Λόγος ΙΒ'
Περί του πως οφείλει ο διακριτικός καθέζεθαι εν τη ησυχία.

Συγγραφέας:


Άκουσον, αγαπητέ, εάν θέλης, ίνα μη γένωνται τα έργα σου μάταια και αι ημέραι σου αργαί και στερούμεναι του κέρδους του ελπιζομένου τοις διακριτικοίς εν τη ησυχία. Η είσοδος σου εν αυτή εν διακρίσει έστω αλλά μη εξ υποδοχής τινός, ίνα μη γένη ως οι πολλοί, αλλά γενέσθω σκο­πός τεθειμένος εν τη διανοία σου, ίνα προς αυτόν ευθύνης τα έργα της πολιτείας σου. Και ερώτησον τους επί πλέον γινώσκοντας εκ πείρας και ουχί από γνώσεως μόνον, και μη παύση, έως ων γυμνασθής εν πάσαις ταίς τρίβοις των έργων αυτής. Και πάν βήμα, όπερ τιθής, γίνου εξετάζων, εί εν τη οδώ πορεύη, ή έξωθεν αυτής εξέκλινας, εις μίαν τρίβον έξωθεν αυτής πορευόμενος. Και μη πιστεύσης εκ των έργων μόνων των φα­νερών ότι τελειούται η ακριβής πολιτεία της ησυχίας.

Εαν επιθυμής ευρείν τι και φθάσαι αυτό εν τη εαυτού πείρα, γενέσθω σοι σημεία και τεκμήρια κρυπτώς εν τη ψυχή σου είς έκαστον βήμα, όπερ τιθής, και εξ αυτών μέλλεις γνώναι την αλήθειαν των Πατέρων ή την πλάνην του εχθρού. Έστω δε σοι ταύτα τα ολίγα, έως αν σοφισθείης εν τη οδώ σου. Ότε εν τη ησυχία βλέπεις εν τω νοί σου την διάνοιαν σου δυναμένην ελευθερίως ενεργείν εν τοις λογισμοίς τοις δεξιοίς και ουκ έστι βία αύτη εν τη εξουσία αυτής περί τίνος αυτών, γνώθι ότι η ησυχία σου ορθή εστί.

Καϊ πάλιν, όταν λειτουργής, εάν εν τη διαφορά της λειτουργίας σου πόρρω του μετεωρισμού κατά το δυνατόν υπάρχης και εξαίφνης κόπτηται ο στίχος εκ της γλώσσης σου και εκχέη κατά της ψυχής σου τάς πέδας της σιωπής έξωθεν της ελευθερίας αυτής και αύται έξακολουθούσι τη διαμονή, γνώθι, ότι είς τούμπροσθεν έρχη εν τη ησυχία σου και ήρξατο η πραότης διπλασιάζεσθαι εν σοι. Η ησυχία γαρ η απλή μεταξύ της δικαιοσύνης ψεκτή εστίν. Η πολιτεία η απλή ώσπερ μέλος μονογενές κεχωρισμένον εκ της βοηθείας των άλλων ψήφιζεται παρά τοις φιλοσόφοις και διακριτικοίς.

Και εάν πάλιν βλέπης τη ψυχή σου, εν εκάστω λογισμώ κινουμένω εν αυτή και πάση μνήμη και ταίς θεωρίαις ταίς εν τη ησυχία σου, πληρουμένους τους οφθαλμούς σου δα­κρύων και βρέχοντας κατά των παρειών σου χωρίς βίας, γνώθι, ότι ήρξατο γενέσθαι έμπροσθεν σου άνοιγμα του φρα­γμού, είς κατάλυμα των εναντίων.

Καϊ εάν ευρίσκης εν εαυτώ κατά καιρόν και καιρόν βαπτιζομένην την διανοιάν σου εντός σου, χωρίς προνοίας της περί αυτήν έξωθεν της τάξεως του έθους και διαμένη τι της ώρας ή όπερ εστί, και μετά ταύτα βλέπης τα μέλη σου ωσανεί εν ασθενεία πολλή και βασιλεύς η ειρήνη επί τους λογισμούς σου και αυτό σοι τούτο διαμένη αεί, γνώθι, ότι ήρξατο η νεφέλη επισκιάσαι επί την σκηνήν σου. Εαν δε, όταν καιρόν ποίησης εν τη ησυχία, ευρίσκης εις την ψυχήν σον λογισμούς, σχίζοντας και εξουσιάζοντας αυτής, και ως εν βία παραλαμβάνηται εξ αυτών εν πάση ώρα και οδηγήται η διάνοια αυτής εν παντί καιρώ είς άπερ επράχθη υπ’ αυτής ή επιθυμή εξετάσαι τα μάταια, γνώθι, ότι ματαίως κοπιάς εν τη ησυχία και εν τω μετεωρισμώ διάγει η ψυχή σου. Και γίνονται αύτη αιτίαι έξωθεν ή από αμελείας της ένδον από των καθηκόντων, μάλλον δε εκ της αγρυπνίας και της αναγνώ­σεως, καί ευθέως κατάστησον το πράγμα σου.

Εαν δε, όταν εισέλθης εν ταίς ημέραις αυταίς, ούχ ευρίσκης ειρήνην εκ της οχλήσεως των παθών, μη θαυμάσης. Εάν γαρ ο κόλπος του κόσμου, διαδραμουσών εξ αυτού των ακτι­νών του ηλίου, μετά ώραν μακράν εν θερμότητι διατελή, και η οσμή πάλιν των φαρμάκων και ο καπνός του μύρου, ο εκχεόμενος εν τω αέρι, ώραν μακράν διαμένει προ του διασκεδασθήναι και αφανισθήναι, πόσω μάλλον τα πάθη, τα ως δίκην κυνών ειωθότων εν μακέλλω λείξαι το αίμα, ηνίκα κωλυθείη της ύλης του έθους αυτών, ίστανται προ των θυρών υλακτούντα, έως αν διασκεδασθή η δύναμις της προτέρας αυτών συνηθείας;

Ότε άρξεται η αμέλεια κλοπιμαίω τρόπω εισελθείν εν τη ψυχή σου και είς τα οπίσω στρέφεται εαυτής εν σκοτώσει και επλησίασεν ο οίκος πληρωθήναι σκοτώσεως, ταύτα τα τεκμήρια πλησιάζουσιν αισθάνη εν εαυτώ κρυπτώς, ότι εν τη πίστει σου ασθενείς και εν τοις ορατοίς πλεονεκτείς και η πεποίθησις σου μειούται και εν τω πλησίον σου ζημιούσαι και όλη η ψυχή σου πληρούται μέμψεως εν στόματι και καρδία κατά παντός ανθρώπου και πράγματος και εν οις πράγμασιν απαντάς εν τε λογισμοίς και αισθήσεσι και κατ’ αυτού του Υψηλού και πτοή εκ της βλάβης του σώματος, δι’ ης η μικροψυχία κατακυριεύσει σου εν πάση ώρα, και κατά καιρόν και καιρόν κινείται η ψυχή σου εν τω φόβω, ως και από της σκιάς σου δειλιάν και κατεπείγεσθαι. Την πίστιν γαρ, ουχί την ως θεμέλιον της ομολογίας των πάντων λέγομεν, αλλά την δύναμιν εκείνην την νοητήν, την εν τω φωτί της διανοίας στηρίζουσαν την καρδίαν και εν τη μαρτυρία της συνειδήσεως κινούσαν εν τη ψυχή πολλήν πεποίθησιν προς τον Θεόν, ίνα μη αύτη φροντίζη εαυτής, αλλ’ επί τον Θεόν επιρρίψη την φροντίδα αυτής αμερίμνως εν παντί, εκάλυψας εν τη απιστία. Όταν δε είς το έμπροσθεν σου έλθης, ταύτα τα φανερά σημεία εν τη ψυχή σου ευρήσεις πλησίον. Εν τη ελπίδι κραταιούσαι εν πάσι και εν τη ευχή πλουτήσεις, και ούχ υστερή ύλη κέρδους ποτέ εν τη διανοία σου, εν οις απαντάς άπασι, και αισθάνη της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως και εξ ενός τούτων εκ της υπερηφανίας φυλάττεσαι, και εν τω μέρει δε τω άλλω τα ελαττώματα καταφρονούντα του πλησίον εν τοις οφθαλμοίς σου. Και γίγνη εν επιθυμία του εξελθείν εκ του σώματος εν τη εφέσει, εν η μέλλομεν έσεσθαι εν τω μέλλοντι. Και πάντα τα συμβαίνοντα ημίν θλιβερά, τα συναντώντα σοι φανερώς και κρυπτώς, ευρίσκεις εν δικαιοσύνη. Τα πάντα εγγύς σου εν πάση ακριβεία, τη απεχούση από της οιήσεως. Και υπέρ πάντων εξομολόγησιν αποδώσεις και ευχαριστίαν. Ταύτα τα σημεία των νηφόντων και παραφυλαττομένων και εν τη ησυχία διαμενόντων και την ακρίβειαν της πολιτείας επιθυμούντων φθάσαι.

Οί χαύνοι δε ου χρήζουσι τούτων των τεκμηρίων των λεπτών των ενέδρων των πτώσεων, δια το απέχειν αυτούς από των κρυπτών αρετών. Ότε μία εκ τούτων παρακύψαι άρξεται εν τη ψυχή σου, νόησον αυτή τη ώρα εν ποίω μέρει ήρξω εκκλίνειν. Ευθύς γαρ γινώσκεις ποίας συνοδίας εστίν. Ό Θεός δώη ημίν γνώσιν αληθή. Αμήν.