Επιστολή Γ.
Σταλείσα προς τινα αγαπητόν αυτού, διδάσκει δε εν αυτή τα περί των μυστηρίων της ησυχίας, και πως πολλοί δια το μη γινώσκειν αυτά αμελούσιν εις την εργασίαν ταύτην την θαυμαστήν και ότι οι πλείστοι εκράτησαν το κάθισμα των κελλίων εκ διδαχής, της πορευομένης μεταξύ των μοναχών, μετά συντόμου συναγωγής της οφειλομένης τη διηγήσει της ησυχίας

Συγγραφέας:


Αδελφέ, επειδή ηναγκάσθην εκ του οφείλοντας επιστείλαι σοι περί των οφειλομένων εξ ανάγκης, γνωρίζω τη αγάπη σου εν τοις γράμμασί μου κατά την επαγγελίαν ημών την προς σε, ότι εύρον σε εν τη ακριβεία της πολιτείας τεθεικότα εαυτόν, πορευθήναι εν τω της ησυχίας καθίσματι.

Εγώ γούν όπερ ήκουσα εκ των διακριτικών περί της εργασίας ταύτης, ηνίκα κατά διάνοιαν λάβω την συναγωγήν των ρημάτων αυτών μετά πείρας της εγγύθεν, δι’ ης εν αυτοίς τοις πράγμασιν εγώ επείρασα, τη μνήμη σου εντυπώ εν συντόμω λόγω, ηνίκα και συ συνεργήσεις σεαυτώ εκ της ομιλίας της επιστολής εν σπουδή τη γινομένη εν σοι. Διότι εν συνέσει της σοφίας μέλλεις προσεγγίσαι τη αναγνώσει των συναχθέντων λόγων, των εν τη επιστολή ημών ταύτη, έξωθεν της συνή­θους αναγνώσεως, και ως φως τι λαβείν αυτήν εν τη λοιπή αναγνώσει, δια την πολλήν δύναμιν την κεκρυμμένην εν αυτή, ίνα μάθης τι εστί το κάθισμα της ησυχίας και τι εστίν η εργασία αυτής και ποια μυστήρια κέκρυπται εν τη εργασία ταύτη και διατί τίνες την δικαιοσύνην την μεταξύ των ανθρώπων πολιτευομένην σμικρύνουσι και προκρίνουσιν αυτής τάς θλίψεις και τους αγώνας του καθίσματος του ησυχαστικού και μοναστικου βίου.

Εαν θέλης ευρείν ζωήν άφθαρτον εν ταις ημέραις σου ταίς μικραίς, ώ αδελφέ, η είσοδος σου η εν τη ησυχία εν διακρίσει έστω. Εξέτασον περί της εργασίας αυτής και μη δράμης εξ ονόματος, αλλ’ είσελθε και βάθυνον και αγώνισαι και σπούδασαι φθάσαι μετά πάντων των αγίων τι εστί το βάθος και το ύψος της πολιτείας ταύτης. Εκάστω γαρ πράγματι των ανθρώ­πων, εν τη αρχή της εργασίας αυτού έως τέλους, τρόπος τις και ελπίς προσδοκάται εκ του έργου του πράγματος, κινούντα την διάνοιαν προς την θέσιν του θεμελίου αυτού. Και ο σκοπός ούτος κραταιοί την διάνοιαν βαστάξαι την εν αυτώ σκληρότητα και παράκλησίν τίνα λαμβάνει εξ αυτού εν τη θεωρία τη προς αυτόν. Και ως τις κρατών κρατεί τον νουν εαυτού έως του τέ­λους του πράγματος, ούτω και το τίμιον έργον της ησυχίας λιμήν των μυστηρίων γίνεται τω διακριτικώ σκοπώ, ω τινι προσέχει η διάνοια εκ του πρώτου των δόμων, έως της τελειώσεως της οικοδομής, και εν πάσι τοις έργοις αυτού τοις μακροίς και σκληροίς.

Και κατά τους οφθαλμούς του κυβερνήτου του προσέχοντος τοις άστροις, ούτω προσέχει και ο μοναστής εν τη εσωτέρα θεωρία εις άπαντα τον δρόμον της εαυτού πορείας εν τω σκοπώ, ώ έλαβεν εν τη εαυτού διανοία εν τη ημέρα τη πρώτη, εν η εξέδωκεν εαυτόν πορεύεσθαι εν τη σκληρή θαλάσση της ησυχίας, έως αν εύρη τον μαργαρίτην, δι’ δν εαυτόν εξέπεμψεν εις τον πυθμένα τον αψηλάφητον της θαλάσσης της ησυχίας. Και η προσοχή της ελπίδος κουφίζει αυτόν επάνωθεν του βάρους της εργασίας και της σκληρότητος της πλήρους κιν­ώ δυνών των απαντώντων αυτώ εν τη πορεία αυτού. Και όστις εν τη αρχή της ησυχίας αυτού ου τίθησι τον σκοπόν τούτον εν εαυτώ, προς την οφειλομένην αυτώ εργασίαν ακρίτως εργάζε­ται, καθώς τις τω αέρι προσπαλαίων. Και ο τοιούτος ουδέποτε λυτρούται εκ του πνεύματος της ακηδίας εν πάση τη ζωή αυτού. Και εν εκ των δυο γίνεται αυτώ, ή ότι ουχ υπομένει το βά­ρος το ανυπομόνητον και ηττάται και εξέρχεται εκ της ησυχίας τελείως, ή καρτερεί εν αυτή και οίκος ειρκτής γίνεται το κελλίον αυτώ και τηγανίζεται εν αυτώ, δια το μη γινώσκειν ελπίζειν εις την παράκλησιν την τικτομένην εκ της εργασίας της ησυχίας. Δια τούτο, ουδέ αιτείν εν πόνω της καρδίας και κλαίειν επί προσευχή εφιέμενος αυτής δύναται.

Περί ων οι πατέρες ημών, οι πεπληρωμένοι ελέους, οι αγαπώντες τους υιούς εαυτών, αφήκαν σημεία εν ταίς γραφαίς εις την χρείαν της ζωής ημών.

Και εις εξ αυτών, είπεν Εμοί μεν κέρδος εκ της ησυχίας εστί τούτο’ ηνίκα αποστήσω εμαυτόν από της οικίας εφ’ ης κάθημαι, σχολάζει η διάνοια μου από της παρασκευής του πολέμου και στρέφεται εις εργασίαν κρείττονα.

Ομοίως και άλλος Εγώ, έφη, δια τούτο εις την ησυχίαν τρέχω, όπως γλυκανθώσι μοι οι στίχοι της αναγνώσεως και της προσευχής. Και ηνίκα εν τη ηδονή της κατανοήσεως αυτών η γλώσσα μου σιγήσει, ως εν ύπνω τινι εμπίπτω εις την συστολήν των αισθήσεων μου μετά των νοημάτων μου. Και πάλιν, όταν εν τω μακρυσμώ τω εν αυτή τη ησυχία γαληνιάση η καρδία μου εκ της ταραχής των μνημών, εξαποστέλλονταί μοι αεί τα κύματα της χαράς, τα εκ των ενθυμήσεων των έσω απροσδοκήτως ερχομένων εξαίφνης εις την τρυφήν της καρδίας μου. Και ηνίκα ταύτα τω της ψυχής μου προσεγγίσωσι πλοίω, βυθίζουσιν αυτήν εκ των ρημάτων του κόσμου και της ζωής της σαρκός εν τοις θαύμασι τοις αληθινοίς, εν τη ησυχία τη εν Θεώ.

Και έτερος αύθις, η ησυχία, έλεξε, τάς προφάσεις και τάς αιτίας τάς καινουργούσας τους λογισμούς εκκόπτει και έσωθεν των τειχέων αυτής παλαιοί και μαραίνει τάς μνήμας των προλήψεων. Και όταν παλαιωθώσιν αι ύλαι αι παλαιαί εν τη διανοία, εις την εαυτού τάξιν στρέφεται ο νους, ευθύνων αυτάς.

Και έτερος πάλιν είπε’ Τα μέτρα των κρυφίων σου εκ της των νοημάτων σου διαφοράς συνήσεις, των διηνε­κών δε λέγω, ουχί των κινουμένων από του συμβεβηκότος και εν μια ώρα διαπορευομένων. Ουκ εστί τις σώμα φορών, όστις ουκ απαντά τω εαυτού οίκω απόδημος εκ των δυο αλλοιώσε­ων των αγαθών και των κακών ει μεν εστί σπουδαίος, εκ των ελαχίστων δια την φύσιν (οι πατέρες γαρ των τικτομένων εισί πατέρες). Ει δε εστί ράθυμος, εκ των υψηλών δια την ζύμην εκείνης της χάριτος, της γενομένης εν τη φύσει ημών.

Και άλλος, έκλεξαι, έφη, σεαυτώ εργασίαν τρυφής, αγρυπνίαν διηνεκή την εν νυξίν, εν η απεδύσαντο οι πατέρες πάντες τον παλαιόν άνθρωπον και ηξιώθησαν του ανακαινισμού του νοός. Εν ταίς ώραις ταύταις αισθάνεται η ψυχή της ζωής εκείνης της αθανάτου και εν τη αισθήσει ταύτης αποδύεται το ένδυμα του σκότους και υποδέχεται το Πνεύμα το άγιον.

Και έτερος πάλιν έλεξεν, ότι όταν τις ίδη όψεις διαφόρους και ακούση φωνάς πολυτρόπους παρηλλαγμένας της με­λέτης εαυτού της πνευματικής, και ομιλή και συντυγχάνη μετά των τοιούτων, ου δύναται ευκαιρήσαι κατά διάνοιαν κατιδείν εαυτόν εν τω κρυπτώ και μνημονεύσαι των αμαρτιών εαυτού, καθαίρειν τε τους εαυτού λογισμούς και προσέχειν προς τα επερχόμενα αυτώ και ομιλήσαι κρυπτώς εν τη ευχή.

Και πάλιν. Το υποτάξαι τάς αισθήσεις ταύτας υπό την εξουσίαν της ψυχής εκτός της ησυχίας και της αλλοτριώσεως των ανθρώπων, ου δυνατόν. Διότι εν αυταίς συνηνωμένη και συνημμένη υποστατικώς η νοερά ψυχή και μετά των εαυτής λογισμών ακούσα καθέλκεται, εάν μη ο άνθρωπος εγρήγορος γένηται εν τη προσευχή τη κρυπτή.

Και πάλιν. Ω πώς η εγρήγορσις εν τω εαυτής εξυπνισμώ συν τη ευχή και τη αναγνώσει τρυφήν εμποιεί και ευφραίνει και χαροποιεί και καθαιρεί την ψυχήν. Ούτοι μάλιστα γινώσκουσι ταύτα οι εν αυτοίς εν παντί καιρώ της ζωής εαυτών συναναστρεφόμενοι και πολιτευόμενοι εν τη ακριβεστάτη ασκήσει.

Συ ουν, ω άνθρωπε ο αγαπών την ησυχίαν, θου τα νεύματα τα εκ της γνώμης των λόγων των πατέρων έμπρο­σθεν σου, ως σκοπον τίνα, και προς τον πλησιασμόν αυτών εύθυνον τον δρόμον σου της εργασίας. Και προ πάντων σοφίσθητι, ποιόν εστίν όπερ μάλιστα καθήκει συμφωνείν τω σκοπώ της εργασίας σου. Εκτός γαρ τούτων γνώναι την γνώσιν της αληθείας ου δύνασαι συ. Και εν αυτοίς σπούδασαν υπερεκπερισσού δείξαι την καρτερίαν σου.

Η σιωπή μυστήριον εστί του αιώνος του μέλλοντος, οι δε λόγοι όργανον εισί τούτου του κόσμου. Άνθρωπος νηστευτής τη φύσει, πνευματική πειράται την ψυχήν εαυτού αφομοιώσαι εκ τε της σιωπής και της αδιαλείπτου νηστείας.

Όταν αφορίζηται ο άνθρωπος εν τη εργασία εαυτού τη θεϊκή, διαμένων εν τω κρυπτώ εαυτού, εν τούτοις τοις μυστηρίοις τελειούται. Και η λειτουργία αυτού πεπληρωμένη των θείων μυστηρίων και έξ εκείνων των αοράτων δυνάμεων και του αγιασμού εκείνης της εξουσίας της κυρίας των κτισμά­των. Και είπερ τίνες αφωρίσθησαν εν καιρώ εισελθείν των θείων μυστηρίων εντός, εν τη σφραγΐδι ταύτη εσημειώθησαν. Και τισιν εξ αυτών τα κρυπτά τα κρυβέντα εν τη σιωπή του Κυρίου τη αποκρύφω προς ανακαινισμόν των εν μέσω, φανερώσαι ενεπιστεύθησαν ουδέ γαρ έπρεπεν εν γαστρί πεπληρω­μένη και νοΐ πεφυρμένω εκ της ακρασίας διανονηθήναι τα τοιαύτα μυστήρια.

Και οι άγιοι δε ουκ ήσαν κατατολμώντες της ομιλίας της προς τον Θεόν, ουδέ προς τα κρυπτά των μυστηρίων εαυτούς ανύψουν, ει μη εν ασθενεία των μελών και ωχριάσει της χροιάς και της εκ του πόθου της πείνης και νου του ησύχου και εν τη αποταγή πάντων των λογισμών των γηίνων.

Όταν εν καιρώ μακρώ εν τω σώ κελλίω εν έργοις κόπου και φυλακής των κρυπτών και τη συστολή των αισθήσε­ων εκ πάσης απαντήσεως επισκίαση σοι η δύναμις της ησυ­χίας, πρώτον μεν απαντάς χαρά τη εκτός αιτίας κατακρατούση εν καιρώ και καιρώ εν τη ψυχή σου, και τότε ανοίγονται οι οφθαλμοί σου του ιδείν την ισχύν της κτίσεως του Θεού και το κάλλος των κτισμάτων κατά το μέτρον της καθαρότητας σου. Και όταν ο νους οδηγηθή εν θαύματι της θεωρίας ταύτης, τότε και η νυξ και η ημέρα εν έσται αυτώ εν τοις θαύμασι τοις ενδόξοις των κτισμάτων του Θεού. Και εντεύθεν κλέπτεται εξ αυτής της ψυχής η αίσθησις των παθών εν τη ηδονή της θεωρίας ταύτης. Και εν αυτή εισέρχεται εις τους δύο βαθμούς των απο­καλύψεων των νοητών, τους όντας εν τη τάξει τη μετά ταύτην, εκ της καθαρότητος και επάνω.

Ο Θεός αξιώσειεν ημάς αυτών. Αμήν.