Λόγος Λ'
Περί ευχαριστίας Θεού εν ω και κατηχήσεις κεφαλαιώδεις.

Συγγραφέας:


H ευχαριστία του λαμβάνοντος ερεθίζει τον διδόντα του δούναι δωρήματα μείζονα των προτέρων.

Ο μη ευχαριστών επί τοις μικροτέροις, και επί τοις μείζοσι ψεύστης εστί και άδικος Ο ασθενών και γινώσκων την αρρωστίαν αυτού, ζητείν οφείλει την ιατρείαν,ο δε ομολογών τον πόνον αυτού, εγ­γίζει τη θεραπεία αυτού και ευκόλως ευρήσει αυτήν. Σκληρά καρδία πληθύνονται οι πόνοι αυτής και του αρρώστου του τω ιατρώ αντιτασσομένου η κόλασις αυτού περισσεύεται.

Ούκ έστιν αμαρτία ασυγχώρητος, εί μη ο αμετανόητος, ουδέ δώρημα διαμένει χωρίς προσθήκης, εί μη το στερούμενον ευχαριστίας. Του άφρονος το μέρος μικρόν εστίν εν οφθαλμοίς αυτού.

Μημόνευε αεί των υπερεχόντων σου τη αρετή, του ιδείν σεαυτόν λειπόμενον του μέτρου αυτών διαπαντός, και γενού κατανοών αεί τάς ισχυροτέρας θλίψεις των τεθλιμμένων και κεκακωμένων, όπως την προσήκουσαν ευχαριστίαν αποδώσης υπέρ των μικρών και ευτελών των παρά σοι ευρισκο­μένων και δυνηθής μετά χαράς υπομείναι αυτάς.

Εν τω καιρώ της σης ήττης και χαυνότητος και οκνηρίας, δεδεμένος ων και κατεχόμενος υπό του εχθρού εν επιπονωτέρα ταλαιπωρία και μοχθηρώ έργω της αμαρτίας, εννόησον εν τη καρδία σου τον πρότερον καιρόν της σπουδής σου και πώς ήσθα φροντίζων έως και των λεπτότερων, και τον αγώνα όν επεδείκνυες, και πώς εν ζήλω ης κινούμενος εξ εναντίας των κωλύσαι θελόντων την οδοιπορίαν σου. Προς τούτοις δε λογίζου και τους στεναγμούς, ους υπέρ των ελαττωμάτων εστέναζες των προσγινομένων σοι εκ της αμελείας σου και πώς εν πάσι τούτοις τον στέφανον της νίκης ελάμβανες. Και γαρ εν ταίς τοιαύταις και τηλικαύταις μνήμαις εξυπνίζεται η ψυχή σου ως από βάθους και ενδύεται την φλόγα του ζήλου, και ως εκ νεκρών ανίσταται εκ του ποντισμού αυτής και ύψουται και στρέφεται εις την αρχαίαν τάξιν αυτής, δια θερμού αγώνος εξ εναντίας του διαβόλου και της αμαρτίας.

Μνήσθητι της πτώσεως των δυνατών, και ταπεινούσαι εν ταίς αρεταίς σου. Μνημόνευε των σκληρών παραπτωμά­των των πάλαι παραπεσόντων και μεταγνόντων, και του ύψους και της τιμής, ης μετά ταύτα ηξιώθησαν, και λήψη θάρσος εν τη μετανοία σου.

Καταδίωξον σεαυτόν, και καταδιωχθήσεται ο εχθρός σου από της εγγύτητός σου. Ειρήνευσον εν σεαυτώ, και ειρη­νεύσει σοι ο ουρανός και η γη.

Σπούδασον εισελθείν εις το ταμείον το ενδοθέν σου, και όψει το ταμείον το ουράνιον εν γαρ εστί τούτο κακείνο, και εν μιά εισόδω θεωρείς τα αμφότερα. Η κλίμαξ της βασιλείας εκείνης ενδοθέν σου εστί, κεκρυμμένη εν τη ψυχή σου. Βάπτισον σεαυτόν εν εαυτώ εκ της αμαρτίας, και ευρήσεις εκεί αναβάσεις, εν αίς αναβαίνειν δυνήση.

Η Γραφή ουκ εξηγήσατο ημίν, τι είσι τα πράγματα του μέλλοντος αιώνος, πώς δε την αίσθησιν της τρυφής αυτών δεξόμεθα εντεύθεν, δίχα της φυσικής αλλοιώσεως και της εξόδου του κόσμου τούτου, ευκόλως εδίδαξεν ημάς ει και εν ονόματι ποθεινών πραγμάτων και ενδόξων, των παρ ημίν ηδέων και έντιμων, έθηκεν ημίν, προς το ερεθίσαι ημάς εις τον πόθον αυτών, εν τω λέγειν, «ά οφθαλμός ουκ είδε, και ους ου ήκουσε», και τα εξής ανήγγειλε δε ημίν εν τούτω, ότι τα μέλλοντα αγαθά ακατάληπτα είσι και ουκ έχουσιν ομοιότητα τίνος των ενταύθα.

Η πνευματική τρυφή ουκ εστίν η χρεία των πραγματων των υποστατικώς έξωθεν της ψυχής των λαμβανόντων ευρι­σκομένη. Ει δε μη, το «η βασιλεία των ουρανών ένδοθεν υμών εστί», και το, «ελθέτω η βασιλεία σου», λοιπόν, ύλην πράγματων αισθητών ημείς εκτησάμεθα ένδοθεν ημών προς αρραβώ­να της τρυφής της εν αυτοίς. Αναγκαίον γαρ εστίν όμοιον είναιτο κτήμα τω αρραβώνι και το ολικόν τω μέρει. Και το «ως ενεσόπτρω», ει και ούχ υποστατικώς δεικνύει, αλλά πάντως κτήμα ομοιώσεως δήλοι. Εάν δε ως αληθής μαρτυρία των ερμηνευσάντων τάς Γραφάς, ότι αυτή η αίσθησις ενέργεια νοερά του αγίου Πνεύματος εστί, και αύτη λοιπόν μέρος εστίν εκείνου του όλου.

Φιλάρετος εστίν, ουχ ο ποιών τα καλά αγωνιστικώς, άλλ’ ο υποδεχόμενος τα ακολουθούντα κακά μετά χαράς. Ουκ εστί μέγα το υπομείναι τίνα θλίψεις τάς υπέρ της αρετής, ως το μή απορήσαι τον νουν εν τη εκλογή του αγαθού θελήματος αυτού, εν τη κολακεία του γαργαλισμού.

Πάσα μεταμέλεια γινομένη μετά την του αυτεξουσίου αφαίρεσιν ούτε χαρά βρύει εν αυτή ούτε ψηφίζεται προς αμοιβήν των κτησαμένων αυτήν.

Σκέπασον τον πταίοντα, όταν ουκ έχης ζημίαν εξ αυτού, και αυτόν μεν θαρρείν παρασκευάζεις, σε δε βαστάζει το έλεος του Δεσπότου σου. Στήριξον τους ασθενείς και τους λελυπημένους τη καρδία τω λόγω και όσον η χειρ σου ευπορεί, και υποστηρίξει σε η δεξιά η βαστάζουσα τα πάντα. Γίνου κοινω­νός μετά των τη καρδία λελυπημένων, εν τω πόνω της προσευχής και τη συνοχή της καρδίας σου, και ανοίγεται έμπρο­σθεν των αιτημάτων σου πηγή ελέους.

Κοπίασον σεαυτόν εν ταίς λιταίς αεί ενώπιον του Θεού, εν καρδία βασταζούση λογισμόν καθαρόν, πεπληρωμένον κατανύξεως, και ο Θεός φυλάττει την διάνοιάν σου εκ των ακαθάρτων τε και ρυπαρών λογισμών, ίνα μη η οδός του Θεού ενυβρισθή εν σοι. Σχόλασον σεαυτόν διαπαντός εν τη μελέτη της αναγνώσεως των θείων Γραφών, εν ακριβεί κατανοήσει, ίνα μη προφάσει της αργίας του νου μολυνθή η όρασίς σου εν ακολάστοις αλλοτρίοις μολυσμοίς. Μη θέλησης πειράσαι την διάνοιάν σου εν ακολάστοις λογισμοίς ή προσώποις τοις πειραζουσί σε, ηνίκα νομίζεις μη ηττηθήναι ύπ’ αυτών. Διότι οι σοφοί εν τούτω τρόπω εσκοτίσθησαν και εμωράνθησαν. Μη ταμιεύσης την φλόγα εν τω κόλπω σου άνευ ισχυρότερων θλίψε­ων της σαρκός σου. Δύσκολον εστί την νεότητα χωρίς γυμνασίας δεσμευθήναι υπό τον ζυγόν του αγιασμού.

Η αρχή του σκοτασμού του νου (ηνίκα οράται το σημείον αυτού εν τη ψυχή) εν πρώτοις εις την όκνηρίαν της λειτουργίας και της προσευχής. Άλλη γαρ οδός της πλάνης της ψυχής ουκ εστίν, ει μη πρώτον εκείθεν εκπέση ηνίκα γαρ βοηθείας του Θεού στερηθή, ευχερώς υποπίπτει εις τας χείρας των αντιπάλων αυτής. Και άλλο’ όταν ή ψυχή πάλιν αμέριμνος γένηται εκ των της αρετής έργων, πάντως εις τα εναντία τού­των διασύρεται. Ή μετάβασις εκ ποίου πλαγίου γίνεται, αρχή εστί του εξ εναντίας μέρους. Σύ πράξε τα της αρετής και τα τηςψυχής, και μη φροντίσης των ματαίων. Δείξον την ασθένειάν σου έμπροσθεν του Θεού διαπαντός, και ου μη δοκιμασθής υπό των αλλότριων, οπόταν μονωθής από του αντιλήπτορος σου.

Η πράξις του σταυρού διπλή εστί, και τούτο προς το διπλούν της φύσεως, το διαιρούμενον εις δύο μέρη. Και η μεν προς το υπομείναι τας θλίψεις της σαρκός, τας πληρουμένας τη ενεργεία του θυμικού μέρους της ψυχής, εστί, και καλείται πράξις, η δε εν τη λεπτή εργασία του νου και εν τη θεία ευ­ρίσκεται αδολεσχία, έτι δε και εν τη διαμονή της προσευχής, και εις τα εξής, ήτις διαπράττεται εν τω επιθυμητικώ μέρει, και καλείται θεωρία. Και η μία μεν, ήγουν η πράξις, το παθητικόν μέρος της ψυχής καθαρίζει εν τη δυνάμει του ζήλου, η δ’ άλλη την ενέργειαν της αγάπης της ψυχής, ήτις εστίν επιπόθησις φυσική, ήτις διυλίζει το νοητόν μέρος της ψυχής. Έκαστος ούν προ της τελείας γυμνασίας εν τω πρώτω μέρει διαβαίνων προς εκείνην την δευτέραν δια την ηδονήν αυτής ερωτικώς, ίνα μη λέγω εξ οκνηρίας, ή οργή επέρχεται αυτώ, δια το μη νεκρώσαι πρώτον τα μέλη αυτού τα επί της γης, τουτέστι το ιάσασθαι την ασθένειαν των λογισμών εν τη υπομονή της εργασίας της ύβρεως του σταυρού ετόλμησε γαρ του φαντασθήναι εν τω νοΐ αυτού την δόξαν του σταυρού. Τούτο δε εστί το ρηθέν υπό των αρχαίων αγίων ότι προ του ησυχάσαι τα αισθητήρια από της ασθενείας, ει βουληθή ο νους αναβήναι επί τον σταυρόν, η οργή του Θεού έρχεται επ ‘ αυτόν.

Η ανάβασις η επιφέρουσα την οργήν του σταυρού, ουχί τω πρώτω μέρει της υπομονής των θλίψεων, ήτις εστί σταύρωσις της σαρκός, αλλά το ανελθείν εις την θεωρίαν, ήτις εστί δεύτερον μέρος το μετά την ίασιν της ψυχής γινόμενον. Ούτινος η διάνοια μεμολυσμένη εν τοις της ατιμίας πάθεσι και τρέχει του φαντασθήναι εν τη διανοία αυτού τάς φαντασίας των λογισμών, επιτιμίω επιστομίζεται, δια το μη πρότερον καθαρεύσαι την διάνοιαν εν θλίψεσι και υποτάξαι τάς επιθυμίας της σαρκός, άλλ’ εκ της ακοής των ώτων και του μέλανος των γραμμάτων έδραμε κατά πρόσωπον αυτού, του πορευθήναι εν οδώ πεπληρωμένη γνόφων και αυτός τυφλός τοις όμμασι. Και γαρ οι τη οράσει υγιαίνοντες και πεπληρωμένοι φωτός και κε­κτημένοι οδηγούς της χάριτος, και αυτοί εκ κινδύνω εισί νυκτός και ημέρας, ηνίκα οι οφθαλμοί αυτών πεπληρωμένοι δακρύων και εν τη προσευχή και τω κλαυθμώ εξυπηρετώσιν όλην την ημέραν, καν τη νυκτί, δια την πτόησιν της οδοιπορίας και δια τους κρημνούς τους ισχυρότερους τους απαντώντας αυτοίς, και τα σχήματα της αληθείας τα ευρισκόμενα μεμιγμένα μετά των υποκρινομένων σχημάτων.

Τά του Θεού, φησίν, αφ’ εαυτώ έρχονται, σου μη αισθανομένου. Ναι, αλλ9 εάν ο τόπος καθαρός και ου ρυπαρός. Εάν δε μη η κόρη του οφθαλμού της ψυχής σου καθαρά η, μη τολμήσης ατενίσαι εις την σφαίραν του ηλίου, ίνα μη στερηθής και αυτής της μικράς αυγής, ήτις εστίν η απλή πίστις και η ταπείνωσις και η εξομολόγησις η καρδιακή, και τα μικρά έργα τα κατά την δυναμίν σου, και απορριφήση εν ενί χώρω των νοη­τών, ός εστί το εξώτερον σκότος, το έξωθεν του Θεού, τύπον φέρον του άδου, ως εκείνος ό αναισχυντήσας εισελθείν εις τον γάμον εν ρυπαροίς ιματίοις.

Εκ των καμάτων και της φυλακής βρύει η καθαρότης των λογισμών, και εκ της καθαρότητος των λογισμών το φως του φρονήματος, και εντεύθεν εκ της χάριτος οδηγείται ο νους εις εκείνο, εις όπερ ουκ έχουσιν εξουσίαν αι αισθήσεις ούτε διδάσκουσιν ούτε διδάσκονται.

Λόγισαι παρά σεαυτώ την αρετήν είναι σώμα, την δε θεωρίαν ψυχήν, τα δε αμφότερα είς άνθρωπος τέλειος εν Πνεύματι ηνωμένος, εκ δύο μερών, αισθητών και νοητών. Και ώσπερ αδύνατον, ίνα έλθη η ψυχή είς γένεσιν και γέννησιν χωρίς τελειότητας της διαπλάσεως του σώματος συν τοίς μέλεσιν αυτού, ούτως αδύνατον ελθείν την ψυχήν εις την θεωρίαν την δευτέραν, ήτις εστί Πνεύμα της αποκαλύψεως, η εικονιζό­μενη εν τη γαστρί της μήτρας, της δεχόμενης την ύλην του πνευματικού σπέρματος, χωρίς τελειώσεως του έργου της αρετής, όπερ εστίν οίκος της διαγνώσεως, της δεχόμενης τάς απο­καλύψεις Θεωρία εστίν αίσθησις των θείων μυστηρίων των κεκρυμμένων εν τοις πράγμασι και ταίς αιτίαις.

Όταν ακούσης απόστασιν του κόσμου η κατάληψιν η την καθαρότητα του κόσμου, εξ αρχής χρήζεις μαθείν και γνώναι ουκ ιδιωτικοίς, άλλ’ εν ταίς εννοίαις ταίς νοηταίς, τι εστίν η επωνυμία του κόσμου και εκ πόσων διαφορών συνίσταται τούτο το όνομα, και τότε δυνήση γνώναι την ψυχήν σου, πόσον απέχει από του κόσμου, και πόσην μίξιν έχει προς τον κόσμον.

Κόσμος εστίν όνομα περιεκτικόν επιπίπτον επί τα είρημένα πάθη. Εάν γαρ μη πρώτον γνω ο άνθρωπος τι εστίν ο κόσμος, ουδέ φθάνει γνώναι εις πόσα μέλη απέχει από του κό­σμου και εις πόσα δέδεται εν αυτώ. Πολλοί είσιν οίτινες εν δύο και τρισί μέλεσιν υπέστησαν εκ του κόσμου και εκώλυσαν εαυ­τούς εξ αυτών και ενόμισαν εαυτούς ξένους είναι του κόσμου εν τη διαγωγή αυτών, δια το μη συνιέναι και ιδείν σοφώς, ότι εν δυσί μέλεσι τω κόσμω απέθανον, και τα λοιπά μέλη αυτών ζώσιν ένδοθεν του σώματος τω κόσμω. ‘Όμως ουδέ εις τα πάθη αυτών ηδυνήθησαν αισθηθήναι, και ότι ουκ ησθήθησαν αυτών, ουδέ περί της θεραπείας αυτών εφρόντισαν.

Ο κόσμος λέγεται εκ της εξετάσεως της θεωρίας και σύστασις του περιεκτικού ονόματος του επιπίπτοντος επί τα πάθη τα μεμερισμένα. Και ότε θέλομεν ονομάσαι ολικώς τα πάθη, ονομάζομεν αυτά κόσμον. Και ότε θέλομεν αφορίσαι αυτά εις την διαίρεσιν των ονομάτων αυτών, πάθη ονομάζομεν αυτά.

Καί τα πάθη μέρη εισί του δρόμου της διαδρομής του κόσμου, και όπου λήγουσι τα πάθη, εκεί ο κόσμος έστη εκ της διαδοχής αυτού. Τα δε πάθη είσι ταύτα ο πόθος του πλού­του, το συνάξαι πράγματα τίνα, η τρυφή του σώματος αφ’ ης το πάθος της συζυγίας, ό πόθος της τιμής εξ ης ο φθόνος βρύει, η οικονομία της αρχής, η φυτίωσις της ευπρεπείας της εξουσίας, η κόσμησις και η περπερότης, η ανθρωπινή δόξα, ήτις εστίν αιτία της μνησικακίας, ο φόβος του σώματος.

Όπου ταύτα παύονται του δρόμου, εκεί απέθανεν ο κόσμος. Και καθ όσον εκεί τινά μέρη υπολιμπάνεται εκ τούτων, κατά τοσούτον έξω μένει ο κόσμος, αργών εκ της συστάσεως αυτού. Καθώς περί των αγίων έφη τις, ότι ότε έζων, ήσαν τεθνηκότες ζώντες γαρ τη σαρκί, ου σαρκικώς έζων. Και συ βλέπε εν ποίοις τούτων ζης, και τότε γνώση εν ποίοις μέρεσι ζης τω κόσμω, και όπως τέθνηκας.

Όταν μάθης τί εστίν ο κόσμος, εκ της διαφοράς τούτων μανθάνεις εν τίσι δέδεσαι εν τω κόσμω και εν τισί λέλυσαι εξ αυτού. Και ίνα συντόμως είπω, ο κόσμος εστίν η διαγω­γή η σαρκική και το φρόνημα της σαρκός. Δια το απάραι δε εαυτόν τινα εκ τούτων γινώσκεται ότι εξήλθεν εκ του κόσμου. Και το απαλλοτριωθήναι εκ του κόσμου, εκ των δύο τούτων γινώσκεται, εκ της καλλίστης διαγωγής και εκ της διαφοράς των νοημάτων αυτού του νοός.

Λοιπόν εξ ων βλαστάνει εν τη διανοία σου περί των πραγμάτων, υπέρ ων μετεωρίζεται η διάνοια εν τοις νοήμασιν αυτοίς, και εκ τούτων φθάνεις το μέτρον της διαγωγής σου. εν ποίοις επιποθεί η φύσις χωρίς κόπου και ποία εισί βλαστήματα τα αδιάλειπτα και ποια είσι τα κινούμενα από του συμβεβηκότος και ει η διάνοια έλαβεν αίσθησιν την των νοημάτων παντελώς των ασωμάτων και εάν όλη υλικώς κινήται, και ταύτα τα υλικά, εμπαθή είσιν. Αι σφραγίδες γαρ της των έργων σωματώσεως, εν αίς φαντάζεται η διάνοια ακουσίως εν πάσιν οίς διαπράττεται, είσιν αι αρεταί. Και εξ αυτών χωρίς ασθε­νείας λαμβάνει της θέρμης αιτίαν και της συναγωγής των λογι­σμών εν τω αγαθώ σκοπώ του καμείν σωματικώς δια την γυμνασίαν αυτής, εάν ουκ εμπαθώς εργάζηται αυτά και, βλέπε, εάν ουκ αρρωστή η διάνοια εν τη απαντήσει των σφραγίδων των κρυπτών λογισμών, δια την φλόγα την κρείττονα την κατά Θεόν, ήτις συνήθης εστί του κόπτειν τάς μνήμας τάς ματαίας.

Ταύτα τα σημεία τα μικρά του κεφαλαίου τούτου αρκούσι τω ανθρώπω του φωτίσαι αυτόν, εάν ησυχάζη και η αφωρισμένος, αντί πολλών βιβλίων.Ούτω κραταιότερός εστίν εν τω ανθρώπω ο φόβος του σώματος, ώστε πολλάκις εκ των ενδόξων και εντίμων πραγμάτων μένειν άπρακτον εξ αυτού. Και ότε παρακύψει επί τω φόβω του σώματος ο φόβος της ψυχής, τότε εξασθενεί ο φόβος του σώματος από έμπροσθεν του φόβου της ψυχής, ως κηρός εκ της δυνάμεως της φλογός της εν αυτώ.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.