Λόγος Η'
Περί τάξεως λεπτής της διακρίσεως.

Συγγραφέας:


Πρόσεχε σεαυτώ, ώ αγαπητέ, αεί και ίδε εν τη συνεχεία των έργων σου και τάς θλίψεις τάς συναντώσας σοι και την χωράν της ερήμου της διαγωγής σου και την λεπτό­τητα του νοός σου μετά της στρυφνότητος της γνώσεως σου και το μήκος το πολύ της ησυχίας σου μετά των φαρμάκων των πολλών, ήτοι των πειρασμών, των εκ του αληθινού ιατρού επαγόμενων προς υγείαν εκείνου του έσω ανθρώπου, εν καιρώ δη, εκ των δαιμόνων και εν καιρώ εν νόσοις και εν πόνοις του σώματος και εν καιρώ, εν πτοήσει των νοημάτων της ψυχής σου εν ταίς μνήμαις ταίς δειναίς ταίς μελλούσαις είναι εις τα έσχατα εν καιρώ δε, εν τω κεντρισμώ και περιδέσμω της χά­ριτος της θερμής και των γλυκέων δακρύων και της χαράς του πνεύματος μετά των λοιπών, ίνα μη πληθύνω τους λόγους.

Άρα εν πασι τούτοις εντελώς καθοράς, ότι το έλκος σου ήρξατο υγιαίνειν και σφραγίζεσθαι; Τούτο δε εστίν, άρα τα πάθη ήρξαντο ασθενείν; Θού τεκμήριον και είσελθε εν έαυτώ διαπαντός και ίδε ποια μεν των παθών οράς, ότι ησθένησαν κατενώπιον σον, ποια δε εξ αυτών απώλοντο και απέστησαν παντελώς, και ποία εξ αυτών ήρξαντο σιωπάν εκ της υγιείας της ψυχής σου και ουχί εκ της αποστάσεως των πτοούντων, και ποια εκ της διανοίας έμαθε κραταιούσθαι και ουχί εκ της στερήσεως των αίτιων. Και πρόσεχε πάλιν εί άρα βλέπεις παντελώς εντός της σήψεως του έλκους σου, ότι ήρξατο σάρξ ζώσα ανέρχεσθαι, όπερ εστίν η ειρήνη της ψυχής και ποία μεν των παθών ακολούθως και ηπειγμένως εκβιάζονται, και εν ποίω καιρώ και καιρώ και ει είσι ταύτα σωματικά ή ψυχικά ή σύνθετα και σύμμικτα, και εί ως ασθενή εν τη μνήμη κινούνται σκοτεινώς ή ισχυρώς κατά της ψυχής επανίστανται, και εί άρα ως εξουσιάζοντα ή κλεψιμαίω τρόπω, και πώς προ­σέχει αυτοίς ο νους ο βασιλεύς, ο εξουσιάζων των αισθήσεων. Όταν κύψωσι και συνάψωσι πόλεμον, πολεμεί μετ’ αυτών και εξατονείν αυτά ποιεί εν τη ισχύϊ εαυτού ή ουδέ πάλιν εν οράσει καθορά αυτά και ψηφίζει αυτά; Και ποια μεν αυτών απηλείφησαν εκ των παλαιών, ποια δε νεωστί επλάσθησαν; Και τα πάθη δε εν εικονισμώ κινούνται ή εν αισθήσει χωρίς εικονι­σμών, και εν μνήμη χωρίς πάθους και διαλογισμώ εκτός ερεθι­σμού; Και εκ τούτων πάλιν δυνατόν γνώναι το μέτρον της ψυχής, πώς ίσταται.

Εκείνα μεν τα πρώτα κατάστασιν ου πεφθάκασι. Διότι ακμήν άγων επίκειται τη ψυχή, καν και ισχυρότητα κατ’ αυτών δεικνύει. Ταύτα δε, καθώς είπεν η Γραφή, εν χρήσει «εκάθισε», λέγουσα, «Δαβίδ εν τω οίκω αυτού, και ανέπαυσεν αυτόν ο Θεός εκ των περικύκλω αυτού πάντων». Ταύτα ου περί ενός των παθών νοήσεις, αλλά και μετά των παθών των φυσικών, της επιθυμίας και του θυμού, και τα πάθη της φιλο­δοξίας της εικονιζούσης τα πρόσωπα και φανταζούσης και είς επιθυμίαν και έφεσιν διεγειρούσης και το πάθος της φιλαργυρίας αύθις, όταν κοινωνή αυτώ η ψυχή κρυπτώς, καν και ου πείθηται είς έργον ελθείν, αλλά τα είδωλα των της φιλαργυρίας πραγμάτων εν τη όλη της συναγωγής του πλούτου εικονίζη εν τω νοί και την ψυχήν πείθη μελετήσαι εν αυτοίς και πόθον εμποιή κτήσασθαι αυτά μετά των λοιπών.

Ουχί πάντα τα πάθη εν προσβολή πολεμούσιν. Έστι γαρ πάθη, τάς θλίψεις μόνον δεικνύοντα τη ψυχή αμέλεια και ακηδία και λύπη, ουκ εν προσβολή ουδέ εν ανέσει προσβάλλουσιν, αλλά βάρος μόνον επιτιθέασι τη ψυχή. Η δε ισχύς της ψυχής εν νίκη κατά των εν προσβολή πολεμούντων δοκιμάζε­ται, και τούτων πάντων γνώσιν λεπτήν και τεκμήρια χρή τω άνθρώπω έχειν, όπως αισθηθή είς έκαστον βήμα, ο τίθησι, που έφθασε και εν ποία χώρα ήρξατο η ψυχή αυτού πατήσαι, εν τη γη του Χαναάν ή έξωθεν του Ιορδάνου.

Πρόσεχε δε και τούτο. Εάν δια του φωτός της ψυχής ικανή η γνώσις προς διάκρισιν τούτων ή εν σκότει διακρίνη αυτά ή παντελώς εστέρηται εκ των τοιούτων, ευρίσκεις άρα παντελώς, ότι ήρξατο ο λογισμός καθαρεύεσθαι; Δίδωσι τόπον ο μετεωρισμός εν τη διανοία κατά την ώραν της προσευχής; Και ποιον άρα πάθος ταράσσει εν τω προσεγγίσαι τη προσευχή την διάνοιαν; Αισθάνη εν σεαυτώ, ότι ή δύναμις της ησυχίας επεσκίασεν επί την ψυχήν εν επιεικείς και γαλήνη και ειρήνη, ην παρά το έθος είωθε γεννάν τη διανοία; Αρπάζεται ο νους αεί έξωθεν του θελήματος εις τάς εννοίας των ασωμάτων, εις άπερ ουκ επετράπησαν αί αισθήσεις ερμηνεύσαι αυτά; Εξάπτεται εν σοι εξαίφνης χαρά, η κατασιγάζουσα την γλώσσαν; Εν τη ανομοίω τρυφή εαυτής βρύει εκ της καρδίας αεί ηδονή τις και έλκει τον νουν όλον εξ όλου;

Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα τρυφή τις και αγαλλίασις, άπερ γλώσσα σαρκί­νη ου δύναται αυτά εξειπείν, έως αν πάντα τα επίγεια σποδόν και σκύβαλα ηγήσηται, εν τη μνήμη ταύτη. Εκείνη γαρ η πρώτη η της καρδίας· εν καιρώ εν ώρα της προσευχής και εν καιρώ εν τη αναγνώσει και εν καιρώ πάλιν εκ της διηνεκούς μελέτης και του μήκους της διανοίας θερμαίνεται ο νους. Αύτη δε η εσχάτη, ως τα πολλά έξωθεν τούτων και ποσάκις εν έργω παρέργω, και είς τα πολλά των νυκτών εν τω αυτώ τρόπω ότε μεταξύ του ύπνου και της εγρηγόρσεως, ως υπνών και ως μη υπνών και ως εγρηγορώς και ουκ εγρηγορώς επισυμβαίνει. Όταν δε επιδημήση τω ανθρώπω εκείνη η τρυφή η σφύζουσα εν όλω τω σώματι αυτού, ούτω νομίζει ότι ο τοιούτος εν εκείνη τη ώρα, ως ουκ εστίν άλλο τι ή των ουρανών βασιλεία ή τούτο.

Βλέπε πάλιν εί η ψυχή εκτήσατο δύναμιν ψιλούσαν τάς μνήμας τάς αισθητάς εν τη δυνάμει της ελπίδος της κατακρατούσης της καρδίας, και κραταιούσαν τάς αισθήσεις τάς εσωτικάς εν ανερμηνεύτω πληροφορίας πείθοι και εί εξυπνίσθη η καρδία, χωρίς της περί αυτής προνοίας αιχμαλωτισθήναι των επιγείων, εν τη απαύστω διηγήσει μετά της εργασίας αυ­τής της αδιαλείπτου, της ούσης μετά του Σωτήρος ημών.

Κτήσαι γνώσιν της διαφοράς της κλήσεως αυτής και της διηγήσεως, όταν ακούσης. Ταχέως δε γεύσασθαι τούτων ποιεί τη ψυχή η μη διακοπτόμενη ησυχία εν τη αδιαλείπτω ερ­γασία αυτής και διαμενούση. Απόλλυνται γαρ πάλιν μετά την εύρεσιν αυτών εκ της αμελείας των δεχόμενων, και εν μακρώ χρόνω αύθις ούχ ευρίσκονται. Εν τούτοις γαρ τολμά τις του ει­πείν, τεθαρρηκώς τη μαρτυρία της συνειδήσεως αυτού, όπερ είπεν ο μακάριος Παύλος φάσκων, «πεπεισμαι, ότι ούτε θάνα­τος ούτε ζωή, ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα, ούτε τα λοιπά άλλα, χωρίσαι με της αγάπης δύνανται του Χριστού» ούτε γαρ θλίψεις αί του σώματος και μετ’ αυτών αί της ψυχής, ούτε λι­μός, , ου διωγμός, ου γυμνότης, ου μόνωσις, ουκ εγκλεισμός, ου κίνδυνος, ου μάχαιρα, αλλ’ ουδέ οι άγγελοι του Σατανά, ούτε αί δυνάμεις αυτού εν τοις κακοίς τρόποις των μηχανημάτων, ούτε η καταργουμένη δόξα εν τη εαυτής προσβολή, τη προσβαλλούση αυτώ, ούτε συκοφαντίαι και μέμψεις εν κολαφισμώ δωρεάν και μάτην γινόμεναι.

Εαν δε ταύτα, ώ αδελφέ, κατά τίνα τρόπον πλεονάζειν ή υστερείν, θεωρείσθαι εν τη ψυχή σου ουκ ήρξαντο, οι κά­ματοι σον και αί θλίψεις και η ησυχία σου άπασα μόχθος εστίν ανόνητος και ουδέ, εάν θαυμάσια εν ταίς χερσί σου εργάζωνται και τους νεκρούς ανιστώσιν, είς ομοίωσιν τούτων λογίζονται. Και δη αρτίως κίνησον την ψυχήν σου και εν δάκρυσι πείσον τον σώζοντα τα πάντα αφαιρείν τον βήλον της θύρας της καρ­δίας σου και την σκότωσιν της καταιγίδος των παθών εκτίλαι του ένδοθεν στερεώματος, του αξιωθήναι σε ιδείν την ακτίνα της ημέρας, ίνα μη γένη ως νεκρός καθήμενος εν σκοτώσει είς τους αιώνας.

Αγρυπνία διηνεκής μετά αναγνώσεως και μετάνοιαι συνεχείς εκ διαδοχής γινόμεναι υπό τίνος ου χρονίζουσι δού­ναι ταύτα τα αγαθά τοις ούσι σπουδαίοις. Και ο εύρων, εν τού­τοις εύρεν αυτά.

Καί οι θέλοντες πάλιν ταύτα ευρείν, χρήζουσιν εμμείναι τη ησυχία, συνάμα τη έργασία τούτων, και προς τούτοις μη δεσμευθήναι την αυτών διάνοιαν εν τινι, μηδέ εν ανθρώπω εκτός της ψυχής εαυτών, εν τη εργασία δε αυτής τη ένδον εράζεσθαι. Αλλά και εν αυτοίς τοις έργοις, επ’ ενίοις τούτων ευρίσκομεν μερικώς εγγύς ημών αίσθησιν ακριβή, δι’ ης και περί των λοιπών βεβαιούμεθα.

Ο εν τη ησυχία καθήμενος και πείραν της χρηστότητος λαβών του Θεού, ου χρήζει πολλής πιθανότητας, αλλ’ ουδέ κατά τίνα τρόπον απιστίας νοσεί η ψυχή αυτού, ως οι διστάζοντες τη αληθεία. Η μαρτυρία γαρ της εαυτού διανοίας ικανοί πείσαι εαυτόν υπέρ απείρους λόγους, πείρας όντας χωρίς.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα και μεγαλοπρέπεια είς τους αιώνας. Αμήν.