Απομνημονεύματα
Συγγραφέας:



Είχα δυο ζωγράφους οπού δούλευαν από τα 1836 ως τα 1839· τους είχα μυστικώς και τους πλέρωνα και τους φαγοπότιζα κ' έφκειασαν 125 εικονογραφίες. Και έκαμα ένα τραπέζι μεγάλο· και πήρα εις το τραπέζι τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους φιλέλληνας τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και υπουργούς και δικούς-μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους-πενήντα ανθρώπους· ήταν σε όλο το σπίτι οπού τρώγαν. Αφού αρχίσαμεν τα γιομάτα, έπια υπέρ των ευεργέτων μας Δυνάμεων, του Βασιλέα μας και Βασίλισσάς μας και της πατρίδος. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα τις εικονογραφίες και τις θεώρησαν. Έστειλα είκοσι-πέντε εικονογραφίες του Βασιλέως κι' απ' άλλες τόσες του Άγγλου του Πρέσβυ, του Γάλλου και του Ρούσσου, αφού πρώτα τις θεώρησαν εις το σπίτι μου οι αγωνισταί κι' όσοι άλλοι ήταν εις το τραπέζι και παρατήρησαν τις θέσες όθεν έγινε ο κάθε πόλεμος και τους αρχηγούς Έλληνες και Τούρκους. Αφού χτύπησα εις τον τύπον τις ιστορίες των ασυνείδητων, τότε πειράχτηκαν πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί. Τότε βρίσκω κ' έναν, Ησαϊαν τον έλεγαν, ήταν στενός φίλος του Καποδίστρια· τον είχε δάσκαλον ο Κυβερνήτης εις τ' Αναπλιού το σκολείον.

Αυτόν τον αγαθόν Ησαϊα εγώ δεν τον γνώριζα· μου τον σύστησαν φίλοι. Έρχεται ο Σαϊγιας εις το σπίτι μου και συνφωνούμεν να του δώσω τις εικονογραφίες να πάη εις Παρίσια να τις τυπώση. Αφού συνφωνήσαμεν, πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα αυτό και τον περικάλεσα και μο' 'δωσε τις 25 εικονογραφίες οπού του είχα δώση (αυτές κι' όσες έδωσα των Πρέσβεων τις είχα ζωγραφίση εις χαρτί μεγάλο στράτζο). Μου τα 'δωσε ο Βασιλέας, τα 'δωσα του Σαϊα. Πήγε εις την Πάτρα και μου στέλνει ένα κάδρο και ήταν ένα πουλί ζωγραφισμένο κ' έλεγε 'σ " το 'να ποδάρι "Σύνταμα" και εις τ' άλλο "Κοστιτουτζιόν". Το στέλνει " εδώ εις Αθήνα 'σ εμένα με τρόπον να το πιάση η Κυβέρνηση κι' ο υπουργός του Στρατιωτικού Μπαυαρέζος Σμάλτζης κι' ο Έλληνας του Εσωτερκού υπουργός Γλαράκης.

Τότε δυο υπουργοί, ένας Μπαυαρέζος κ' ένας Έλληνας με ρούσσικον πατριωτισμόν, θέλουν να παλουκώσουνε τον Μακρυγιάννη ότι έχει το σύνταμα και θα μολύνη την Ελλάδα, οπού ο Καποδίστριας τράβησε τόσους κόπους και θυσιάστη να ξαλείψη το σύνταμα από την Ελλάδα και διάλυσε και το Βουλευτικόν σώμα, έγινε κ' επίορκος όσο-να κατορθώση τις υπόσκεσες οπού υποσκέθη εις τους ανθρωποφάγους της Ευρώπη δια-να μην είναι εις την πατρίδα του τέτοια λοιμική και κολλήση κι' αυτούς όλους. Ο Μπαυαρέζος ο υπουργός του Πολέμου είχε κι' όντως συνείθησιν και τον έτυπτε· πληροφόρεσε ύστερα τον Βασιλέα ότι τέτοια λοιμική δεν υπάρχει. Ο Γλαράκης φαρμακώθη τότε. Και γλύτωσε ο δυστυχισμένος Μακρυγιάννης από το παλούκι του γλάρου Γλαράκη. Δι' αυτό και δια την γιορτή, οπού τα παιδιά του σκολειού κι' άλλοι θέλησαν να κάμουν και προσκάλεσαν κ' εμένα, έκαμα μεγάλο έγκλημα. Τότε τα κάδρα ο Σαϊας τα πήρε κι' αντί-να πάγη εις Παρίσια κατά την συνφωνίαν μας, οπού έγραφα εις Παρίσια εις τον Φαβιέ κι' άλλους αγωνιστάς Φιλέλληνες και θα τα τύπωναν, πήγε εις Βενετιά· και πήρε ύλη από τα δικά-μου κάδρα κ' έβγαλε μιαν προκήρυξιν -έγινε πλαστογράφος κατά την θέλησιν και οδηγίαν των φίλωνέ του -και εις την προκήρυξή του έλεγε ότι η πρώτη προκήρυξη των είκοσι-πέντε εικονογραφιών του Μακρυγιάννη- αντάμωσε και μίλησε και μ' άλλους αγωνιστάς και θα τυπώση νέες εικονογραφίες με τις ιδέες εκεινών, και προσκαλούσε να γένουν συντρομηταί δι' αυτές. Ο Θεός ο δίκιος το' 'κοψε την ζωή· και κατά την αρετή του ας του δώση ο - τους απατεώνες και παραλυμένους κ' εγωιστές οπού μ' έκαμαν κ' έχασα τριών χρονών έξοδα κι' αγώνα και πονοκέφαλον. Τον Λασσάνη από τον καιρόν οπού έφυγε ο φίλος του ο Αρμασπέρης τον έβγαλε η Μεγαλειότης του από την Οικονομίαν, οπού ήταν Γραμματέας, και τον έβαλε εις το Λογιστικόν με βαρύν μιστόν· ότι θα κάμη κόπον να διορθώση τις δικές-του κατάχρησες και των φίλων του, οπού τους έδωσε μύλους, σταφιδότοπους, αργαστήρια κι' άλλα· του συντρόφου του Σπυρομήλιου και αδελφού του την Λιβαδόστρατα με προσόδους χιλιάδες δραχμές, του Μαμούρη ελιές κι' άπειρους τόπους, του Τζαβέλα -αφού πήραν όλον τον Έπαχτον, έλαβαν κ' εδώ εις το κέντρο του παζαριού το καλύτερον μέρος· και των Γριβαίων τους έδωσε ένα χωριό ο Αρμασπέρης εις την Βόνιτζα περίτου από είκοσι-πέντε-χιλιάδες στρέμματα· κι' ο αρχηγός της συντροφιάς ο Αρμασμπέρης πάγει φορτωμένος εις την Μπαυαρία. Όσο-να ξετυλίξη όλα αυτά ο Λασσάνης εις το Λογιστικόν, κι' άλλο πλήθος έκαμεν από τότε οπού 'φυγε ο Αρμασπέρης. Και τον έπαψε ο Βασιλέας. Και είναι καταλυπημένη όλη η συντροφιά του. Αυτά έλεγα της Μεγαλειότης του, ότι αφανίστη το κράτος του, οπού θα ζήση αυτός και τα παιδιά του. Και δια-να μιλώ την αλήθεια κατατρέχομαι κι' από βασιλέα κι' από προκομμένους. Θέλουν την αλήθεια, κι' όποιος την ειπή κιντυνεύεται. Αλήθεια, αλήθεια, πικριά οπού είσαι! Ούτε οι βασιλείς σε ζυγώνουν, ούτε οι προκομμένοι· μόνον ρωτούν δια σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!

Όποιος άνθρωπος με ρωτάγει δι' αλήθεια του λέγω δεν ξέρω, ότι ηύρα τον μπελά μου κατατρέχοντας. Ο άγιος Πρωτοσύγκελλος ονομαζόμενος Φραντζής, ο 'στοριογράφος του Κολοκοτρώνη, μο' 'κανε τον φίλο και μου είπε να του δώσω ύλη δια-να φκειάση ιστορία, ότι συνάζει κι' από άλλους πολλούς. " Του είπα· "Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου " και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη· και τότε σκηματίζονται τα έθνη. Θα ειπής δια τον Κολοκοτρώνη, του λέγω, και τα καλά του και τα κακά " του. -Μπορώ να ειπώ; μου είπε. Αν εκεί ο Κολοκοτρώνης δεν τον απάταγαν, " " θα γένεταν εκείνο το καλό. -Του είπα, δεν έχω να σου ειπώ τίποτας"." Από τότε ούτε του ματάκρινα δι' αυτό και δια ένα φέρσιμον οπού έκαμεν σε αυτείνη την ηλικία μιας φτωχής και οι πράξες του κατάντησαν και είναι εις τον Δεσπότη της Αττικής. Από τοιούτους ας λείπη κι' ο καρπός τους των παράσιτων, των ξένων τις παλιόψαθες, οπού αυτείνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους. Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μιαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια κι' αυτείνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συνφέροντά τους με τους μολεμένους, Φαναργιώτες κι' άλλους τοιούτους, οπού ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησιές μας -μαγαρίζουν μέσα κι' άλλες έγιναν αχούρια. Από τους τοιούτους γερωμένους πολλούς πάθαμεν αυτά· κι' από τους τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς, αφού χύσαμεν ποταμούς αίματα, κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας. Ο κύριος Πρωτοσύγκελλος εις το ιστορικόν του εκτάνθηκαν τα φώτα του και η αρετή του κ' έγραψε αντραγαθήματα από την Βλαχίαν και " κάτου. Τον ρώτησαν· "Διατί δεν έγραψες και των Ρουμελιώτων;" Αποκρίθη· " Τους είχαμεν μιστωτούς. Που είχες αυτά τα πλούτη, παραλυμένε, " άσωτε, λοιμική της γερωσύνης; Πότε πολέμησες μόνος-σου; Πες μου έναν " πόλεμον και να μην ήταν Ρουμελιώτης μαγιά· και να βάστησες μιαν θέση 'σ " ένα μέρος και να μην ήταν Ρουμελιώτης, πονηρέ, κ' εσύ να κέρδεσες νίκη; " Κι' αν δεν ήταν Ρουμελιώτης, έσκουζες κ' έπαιρνες τα καταρράχια, τα " βουνά. Ποιοι βαστούσαν τις θέσες εις τα στενά; Με το ντουφέκι σου χαλάστη " " ο Δράμαλης ή από την πείνα και τόσοι άλλοι πασιάδες; Ποιοι κόβαν " τους ζαϊρέδες εις τα στενά των Θερμοπύλων και Πέτρα κι' αλλού και τους " αφάνιζε η πείνα και χάθηκαν; Από εφύλιους πολέμους και φατρίες και δέσιμον" τα συνφέροντά σας με τους νεκροθάφτες της πατρίδος ήταν άλλη η " τέχνη σας; Ποιοι ανάστησαν την φατρίαν και διχόνοιαν; Η ιστορία τους " λέγει και Πελοποννήσιους και Ρουμελιώτες. Διατί η κακία σου σε κάνει και " διαιρείς το έθνος και δεν ξηγέσαι την αλήθεια; Λες ότι οι Ρουμελιώτες έψησαν" " εις την Πελοπόννησο φακί εις το σουφλί. Ποιος έδωσε αιτία του κακού;" Είσαι κ' εσύ ένας ο αίτιος του κακού και φυλακώθης δι' αυτό. Ποιοι Πελοποννήσιοι και Σπαρτιάτες και νησιώτες και Ρουμελιώτες πολέμησαν τους ξέρει γενικώς η πατρίδα κι' ο έξω κόσμος. Και ποιοι την αφάνισαν την πατρίδα -είναι η ψυχή τους και η αρετή τους σαν την δική-σου -κι' αυτούς τους ξέρουν· και της φατρίας σου τ' αντραγαθήματα και τα δικά-σου, κύριε Φραντζή, τα ξέρουν. Όσο το έθνος είχε εις τις αγκάλες του τον Κυβερνήτη, οι τίμιοι άνθρωποι τον έλεγαν Αγιάννη Χρυσόστομον· όταν τον περίλαβες εσύ με την φατρία σου, κ' εκείνον τον έχασες και την πατρίδα γενικώς· ότι τον συβούλευες ό,τι ήθελες εσύ και η φατρία σου. Όλο αδικημένοι-ήστε κι' όλο εφύλιους πολέμους κάνετε. Οι Μαυρομιχάληδες σκοτώθηκαν όλοι εις τους πολέμους, κι' όσοι μείναν ζωντανοί σερνικοί όλους τους φυλακώσετε, και φυλακωμένοι νηστικοί ζούσαν μ' έλεος του ενού και του άλλου. Φαίνονται και οι αγώνες και οι θυσίες αυτεινών. Κι' απατήσετε τον Κυβερνήτη και τον χάσετε· κι' αφανίσετε και την πατρίδα. Και τώρα εγκωμιάζεστε όλοι ένας τον άλλον. Κι' από σας τους απατεώνες κι' όμοιούς σας αφάνισε και τώρα η τζελατίνα τα καλύτερα παληκάρια, οπού αδικηθήκανε και πάνε εις τις κακές στράτες να φάνε κομμάτι ψωμί· και τους κατασκοτώνουν· κι' όλες οι χάψες είναι γιομάτες από αυτούς. Ότι εσείς οι ψωργιασμένοι εγίνετε κόντηδες, κ' εκείνοι οπο' 'χυσαν το αίμα τους ούτε ένα σίδερον σταυρόν δεν έχουν. Αναίρεσε μου ένα από αυτά, κύριε Φραντζή. Τι πλούτη είχε η φατρία σου πρώτα όλος ο κόσμος την ξέρουν· και τι έχουν τώρα φαίνεται. Κ' εκείνοι οπού 'χαν τα πλούτη πεθαίνουν νηστικοί· κι' όποιος έχει 'διοχτησίαν την βάνει αμανέτι εις τους τοκογλύφους και δανείζεται τρία τα εκατό τον μήνα και το διάφορον κεφάλι, και 'σ ένα χρόνο του τρώγει το υποστατικόν του και μένει ο νοικοκύρης κι' ο αγωνιστής διακονιάρης. Και οι φίλοι της φατρίας σας και των αλλουνών, ψεύτων συνταματικών, πιάσαν όλες τις θέσες και μεράζουν ψέματα εις τους ξένους κ' εγκώμια με τις 'φημερίδες τους 'σ τους τοκογλύφτες, τους νομικούς σας, τους αβοκάτους σας. Όλοι μια μασιά, ποια φατρία Κυβερνητική και ποια Ψευτοσυνταματική. Το Έθνος αφανίστη όλως-διόλου· και η θρησκεία -εκκλησία εις την πρωτεύουσα δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος. Οι φατρίες σας, το 'να το μέρος και τ' άλλο, θέλετε θέατρο· το φκειάσετε κι' αυτό δια-να μας μάθη την παραλυσία. Και δι' αυτό " παίρνουν δυο αδέλφια δυο αδελφές. Ό,τι του λες -"η θρησκεία δεν είναι τίποτας!"" Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι' αρετή, από-μέσα το κράτος κι' απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου· και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν' ακούσουνε την Ρίττα-Βάσσω την τραγουδίστρια του θεάτρου· ότι παλαβώσανε οι γέροντες όχι τα παιδάκια να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Το γέρο Λόντο, οπού δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα-Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι' άλλα πισκέσια. Δεν ρωτήσαμεν την Ευρώπη· όταν ήταν 'σ την δική-μας κατάστασιν ήθελε να φκειάση θέατρα, ή τήραγε τις άλλες τις ανάγκες κ' έφκειανε τους ναούς της, να δοξάζη τον Θεόν να τους φωτίζη εις το καλό, και σκολειά να γιομίζη ο μαθητής προκοπή κι' αρετή, να γένη άξιος της κοινωνίας -και όχι άξιος της " απιστίας και παραλυσίας, να πουλή δι' αυτά τα βιβλία του; Δι' αυτείνη την " " προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος το παιδί του εις την πρωτεύουσα; Αυτά τα " " φώτα να γυμναστή; Αλλοίμονο 'σ εκείνους οπού χύσανε το αίμα τους και " θυσιάσανε το δικόν-τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου και να καταφρονιώνται τ' αθώα αίματα οπού χύθηκαν! Εις τα 1839 μάθαμεν κι' ο περίφημος δάσκαλος Καγίρης δεν πιστεύει την Αγίαν Τριάδα κι' άλλα τέτοια. Έστειλε η Σύνοδο του μίλησε. Αυτός δεν τραβάγει χέρι από την δοξασίαν του και κάθε άνθρωπος πρέπει να λυπάται και να κλαίγη, ότι τρελλαθήκαμεν και μικροί και μεγάλοι. Γέλασε τους γονέους και τους πήρε τα παιδιά τους και τα πρόκοψε. Έστειλε η Σύνοδο και ήρθε εδώ -δεν αλλάζει γνώμη· και του είπε ν' αναχωρήση, να πάγη εις την κατάρα του Θεού, έξω-από το Κράτος. Θε, τι λέπομεν εις την ημέρα μας! Σηκώθηκε και πάγει εις την κατάρα του Θεού, έξω-από το κράτος. Τα 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μιαν εταιρίαν ολέθρια δια την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ-μέσα εις το κράτος κ' έξω εις την Τουρκιά· κ' εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα ένγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρία αυτείνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος· εκεί 'σ το σπίτι του βρέθηκαν πολλά ένγραφα. Ήταν κι' ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι' άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν, τον Τζορζέτο και Νικήτα κι' άλλους. 'Σ το μυστικόν ήταν κι' ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ' Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησίαν να βαρέσουν τον Βασιλέα κι' άλλους πολλούς και ν' ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν αστενής· ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα· συναχτήκαμεν όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προσέξωμεν δια την πατρίδα μας και Βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι' οπαδούς τους από τις 'περεσίες. Και πήρε μέτρα η Κυβέρνηση κ' έσβυσε δια το παρόν. Και εις την εκκλησία μαζώξαμεν όλους τους " κατοίκους και κάμαμεν ένα "ζήτω" του Βασιλέως και τον θαρρύναμεν, οπού " τον κατατρόμαξαν. Αυτά κάνουν οι καλοί πατριώτες· θέλουν να δώσουν την πατρίδα τους σε ξένους αφεντάδες, δεν θέλουν να είμαστε μόνοι μας νοικοκυραίοι. Ο κύριος Ζωγράφος δια τις μεγάλες του δούλεψες προς την πατρίδα πήγε πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη, γιόμοσε πλήθος σταυρούς -τον ήφεραν εδώ-πίσου τον έβαλαν υπουργόν· αρρεβωνιάστη και με το κορίτζι του Μιχάλβοντα, αυτός περίτου από πενήντα χρονών και το κορίτζι δεκαφτά. Ως ρωσσόφρονας ενέργησαν και τον ξανάστειλαν εις την Κωσταντινόπολη να δέση με τους Τούρκους εμπορικές συνθήκες. Τον γέλασαν οι Τούρκοι και οι άλλοι ξένοι οπού θέλουν την λευτεριά μας κ' έκαμεν συνθήκη δια τους Έλληνες χερότερη από 'κείνες οπού 'χαμεν με τους Τούρκους πριν σηκώσουμεν ντουφέκι. Όταν ήρθε εδώ, αυτό μαθαίνοντας οι Έλληνες κόντεψαν να τον ξεκλήσουνε. Και πάτησαν ποδάρι γενικώς οι Έλληνες και οι τύποι και την χάλασαν την συνθήκη. Κι' από αυτό το κασαβέτι πέθανε κι' ο καϊμένος ο Ζαϊμης και χάσαμεν έναν πατριώτη εξ-αιτίας αυτεινού του κακού· και τον έκλαψε όλη η πατρίδα. Αυτά κάνουν οι προκομμένοι πατριώτες εις την πατρίδα τους. Αφού οι Έλληνες πήγαν να τον λιθοβολήσουνε τον Ζωγράφο και είδε ο Βασιλέας την γενική αγανάχτησιν των Ελλήνων -και τους Έλληνες εις την Κωσταντινόπολη οι Τούρκοι τους χάψωναν και τους κατάτρεχαν· και πολλοί Έλληνες εμπήκαν σε ξένες σημαίες -τότε η Μεγαλειότης του είδε τι το' 'ταζαν και τι του ξημέρωσε· έστειλε τον Χρηστίδη εις την Κωσταντινόπολη και μερεμέτησε τα πράματα με το μέσο των αλλουνών. Ότι όποιος μαγειρεύει ψέματα αυτείνη την χόρτασιν τραβάγει. Τα 1840 τον Οκτώβριον μήνα ο Βελέτζας -είχαμεν μιλήση προ-καιρού δια τα έξω της Θεσσαλίας και Μακεδονίας μ' αυτόν και με τον Τζάμη Καρατάσιον. Εγώ τους είπα να κινηθούμεν τον Μάρτιον μήνα και είχα αγροικηθή και με πολλούς ντόπιους, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Αυτός ο Βελέτζας χωρίς-να μου ειπή τίποτας κουβέντιασε με τον Τζάμη κρυφίως από 'μένα και σηκώθη χωρίς εγώ να ξέρω και φεύγει κρυφίως και μ' ολίγους. Μαθαίνω ότι εβήκε έξω. Τότε ο Γρίβας κι' ο Χατζηπέτρος -ήμαστε 'γγισμένοι· είχαν πολλά αναντίον μου και με κακοσύσταιναν εις την Κυβέρνησιν και εις τον Βασιλέα -σε καμπόσες ημέρες λένε ότι εγώ θα πάρω το κάστρο των Αθηνών, και δια-νυχτός πηγαίνουν απάνου-εις το κάστρο κανόνια, ασκέρια, πλήθος ετοιμασίες· έρχονται και με πολιορκούνε κ' εμένα δια-νυχτός πεζούρα και καβαλλαρία. Μου λένε φίλοι μου και πήγα εις τον υπουργόν του Στρατιωτικού και εις τον Βασιλέα και τρόμαξα να γλυτώσω. Είχαν μεγάλην υποψίαν από 'μένα και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα. Κάστρο με τις πέτρες εφοδιασμένο, τρελλάθηκα να πάγω να κλειστώ μέσα, να 'μπω την μιαν ώρα και " να με βάλουν εις την τζελατίνα την άλλη; Σαν έμαθα ότι θα μου ψάξουν το " σπίτι μου, έδωσα αυτό ενού κουμπάρου μου -τον είχα εις το σπίτι μου δεκάξι μήνες -να το πάγη εις την Τήνο· τον λένε Νικόλα Σκαρμαγκά· τίμιος άνθρωπος κι' αγαθός. Κι' ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες, οπού θα τους βαρύνη η αμάθειά μου· και να με συχωρέσουνε κ' εκείνοι οπού τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι' αυτείνοι τα δικά-μου, ό,τι έκαμα. Κι' όταν λέγωνται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγώτερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κ' εμείς έθνος. Παρακαλώ τους ομογενείς να γένουν συντρομηταί.

Τα 1844 τον Σεπτέμβριον μήνα πήγα εις την Τήνο να προσκυνήσω. Έκαμα εις την χάρη της εικοσιτρείς ημέρες και πήρα και το ίδιον και το έφερα εδώ. Και θα σημειώσω όσα έγιναν από τότε ως την σήμερον, 10 Οκτωβρίου 1844. Αυτά οπού θα ιδήτε εδώ δεν μπορούσα να τα γράφω με τ' άλλο, ότι κιντύνευα την ζωή μου. Και τα σημείωνα και είχα έναν τενεκέ και τα 'βαινα μέσα και τα 'χωνα. Και τώρα οπού 'φερα το ίδιον θέλω τα γράψη εδώ καθώς έτρεξαν τα πράματα. Όταν ήμουν εις τη Νύδρα και τις δυο φορές, οπού την φοβέριζαν οι Τούρκοι, ήτανε κι' ο Καρατάσιος εκεί και ήμουνε φιλιωμένος με τους αξιωματικούς του και καταξοχή με τον Βελέτζα και μ' ένα γενναίον παληκάρι -το είχε ο Καρατάσιος πολύ αγαπημένον -τον έλεγαν Λαρίων Καράτζογλον, η πατρίδα του από την Καβάλλα, του Μεμεταλή την πατρίδα· φιλελεύτερος και πολύ γενναίος άντρας. Τον είχα φίλον στενώτερον από αδελφόν, και εις τη Νύδρα αυτεινού και του Βελέτζα τους ξήγαγα τα αιστήματά μου και πάντοτε τους ηύρα πρόθυμους αυτούς τους αγαθούς ανθρώπους κι' όλους τους αξιωματικούς του Καρατάσιου, καθώς και τον ίδιον αυτόν τον μακαρίτη και τον γενναίον Γάτζο. Κι' ως σύνφωνοι εις τα πατριωτικά αιστήματα ορκιστήκαμεν να βαστάξωμεν τον δρόμον μας με την Κυβέρνησιν να γένουν νόμοι, ν' αποκατασταθούμεν κ' εμείς έθνος. Και βαστήσαμεν τον όρκο μας όταν κιντύνευαν οι νόμοι από την μάχαιρα του Κολοκοτρώνη και Δυσσέα κι' αλλουνών στρατιωτικών και πολιτικών οπού ξηγήθηκα. Κι' ως σύνφωνοι με τον Καρατάσιον κι' άλλους του αξιωματικούς, ήρθα τότε εδώ εις Αθήνα και τους έμπασα εις την Πελοπόννησο αυτούς όλους και τον Γκούρα και διαλύσαμεν τα δεινά της πατρίδος. Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης, οπού οργάνισε τα στρατέματα, αδικήθηκαν πολλοί αγωνισταί, αδικήθη κι' ο Λαρίων. Γύρευε να πάγη κλέφτης· τον συβούλεψα να πάγη εις την πατρίδα του να μπορέση να 'χη ανθρώπους υπό την οδηγίαν του και να ιδούμεν, όποτε είναι αρμόδιος καιρός, να τηράξουμεν όλοι οι Έλληνες μυστικώς να λευτερώσουμεν και τ' άλλα μέρη της Τουρκιάς οπού 'ναι εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου, και να 'νεργήσουμεν τον όρκον της Εταιρίας. Ορκιστήκαμεν εις αυτό να μην παραδοθούμεν και ν' αγροικιώμαστε και να ιδούμεν και την θέλησιν του Καποδίστρια τι λευτεριά θέλει των Ελλήνων. Ότ' είδαμεν οπού χάλασε το Βουλευτικόν και τους νόμους, οπού ηύρε κι' ορκίστη εις αυτούς -κ' έγινε επίορκος και τους χάλασε. Βάλαμεν " σινιάλο "φουσέκι" να μου λέγη όταν θα μου στέλνη άνθρωπον, δια-να" " τον γνωρίζω ότ' είναι δικός-του, κ' εγώ "ντουφέκι". Πήγε ο Λαρίων εις το " Όρος και πάσκισε και μπήκε καπετάνος εις τα Μαντεμοχώρια· και ήταν αρκετόν καιρόν εκεί. Καθώς-οπού ήμαστε ορκισμένοι, άρχισε και κατηχούσε τους ανθρώπους με μεγάλη μυστικότη· και πήγαινε προβοδεύοντας πολύ. Όρκισα εγώ και τον Βασίλη Αθανασίου· ήταν αρχηγός της καβαλλαρίας εις την Κρήτη και ήρθε εις τ' Άργος και τον στεφάνωσα· ήταν κι' αυτός Μακεδόνας. Μίλησα ύστερα του Αγιντέκ και τον έκαμεν μοίραρχον. Πολλά τίμιος άνθρωπος και γενναίος· κι' αγροικιώταν κι' αυτός με τον Λαρίων, ότι ήταν εις την Λαμίαν. Ήταν κι' ο Βελέτζας 'σ αυτά τα μέρη· κι' αγροικιώμουν και μ' αυτόν. Γενναίον παληκάρι ο Βελέτζας· τον κατάτρεξαν τόσες φορές και τον φυλάκωσαν εις τ' Ανάπλι και τράβησα κ' εγώ τόσα δεινά κ' έξοδα όσο-να σωθή. Ότι οι Μπαυαρέζοι και οι οπαδοί τους Έλληνες θέλαν να μας φάνε κι' ο Θεός μας γλύτωσε από τους κακούς τους σκοπούς. Και πασκίζαμεν έξω και μέσα με τρόπον και κατηχούσαμεν τους ανθρώπους ίσως και κινηθούμεν δια τα έξω και λευτερωθούμεν κ' εμείς εδώ-μέσα και κάμωμεν νόμους στέρεους και διοικηθούμεν ως άνθρωποι· ότι μας κυβερνούν " οι ανθρωποφάγοι με το "έτζι-θέλω"· και κρίμα 'σ τα αίματα και θυσίες" οπού κάμαμεν. Ο κόσμος δυστύχησε. Κι' από την τυραγνίαν αυτεινών " απολπίστηκαν οι άνθρωποι 'σ τα 1836. Ξηγήθηκα πως έγινε η ανταρσία της Ακαρνανίας σε τούτο. Αφού πήγα κ' εγώ με την τετραρχίαν μου, παρατήρησα κι' όλες τις θέσες οπο' 'γιναν πολέμοι, και σημάδεψα όλες αυτές τις θέσες κι' όσες άλλες ήξερα· κ' έρχοντας εδώ εις Αθήνα πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκειάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα την γλώσσα του. Έφκειασε δυο-τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κ' έφυγε. Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κ' έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν· έφερα αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του· κ' έστειλα κ' ήφερε και δυο του παιδιά· και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι' αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα τον ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και το' 'λεγα· "'Ετζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε· αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος". Εις το πρώτο κάδρο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας και η Ελλάς αλυσωμένη· και την κυτάγει ο Παντοκράτορας και της λέγει· "Ελλάς, Ελλάς! Δια τα αίματα και θυσίες των Ελλήνων και Φιλελλήνων σε εσπλαχνίζομαι και φωτίζω τα τρία δυνατά Έθνη να σου τιναχτούν οι άλυσοι οπού 'χες τόσους αιώνες εις τα ποδάρια σου· και σε καταστήνω βασίλειον, να βασιλεύεσαι από τον Όθωνα κι' Αμαλία". Και της τινάζει τους άλυσους από τα ποδάρια· και την παίρνει ο Παντοκράτορας και της βάνει εις το δεξιόν κι' αριστερόν τον Βασιλέα και Βασίλισσα Όθωνα κι' Αμαλία· κι' ο Παντοκράτορας επί-κεφαλής του κάδρου. Κι' ο άγγελός του τους στεφανώνει. 'Σ άλλο μέρος του κάδρου είναι οι τρεις βασιλείς των Δυνάμεων· κι' ο άγγελος στεφανώνει κι' αυτούς τους τρεις· κι' όλος ο λαός και το γερατείον γονατιστόν κάνουν μια δοξολογίαν εις τον Θεόν και λένε· "Δοξασμένος να είσαι, Κύριέ μου, δια την νεκρανάστασιν οπό' 'καμες. Ζήτω τα τρία δυνατά έθνη και οι βασιλείς αυτεινών! Ζήτω η πατρίδα μας, ο Βασιλέας μας και η Βασίλισσά μας !" Εις τ' άλλο κάδρο είναι η Κωσταντινόπολη ζωγραφισμένη και η θέση της. Είναι ο πρώτος Σουλτάνος, οπού την κυρίεψε, ζωγραφισμένος κι' ο θρόνος του, οπού κάθεται και πίνει το ναργιλέ του· και οι σωματοφύλακές του και 'πασπισταί του γύρα· και οι πρόκριτοι και το γερατείον, οπού του προσφέρνουν τα δώρα και τα κλειδιά, του Σουλτάνου. Αυτός τους λέγει δια-μέσον ενού 'πασπιστού· "Δεν έχω ανάγκη να μου προσφέρουν δώρα και κλειδιά· τους κυρίεψα με το σπαθί μου (και τους δείχνει το σπαθί και τους λέγει)· Με το σπαθί μου κυρίεψα αυτούς· και τα δώρα τους και κλειδιά δεν έχω ανάγκη να μου τα προσφέρουν αυτείνοι". Και προστάζει και τους βάνουν εις τον ζυγόν, εις την τυραγνίαν. Τότε αφού είδαν αυτούς εις τον ζυγόν ένα μέρος πήρε τα βουνά. Λέγει ο 'πασπιστής εις τον Σουλτάνο· "Καλά, έβαλες αυτούς εις τον ζυγόν· οι άλλοι πήραν τα βουνά". Τότε αφού τους είδε ο Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα και καβαλλαρία και πολεμούν με την μαγιά της λευτεριάς (οπού την βάστηξαν ξυπόλυτοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά κ' ερημιές να μην χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα. Και είχαν συντρόφους όλοι αυτείνοι τ' άγρια θεριά και φείδια, οπού συνκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τύραγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύνφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων και το αίμα τους κρασί). Τότε εις ένα μέρος είναι η Ελλάς αλυσωμένη και κατεβαίνουν από τα βουνά τρεις με τα όπλα τους και γκεζερούν τις πολιτείες και λένε των ανθρώπων· "Εμάς μας τρώγει η γύμνια και η ταλαιπωρία τόσους αιώνες δι' αυτείνη την πατρίδα -δεν την βλέπετε οπού είναι αλυσωμένη και καταφρονεμένη· τα παράσημά της πεταμένα· και σεις ακόμα σίγρι κάνετε; Ως πότε, τουρκοραγιάδες, ως πότε να σας βυζαίνουν οι Τούρκοι και οι οπαδοί τους κοτζαμπασήδες και τουρκοκαπεταναίγοι;" Αφού αυτείνοι οι τρεις 'θουσιάσαν τους πολίτες, φαίνεται ο Ρήγας Βελεστίνος, το αγαθό παιδί της πατρίδας, και βαστάγει ένα σακκουλάκι με τον σπόρο της λευτεριάς και σπέρνει αυτόν τον σπόρον. Το τρίτο κάδρο είναι ο πόλεμος του Διάκου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας κι' αυτός παλουκωμένος κι' ο Δεσπότης Σαλώνων και οι άλλοι. Το τέταρτο είναι το χάνι της Γραβιάς, η Άμπλανη και του Σαλώνου τα μέρη. Το πέφτο είναι τα Βασιλικά, ο χαλασμός του Μπαγιράνπασια. Το έκτον είναι η Λαγκάδα. Το εφτά είναι η Τροπολιτζά και όλοι εκείνοι οι πολέμοι. Το οχτώ είναι η Άρτα, το Σούλι και η Σπλάντζα. Το εννιά είναι το κάστρο της Αθήνας, οπού το πήραν οι Αθηναίγοι με ρισάλτο. Το δέκα είναι τα Ντερβένια, Κόρθο, Ντερβενάκι, Άργος, Παλαμήδι και Ανάπλι. Το έντεκα Νύδρα, Σπέτζες, Ψαρά, Γαλαξείδι· γράφονται ναυάρχοι, μπουρλοτιέροι, νοικοκυραίγοι· τι καράβια τούρκικα έκαψαν ο καθείς. Το δώδεκα οι Παλιοβαρίνοι, Σφαχτηρία, Νιόκαστρον. Το δεκατρία η Δυτική Ελλάς, κέντρο Βόνιτζα, Πούντα, Πρέβεζα, πολέμοι 'σ εκείνο το μέρος από Γιάννενα και κάτου. Το δεκατέσσερο η Ανατολική Ελλάς, κέντρο η Φήβα· όλοι οι σημαντικοί αυτεινού του μέρους στρατιωτικοί και πολιτικοί από 'κοσιτέσσερα χωριά γραμμένοι· ύστερα ο Υψηλάντης με τις χιλιαρχίες και Τούρκους οπού πολέμησε. Το δεκαπέντε οι Μύλοι του Αναπλιού καθώς έγινε ο πόλεμος. Το δεκάξι Μισολόγγι, Κλείσοβα, Βασιλάδι, οπού κάηκαν οι άνθρωποι, και τ' άλλα μέρη. Το δεκαφτά Αράχωβα, μοναστήρι, οι δυο πύργοι με τα κεφάλια των Τούρκων. Δεκοχτώ Περαίας, Δράκος, Μουνιχία, Πασσαλιμάνι, Μετόχι, Μποστάνια κι' όλα τα ταμπούρια. Δεκαεννιά Τρεις-Πύργοι, τα έντεκα ταμπούρια, τα τρία τα μπροστινά, το τυφλό, οπού χαλάστηκαν οι Σουλιώτες κι' άλλοι· 'σ το ρέμα ζωγραφισμένος εγώ, οπού τους δείχνω να γένη εκεί το ταμπούρι, να μην πιάσουνε το ρέμα οι Τούρκοι (και δεν θέλησαν). Είκοσι το κάστρο της Αθήνας, όλες οι θέσες απόξω, οπού μας πολιορκούσε ο Κιτάγιας, Χρυσοσπηλιώτισσα, η θέση οπού σκοτώθη ο Γκούρας κι' όλες οι θέσες με τους ανθρώπους κι' ο Φαβιές και ταχτικό. Εικοσιένα η Κρήτη και η Σάμο, οπού χύθη τόσο αίμα (και η ασπλαχνία των δυνατών τους άφησε πίσου εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου). Εικοσιδύο η Καλιακούδα, Καρπενήσι, οπού σκοτώθη ο Μάρκος. Εικοσιτρία είναι η ναμαχία των τριών στόλων, το Νιόκαστρον, οι Αβαρίνοι, το νησί, λιμάνι, τα τούρκικα καράβια και των Δυνάμεων. Εικοσιτέσσερα η Ελλάς κρατεί στέφανο εις το χέρι της και στεφανώνει όλους τους Φιλέλληνας· και είναι γραμμένα όλα τους τα ονόματα ζωντανών και σκοτωμένων, όσοι ήρθαν εις την πατρίδα κι' αγωνίστηκαν. Εικοσιπέντε η Ελλάς ξαπλωμένη και ξεπλέγει τα μαλλιά της κι' ο Αρμασπέρης της βγάνει με το χέρι του ματωμένο την καρδιά της. (Αυτό το κάδρο το 'μαθε αυτός και με κατάτρεχε· και δια-να μην ακολουθήση τίποτας ήρθαν φίλοι εις το σπίτι μου -και σύνφωνος κι' ο Ζωγράφος, ότι θα τον παίδευαν και χωρίς-να ήμουν εκεί το 'καψαν να μην φανή εις το φως· κ' υποσκέθη να μου το ματαφκειάση και δεν το 'φκειασε). Εικοσιέξι κάδρο δικό-μου. Σε όλα τα κάδρα αυτά, οπού 'δωσα των πρέσβεων και του Βασιλέως, οπού χάθηκαν από εκείνον τον μπερμπάντη τον Ησαϊα, ήταν ζωγραφισμένες οι θέσες και τα ονόματα των αρχηγών Τούρκων και Ρωμαίγων γραμμένα από-κάτου και η κάθε θέση σημειωμένη με νούμερο και ύστερα γραμμένο από-κάτου-εις το κάδρο τ' όνομά της με το νούμερον. Κ' έλεγαν όλα· "Στοχασμός του Μακρυγιάννη. Έγιναν 25 εικόνες με ίδια-του έξοδα και κόπους προς ευκαρίστησιν των πατριωτών και των ευεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης". Αφού τελείωσε ο ζωγράφος από τα κάδρα, τότε έστρωσα ένα μέρος του περιβολιού μου με πετραδάκια της θάλασσας άσπρα και μαύρα. Ζωγράφισα πρώτα έναν κύκλο και γύρα ήταν λόνχες. Αυτός ο κύκλος ήταν η πατρίδα, οπού 'ταν τρογυρισμένη με τις λόνχες της τυραγνίας τόσους αιώνες. Παρακάτου είναι ένα σκυλί ζωγραφισμένο· είναι ο πιστός ο Έλληνας, οπού φύλαγε την λευτεριά της πατρίδας του τόσους αιώνες νηστικός και γυμνός εις τα χιόνια, σαν εκείνο το καλό σκυλί οπού φυλάγει τα πρόβατα από το λύκο. Παρακάτου είναι δυο τραγόπουλα και πολεμούν· έτζι μάθαν την πολεμική και οι Έλληνες να λευτερώσουν την πατρίδα τους. Παρακάτου είναι μια αλαφίνα, βυζαίνει τ' αλαφάκι της· όταν έχωμεν ομόνοια, έτζι μας βυζαίνει κ' εμάς η πατρίδα μας. Παρακάτου είναι ένα τρανό λιοντάρι και το τρώγει ένα λυκόπουλο· με την δύναμιν του Θεού έτζι φάγαμεν τον Τούρκο. Παρακάτου είναι ένα δέντρο φορτωμένο καρπόν κ' έχει ένα σακκουλάκι ένας δυστυχής Έλληνας οπού πολεμάγει να μαζώξη τον καρπόν των αγώνων του και τον χτυπούνε οι κακές αβδέλλες. Τους λέγει ο Έλληνας· "Φευγάτε από τον καρπόν του δέντρου μου· μου το τρογυρίσατε -θα σας τζακίσω τα πόδια". Παρακάτου είναι ένας άλλος Έλληνας γενναίος, καλά αρματωμένος· φυλάγει βάρδια δια την λευτεριά της πατρίδας του, οπού λευτέρωσε με το αίμα του, να μην τολμήση να την πειράξη κανένας. Παρακάτου είναι ένα τρανό λιοντάρι κ' έχει τα νύχια του ρίξη εις τον δυστυχή απάνου-'σ έναν Έλληνα και θα τον ξεκλούσε. Προσκαλέστη τον Θεόν και με την λόνχη του ο Έλληνας το σκότωσε. Παρακάτου είναι οι κολώνες του Ολυμπίου Διός και η Πόρτα και το σύβολο η κουκουβάγια. Παρακάτου είναι ένας χορός οπού γένεται· ένας με σκουτιά φράγκικα χορεύει μ' έναν Έλληνα... Ο φραγκοφορεμένος θέλει τον δικό-του χορό, ο Έλληνας τον δικό-του και θα μαλλώσουνε ογλήγορα, ότι δεν μπορεί να μάθη ένας του άλλου το χορό. Παρακάτου είναι ο Ελληνικός και των Τούρκων ο πόλεμος και βλέπεις πεζούρα και καβαλλαρία και πλήθος σκοτωμένους. Παρακάτου είναι οι Έλληνες οι αγωνισταί, οπού πολεμούσαν δια την λευτεριά της πατρίδας, καταπληγωμένοι· είναι και βόδια ζωγραφισμένα, κάρρα, οπού κουβαλούν πέτρες, φουσκιές· και φκειάνουν οι αγωνισταί των νέων αφεντάδων τα σπίτια και τα υποστατικά.

Αφού είδαμεν την διάθεσιν των πολιτικών μας εις την προκήρυξη του Ζωγράφου -και η Αντιβασιλεία την έβαλε 'σ ενέργεια κι' όλους τους αγωνιστάς τους έστειλε ξυπόλυτους και γυμνούς εις τους Τούρκους και βάλαν τον Ταφίλη-Μπούζη αρχηγόν, καθώς δι' αυτό ξηγήθηκα, τότε αγροικήθηκα με τον Λαρίων. Μο' 'στειλε έναν καλόγερον, μου είπε ότι αυτός έχει μιαν δύναμη εκεί, όμως χρειάζεται κι' από-'δώ δύναμη κι' ομόνοια και καλή κυβέρνεια δια τα έξω, να μην πάρωμεν τους ανθρώπους εις το λαιμό μας. Του παράγγειλα να κατηχή ανθρώπους εκεί με φρόνησιν κι' ακολουθώ κ' εγώ εδώ το-ίδιον. Έρχονταν άνθρωποι εδώ, τους έπαιρνα εις το σπίτι μου, μιλούσαμεν την δυστυχίαν της πατρίδος και τους ετοίμαζα δια τα έξω. Και κατηχούσα όλο το κράτος, όποτε είναι καιρός να κινηθούμεν. Μιαν φορά τα έξω τα 'νεργούσαν οι Κατακουζηναίγοι με τον συμπέθερό τους τον Αρμασπέρη όχι προς όφελον της πατρίδος. 'Νεργήσαμεν και χάλασε αυτό, έφυγε κι' ο Αρμασπέρης από-'δω και οι Κατακουζηναίγοι και νέκρωσε όλως-διόλου. Ορκιστήκαμεν ύστερα με τον Τζάμη Καρατάσιον, ως απόξω αυτός, να γένη το κίνημα 'ληνικόν κι' όχι δια ξένους -όσο μπορούμεν να τους πάψωμεν τους ξένους και να τηράμεν την δουλειά μας. Σηκώθη ο Τζάμης πήγε ως το Σαλωνίκι, μίλησε εκεί, στάθη καμπόσον καιρόν, γύρισε μου είπε τα τρέχοντα. Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης, προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα δια τον πατέρα της λευτεριάς μας, τον μακαρίτη Ρήγα Βελεστίνο, πως προδόθη. Μου είπε πολλά. Αφού τον πρόδωσαν και σκοτώθη, τότε ο Σουλτάνος πρόσταξε τον μακαρίτη Πατριάρχη και το' 'δωσε ό,τι κατήχησες το' 'χαν δώση, οπού ήταν του Ρήγα, και του είπε ν' αφορίση αυτόν και τους οπαδούς του. Τότε ο αγαθός Πατριάρχης περίλαβεν αυτός την Εταιρία δια-να μην σβέση και την ξακολούθησε και κατηχούσε· κ' έστειλε και πιστόν άνθρωπον εις την Ρουσσία· κ' εκεί ήταν κι' ο Λιονταρίδης, πιστός του φίλος, του Πατριάρχη· και ήταν αξιωματικός της Ρουσσίας. Και του παράγγειλε να πάγη εις το Όρος ο Λιονταρίδης, οπού ήταν κι' ο Πατριάρχης εκεί σιργούνι, ν' ανταμωθούν. Έτζι πήρε την άδεια και πήγε εις Όρος. Αφού ανταμώθηκαν με τον Πατριάρχη, τον κατήχησε και τον χεροτόνησε και καλόγερο· και του είπε να πάγει εις την Ρουσσίαν ν' απαρατηθή από την δούλεψη και να μιλήση με τον Καποδίστρια και να περάση εις Βλαχιά να πάρη μοναστήρια με νοίκι και να κατηχήση κι' όσους μπορέση· και να συνάξη κι' ό,τι χρήματα μπορέση δια-να χρησιμέψουν δια την πατρίδα. Πήγε εις την Ρουσσία απαρατήθη, μίλησε και με τον Καποδίστρια και εις την Βλαχιά κατήχησε πολλούς και τον Μιχάλβοντα και πήρε και μοναστήρια και σύναξε κι' ως τρία-μιλλιούνια γρόσια. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης να τα 'χη εκεί όσο-να χρειαστούνε. Ο μακαρίτης ο Ναπολέων ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, το καύκημα του κόσμου, δια-μέσον του πρέσβυ του τότε Σεμπαστιάνη γράφει του Πατριάρχη εις Κωσταντινόπολη και του λέγει να στείλη να κατηχήση παντού τους χριστιανούς, να είναι ετοιμασμένοι, κι' όταν να είναι καιρός οπού θα κινηθή, να χτυπήσουν κι' αυτείνοι· και είναι δικό-τους από Κωσταντινόπολη και κάτου, Γουργαριά, Σερβία, Θεσσαλομακεδονία, Ντουράτζο, Αυλώνα και ολόγυρα αυτά τα μέρη, Ρούμελη, Πελοπόννησο και τα νησιά. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης ότι ξακολουθεί από καιρό ό,τι του γράφει. Κι' έστειλε και κατηχούσαν. Η κακή τύχη, απότυχε ο μακαρίτης ο Ναπολέων και νεκρώσανε κι' αυτά. Αυτό το σκέδιον το ήξερε κι' ο Καποδίστριας από τον Πατριάρχη. Όταν λευτερώθη τούτο το ολίγον μέρος της Ελλάδος, ο Αυτοκράτορας της Ρουσσίας ήξερε το σκέδιον κ' έβαλε τον Καποδίστρια να 'νεργήση εις τους Έλληνες να τον κάμουν κυβερνήτη τους -και τότε τρώνε και το ολίγον το δικό-μας και το πολύ. Έγραψε εδώ εις τους Έλληνες ο Καποδίστριας και τελείωσε ο σκοπός του. Τότε γράφει από τα Παρίσια του Λιονταρίδη ότι πάγει κυβερνήτης και 'σ το γράμμα του είχε κ' ένα γράμμα του μινίστρου του Εξωτερκού της Ρουσσίας και του 'λεγε να του το δώση κι' ό,τι του ειπή " ν' ακολουθήση. Τότε λέγει ο μινίστρος του Λιονταρίδη ότι· "Η θέληση του " Βασιλέως μας είναι όσα χρήματα έχεις συνασμένα να τα πάρης και να πας σε όλα τα μέρη της Τουρκιάς και να κατηχήσης τους χριστιανούς υπέρ της " Ρουσσίας" και να ξοδιάση κι' αυτά τα χρήματα δι' αυτό το έργον -και τότε" κι' αυτούς να λευτερώση η Ρουσσία κ' εμάς. Ακούγοντας αυτά ο αγαθός " Λιονταρίδης αποκρίνεται του υπουργού· "Δεν είμαι ορκισμένος δι' αυτό, " " είμαι να λευτερωθή και να γένη δικόν-της βασίλειον η Ελλάδα". Τότε τον " κρατούνε εκεί πολιτικόν ρέστο· του πήραν και τα χρήματα. Και στάθη ρέστο όσο-οπού σκοτώθη ο Καποδίστριας. Τότε απολπίστη από την Ελλάδα η Ρουσσία. Τότε ο Λιονταρίδης έβαλε σημαντικούς ανθρώπους και μίλησαν ότι μετανόησε κι' εκτελεί ό,τι θέλουν. Και τον έστειλαν να 'ρθη εδώ να δουλέψη δια την λευτεριά μας. Αφού ήρθε εδώ, τους παράγγειλε ότι δεν μπορεί να τους δουλέψη και στείλαν τον άγιον Οικονόμον, παιδί της Ρουσσίας, κι' ένα Ανατόλιον αρχιμαντρίτη· κι' ο Οικονόμος εργάζεται εις τα πολιτικά υπέρ της Ρουσσίας κι' ο Ανατόλιος εις τα στρατιωτικά. Και ηύραν και τους οπαδούς του Κυβερνήτη μας ονομαζόμενους Κυβερνητικούς. Κι' ο αδελφός του Καποδίστρια Τζορτζέτος κι' όλοι αυτείνοι φκειάναν προ-καιρού την Φιλορθόδοξο Εταιρία μέσα κι' έξω εις την Τουρκιά κ' είχαν και χρήματα και ξόδιαζαν και κατηχούσαν. Και προδόθηκαν. Ο Ανατόλιος έφκειασε ένα σπίτι και περιβόλι πλησίον-εις τις κολώνες του Ολυμπίου-Διός κ' έχει και χρήματα ρούσσικα και είναι κι' αυτός παιδί της Ρουσσίας· και ηύρε τους συντρόφους του κι' εργάζονται όλοι μαζί πως να λευτερώσουνε την Ελλάδα. Κι' ο Μιχάλβοντας είναι βαλμένος από την Ρουσσία να 'νεργάη ό,τι μπορή δια-να γένη αφέντης της Θεσσαλομακεδονίας. Και εις το σπίτι του Ανατόλιου μαζώνονται πολιτικοί και στρατιωτικοί κ' εργάζονται δι' αυτά. Έχει κ' έναν σεκρετάριον ο Βόντας, τον λένε Φορμάνο, και τον έδωσε του Ανατόλιου και κατηχούν τους στρατιωτικούς να κάμουν μιαν δύναμη δια την Θεσσαλομακεδονίαν· κι' όποτε κάμουν αυτήν την δύναμη να κινηθούν. Και λευτερώνοντας αυτά τα μέρη να γένη ηγεμόνας ο Βόντας όσο η Ρουσσία να στείλει τον βασιλέα τον καθαυτό. Θέλαν κ' έναν στρατιωτικόν αρχηγόν δια το κίνημα. Οι στρατιώτες οπού κατηχούσαν ήταν φίλοι μου και πρόβαλαν εμένα· και μου είπαν αυτό οι στρατιώτες. Εγώ τους είπα, όταν θέλη η Κυβέρνηση να γένη αυτό το κίνημα, ας διορίση κι' όποιον αρχηγόν θέλη. Έλεγα ότ' είναι της πατρίδας κινήματα. Τότε ο Λιονταρίδης ηύρε την αλήθεια, πως είναι από τον Φορμάνο· ότι του βάφτισε ένα παιδί και το' 'δειξε και πολλή φιλία· και του τα είπε όλα. Τότε φώτισα τους στρατιωτικούς. Και χαλάσαμεν όλα αυτά τα σκέδια. Τότε σηκώνεται ο Ανατόλιος, σαν χάλασε το σκέδιόν τους εδώ, πηγαίνει εις το Όρος, παίρνει και χρήματα μαζί του και πηγαίνει κι' ανταμώνει τον Λαρίων, οπού 'χε καπετανλίκι εις το Όρος και Μαντεμοχώρια, και τον ορκίζει. Πριν πάγη μάθαμεν τον σκοπόν του· ότι ήταν άνθρωπος πατριώτης και μας το είπε. Αφού όρκισε τον Λαρίων, τότε βγάζει και του δίνει κι' ένα δίπλωμα ρούσσικον -όποιος θα είναι αρχηγός έχει γκενεράλη βαθμόν. Του τάζει συνχρόνως και μια ποσότη χρήματα και να κατηχήση τους ανθρώπους· και να συνάζη και υπογραφές από τους κατοίκους υπέρ της Ρουσσίας. Τότε στείλαμεν άνθρωπο εις τον Λαρίων να 'χη τον νου του. Του μίλησαν και πιστοί καλογέροι και τράβησε χέρι ο Λαρίων. Τότε ο Ανατόλιος γράφει εις τον πρέσβυ της Ρουσσίας εις την Κωσταντινόπολη αναντίον του Λαρίων. Τον κατατρέχει τον Λαρίων ο πρέσβυς και φεύγει και πηγαίνει εις τον Μεμεταλή εις το Μισίρι· τον είχε πατριώτη. Του λέγει όλ' αυτά, κι' ο Μεμεταλής θέλει να γένη αλλού το κίνημα δια λογαριασμό του. Το' 'δωσε γράμματα σε Τούρκους και Ρωμαίγους Κρητικούς και τον έστειλε εις Κρήτη -κ' εκεί να στείλη στρατέματα ο Μεμεταλής κι' οδηγός ο Λαρίων, να γένη το κίνημα. Πέθανε ο Σουλτάνος· πήρε τον στόλο του ο Μεμεταλής, περηφανεύτηκε, αστόχησε τον Λαρίων. Τότε ήρθε εδώ και - Αφού φυλάκωσαν τον αδελφόν του Καποδίστρια Ύστερα τον έκαμαν εξορία εις το Μισίρι κ' εκεί απέθανε.

κι' άλλους δια την Φιλορθόδοξον Εταιρίαν, μέσα-εις την χάψη οπού ήταν αυτός ήταν κι' ο Καμπούρογλος ονομαζόμενος και τον κατήχησε ο αδελφός του Καποδίστρια και τον μπιστεύτηκε· και το' 'δωσε την κατήχησιν κι' ένγραφα. Τότε αυτά τα ένγραφα ο Καμπούρογλος μου παράγγειλε να πάγω εις την χάψη να μου τα δώση να τα δώσω του Βασιλέα. Του παράγγειλα ότι 'σ τα τοιούτα δεν ανακατεύομαι· και τα 'δωσε του Φαρμακίδη και τα 'δωσε. Και τότε από αυτά κι' απ' άλλους από-μέσα το κράτος κι' απόξω την Τουρκιά εμαθεύτη η Φιλορθόδοξο Εταιρία πόσο προβοδεύει και τι αρετή έχει. Οι ασυνείθητοι δια-να κάμη ο καθείς τους σκοπούς του άλλος βγάνει την θρησκεία ομπρός, άλλος την πατρίδα -κι' όσο θέλουν και σέβονται οι τοιούτοι αυτά τα γερά, τόσο καλό να 'χουν. " Βγαίνουν οι άλλοι πάλι· "Νόμους συνταματικούς πρέπει να 'χωμεν να " " πάμε 'μπρός". Φτάνει πλέον ο δόλος και η απάτη! Κ' εσείς οι άλλοι μας " καταντήσετε μ' αυτά σαν την καλαμιά εις τον κάμπο. Θυμηθήτε ότι υπάρχει Θεός κι' όσα φαντάζεστε κι' οργανίζετε δια-να υποστηρίζετε την κακία κι' ασωτεία των συντρόφω σας και 'νεργάτε την αδικία και βοηθόν έχετε εις αυτά τον διάβολον, ο δίκιος Θεός όλες αυτές τις προσπάθειες θα σας τις χαλάση 'σ ένα μινούτο. Αλλά ο Θεός δεν είναι εσείς, είναι Θεός και σας βαστάγει ίσως και πλησιάσετε ολίγον να ιδήτε σήμερα είσαστε εδώ τιμημένοι και τρογυρισμένοι μ' αγαθά και πολλούς κόλακες κι' αύριον τους αφίνετε όλους αυτούς πίσου και παίρνετε εννιά πήχες πανί, καθώς το παίρνει κι' ο μικρότερος φτωχός, και πηγαίνετε εκεί οπού δεν ματαφαίνεστε· κ' εκεί θ' ακούτε ό,τι εδώ κάμετε. Χορτάσαμεν πλέον λευτερία συνταματική από τους Άγγλους και Γάλλους κι' ορθοδοξία ρούσσικη με την Φιλορθόδοξο Εταιρία αυτεινών των ομοθρήσκων μας Ρούσσων. Πόσοι Έλληνες θυσιάστηκαν δι' αυτούς ως χριστιανοί κι' ως ομόθρησκοι και τι ανταμοιβή κάνουν " τώρα αυτείνοι 'σ εμάς; Εμείς κάμαμεν κι' όντως κατά δύναμη το χρέος μας " 'σ αυτούς ως Έλληνες και χριστιανοί· αυτείνοι κάνουν 'σ εμάς την ανταμοιβή ως Ρούσσοι. Τέλος-πάντων και 'σ τα τρία μιλέτια μένομε πολύ ευκαριστημένοι, ότ' είδαμεν απότ' εσάς την λευτεριά μας, την τιμή μας, την θρησκεία μας. Όλα αυτά τα σέβεστε κ' επιθυμήσατε να μας βάλετε κ' εμάς εις την κοινωνία του κόσμου, οπού ήμαστε χαμένοι τόσον καιρόν και σβυσμένοι από τον κατάλογον των εθνών. Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε -κ' εσείς οι φιλάνθρωποι τις πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου· και δίνεταν δύναμη αυτεινού του τύραγνου, οπού τον τρέμετε εσείς, κι' αυτό το παιδάκι σας έδωσε να καταλάβετε ότι κατά τ' όνομα του Γκρανσινιόρη δεν είναι και η δύναμή του. Δεν στοχαστήκετε όταν 'φοδιάζετε τα κάστρα του Γκρανσινιόρη " τις πρώτες χρονιές, ότ' ήταν δύναμη Θεού να λευτερωθή; Τι φαντάζεστε, ότι " " μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε; Ξίκι να γίνεταν από 'μάς " ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Έλληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας -καμμιά χάρη 'σ εσάς τις ανεμοδούρες, τις διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν! Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε. Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα 'φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι' άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, τ' Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους. Και πάλε όσα σας λέγω δεν ελπίζω να τα κατορθώσετε, ότι αν είσαστε εσείς άδικοι κι' ανθρωποφάγοι και 'περασπισταί της κακίας, είναι Θεός δίκιος, αληθινός, δυνατός. Θυμηθήτε ότι αυτά σας γράφει ένας μικρός Έλληνας· ότι λίγον με μέλει εμένα απότ' εσάς ή δυνατοί είσαστε ή αδύνατοι. Αγαθοί όταν είσαστε και δίκιοι, είσαστε και δυνατοί· τότε εγώ σας σέβομαι και σας προσκυνώ, αλλοιώς δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από τις οδηγίες τις πατρικές των Πρέσβεων και δικώ-μας ξενολάτρων. Τότε συνομιλήσαμεν καμπόσοι να καταβάλωμεν χρήματα, κόπους, ζωή να γένη κάνα κίνημα εις την Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν. Κάμαμεν πλήθος ετοιμασίες κι' αγροικηθήκαμεν με τους έξω· και κατηχούσαμεν παντού. Και συνάζαμεν ανθρώπους -πουλούσαν τα γραμμάτιά τους, ό,τι κι' αν είχαν. Τους στέλναμεν εις Ταλάντι, Λαμίαν, Ξεροχώρι κι' αλλού να είναι έτοιμοι να βγούνε έξω μιαν ημέρα. Και το πράμα πήγαινε μυστικόν και 'νεργέταν με φόβον του Θεού και καταφανιστήκαμεν εις τα έξοδα. Είχαμεν και τον Τζάμη Καρατάσιον εις το μυστικόν. Τότε ο Τζάμης το πρόδωσε του Σούτζου αυλάρχη κ' εκείνος το είπε του Βασιλέα. Εμείς δεν ηξέραμεν αυτό. Στέλναμεν τους ανθρώπους ντυμένους -πρόσμεναν τον Τζάμη, εκείνος μας γέλαγε· δεν έβγαινε έξω. Ότι μ' εκείνους οπού μίληγε μυστικώς έτζι τον οδηγούσαν. Γύριζαν πίσου οι άνθρωποι ξυπόλυτοι και γυμνοί -τους ξεκονομούσαμεν πάλε εμείς. Αυτό το 'καμεν αρκετές φορές. Τον βιάσαμεν χωρίς άλλο να βγη, ειδέ να τραβήση χέρι. Υποσκέθηκε ότι βγαίνει. Τότε μιλεί και τον διατάζουν και πήγε εις Ανάπλι. Τότε είπαμεν να πάψωμεν από αυτό το κίνημα, να μην προδοθούμεν και πάρωμεν τους αδελφούς μας εις τον λαιμό μας. Οι άνθρωποι είχαν διάθεσιν να κινηθούν. Εγώ τραβήχτηκα. Ήρθε ο Δόσιος κι' ο Δαμιανός, οπού ήταν με τον Τζάμη, κι' άλλοι και με περικάλεσαν να μην τραβήσω χέρι, όμως να μπω κ' επιτροπή. Εμπήκα εγώ, ο Δόσιος, ο Δαμιανός, ο Ναούμης. Τότε στείλαμεν μιαν ποσότη πολεμοφόδια με δυο γολέττες δια το Όρος. Οι κεφαλές εκεινών που πήγαν μαζί άταχτοι κι' ακατάστατοι. Πήγε κι' ο καϊμένος ο Λαρίων τους αντάμωσε -τον πρόδωσαν εις τους Τούρκους κάποιοι από τους ίδιους (ότ' ήταν του Τζάμη άνθρωποι κι' ο Λαρίων ήταν 'γγισμένος με τον Τζάμη). Τον έπιασαν, τον πήγαν εις το Μπάνιον εις Κωσταντινόπολη. Μίλησα με τους πρέσβες της Γαλλίας " κι' Αγγλίας -ότι τους γέλαγα και τους έλεγα του κάθε-ενού· "Δουλεύομεν" " και κινιώμαστε δια σας", κ' εμείς τηράγαμεν τον σκοπόν της " πατρίδος μας· -και μ' αυτόν τον τρόπον έγραψαν οι Πρέσβες εις Κωσταντινόπολη κ' έβγαλαν τον Λαρίων. Ύστερα οι Ρούσσοι δια την απάτη οπού έκαμεν του Ανατόλιου, οπού τον όρκισε εις το Όρος, 'νέργησαν και τον σκότωσαν οι Τούρκοι ύστερα-οπού 'φυε από το Μπάνιο. Και χάσαμεν έναν γενναίον άντρα. Τότε κινήθη και η Κρήτη. Είχα αγροικηθή με τον Πατερόπουλο κι' άλλους Κρητικούς -είχαν κ' επιτροπή κάμη εδώ· κ' εκεί στείλαν διευτυντάς τους αδελφούς Χαιρέτηδες. Μου είπε η 'πιτροπή να πάγω κ' εγώ εις Κρήτη. Εγώ τους είπα ότι 'νεργούμεν δι' απάνου και είναι το-ίδιον. Και τους ανθρώπους οπού κατηχούμεν τους λέμεν ποιος θέλει δια την Θεσσαλομακεδονία, να τον στέλνωμεν εκεί, και ποιος δια Κρήτη. Έπιασα τον Αντώνη Κριεζή, τον καλόν πατριώτη, οπού ήταν υπουργός του Ναυτικού, τον όρκισα και του είπα αυτό· και διάταξε τους δικούς-μας θαλασσινούς να μην πειράξουν όσα πλοία βρίσκουν μ' ανθρώπους οπού θα πηγαίνουν ή δια Όρος ή δια Κρήτη· και δεν τους πείραζε κανένας. Κι' όλο στέλναμεν παντού. Τότε κι' ο Τζάμης από την εντροπή έφυγε από τ' Ανάπλι, ήρθε 'σ ένα μέρος, ναυλώσαμεν πλοίον, του δώσαμεν κι' ανθρώπους και τ' αναγκαία, πήγε καμπόσο διάστημα, είδε ένα πλοίον βασιλικόν δικό-μας, πήρε καμμιά δεκαπενταργιά ανθρώπους σε μιαν φελούκα κ' έφυγε και βήκε εις την Ζαγορά. Τότε οι άλλοι μείναν μόνοι τους -γύρισαν οπίσου. Τους στείλαμεν εις την Κρήτη. Ακέφαλοι οι άνθρωποι -οι αρχηγοί τους ακατάστατοι και διχόνοια γιομάτοι. (Πήγαν και εις Όρος ολίγοι κι' αμόνοιαστοι. Τους διώξαν οι καλογέροι. Και πήγανε και Τούρκοι εις το Όρος). Τότε όλους αυτούς τους στείλαμεν εις Κρήτη· και γράψαμεν του Τζάμη, Βελέτζα κι' αλλουνών να περάσουνε όλοι εις Κρήτη. Και μίλησα και με πολλούς να πάγω κ' εγώ ύστερα κι' άλλοι πολλοί αξιωματικοί με δύναμη. Ήμαστε σύνφωνοι με την 'πιτροπή της Κρήτης, όταν πάρη τέλος αυτό να μας δώσουνε τρεις-χιλιάδες Κρητικούς και μ' όσα πλοία θα είναι έτοιμα κι' όλους τους ξένους οπού θα είμαστε εκεί, εις Κρήτη, να μεραστούμεν να έβγωμεν έξω εις Θεσσαλομακεδονία. Μιλήσαμε και με τους Σαμίους να βαρέσουνε συνχρόνως κ' εκεί. Τότε τα μέλη της επιτροπής της Κρήτης, οπού ήταν εδώ, μυστικώς έγιναν Άγγλοι. Τους λέγαμεν να δώσουνε τα μέσα να στείλωμεν περίτου από χίλιους ανθρώπους από την Ρούμελη, οπού βαστούσα τους αξιωματικούς εδώ δι' αυτό, δεν θέλαν. Μο' 'λεγαν είναι Κρητικοί κι' όσοι ξένοι πήγαν αρκετοί. Όταν τους χάλασαν οι Τούρκοι και γράφαν αυτό εδώ, τότε γύρευαν δύναμη· τότε συνάξαμεν καμμιά πεντακοσιαριά ανθρώπους με τον Γιάννη-Κώστα -να τον στείλωμεν εις Κρήτη. Κομπρεμεταρίστη εις αυτό κι' ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση. Ήθελαν και καράβια· αγόρασαν πεντέξι εφτά· ηύραν κι' έναν ναύαρχον Νυδραίον, Μπούτη τον λένε. Αυτός είχε την φαμελιά του εις την Σάμο, και το ήφερνε γύρα· και πρόδινε όλα αυτά εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς -και το 'φερνε γύρα. Τότε ετοίμασαν τους Τούρκους οι Άγγλοι· γύρευαν ν' αγοράσουνε και τους Χαιρέτηδες. Αυτείνοι στάθηκαν τίμιοι πατριώτες και δεν θέλησαν. Οι άλλοι, το μέρος τούτης της επιτροπής, οπού 'ταν εις Κρήτη, ο Χάλης κι' άλλοι, γύρισαν με τους Άγγλους. Τότε έπεσαν εις διχόνοια το 'να το μέρος και τ' άλλο. Οι Τούρκοι δυνάμωναν με την συντρομή των Άγγλων. Αυτείνοι όταν είδαν ότι δεν πιτυχαίνουν τον σκοπόν τους, να κάμουν την Κρήτη σαν τα Εφτάνησα, -η φατρία τους ήταν αδύνατη και μπορούσαν να κερδέσουνε οι Έλληνες -έβαλαν την συνειθισμένη τους αρετή άλλα έλεγαν των Ελλήνων και τους Τούρκους τους βιάζαν· και πήγε ο στόλος τους εις Κρήτη. Τέλος την ξεψύχησαν την δυστυχισμένη Κρήτη -δεν είχαν ούτε ψωμί, ούτε άλλα αναγκαία. Τότε ο Μπούτης κόπιασε και μπαρκάρησε τον Γιάννη-Κώστα με τους ανθρώπους του. Το 'φερνε και μ' αυτούς γύρα τις Σπέτζες. Πήραν τους Χαιρέτηδες κι' όλους τους στρατιωτικούς, ξένους και ντόπιους, οι φιλάνθρωποι Άγγλοι και τους έβγαλαν με τα καράβια τους εις την Αίγινα. Κι' όταν ήρθαν εις την Αίγινα, τότε κίνησε το Μπούτη να πάγη ομπρός η αδελφή των Άγγλων επιτροπή, οπού ήταν εδώ, Αντωνιάδηδες, Μισαήλης κι' άλλοι. Πήγαν ως τα Βάτικα. 'Σ τον ίδιον καιρόν ήρθε κι' ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις " την Αγγλία. Πήγα ως φίλος του τον αντάμωσα, του είπα· "Και τα καλά " οπό' 'καμες εις την Ελλάδα τα ξέρομεν και τα κακά. Τώρα έχομεν ανάγκη να ειπής του Βασιλέα την αλήθεια και την άχλια κατάστασιν της πατρίδος και να τον συβουλέψης πατρικώς να σωθούνε τα δεινά μας· και να μην τηράξης Συνταματικούς και Κυβερνητικούς· να μας ενώσης όλους να πάμεν ομπρός· και να πάρης απ' όλα τα κόμματα να κυβερνήσης· κι' αν δεν ακουστής " εις το δίκιον, να παρατηθής και σε διατηρούμεν εμείς". Μίλησε με τον Βασιλέα" και πήρε υπουργούς τον Μεταξά, τον Βαλέττα, τον Μελά. Πρόσταξαν " εμένα και μο' 'δωσαν την "Αμαλία" και πήγα εις τα Βάτικα, οπού ήταν" ο ναύαρχος της Κρήτης, ο Γιάννη-Κώστας με το στράτεμα κι' ο Τζάμης (ότι του παραγγείλαμεν να 'ρθη δια την Κρήτη και ήρθε). Τους είπα ότι το κίνημα της Κρήτης εχάθη και τους πήρα και τους ήφερα εις την Αίγινα κι' από-'κεί διάλυσα αυτούς και τους Κρήτες τον καθέναν όθεν ήθελε με τ' άρματά του. Εις την Αίγινα έμαθα ότι απαρατήθη ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του. Μπήκε ο Χρηστίδης, ο Γιακωβάκης, ο Κριεζής, ο Βλαχόπουλος. Τότε να φυλάξω την υπόσκεσή μου εγώ κι' άλλοι πατριώτες κάνομεν συνεισφορά και γένονται περίτου από σαράντα-χιλιάδες δραχμές. Το Δημοτικόν Συβούλιον ήταν σε διχόνοια· έστειλαν επίτηδες εις την Αίγινα να 'ρθω γλήγορα, ότ' ήμουν κ' εγώ μέλος. Μιλώ αυτό του υπουργού Χρηστίδη και με παρακαλεί να τους ενώσω. Ξοδιάζω, κάνω ένα τραπέζι, παίρνω όλους τους συβούλους, παρέδρους και παλιόν δήμαρχον και καινούριον, τους μόνοιασα -φιλήθηκαν. Γύρευαν να με κάμουν πρόεδρον του Συβουλίου. Κάτζαμεν να φάμεν ψωμί, αφού ενωθήκαμεν. Πηγαίνουν και λένε ότι όλοι οι σύβουλοι είναι 'σ τον Μακρυγιάννη και θα κάμουν απανάστασιν. Κι' ανακατώνονται πεζούρα, καβαλλαρία. Κι' ο υπουργός Χρηστίδης δεν τον άφινε ο φόβος να ειπή ότι τα ήξερε αυτά. Τότε σηκώνομαι και πήγα εις τον Βασιλέα. Αφού του ξηήθηκα δια το τραπέζι, του μίλησα και δια τους ανθρώπους που γύρισαν από την Κρήτη· του σύστησα την καλή τους διαγωή και υποταγή όσ' ήταν εις την Αίγινα. Μίλησα και την δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν εις την Αίγινα ρέστο και χωρίς μιστόν· και να τον λευτερώσει, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σε ό,τι του είπαν. Ότι πάντοτε ήταν εις το σπίτι μου νύχτα και ημέρα κ' ένα παρόμοιον δεν μου είπε. Κι' αφού το' 'καμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και το' " 'δωσε κι' όλους του τους μιστούς. Τότε του είπα· "Δεν φοβήθης να μη σου " κάμω απιστιά όταν ήταν περίτου από χίλιους-τρακόσους ανθρώπους, στεργιανοί και θαλασσινοί, και καράβια κι' όλα τ' αναγκαία του πολέμου και θα " σου κάμω με το δημοτικόν συνβούλιον; Δεν μ' αφίνουν κ' εμένα να ζήσω " " ήσυχος; Με τα παιδιά των σκολειών θα κάμω απανάστασιν; Με τα κάδρα " " θα φέρω σύνταμα; Το κάστρο των Αθηνών θα πάρω; Με το συνβούλιον " " απανάσταση; Τον μιστόν μου αφίνω δια τους φτωχούς αγωνιστάς, μ'-όλον-οπού " κ' εγώ είμαι φτωχός, όμως αυτείνοι πεθαίνουν της πείνας. Και δι' αυτό πάλε με υποπτεύτηκαν. Δια την ησυχίαν της πατρίδος, οπού 'ναι θρόνος σου, κάνω όλα αυτά. (Κι' άλλα τοιούτα πλήθος. Αυτείνοι γύρευαν να με φυλακώσουνε εις το Παλαμήδι). Εγώ, Βασιλέα μου, έχω ορκιστή δια την λευτεριά της πατρίδος μου και τράβησα τόσα δεινά· και εις το κάστρο της Άρτας παιδεμούς και σίδερα εις τα ποδάρια. Πήγαν να μας κρεμάσουν και γλύτωσα μόνον εγώ. Και τράβησα όλα αυτά δια-να μαρτυρήσω το μυστικόν της Εταιρίας, οπού ήμουν μέσα. Έχασα τα ολίγα μου υποστατικά και σπίτι μου εκεί και μικρή μου κατάσταση. Πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου· την κατάστασή μου και υγείαν μου τα 'χασα. Αναντίον μου κατηγορία δι' όσους διοίκησα δεν φαίνεται. Τότε ήμουν γνωστικός και καλός εγώ κι' αυτείνοι οπού υπομείναμεν δια την αγάπη της πατρίδος τόσα δεινά· τώρα κάθε ολίγον μας κατηγορούν και μας υποπτεύονται. Αυτείνη τη λευτεριά από εκείνους οπού μπιστεύεσαι την κυβέρνησίν σου εγώ δεν την υποφέρνω και να μου δώσης την άδεια να πουλήσω ό,τι έχω και να πάγω όθεν μπορέσω " με την φαμελιά μου να ζήσω". Η Μεγαλειότης του με παρηγόρησε· όμως " τον Τζήνο κι' άλλους τους πίστευε και σε κακή εύνοια πάντοτες ήμουν. - Φκειάνοντας τα κάδρα του πολέμου έρχονταν αγωνισταί και μο' 'λεγαν· " Τ' είναι αυτά τα κάδρα; Τους έλεγα· "Ο τάδες ο πόλεμος, ο τάδες, " οπού αγωνιζόσασταν εσείς και πληγωνόσαστε δια-να ιδήτε την πατρίδα σας " ελεύτερη". Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν και τις πέτρες· και ύστερα άλλος " κουβάλαγε χώματα, άλλος πέτρες, άλλος έκανε χωράφι. Άλλος αναστέναζε " κι' άλλος έκλαιγε. Του έλεγα του κάθε-ενού· "Μην κλαις και είναι τρόπος " " να γελάσης εσύ και γενικώς η πατρίδα". Τον έπαιρνα εις το σπίτι τρώγαμεν." " Τότε του έλεγα· "Να σου μιλήσω φοβώμαι από την τζελατίνα των " " Μπαυαρέζων, με κόβουν". Τον όρκιζα, του έλεγα πως να ενωθούμεν· να μιλή " ένας με τον άλλον και να ορκίζωνται κι' αυτείνοι. Και μ' αυτόν τον τρόπον ώρκισα 'σ ούλο το κράτος· κι' όλο ποτίζονταν αυτό. Κι' ο Θεός το ευδοκιμούσε χωρίς-να βγη κάνας προδότης, αλλά η εξουσία είχε ξερές υποψίες. Κι' αλλουνού του έλεγα πως φροντίζομεν δια τα έξω, κι' αλλουνού δια τα μέσα, να γένουν νόμοι κ' Εθνική Συνέλεψη. Κι' όποιος ήθελε τα έξω αυτόν τον ψύχωνα δια εκείνο. Τοιούτως ακολούθησα ως τα 1840. Τότε συλλογίστηκα να φκειάσω έναν όρκον να τον υπογράφωμεν, επειδήτις και είδα άλλος ήταν Κυβερνητικός, άλλος Συνταματικός, άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος, άλλος Ρούσσος και-τα-εξής. Έπαιρνα από κάθε πολιτεία εναδυό-τρείς Συνταματικούς κι' άλλους τόσους Κυβερνητικούς και τους ένωνα· " κ' εκείνοι ένωναν τους συμπολίτες τους. Ο όρκος ήταν· "Να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε ξένη δοξασία Άγγλοι, Γάλλοι, Ρούσσοι. Να τους σεβώμαστε αυτούς όλους δια την ευεργεσίαν τους -και " να μας αφήσουν ήσυχους εμάς και τον Βασιλέα μας". Αυτόν τον όρκον θέλετε τον ιδήτε εδώ και τις υπογραφές των ανθρώπων· και φαίνεται η βαρύτητα του κάθε-ενού οπού 'χει εις την πατρίδα του.