ένδοθεν αυτών απόκειται η θεία ανάπαυσις. Ό φεύγων τους πειρασμούς, φεύγει την αρετήν πειρασμόν δε λέγω ου των επιθυμιών, αλλά των θλίψεων.

Ερώτησις. Και πώς ομοφωνήσει το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν», και το, «αγωνίσασθε εισελθείν δια της στενης πύλης»; Και πάλιν, «μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα», και «ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν»; Πώς ούν πανταχού προτρέπεται ημάς ο Κύριος προς τους πειρασμούς, ενταύθα δε προσέταξεν «εύξασθε μη εισελθείν εις αυτούς»; Ποία γαρ αρετή γίνεται άνευ θλίψεως και πειρασμού; ή ποίος πειρασμός μείζων του απολέσαι τινά εαυτόν, εις όν εισελθείν ημάς ένεκεν αυτού διεκελεύσατο; «’Όστις», γαρ φησί, «μη άρη τον σταυρόν αυτού και ακολουθή οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος». Πώς ουν εν πάση τη διδασκαλία αυτού προστάξας εισελθείν εις τους πειρασμούς, ενταύθα μη εισελθείν προσεύξασθαι ενετείλατο; «Διά πολλών», γαρ φησί, «θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών»,και «εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε», και «εν τη τούτων υπομονή κτήσασθε τάς ψυχάς υμών».

Ω της λεπτότητος της οδού των σων διδαγμάτων, Κύριε, ης έξωθεν πάντοτε καθέστηκεν ο μη συνετώς και μετά γνώσεως αναγινώσκων. Ηνίκα επεθύμησαν οι υιοί του Ζεβεδαίου και η μήτηρ αυτών της μετά σου καθέδρας εις την βασιλείαν, ταύτα είπες αυτοίς «δύνασθε πιείν το ποτήριον των πειρασμών, ο εγώ μέλλω πίνειν και το βάπτισμα, ο εγώ βαπτίσομαι βαπτισθήναι;» Και πώς ενταύθα, ω Δέσποτα, επιτρέπεις ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν εις πειρασμόν; Περί ποίων πειρασμών κελεύειν ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν;

Απόκρισις. Εύξαι, φησί, του μη εισελθείν προς τους εις την πίστιν πειρασμούς. Εύξαι του μη εισελθείν προς τους εν τη οίησει του νοός σου πειρασμούς μετά του δαίμονος της βλασφημίας και της υπερηφανίας. Εύξαι μη εισελθείν κατά παραχώρησιν Θεού εις πειρασμόν φανερόν του διαβόλου, δια τάς κακάς ενθυμήσεις, ας ενεθυμήθης εν τη διανοία σου, δι’ ας και παρεχωρήθης. Εύξαι, μη αποστήναι από σου τον Άγγελον της σωφροσύνης σου, ίνα μη εμπύρω πολέμω πολεμηθής της αμαρτίας και χωρισθής απ ‘ αυτού. Εύξαι, μη εισελθείν εις πειρασμόν ερεθισμού τίνος κατά τίνος ή εις πειρασμόν διψυχίας και δισταγμού, εξ ων η ψυχή εις μέγαν αγώνα εκβιάζεται.

Τους μεν τοι πειρασμούς του σώματος ολοψύχως υποδέξασθαι ευτρεπίζου και εν πάσι τοις μέλεσί σου διάπλευσον εν αυτοίς και τους οφθαλμούς σου δακρύων πλήρωσον, ίνα μη αποστή ο φυλάσσων σε από σου. Έκτος γαρ πειρασμών η πρόνοια του Θεού ούχ οράται και την προς Θεόν παρρησίαν αδύνατον κτήσασθαι και την σοφίαν του Πνεύματος αδύνατον μαθείν και τον θείον πόθον εν τη ψυχή σου βεβαιωθήναι ανένδεκτον. Προ γαρ των πειρασμών, ώσπερ τις ξένος ο άνθρωπος εύχεται τω Θεώ, επάν δε εισέλθη εις πειρασμούς δια την αγάπην αυτού και μη δέξηται αλλοίωσιν, τηνικαύτα, καθάπερ τις υπόχρεων έχων τον Θεόν και ως γνήσιος φίλος λογίζεται παρά τω Θεώ. Διότι ένεκεν του θελήματος αυτού επολέμησε τον εχθρόν αυτού και ενίκησεν αυτόν. Τούτο εστί το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν».

Και πάλιν εύξαι, του μη εισελθείν εις τον πειρασμόν τον φοβερόν του διαβόλου, δια την αλαζονείαν σου, αλλά δια το αγαπάν σε τον Θεόν, ίνα η δύναμις αυτού συνεργήση σοι και εν σοι νικήση τους εχθρούς αυτού. Εύξαι, του μη εισελθείν εις τους πειρασμούς τούτους, δια την κακίαν των λογισμών σου και των πράξεων, αλλ ίνα δοκιμασθή σου η προς το Θεόν αγάπη και δοξασθή η δύναμις αυτού εν τη υπομονή σου.

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.