Λόγος ΛΔ'
Περί μετανοιών και έτεροι λόγοι.

Συγγραφέας:


Μή ψηφίσης αργίαν την έκτασιν της ευχής της αμετεωρίστου, της συνηγμένης και μακράς, δια το καταλείψαί σε τους ψαλμούς. Πλέον δε της μελέτης της στιχολογίας, τας μετανοίας εν τη προσευχή αγάπησον. Ότε δώσει σοι χείρα αύτη, τον τόπον της λειτουργίας αναπληροί, και ότε εν ‘ αυτή τη λειτουργία δοθή σοι το χάρισμα των δακρύων, μη ψήφισης την εν αύτοις τρυφήν αργίαν εξ αυτής.

Πλήρωμα γαρ της ευχής η χάρις η των δακρύων.

Εν τω καιρώ, εν ω η διάνοια σου εσκορπισμένη εστί, πλέον της ευχής τη αναγνώσει έμμεινον. Ου πάσα δε γραφή ωφέλιμος, καθώς ερρέθη. Πολύ πλέον των έργων την ησυχίαν αγάπησον. Τίμησον την ανάγνωσιν, εί δυνατόν, κρείττον της στάσεως. Αύτη γαρ πηγή εστί της καθαράς ευχής. Μη ούν αμελήσης παντελώς, νήφε δε εκ του μετεωρισμού. Της γάρ πολιτείας ρίζα η ψαλμωδία. ‘Όμως και τούτο γνώθι, ότι της στιχολογίας της μετά του μετεωρισμού, τα έργα του σώματος πλέον ωφελούσι, το δε λυπείσθαι κατά διάνοιαν, τον κόπον υπερβάλλει του σώματος.

Εν τω καιρώ της αμελείας νήφε και κίνησον μικρόν τον τον ζήλον μεγάλως γαρ εξυπνίζει την καρδίαν και διαθερμαίνει τα νοήματα της ψυχής. Εξ εναντίας της επιθυμίας εν τω της αμελείας καιρώ, τη φύσει ο θυμός βοηθεί λύει γαρ την ψυχρότητα της ψυχής. Εκ τούτων γαρ των αιτίων είωθεν έρχεσθαι καθ ημών η αμέλεια η εκ του βάρους της γαστρός ή εκ των πολλών έργων.

Η ευταξία της εργασίας το φως εστί επί του φρονήματος. Ουκ εστίν άλλο τι, ως η γνώσις. Πάσα ευχή ην προσφέρεις εν τη νυκτί, πασών των της ημέρας πράξεων έστω εν οφθαλμοίς σου τιμιωτέρα. Μη βαρύνης την γαστέρα σου, ίνα μη συγχυθή η διάνοια σου και έση τεταραγμένος εν τω μετεωρισμώ, όταν αναστής νυκτός και εκλυθώσι τα μέλη σου και αυ­τός ευρέθης γυναικώδους πεπληρωμένος χαυνώσεως, ου μην δε, αλλά και η ψυχή σου εσκοτισμένη και τα νοήματα σου τεθολωμένα και ου δύνη συνάξαι αυτά παντελώς εν τη στιχολογία,δια την σκότωσιν, και μωραίνηται εν σοι η των πάντων γεύσις, και ου γλυκαίνηταί σοι η στιχολογία της ψαλμωδίας, ης δια της ελαφρότητος και λαμπρότητος της διανοίας ο νους είωθε γεύεσθαι μεθ’ ηδονής της εν αυτή διαφοράς.

Όταν γαρ η ευταξία της νυκτός ταραχθη, τότε και εν τη ημερίνη εργασία γίνεται ο νους συγκεχυμένος, και εν σκοτώσει διαπορευόμενος και εντρυφά. Επιπίπτει γαρ ως καταιγίς επί τα νοήματα, και εάν εις ευχήν κινηθή και εάν είς μελέτην. Η ηδονή γαρ η εν ημέρα διδομένη τοις ασκηταίς εκ του φωτός της εργασίας της νυκτός βρύει επί τω νω τω καθαρώ.

Έκαστος άνθρωπος, ος ου έλαβε πείραν της ησυχίας της μακράς, μη προσδοκήση μαθείν εξ εαυτού τι πλέον εν τοις αγαθοίς της ασκήσεως, ει και μέγας εστί σοφός και διδά­σκαλος, έχων πολλά κατορθώματα.

Παραφύλαξαι, μη επί πλέον εξασθένηση το σώμα σου, ίνα μη ενδυναμωθή κατά σου η αμέλεια και ψυχράνη την ψυχήν σου εκ της γεύσεως της εργασίας αυτής. Ως εν ζυγώ αρμό­ζει σταθμίσαι έκαστον την εαυτού πολιτείαν. Εν τω καιρώ, εν ω κορέννυσαι, παραφύλαξαι ολίγον εκ της προς εαυτόν παρρησίας. Εν σωφροσύνη έστω το κάθισμα σου και εν τη ώρα της χρείας σου. Μάλιστα δε γίνου σώφρων και καθαρός εν τη ώρα του ύπνου σου, και παρατετηρημένος, ου μόνον εν τω λογισμώ σου, αλλά και εν τοις μέλεσί σου. Φυλάττου εκ της οίήσεως εν τη ώρα των καλών αλλοιώσεων. Την ασθένειαν σου και την ιδιωτείαν σου προς την λεπτότητα αυτής της οιήσεως εν προσευχή σπουδαίως δείξον τω Κυρίω, ίνα μη καταλειφθής πειραθήναι εν τοις αισχροίς. Η πορνεία γαρ ακολουθεί τη υπερηφανία και τη οιήσει η πλάνη.

Εν τοις έργοις των χειρών σου προς την χρείαν σου έργασαι, μάλλον δέ προς δεσμόν τον εν τη ησυχία σου. Μη ασθενήσης εν πεποιθήσει σου προς τον προνοητήν σου. Οικονομίαι γαρ θαυμαστοί γίνονται εν τοις οίκείοις αυτού. Διότι εν ερήμω αοικείτω οικονομεί τους εν πεποιθήσει αυτού καθήμενους ουκ εν χερσίν ανθρώπων. Εάν επισκέψηταί σε ο Κύριος εν τοις σωματικοίς χωρίς έργον, ότε συ αγωνίζη εν τη επιμε­λεία της ψυχής σου, κινείται τότε εν σοι και λογισμός εκ της μηχανής του διαβόλου, του φονευτού, ότι η αιτία της προνοίας ταύτης απάσης πάντως εκ σου εστί. Και τότε συνάμα τούτω τω λογισμώ παύεται εκ σου και η πρόνοια του Θεού, και αυτή τη ώρα βρύουσι κατά σου πλείστοι πειρασμοί, είτε εκ της αμελείας του προνοητού είτε εκ των ανακαινισμών των πόνων και των νοσημάτων των κινουμένων εν τω σώματι σου. Ουκ εκ μόνης δε της κινήσεως του λογισμού αμελεί ο Θεός, αλλά και εκ του διαμείναι την διάνοιαν εν αυτή. Εκ της κινήσεως γαρ της ακουσίου ου παιδεύει και κρίνει ο Θεός τον άνθρωπον, ουδέ εάν προς ώραν συμφωνήσωμεν αύτη. Και εάν αύτη τη ώρα κεντήσωμεν το πάθος και η κατάνυξις φθάση ημάς, ου λογοθετεί ο Κύριος εις την τοιαύτην αμέλειαν ημάς, άλλ’ εις εκείνην, ην η διάνοια αληθώς εδέξατο και ανεπαισθήτως προσβλέ­πει αυτή και ως καθήκουσαν και ωφελούσαν εδέξατο αυτήν, και ουκ έλογίσατο αυτήν φροντίδα δεινήν.

Ημείς αεί τούτο προσευξώμεθα τω Κυρίω. Χρίστε το πλήρωμα της αληθείας άνατειλάτω η αλήθεια σου εν ταίς καρδίαις ημών και κατά το θέλημα σου γνώμεν πορευθήναι εν τη οδώ σου.

Ότε λογισμός τις πονηρός ενσπαρεί σοι, είτε τούτων των από μακράν όντων είτε των προλήψεων, και συνεχώς δεικνύει εαυτόν τω νοΐ, γνώθι αληθώς, ότι παγίδα κρύψει σοι άλλ’ έξυπνίσθητι και νήφε εν καιρώ. Ει δε εστίν εκ τούτων των του μέρους των δεξιών και των αγαθών, γνώθι ότι τρόπον τινά ζωής θέλει ο Θεός δούναι σοι, και δια τούτο αεί έξωθεν του έθους κινείται εν σοι εάν δε σκοτεινός λογισμός ή και διστάζης εν αυτώ, ότι ου δύνη τηλαυγώς φθάσαι, εάν τε οικείος ή κλέπτης ή, ή άντιλήπτωρ ή ενεδρευτής, ος εν σχήματι αγαθώ εκρύβη, έν ευχή εκτενεί και οξυτάτη, νυκτός και ημέρας, εν αγρυπνία πολλή παρασκευασθώμεν κατ’ αυτού. Μη ώθησης αυτόν, μηδέ συμφωνήσης αυτώ, άλλ’ ευχήν εν σπουδή και θερμότητι ποίησον υπέρ αυτού. Και μη σιώπησεις επικαλέσασθαι τον Κύριον, και αυτός δεικνύει σοι αυτόν πόθεν εστίν.

Περί της σιωπής

Υπέρ πάντα την σιωπήν αγάπησον, ότι προσεγγίζει σοι προς καρπόν ή γλώσσα γαρ ασθενεί προς την εξήγησιν αυτού. Πρώτον μεν βιασώμεθα εαυτούς σιωπάν, και τότε εκ της σιωπής γεννάται ημίν τι οδηγούν ημάς εις αυτήν την σιωπήν. Δώη σοι ο Θεός αισθηθήναι τίνος γεννωμένου εκ της σιωπής. Εάν δε εν ταύτη τη πολιτεία άρξη, ουκ έπίσταμαι εγώ πόσον φως ανατελεί σοι εντεύθεν. Μη λογίση, ώ αδελφέ, ότι όπερ ερρέθη επί του θαυμάσιου εκείνου Αρσενίου, ότε παρέβαλον αυτώ οι πατέρες και οι αδελφοί οι ερχόμενοι του θεάσασθαι αυτόν, και εκαθέζετο μετ’ αυτών σιωπών και εν τη σιωπή ην απολύων αυτούς, εν θελήματι μόνον τούτο έποίει, αλλ ‘ έπει εξ αρχής εις τούτο εαυτόν εβιάσατο.

Ηδονή τις τίκτεται εν τη καρδία εκ της γυμνασίας της εργασίας ταύτης μετά καιρόν και εν βία οδηγεί το σώμα τη ησυχία, και πλήθος δακρύων τίκτεται ημίν εν ταύτη τη πολιτεία. Και εν τη θεωρία τη θαυμαστή αισθάνεται τίνος εν αυταίς η καρδία διακριτικώς εν καιρώ μετά πόνου και εν καιρώ εκ του θαύματος. Σμικρύνεται γαρ η καρδία και γίνε­ται ως νήπιον, και ότε άρξεται εν τη ευχή, προεπιρρέουσι τα δάκρυα.·

Μέγας εστίν άνθρωπος ο εν τη υπομονή των μελών εαυτού συνήθειαν κτώμενος θαυμαστήν έσω εν τη εαυτού ψυχή. Ότε πάντα τα έργα της πολιτείας ταύτης εις εν μέρος θήσεις και την σιωπήν εν άλλω, ευρίσκεις αυτήν υπερβάλλουσαν εν σταθμώ. Παραινέσεις εισί πολλαί των ανθρώπων ότε ηνίκα τη σιωπή τις προσεγγίσει, περισσή αυτώ η εργασία της φυλα­κής αυτών. Και ευρίσκονται γενόμεναι περισσοί αι εργασίαι, και αυτός ευρίσκεται υπερυψωθείς αυτών, ότι τη τελειότητι προσήγγισε. Και γαρ βοήθεια εστί τη ησυχία.

Πως δε τούτο; Ότι αδύνατον, εν τη των πολλών κατασκηνώσει όντων ημών, μη απαντηθήναι ημάς υπό τίνος. Ουδέ γαρ ό ισάγγελος Αρσένιος, ος υπέρ απαντάς ηγάπησε την ησυχίαν, ηδυνήθη αποστήναι τούτων. Το γαρ συναντηθήναι ημάς υπό των πατέρων και των αδελφών των όντων μεθ’ ημών και η απάντησις αυτών η απροσδοκήτως γινομένη και το απέρχεσθαι αυτόν εν τη εκκλησία ή αλλαχού, ταύτα πάντα ότε είδεν ό άνθρωπος εκείνος ό αξιομακάριστος, ότι ου δυνατόν εστίν αποστήναι τούτων, όσον εστί πλησίον της κατοικήσεως των ανθρώπων, ηνίκα δε ην πολλάκις, μη δυνάμενος μακρυνθήναι εν τόπω της εαυτού κατοικίας εκ του πλησιασμού των ανθρώπων και εκ των μοναστών των κατοικούντων εν εκείνοις τοις τόποις, τούτον τον τρόπον έμαθεν εκ της χάριτος, την διηνεκή σιωπήν. Και ει ποτέ εξ ανάγκης ήνοιγε την θύραν εαυτου τισιν αυτών, εν τη θεωρία αυτού μόνον ενηυφραίνοντο, η δε ομιλία του λόγου και η χρεία αυτού περιττή εγίνετο μεταξύ αυ­τών.

Πολλοί των Πατέρων εν τη θεωρία ταύτη ήλθον εις κατάστασιν, εις το παραφυλάξασθαι εαυτούς, του λαβείν αυ­τούς προσθήκην του πλούτου του πνευματικού εκ της μαθήσε­ως, ης εδέξαντο εκ της θεωρίας του μακαρίου. Και τίνες εξ αυτών εν λίθω ή εν σχοινίω εδέσμουν εαυτούς, ή εν λιμώ έτηξαν εαυτούς, εν τω καιρώ, ηνίκα ήθελον προς τους ανθρώπους εξελθείν. Διότι η πείνα πολύ ωφελεί εις την συστολήν των αι­σθήσεων.

Πολλούς Πατέρας εύρον, αδελφέ, μεγάλους και θαυμαστούς, πλείον των έργων εις την ευταξίαν των αισθήσε­ων πρόνοιαν ποιούμενους και εις το ήθος του σώματος ότι εξ αυτών γεννάται η ευταξία των λογισμών. Αιτίαι πολλοί έξωθεν του θελήματος συναντώσι τω ανθρώπω και ποιούσιν αυτόν εξελθείν έξωθεν του όρου της ελευθερίας αυτού. Και ει μη ευρεθείη παραφυλαττόμενος εν τοις εαυτού αισθήσεσιν εν τη αδιαλείπτω συνηθεία, τη προηγησαμένη εν αυτώ, είχον ποιήσαι αυτόν εν πολλώ χρόνω μη ελθείν εις εαυτόν και ευρείν την πρώτην ειρηνικήν εαυτού κατάστασιν.

Προκοπή της καρδίας αδολεσχία εστίν εν τη εαυτής ελπίδι. Προκοπή της πολιτείας, η εκ πάντων λύσις. Η μνήμη του θανάτου δεσμός εστίν αγαθός των μελών των έξωθεν. Δέ­λεαρ ψυχής εστίν η χαρά, η εκ της ελπίδος της εξανθούσης εν τη καρδία. Αύξησις της γνώσεως αι διηνεκεις δοκιμασίαι εισίν, άς εκ των δύο αλλοιώσεων λαμβάνει ο νους έσωθεν καθ’ ήμέραν. Εάν γαρ και ακηδία ημίν κατά καιρόν εγγένηται δια την μόνωσιν (και τούτο ίσως οικονομικώς παραχωρείται γενέ­σθαι), άλλ’ έχομεν παράκλησιν της ελπίδος υπερβάλλουσαν τον λόγον της πίστεως, αν έχομεν εν ταίς καρδίαις ημών.

Και καλώς είπε τις των θεοφόρων, ότι ικανοί ό πόθος του Θεού τω πιστώ γενέσθαι παράκλησις και εν τη απώλεια της εαυτού ψυχής. Τι γαρ, φησί, βλάπτουσιν αι θλίψεις τον την τρυφήν και την ανάπαυσιν καταπεφρονημένας έχοντα δια τα μέλλοντα αγαθά;

Και τούτο δε, αδελφέ, παραγγέλλω σον έστω εν σοι αεί εκνικών ο της ελεημοσύνης σταθμός έως αν αίσθηθής εν εαυτώ εκείνου του ελέους, ου έχεις προς τον κόσμον. Ταύτα γαρ τα ημέτερα έσοπτρα γενέσθω, του ιδείν εν εαυτώ την ομοιότητα και τον τύπον τον αληθινόν, τον τη φύσει υπάρχοντα και τη ουσία εκείνη του Θεού. Εν τούτοις και τοιούτοις φωτι· σθώμεν κινηθήναι κατά Θεόν εν διαυγεί προαιρέσει. Καρδία απότομος και ανηλεής ουδέποτε καθαίρεται. Άνθρωπος ελεή­μων ιατρός εστί της εαυτού ψυχής την σκότωσιν γαρ των παθών, ως εν πνεύματι βιαίω καταδιώκει εκ των ένδον εαυτού. Χρέος αγαθόν προς τον Θεόν τούτο εστί κατά τον ευαγγελικόν λόγον της ζωής.

Όταν προσέγγισης τη στρώμνη σου, ειπέ αυτή: στρωμνή, ίσως εν τη νυκτι ταύτη τάφος μοι γίνη και ου γινώσκω, μήπως αντί του προσκαίρου ύπνου, εκείνος ο αιώ­νιος ο μέλλων εισέλθη εν εμοί εν ταύτη τη νυκτί.

Εν όσω ούν έχεις πόδας, δράμε οπίσω της εργασίας, προ του δεσμευθήναι εν εκείνω τω δεσμώ, τω μη ενδεχομένω πάλιν λυθήναι. Εν όσω έχεις δακτύλους, σταύρωσον εαυτόν εν προσευχή, προ του ελθείν τον θάνατον. Εν όσω έχεις οφθαλμούς, πλήρωσον αυτούς δακρύων, προ του σκεπασθήναι αυτούς υπό του κονιορτού. Καθάπερ γαρ το ρόδον, το ύπ’ άνε­μου εκπνεόμενον και μαραινόμενον, ούτως εσωθέν σου εν των στοιχείων των εν σοι, και αποθνήσκεις, θού εν τη καρδία σου του απελθείν, ώ άνθρωπε, εν τω λέγειν σε αεί, ‘Ίδε έφθασε την θύραν ο απόστολος, ο ερχόμενος οπίσω μου. Τι κάθημαι; απο­δημία εστίν αιώνιος, μη έχουσα πάλιν επάνοδον.

Ο αγαπών την ομιλίαν την μετά του Χριστού, αγαπά γενέσθαι μοναστικός, ο δε αγαπών υπολειφθήναι μετά των πολλών, ούτος φίλος του κόσμου τούτου. Εάν αγαπάς την μετάνοιαν, αγάπησον και την ησυχίαν. Έξωθεν γαρ της ησυχίας ου τελειούται η μετάνοια. Και εάν τις αντιλέγη εν τούτω, μη φιλονεικήσης μετ’ αυτού. Εάν αγαπάς την ησυχίαν, την μητέρα της μετανοίας, αγάπησον εν ηδονή και την μικράν ζημίαν του σώματος και τάς βρυούσας μέμψεις και τάς αδικίας τάς υπέρ αυτής. Έκτος γαρ ταύτης της παρασκευής ζήσαι εν ησυχία μετ’ ελευθερίας αταράχως ου δυνήση. Εάν δε τούτων καταφρό­νησης, μέτοχος γενήση της ησυχίας κατά το θέλημα του Θεού και μένεις καθήμενος εν αυτή, ως θέλει ό Θεός.

Πόθος ησυχίας εστί προσδοκία διηνεκής του θανάτου. Ο εκτός ταύτης της μελέτης εισερχόμενος εν τη ησυχία, ου δύναται βαστάξαι άπερ οφείλομεν καρτερείν και βαστάζειν εκ παντός τρόπου.

Καί τούτο δε γνώθι, ώ διακριτικέ, ότι ουχί δια τα έργα τα περισσά των κανόνων, όπως ταύτα γε εργασώμεθα, την κατοίκησιν μοναστικώς μετά των ψυχών ημών και την ησυχίαν και τον εγκλεισμόν ποιούμεν. Γνώριμον γαρ εστίν, ότι μάλλον η μετά των πολλών κοινωνία χείρα παρέχει εις τούτο, δια την προθυμίαν του σώματος. Και ει ην αναγκαίον τούτο, ουκ ήσαν τίνες των πατέρων την συντυχίαν και την κοινωνίαν των ανθρώπων εάσαντες και άλλοι εν τάφοις οικήσαντες, τίνες δε τον εγκλεισμόν εκλεξάμενοι εν οίκω μοναστικώ, εν εκείνω μάλιστα το σώμα εκλύοντες και αφιέντες αυτό, μη δυνάμενον πληρώσαι τους κανόνας εαυτού, συν πάση ασθένεια και μοχθώ σωματικώ αλλά και τα βαρέα νοσήματα τα φθάνοντα αυτούς εν ηδονή υπέφερον εν πάση τη ζωή αυτών, εξ ων ούτε καν στήναι εν τοις ποσιν εαυτών ή την προσευχήν την συνήθη προσφέρειν ή δοξολογείν εν τω εαυτών ηδύναντο στόματι, άλλ’ ουδέ ψαλμόν ούτε άλλο τι των εν σώματι τελουμένων εποίουν. Και ήρκεσεν αυτοίς μόνη η του σώματος ασθένεια και η ησυχία αντί πάντων των κανόνων, και ούτος ο τρόπος εν πάσαις ταίς ημέραις της ζωής αυτών. Και εν ταύτη πάση τη νομιζομένη αργία, ουδείς επεθύμησεν εξ αυτών καταλείψαι το κελλίον εαυ­τού και δια την αργίαν της εργασίας των κανόνων αυτού έξω που περιάγειν ή εν ταίς εκκλησίαις ενευφραίνεσθαι ταίς φωναίς και ταίς λειτουργίαις των άλλων.

Ο αισθηθείς των εαυτού αμαρτιών κρείττων εστί του εγείροντος τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή, όταν ευρεθή η κατοίκησις αυτού εν μέσω πολλών. Ό στενάζων μίαν ώραν υπέρ της ψυχής εαυτού, κρείττων εστί του ωφελούντος όλον τον κόσμον εν τη θεωρία εαυτού. Ό αξιωθείς ιδείν εαυτόν, αυτός κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους Αγγέλους. Ούτος γαρ εν τοις σωματικοίς οφθαλμοίς κοινωνεί, εκείνος δε εν τοις οφθαλμοίς της ψυχής. Ό ακολουθών τω Χριστώ εν πενθεί μοναστικώ, ούτος κρείττων εστί του επαινούντος αυτόν εν ταίςσυναγωγαίς. Και μηδείς ενέγκη εις μέσον το του Αποστόλου, «το ανάθεμα είναι εγώ», φησίν, «ηυχόμην από του Χρίστου υπέρ των αδελφών μου». Τω γαρ λαβόντι την δύναμιν του Παύλου, και εκείνο ποιήσαι επιτάττεται. Παύλος δε εκ του Πνεύματος του εν εαυτώ ελαμβάνετο εις ωφέλειαν του κόσμου,καθώς αυτός εμαρτύρησεν. Ότι ουκ εν τω εαυτού θελήματι τούτο εποίει. «Ανάγκη γαρ μοι», φησίν, «εστί, και ουαί μοι εάν μη ευαγγελίζωμαι». Και η εκλογή του Παύλου, ου της εαυτού μετανοίας εθεώρει τον τρόπον, αλλά το εύαγγελίσασθαι τη ανθρωπότητι, και δύναμιν περισσήν ελαβεν.

Όμως την ησυχίαν αγαπήσωμεν ημείς, αδελφοί, έως αν νεκρωθή ο κόσμος εκ της καρδίας ημών. Και μνημονεύσωμεν του θανάτου αεί και εν τη τοιαύτη μελέτη προσεγγίσωμεν τω Θεώ εν τη καρδία ημών και καταφρονήσω μεν της ματαιότητος του κόσμου και περιφρονηθή η ηδονή αυτού εν τοις οφθαλμοίς ημών, και υπομείνωμεν εν ηδονή εν σώματι νοσηρώ την αργίαν την διηνεκή, την εν τη ησυχία, όπως αξιωθώμεν της τρυφής, μετά των εν σπηλαίοις και οπαίς της γης προσδοκώντων την αποκάλυψιν την επαινετήν του Κυρίου την εξ ουρανού. Ότι αυτώ και τω Πατρί αυτού και τω αγίω Πνεύματι η δόξα και η τιμή και το κράτος και η μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.