Απομνημονεύματα
Συγγραφέας:



Με τις υπογραφές επήρα ανθρώπους απ' ούλο το κράτος κι' ο καθείς από εκείνους κατήχαγε κι' αυτός. Έπαιρνα από την δευτέρα τάξη, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Την πρώτη τάξη οπού φοβώμουν, ότι ήταν μπερδεμένοι με τους ξένους, τους όρκιζα τον ίδιον όρκον, όμως χωρίς υπογραφή· και ήμασταν οι δυο, όχι άλλος παρών. Οι οπλαρχηγοί, οι πρώτοι, πήγαινε ο καθείς εις την πατρίδα του και κατήχαγε τους συνπολίτες του, οπού 'χε 'μπιστοσύνη. Και τοιούτως οργανίστη όλο το κράτος. Αφού ο Μαυροκορδάτος απαρατήθη κ' έδειξε φιλελεύτερα αιστήματα, τον μπιστεύτηκα και το' 'δειξα το σκέδιον, χωρίς υπογραφή, και τον όρκισα να μην με προδώση· τον ρώτησα αν είναι καλό, να βαίνω ανθρώπους και να τους υπογράφω. Του είπα ότι δεν αρχίνησα ακόμα. Ορκίστη να φάγη τα παιδιά του αν το προδώση κι' αν δεν είναι Έλληνας κι' όχι 'σ άλλη δοξασία ξένη. Τότε διατάχτη ο Μαυροκορδάτος να πάγη Βασιλέα πριν φύγη και να του ειπή την άχλια κατάστασιν της πατρίδος- κι' αυτός πηγαίνει με ευκαρίστησίν του εκεί όπου διατάχτη. Μου το υποσκέθη " και ύστερα μετάνοιωσε. Του είπα· "Οι πατριώτες σου μένουν πολλοί " νηστικοί κ' εσένα σο' 'καμαν συνεισφορά τόσες χιλιάδες δραχμές· και πάλε πλερώνεσαι καλά εκεί οπού πας -και η πατρίδα δυστυχεί· και δεν πηγαίνεις " να μιλήσης; Πήγα μίλησα εγώ· να πας και του-λόγου-σου, ύστερα να πάγη " " κι' ο Μεταξάς κι' άλλοι πατριώτες να σώσουμεν την πατρίδα". Πήγε και " μίλησε πολλά. Και πήγαν κι' άλλοι πολλοί. Πηγαίνοντας πάλε κ' εγώ εις τον Βασιλέα του μίλησα την άχλια κατάστασιν και τις μεγάλες κατάχρησες των υπαλλήλων -κι' όλο το κράτος το ρήμαξαν. Αυτό μαθαίνοντας οι υπουργοί και καταξοχή ο Χρηστίδης άρχισε να με πειράζη. Μου βάνει κατασκόπους εις το σπίτι μου να μαθαίνη τι κάνω και ποιος μπαίνει. Αυτό βλέποντας εγώ, έφκειασα μίαν έκθεσιν και την έβαλα εις τον τύπον. Τότε ο υπουργός του Στρατιωτικού με φωνάζει και μου λέγει ν' αναιρέσω όσα έγραψα. Του είπα ότι θα προσθέσω ακόμα κι' όχι ν' αναιρέσω· ότι η πατρίδα θέλει αρετή κι' όχι κατασκόπους. Με φοβέρισε πολύ. Γύρεψαν να με κρίνουν " εις το Στρατιωτικόν Δικαστήριον. Τους είπα· "Την έκθεσιν την έκαμα όταν " " σκάλιζα τον κήπο μου ως γιωργός, δεν την έκαμα ως στρατιωτικός". Ζήτησα " και κρίθηκα εις το πολιτικόν δικαστήριον. Ήταν μαζί μου δεκαπέντε συνηγόροι κι' ο ίδιος ο 'σαγγελέας. Και το δικαστήριον γιομάτο έξω και μέσα. Και οι περισσότεροι ακροαταί κλαίγαν, όταν με 'περασπίζονταν οι συνηγόροι. Μίλησα και μόνος-μου.

Τότε αυτείνοι όλοι φαρμακώθηκαν διατί δεν με καταδίκασαν. Σε ολίγον καιρόν 'νεργούνε και φέρνουν κλέφτες απόξω το σπίτι μου εις τις Κολώνες του Ολυμπίου-Διός, κι' αρχίνησαν τους ντουφεκισμούς. Και είπαν ότι τους ήφερα εγώ. Κ' εγώ αν ήξερα από αυτό τίποτας, να 'χω την κατάρα της πατρίδος. Χάρη-εις τον Βασιλέα -έμαθε το δίκιον και την αλήθεια, και γλύτωσα. Είδα ότι η Κυβέρνησή μας έφυγε όλως-διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη δια την πατρίδα του και του-λόγου-του " να μην κυβερνιέται με το "έτζι-θέλω". Αφού κατήχησα όλο το κράτος " με τις υπογραφές, έκρινα εύλογον να βάλω και πολιτικούς εις την πρωτεύουσα. Κανένας άλλος δεν ήταν να είχα 'μπιστοσύνη -ο Μεταξάς, ότι έδειξε και χαραχτήρα εις την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Τότε ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταμα, να διοικιώμαστε τοιούτως. Κι' αν ο Βασιλέας υπογράψη, να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε αναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώση. Σε αυτά όλα μείναμεν σύνφωνοι με τον Μεταξά κ' έδειξε μεγάλον πατριωτισμόν και πολλή εμπιστοσύνη 'σ εμένα -χωρίς εγώ να του ειπώ ότι 'νεργούσα και πρωτύτερα κι' ότι γράφω κι' ανθρώπους, ότι έχει ξένες σκέσες και δεν ξέρω τι μπορεί να γένη. Του είπα να μιλή, να συνδένεται και με τους πολιτικούς τους τίμιους, οπού 'ναι εδώ εις πρωτεύουσα, και μιλώ κ' εγώ μ' όσους γνωρίζω. Και τους όρκιζα και τους έστελνα του Μεταξά. Τα πράματα της πατρίδος πήγαιναν εις γκάγκραινα. Τηράτε όλες τις 'φημερίδες -μ'-όλον-οπού 'ναι και καμπόσες παθητικές και φατριαστικές, αλλά είναι και τίμιες -κι' αρχή ως τέλος βλέπετε την άχλιαν μας κατάστασιν. Ότι η δυστυχής πατρίδα ποτέ δεν είδε πατρική Κυβέρνησιν δια-να σωθούνε τα δεινά μας και δια-να μην χάσουνε κι' αυτόν τον Βασιλέα οι ξένες κρεατούρες. Κάθε ευαίστητος πατριώτης έπρεπε να προσέχη, ότι ο χαμός αυτεινού θα ήταν και χαμός της πατρίδος. Εις τα 1842 οι Τούρκοι οδηγημένοι από τους δυνατούς ήθελαν να κινηθούν αναντίον μας με μεγάλες ετοιμασίες, ότι δεν εκλίναμεν εις την συνθήκη του Ζωγράφου κι' άλλες τοιούτες πρόφασες. Οι πρέσβες φέρναν τον κατακλυσμόν δια τον χαμό μας· κι' αυτείνοι οπού μας κυβερνούσαν ξεψυχησμένοι, Μπαυαρέζοι Γκράφης, Ες, Σπις κι' άλλοι τοιούτοι, κι' ο υπουργός του Στρατιωτικού Βλαχόπουλος υποστράτηγος με την ίδια γενναιότητα, Όλοι αυτείνοι, Αντιβασιλείς και υπουργοί ξεψύχησαν. Αφού είδα αυτό, πήγα εις τον Βασιλέα και εις τους Αντιβασιλείς και υπουργούς και τους μίλησα. Και στείλαν κανόνια, ασκέρι, κι' άλλες πολλές ετοιμασίες εις τα σύνορα. Όταν είδαν αυτά οι Πρέσβες είπαν των Τούρκων να γυρίσουν οπίσου, το ίδιον κ' εμάς, να μην ανοίξη δυστύχημα. Εις τον Αντιβασιλέα τον Γκράφη πήγε μια ημέρα ενού πρωταγωνιστή η γυναίκα κ' έκλαιγε την γύμνεια της, την πείνα της, την δική-της και των " αρφανών της. Ο Αντιβασιλέας ο Γκράφης όταν άκουγε δικαιώματα, "δεν " " είχε το ταμείον". Πήγε η γυναίκα χίλιες φορές και την περίπαιζε. Ύστερα " σε πεθαμένον άνθρωπον έκαμε την επιθυμίαν του και της έδωσε την ανταμοιβή- από τα αίματα του αντρός της και συγγενών της -κι' αγόρασε παπούτζια· και πήρε και τον ναύλον της και πήρε τ' αρφανά της και πάει εις την δυστυχίαν της. Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες, οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος! Αν πίστευε " Θεόν αυτός, έφτανε η ηθική του αυτού; Αυτό μαθαίνοντας εγώ -πήγαινε ο " Αντιβασιλέας ο Γκράφης μ' ένα άτι να κάμη το μπάνιο του. Είδα τον Γκράφη οπού ήταν εις την θάλασσα. Εγώ εκεί σκάλιζα· και ήξερα την ηθική του, οπο' 'καμεν την επιθυμίαν του -χαζιρεύτηκα να τον πιάσω να του κόψω το κεφάλι του να το βάλω μέσα-εις τον κώλο του. Συλλογίστηκα ότι θα δικιωθούν οι άλλοι όμοιοί του και θα μας κακοσυστήσουν. Περικαλέστηκα τον Θεόν να τον διώξω με σάπια λεμόνια αυτόν και τον Ες και Σπι κι' άλλους. (Κι' όντως ο Θεός ο δίκιος -τους μπαρκαρίσαμεν όλους και χωρίς-να μολύνη τα χέρια του κανένας Έλληνας, δια-να τους αποδείξωμεν ότι όχι εμείς, αλλά αυτείνοι και οι συντρόφοι τους, οπού τους 'περασπίζονται, είναι κι' όντως θερία, άνθρωποι χωρίς ηθική και πίστη, και κρίμα 'σ τα φώτα τους· ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι' όχι τα φώτα τον άνθρωπον· και δια-να τους δείξωμεν ποιων απογόνοι είμαστε, τι μοννέδα χρυσή έλαβαν αυτείνοι από 'κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την σήμερον και μ' αυτείνη ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν εμάς των απογόνων τους, οπού κατατρέχουν οχτακόσιες-χιλιάδες Έλληνες και δεν τους αφίνουν να ζήσουν κι' αυτείνοι ήσυχοι εις την κοινωνίαν των άλλων κρατών. Εις τα 1843 ο Κωλέτης από τα Παρίσια μου συσταίνει έναν σημαντικόν Γάλλον περιηγητή, μο' 'γραφε προκομμένον πολύ, 'στορικόν, θέλει να μαθαίνη τους αγώνες μας και να γνωρίζεται με τους αγωνιστές· κι' άλλα πλήθος προτερήματα μο' 'γραφε. Ήταν δύο αυτείνοι συντροφεμένοι κ' ένας διερμηνέας τους. Τον μεγάλον άντρα αυτόν τον έλεγαν Μαλέρμπη. Ήρθαν εις το σπίτι μου, δεν μ' ηύρανε· και κατέβηκαν εις τον κήπο μου οπού εργαζόμουν· και ήμουν αποσταμένος και καθόμουν να ξεκουραστώ. Έρχονται με " ρωτάνε δια τον Μακρυγιάννη. Τους λέγω· "Εγώ είμαι". Μου λέγει ο διερμηνέας" " τους· "Με γελάς. -Του λέγω, σα σε γελάγω, σύρτε να τον βρήτε"." " Τότε αφού τους είπα "είμαι εγώ" -ήταν κι' άλλοι άνθρωποι και τους είπανε" και τους βεβαίωσαν -τότε μου δίνουν το γράμμα. Αφού το διάβασα " το γράμμα, μου λέγει αυτός ο σοφός άντρας ότι· "Δεν έλπιζα να βρω σε " τοιούτη κατάστασιν έναν αγωνιστή της Ελλάδος. -Του λέγω· καλά τον ηύρες " ή αχαμνά; -'Οχι να είναι 'σ αυτείνη την αχλιότη. -Του λέγω· οι " ευεργέτες μας οι Ευρωπαίγοι έτζι θέλησαν να μας κάμουν εμάς τους αγωνιστάς· όμως τους φίλους τους και κόλακές τους τους ευτύχησαν πολλά καλά. Οι τίμιοι θέλουν να ζήσουν κι' αυτείνοι εις την ματοκυλισμένη τους γης· κι' αγωνίζονται και κοπιάζουν να υπάρξουν κι' αυτείνοι εις την κοινωνία όσο έχουν τ' αμανέτι του Θεού εις το σώμα τους και είναι ζωντανοί. Όταν πεθάνη ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από τίποτας. Μ'-όλον-τούτο τώρα, οπού ζούμεν, όλοι οι τίμιοι Έλληνες ευκαριστούμεν τους Φιλέλληνας εις τον κόπον οπού έλαβαν δια-να μας σκηματίσουν κ' εμάς έθνος, οπού ήμαστε τόσους αιώνες 'σ ενού λιονταργιού τα νύχια. -Μου λέγει, ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα 'σ εσάς πολύ τυπωμένη. -Δια τούτο είπα κ' εγώ ότι ευκαριστούμεν τους ξένους προστάτες μας, ότι είδαμεν την διάθεσίν τους εις αυτό το κεφάλαιον· ότι δεν τους δίνομεν χέρι οι Έλληνες, ότι δεν κάνομεν την όρεξή τους, και μας κατατρέχουν και αυτείνοι και οι εδικοί μας οπού μας κυβερνούν τοιούτως κατά τις συνβουλές των πρέσβεων κι' αδικούνε όλους εμάς τους αγωνιστάς· και σκάβομεν και ταλαιπωριώμαστε· κι' άλλοι δεν υποφέρνουν την καταφρόνεση και πάνε σε κακές στράτες. Και τους πιάνουν αυτείνοι οπού 'χουν την εξουσία και τους κρένουν με τον νόμο τον δικόν-τους· και βάνουν το κοπίδι, οπού μας έστειλαν οι φωτισμένοι και ήμεροι άνθρωποι της Ευρώπης, και κόβουν εμάς τους άγριους Έλληνας. Και είναι τόσοι κομμένοι, κι' όλα τα μπουντρούμια τω Βενετζάνων και οι χάψες γιομάτες. Και ποιοι είναι αυτείνοι οπού σκοτώνονται " και είναι χαψωμένοι; Όλο οι αγωνισταί· όλο από 'κείνους οπού βάστηξαν" την θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους -και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάστηξαν· και λευτέρωσαν και την πατρίδα τους αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι' αυτείνοι ένας και χωρίς τ' αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι και τ' άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Και η πίστη εις τον Θεόν -λευτέρωσαν την πατρίδα τους. Και οι φίλοι εσάς των ξένων δικοί-μας κυβερνήται, οπού μας κυβερνούν, θέλουν να την ξανασκλαβώσουν. Όμως από τούτο οπού ακούγω κι' από την ευγενείαν σας, του-κάκου κοπιάζει η Ευρώπη, οπού επιστηρίζει τους τοιούτους ανθρώπους. Όσο-να καταστρέψη την αρετή, δεν σώνεται· ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Και πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν " οι Έλληνες. Η ευγενεία σου απαρατιέσαι από την θρησκείαν σου;" Κι' αν γυρίσω εγώ και οι άλλοι, πώς θα μας θεωρήσης τίμιους ανθρώπους " εσύ ο τίμιος; Και τι έχεις εσύ δια 'μένα τι δοξάζω εγώ; Και διατί να " " φροντίζω εγώ δια σένα τι δοξάζεις; Ο Θεός ας θεωρήση του κάθε-ενού την " γνώμη, είναι φροντίδα αυτεινού. Σε παρακαλώ, ένα παρόμοιον να μην το ειπής αλλουνού Έλληνα, ότι θα βλαφτής. Εμένα οπού μου το είπες σου 'δωσα την απάντηση· κι' όχι του-λόγου-σου να μου το ειπής δεν σ' ακούγω, αλλά κι' ο Θεός ο δικός-σου να μου το ειπή, δεν σαλεύει το μάτι μου! Να μην το " ειπής αλλουνού κι' αντέσης!" Άρχισε να κατηγοράγη τον βασιλέα του Φίλιππα." Εγώ, του είπα, 'σ αυτό δεν επεβαίνω, δια βασιλείς. Τον δικό-μου " τον Βασιλέα τον σέβομαι και υποτάζομαι, ότ' είναι βασιλέας μου". Τους" είπα να 'ρθούνε να φάμε ψωμί. Πήρα τον Μεταξά κι' άλλους πολιτικούς κι' αγωνιστάς και φάγαμεν. Μου γύρεψε να του φκειάσω και μια έκθεσιν του αγώνος μου. Είχα κάμη μίαν έκθεσιν δια τον Βασιλέα τότε και είχα την κόπια και την έδωσα. Ήθελε κ' Ελληνικά τραγούδια. Του έφκειασα πεντέξι. Αφού φάγαμεν ψωμί, το' 'δωσα συστατικά εις τους φίλους μου σε όλο το κράτος να τον δεχτούνε φιλικώς. Του είπα και πάλε να μη ματαειπή σε κανέναν περί θρησκείας. Αυτός ήρθε ως κατηχητής. Πήγε εις τις επαρχίες κι' άρχισε πάλε την κατήχησίν του και τον έβαλαν εις τις 'φημερίδες. Κι' αν δεν σωφρονίζεταν και ξαναμιλούσε δια θρησκεία, θα 'μεναν τα κόκκαλά του εις την Ελλάδα και τότε θα 'λεγαν θερία τους Έλληνες -διατί δεν θέλουν ν' αλλάξουν την θρησκείαν τους. Έστειλα επίτηδες ανθρώπους πιστούς εις την Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά και αλλού σε όσους είχα ορκισμένους και τους είπα να ενώνωνται όσον ημπορούνε· και να πάψουνε οι διχόνοιες αναμεταξύ τους (και εις τον όρκον οπού τους έδινα ο πρώτος λόγος ήταν η ένωση)· και να περικαλούνε τον Θεόν δια-να κάμη το έλεός του να μας ενώση και να σώση την πατρίδα μας και θρησκεία μας, ότι η λευτεριά μας απόδιωξε από αυτά και εγίναμεν Σόδομα και Γόμαρα. Είχα κι' ανθρώπους ορκισμένους και ήξερα τι γένεταν εις τον ίδιον Βασιλέα, όσα σκέδια τον οδηγούσαν οι απατεώνες και κάθε κρυμμένον δόλον τους. Τότε μαθαίνοντας αυτά από τους αγαθούς ανθρώπους με μυστικόν τρόπον τα διαδίναμεν εις τους τύπους και τα 'βρισκαν ομπροστά τους εκείνοι οπού τα σκεδιάζαν· και δεν ήξεραν πούθε βγαίνουν. Λέγω εις τους αναγνώστες την μεγάλη χάρη του Θεού· τόσα χρόνια κατηχούσα το κράτος όλο και προδότης δεν εφάνη ούτε πλούσιος, ούτε φτωχός. Συγγενείς ήταν αυτεινών μέσα, οπού έπαιρναν τα μυστικά τους και μου τα 'λεγαν και τότε έστελνα επίτηδες ανθρώπους εις Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά. Είχαν να κάμουν και κινήματα δια το έξω -ξένες οδηγίες και κακοί σκοποί -να μας γελάσουνε με τέτοιες πρόφασες· και ξέροντας αυτά τα μυστήρια τους πήρα τους τουρκοκαπεταναίους οπού κάθονταν εις το κράτος -οπού θέλαν μ' αυτούς κι' άλλους τοιούτους να κάμουν τους κακούς τους σκοπούς δια τα έξω -τους πήρα και τους όρκισα· και τους πήρα και τις υπογραφές τους· και τους ξηγήθηκα τους κακούς σκοπούς εκεινών. Και τοιούτως τους αντικόβαμεν. Κι' άλλα έλεγα της φατρίας της Ρούσσικης (ότ' είμαι μ' αυτούς), άλλα της Αγγλικής κι' άλλα της Γαλλικής. Τα κακά άξαιναν εις το κράτος. Πολλές κατάχρησες γένονταν. Τότε γύρεψαν και οι δανεισταί μας το χρεώλυτρο· και οι Πρέσβες μας βιάσαν πολύ. Κι' έγινε 'κονομία εις το πολιτικό μας και στρατιωτικό και εις τ' άλλα της παλαβομάρας μας. Το μυστήριον ύστερα έπεσε 'σ ανθρώπους κακούς, αλλά η σωτηρία ήταν οπού δεν ξέραν τον οργανισμόν και τις υπογραφές και τους συντρόφους μας. Ότι πάντοτες είχα υποψίαν από τους ανθρώπους οπού κάνουν την τύχη τους με τους ξένους και κάθε-έναν τον κουβέντιαζα κατά την φατρίαν του κ' επιθυμιά του. Άλλος ήθελε να διώξωμεν τον Βασιλέα, άλλος να τον σκοτώσωμεν· εγώ κι' όσοι ήταν τίμιοι κι' αγαθοί πατριώτες ορκισμένοι μιλούσαμεν με φρονιμάδα και θέλαμεν με γνώση κ' ένωση να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και να γένουν νόμοι εθνικοί· κι' ο Όθωνας βασιλέας να είναι, αν τους υπογράψη, κ' έτσι να σωθούνε τα δεινά οπού έπαθε η πατρίδα μας κι' από 'μάς τους αγωνιστάς σκοτώθηκαν περισσότεροι από τους Τούρκους, σκοτώθηκαν κι' αφάνισαν την πατρίδα τους δια τα θελήματα του Μαυροκορδάτου, του Κωλέτη, του Μεταξά και συντροφιές τους. Αυτείνοι όλοι πάντοτες και τώρα ήξεραν τα συνφέροντά τους και δι' αυτά κουβέντιαζε καθείς από αυτούς εις τους ξένους τους συντρόφους του. Οι νοικοκυραίοι ήξεραν την πατρίδα τους μοναχά πως να υπάρξη. Δι' αυτό οι Πρέσβες και οι άλλοι οι φίλοι τους δεν ήξεραν τίποτας, αυτείνοι οπού ψάχουν - με την θέλησιν του Θεού και την φώτισίν του· κ' εγκολπώθη γενικώς η πατρίδα αυτό το θείον έργον την τρίτη-Σεπτεβρίου, οπού θέλω την ξεστορήση. Την είχα την ιδέα αυτείνη εις το νου μου και μο' 'γινε μια υποκοντρία· κι' όλο η ψυχή μου ήταν εις αυτό νύχτα και ημέρα, αφού έβλεπα την κακή κυβέρνησιν και τον κίντυνον της πατρίδας. Μίαν βραδειά -ότι έχω ένα σύστημα· θέλω έναν φίλο εις το σπίτι μου να τρώμε ψωμί μαζί -είχα ειπή ενού αγωνιστή να 'ρθη να φάμεν· οπού τρώγοντας κάναμεν πολλές ομιλίες. Στοχαζόμουν να τον βάλω και εις τον όρκον, ότ' ήταν άξιος και είχε κ' επιρρογή, κι' όλο αποκοβόμουν χωρίς-να του ειπώ το μυστήριον. Εκεί-οπού " κουβεντιάζαμεν μου λέγει ότι· "Είχα υποψίαν από 'ναν άνθρωπον ότι θα με " σκοτώση και πήρα κ' έναν άλλον και τον σκοτώσαμεν· και δια-να μη με " προδώση αυτός οπού με βόηθησε, φαρμάκωσα κ' εκείνον". Τότε του μίλησα " καμπόσα, όμως τον σιχάθηκα, κι' αποφάσισα να μην του ειπώ τίποτας δια το μυστικόν. Φέραμεν τον λόγον δια τον Καϊρη ότι αθέισε (και τοιούτος είναι ως την σήμερον). Εγώ μιλούσα απελπισμένα πως ένας σοφός, γερωμένος άνθρωπος είπε αυτό· και πικραινόμουν εις αυτό πολύ. Εις την φιλονικία βλέπω τον φίλον να μου 'περασπίζεται τον Καϊρη και να είναι με το " φρόνημά του. Μου λέγει· "'Ολα μπόσικα· και πως ο Θεός θα πήγαινε σε " " μίαν γυναίκα και να μείνη εννιά μήνες εις την κοιλιά της;" Ήταν κι' άλλοι" " πολλοί οπού μας άκουγαν. Του λέγω· "Τούτα του Θεού τα ποιήματα και " " την τάξη την βλέπεις· είναι δια-να θαμαίνεται ο καθείς; -Μου λέγει, ναι. " -'Μπρος 'σ αυτά είναι το μικρότερον αυτό, οπού σκοτώνεις το νου σου δια-να πιστέψης εσύ ο μωρός άνθρωπος. Θέλησε ο Θεός να γένη δια-να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του· και " δια-να γένη αυτό "είπε" κ' έγινε, λόγον είπε κι' όχι ανθρώπινον έργον. Τέτοια" μυαλά, του είπα, σαν τα δικά-σου έχει κι' ο Καϊρης. Και δια-να φρονής " τοιούτως δια 'κείνο τρως τους ανθρώπους δια μικρή υποψίαν". Δεν " ματάρθε εις το σπίτι μου. Έκοψα την σκέση του και δεν τον πλησίαζα. Μίαν βραδειά έκανα την προσευκή μου, λυπημένος πολύ δια την κατάστασιν της πατρίδος, κ' έπεσα και κοιμήθηκα. Βλέπω εις τον ύπνο μου ότι από-πάνου το σπίτι μου ήταν ένα πλήθος περιστέρια κ' ένα όρνιον τα κυνηγούσε και τα 'τρωγε· κι' άλλα τα ξεκλούσε και τα πέταγε κάτου. Αυτό βλέποντας " συνάχτηκαν πλήθος άνθρωποι και μου φώναζαν· "Μακρυγιάννη, βάρε " " αυτό το όρνιον οπού καταφάνισε τα περιστέρια!" Τους έλεγα· "Είναι πολύ " " ψηλά, τι να του κάμω;" Αλλού-ύστερα παίρνει το όρνιον ένα περιστέρι εις " τα νύχια του και κατεβαίνει κάτου· και ήταν ένας γκρεμνός και εις τα χείλια του γκρεμνού κάθεταν και το 'τρωγε. Τότε όλος αυτός ο κόσμος με φωνάζουν " να πάγω να το πιάσω. Τους λέγω· "Να πάγω να το πιάσω μου " " βγάζει τα μάτια με τα νύχια του". Τους είπα κ' έφκειασαν ένα μεγάλο παλούκι" και το 'μπηξαν εις την γη· και τους είπα και μο' 'φεραν και μίαν χοντρή τριχιά και την έβαλα και την πέρασα εις το παλούκι και την έδεσα καλά· και τότε έδωσα τη μια άκρη ενού από τον λαόν και την άλλη την άκρη " την πήρα εγώ και τους είπα· "Τώρα οπού τρώγει το περιστέρι, έχει το νου " του εκεί να πάμεν να του δέσουμεν τα ποδάρια του με την τριχιά· το παλούκι " θα το βαστήση". Του περάσαμεν τις άκρες του σκοινιού, το δέσαμεν " χωρίς-να μας νοιώση. Αφού τελείωσε αυτό το περιστέρι, κάνει να πάρη φτερόν κρεμάστη κάτου με το κεφάλι και βαρούσε τα φτερά του. Τότε ξύπνησα· και είπα θα δέσουμεν τον Βασιλέα με νόμους. Αυτό το όνειρον το είδα πριν την τρίτη-Σεπτεβρίου ως πέντε μήνες. Βλέπω μίαν άλλη νύχτα, ως τέσσερες μήνες πρωτύτερα από την τρίτη-Σεπτεβρίου, ότι ο Δεσπότης Αττικής μ' όλον τον λαόν θα 'κανε μίαν δοξολογίαν εις τον Θεόν και συνάζονταν πλήθος λαγός από παντού. Αφού συνάχτη όλος ο λαός με τον Δεσπότη εκεί, παρουσιάζεται ένα χαντάκι μπροστά τους. Κάνει να περάσει πρώτος ο Δεσπότης, του πέφτει το ρωλόγι του και γένεται κομμάτια· και χάλασαν όλες οι όπερες. Το πήρε ο αδελφός του " Δεσπότη, πολεμούσε να το φκειάση, δεν μπορούσε. Του λέγω· "Δο' μου το, " " κυρ Γιώργη, να το φκειάσω εγώ. -Μου λέγει, που ξέρεις εσύ; -Μ' έμαθε ο " " μάστορας, του λέγω, τώρα". Το πήρα και το 'φκειασα καθώς ήταν. Και ξύπνησα." Την αυγή πήρα το σκαλιστήρι μου, πήγα εις το περιβόλι μου και δούλευα· κι' απόστασα και καθόμουνε και συλλογώμουν όλα αυτά. Έρχεται ο σεβάσμιος αγαθός δεσπότης Μπουντουνίτζας -έρχεται πάντοτες· με ξεμολογάει εμένα και την οικογένειάν μου -εγώ ήμουν συλλογισμένος. Μου λέγει· " Τι είσαι έτζι, τέκνο μου; -Απόστασα, του λέγω. Και του ξηγώμαι " " το όνειρον. Μου λέγει· "Κάτι εργάζεσαι να κάμης και θα το ευλογήση" ο Θεός· και 'σ αυτό μέσα συμμετέχεται και η θρησκεία· και θα στερεωθή· " και θα γένης ο αίτιος εσύ. -Του λέγω, τι άξιος είμ' εγώ δια την θρησκεία;" " Έργον δικό-σας είναι αυτό. -Μου λέγει, το όνειρον αυτό δείχνει". Κι' όντως," δοξασμένο το όνομα του Θεού! Είχα κατηχήση κι' από το γερατείον διαλεμένους, από μοναστήρια κι' αλλού, να μην είναι διαφερμένοι με τους - Το μυστικόν πάγαινε πολύ κακά και θα προδόνεταν εξ-αιτίας -αφού μιλήσαμε με τον Μεταξά να κατηχούμεν τίμιους πολιτικούς κι' άλλους, αυτός έβαλε και τον Αντρέα Λόντο εις αυτό· κι' αυτός έχει αδυναμία πολλή εις τους νέους· και τους νέους δεν τους αδικώ ότι είναι κακοί, αλλά είναι πολύ 'θουσιασμένοι, και το μυστικόν γένεται κοινόν, και τότε αν θα... τα φρύδια, βγαίνουν τα μάτια. Κι' αλήθεια κοντέψαμεν να τα βγάλωμεν. Αυτείνοι συνάζονται, ο Μεταξάς, ο Λόντος, ο Ζωγράφος και οι άλλοι και σκεδιάζουν και βρίσκουν κ' έναν ανθυπολοχαγόν να βαρέσουμεν ντουφέκι εις την Αθήνα -μ' ενού ανθυπολοχαγού δύναμη κ' επιρρογή! Και μέσα-εις την Αθήνα ήταν πλήθος στρατέματα ταχτικά κι' άταχτα και το ιππικό και πολλοί χωροφύλακες. Και οι αρχηγοί του ταχτικού κι' άταχτου και οι άλλοι σημαντικοί στρατιωτικοί δεν ξέραν τίποτας. Τότε η Κυβέρνηση μ' αυτεινούς όλους θ' αφάνιζαν κ' εμάς τους 'νεργητάς κι' όλη η πολιτεία θα γένεταν γης Μαδιάμ. Την άλλη 'μέρα στείλαν και πήγα κι' ανταμωθήκαμε· και μου λένε " αυτό. Τους λέγω όλα αυτά· "κ' εγώ δεν μπαίνω εις αυτό, ότ' είμαστε χαμένοι·" και θα μας αναθεματούν ο κόσμος. Και η πατρίδα χάνεται δια πολύν " καιρό". Αφού τους πολέμησα την ιδέα τους, δεν στάθη τρόπος να 'περισκύσω," αλλά με πείραξαν εις την φιλοτιμία μου, με είπαν και δειλό. Τότε " τους λέγω· "Δι' αυτόν τον λόγον κλίνω· και να έχετε εις τον λαιμό σας " πρώτα του-λόγου-σας και την πολιτεία κι' όλους τους αθώους, οπού θα χαθούν εξ-αιτίας της στραβής σας ιδέας, και ύστερα εμένα. Στρέγω, τους είπα στανικώς με μίαν παρατήρησιν, να βαστήξετε να στείλω του Κριτζώτη, οπού τον έχω ορκισμένον, να μπορέση να 'ρθη με καμμιά τρακοσιαριά ανθρώπους " ν' ανθέξωμεν". Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Στέλνω επίτηδες άνθρωπον δια " νυχτός εις την Χαλκίδα και του μίλησε και ήταν έτοιμος να 'ρθη. Ο υπολοχαγός ο φίλος τους το λέγει αλλουνού φίλου του κ' εκείνος το είπε αλλουνού. Και η σωτηρία μας ήταν ότι αυτός το είπε του Γενναίου Κολοκοτρώνη 'πασπιστή του Βασιλέως, κι' αυτός, φίλος του Μεταξά, πήγε και του το είπε. Και με πολλούς τρόπους ο Μεταξάς έκαμεν ότι δεν ενέχεται 'σ αυτά και είπε του Γενναίου να μείνη μυστικό όσο-να μάθωμεν τι τρέχει. Κ' έτζι έμεινε. Πάγω την άλλη 'μέρα και τους βρίσκω όλους πεθαμένους. Και μου " λεν αυτό· και χάλευαν που να σωθούνε. Τότε τους λέγω· "Πήρα και τον " " Κριτζώτη εις τον λαιμό μου". Και του στέλνω επίτηδες πάλε άνθρωπον και " του λέγει αυτά· και δια τους ανθρώπους οπού σύναζε να ειπή ότι λησταί βήκαν να συνάξουν κι' άλλους από-'δώ και να βγούνε να ταράξουν την Τουρκιά. Ακολούθησε... και το βάλαμεν εις τον τύπο και σιωπήθη. Τότε οι φίλοι όλοι πάγωσαν και γύρευαν τόπο να τρυπώσουν. Κι' άφησαν παγωμένα τα σκέδιά τους. Βλέπω πάλε εις τον ύπνο μου ένα βράδυ ότι ήρθε ο Κριτζώτης εις την Αθήνα και γυρεύει εμένα να πάγω ν' ανταμωθούμεν, ότ' ήταν μια μεγάλη στέρνα, να βγάλωμεν νερό οι δυο μας να ποτίσουμεν έναν μεγάλον τόπο. Αφού πήγα εκεί, άφησε την στέρνα κ' έφυγε κατά τον τόπο του καβάλλα. Εγώ 'σ τ' άλογο πήγαινα τρέχοντας να τον σώσω. Μην ξέροντας τον δρόμον μου παρουσιάζεται ένας βαθύς γκρεμνός και εις τον πάτο ήταν πλήθος νερό μαύρο. Εγώ καθώς πήγαινα μ' ορμή, πάνε και τα τέσσερα ποδάρια του αλόγου 'σ τα χείλια του γκρεμνού κ' ευτύς-οπού είδα αυτό τράβησα τον χαλινόν και στέκεται σούζα το άλογον και με το 'να μου το ποδάρι έφκειασα ένα χαράκωμα εις τον γκρεμνόν και ύστερα με τ' άλλο μου ποδάρι έφκειασα κι' άλλο και στάθηκα· κ' έβαλα τις πλάτες μου κι' από το στήθος του αλόγου, του έδωσα μια και το κόλλησα απάνου. Και το καβαλλίκεψα τρέχοντας να σώσω τον Κριτζώτη να τον γυρίσω οπίσου. Εκεί-οπού πάγαινα τρέχοντας μου παρουσιάζεται ένας πολύ μεγάλος πλάτανος και είχε έναν κλώνο πολύ μεγάλον κι' απάνου ήταν ένα χρυσό πουλί. Τόσο το ζήλεψα! Στάθηκα να το κάμω σίγρι· και στάθηκα αρκετά. Θα πέρναγα από-κάτου τον κλώνο οπού 'ταν το πουλί. Ζύγωσα κοντά του· αυτό είχε το κεφάλι του εις τα φτερά του και κοιμάταν. Έρριξα το χέρι μου και το 'πιασα. Του " έλεγα· "Τέτοιο όμορφο πουλί και ήσουν νυστασμένο και σ' έπιασα!" Και " το λιμπίζομουν και το λυπώμουν. Το βαστούσα εις το χέρι μου κ' έτρεχα δια τον Κριτζώτη. Εκεί μου παρουσιάζεται ένας μ' ένα κάρρο και είχε και " τα παιδιά του μέσα. Σαν είδα τα παιδιά· "θα μου γυρέψουν το πουλί" είπα " και το 'κρυψα εις την τζέπη μου. Και μ' αυτό ξύπνησα. Το πρωϊ πήγα εις τους φίλους μου Μεταξά κι' άλλους και τους ηύρα πεθαμένους κι' άλυωτους. " Τους λέγω· "Κάμετε κουράγιο και 'νεργάτε με τον φόβον του Θεού και" θα κερδέσουμε. Τους λέγω το όνειρο κι' ότι ο Βασιλέας και οι συντρόφοι του τους τυφλώνει ο Θεός και κοιμώνται· και τον Βασιλέα τον έπιασα και τον έχω εις την τζέπη. Αυτείνοι είναι άπιστοι και δεν πιστεύουν. Είχα και τον Θοδωράκη Γρίβα εις τον όρκον, τον όρκισα μαζί-με τον Κριτζώτη, και πήγε εις την πατρίδα του, εις το Ξερόμερο, πήγε φαντασμένα, ανόγητα και μαθεύτηκε εις τις αρχές. Ο Μήτρο Ντεληγιώργης

ήταν σε όλη την Ακαρνανία αρχηγός του μεταβατικού με μίαν μεγάλη δύναμιν· έμαθε όλα τα σκέδια του Γρίβα και των φίλωνέ του και τις ετοιμασίες κι' από-δώ όσοι 'νεργούσαν και τον Κώστα Μπότζαρη εις το Μισολόγγι κι' άλλους και ζήτησε άδεια από την Κυβέρνησιν και ήρθε μόνος-του να τα ειπή όλα αυτά να πάρουν μέτρα. Τότε αυτό μαθαίνοντας εμείς νεκρώσαμεν όλοι, ότι χαθήκαμεν. Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! Τον ανταμώνω εις το παζάρι· του είπα· Πήγα χαλεύοντάς σε εις το κονάκι σου να σε ιδώ· δεν σ' ηύρα. Ψέματα του είπα δια το κονάκι του· είχε λίγη ώρα οπού 'ρθε. Ήταν κάνα-δυο ώρες να " νυχτώση· του είπα να πάμεν εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου λέγει· "Δεν " " έρχομαι, ότι θα πάγω να παρουσιαστώ πρώτα". Εγώ αυτό δεν ήθελα· " τον χρειαζόμουν εγώ πρώτα. Τέλος τον έβιασα και τον πήρα και ήρθε και φάγαμεν. Σηκωθήκαμεν από το τραπέζι, κάτζαμεν σε μίαν κάμαρη· αρχίσαμεν οι δυο μας με τα φρούτα το κρασί. Εγώ το 'πινα νερωμένο, ότ' είμ' αστενής. Το βάλαμεν καλά εις το κέφι. Ως τα μεσάνυχτα κοντά άρχισα να τον ρωτάγω δια χαμπέρια από-εκεί οπού 'ταν. Μου λέγει αυτά " οπού σημείωσα· "και θα τα ειπή όπου ανήκει· ότι κιντυνεύομεν". Τότε " αφού έμαθα όλα αυτά λύθηκαν τα κόκκαλά μου όλα. Γιομίζω δυο κούπες " κρασί, του λέγω· "Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν " δια την πατρίδα παράγωρα κι' άφησαν χήρες γυναίκες κι' αρφανά παιδιά· οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες -στανικώς τους πατούνε την τιμή τους· όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, του λέγω, είναι δια την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος! Και θα τους χρειαστή μια ημέρα και η πατρίδα κι' ο Βασιλέας. Θυμήσου τι τραβήσαμεν κ' εμείς οι δυο. Δεν αδίκησαν εσένα, όταν γύρευαν να σε βάλουν υποταματάρχη εις την οδηγίαν του Κουτζονίκα και μάλλωσα δι' αυτό και δια άλλους με τον Αγιντέκ και με τ' άλλα τα μέλη της " Αντιβασιλείας; Και μας έστειλαν 'πιτροπή εσένα κ' εμένα να οργανίσουμε " " τους αγωνιστάς -και να τους δώσουμε μιστόν δώδεκα γρόσια; Τι θα το 'κανε " αυτό το μισό τάλλαρο εκείνος ο καταπληγωμένος αγωνιστής αυτός να " ντυθή, η γυναίκα ή τα παιδιά του ή οι γέροι οι γονέοι του; Δια τους αγωνιστάς" και χήρες κι' αρφανά και δια 'κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό-τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι' αυτούς όλους, είναι φτωχή, και δια τον Αρμασπέρη έχει, οπού 'ρθε ψωργιασμένος κόντης κ' έφυγε μ' ένα-μιλλιούνι τάλλαρα κι' αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι " οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Που 'ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια," που είναι οι πρόσοδοι, που 'ναι οι καλύτερες γες, που 'ναι οι μύλοι, που 'ναι τ' αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, που είναι τα περιβόλια και " οι σταφιδότοποι; Ποιος τα 'χει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους " Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι' αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. " Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού 'ρθες και ποιους θα προδώσης; Που το τζάκισες" " αυτό το χέρι; -'Σ το Μισολόγγι, μου λέγει. -Που το τζάκισα εγώ " " αυτό; -'Σ τους Μύλους του Αναπλιού. -Διατί τα τζακίσαμεν; -Δια την " " λευτεριά της πατρίδος. -Που 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου!"" Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε· και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης. Τότε του είπα να κάμη τον άρρωστον και να μην πάγη πουθενά να παρουσιαστή. Κι' αν παρουσιαστή, να ειπή άλλα. Και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Είχαμεν κι' άλλη φορά αγροικηθή και δι' άλλα της πατρίδας και δεν προδοθήκαμεν, καθώς και δια του Παλαμηδιού οπού σημειώνω. Ύστερα τον κακομεταχειρίστη ο Αρμασπέρης και τον είχε ρέστο· και μάλλωσα δι' αυτόν με τον Αρμασπέρη και τον απόλυσε. Και στάθη ως τίμιος κι' αγαθός πατριώτης σε όσα ορκιστήκαμεν και μιλήσαμεν. Και του είπα κ' έφυγε· και το' 'δωσα γράμμα κι' αγροικήθη μ' όλους αυτούς. Κι' από τότε μας βόηθησε περισσότερο από κάθε άλλον· ότ' είμαστε και στενοί φίλοι εξ-αρχής. Μαθαίνοντας αυτό ο Μεταξάς και η συντροφιά έλαβαν ψυχή. Όμως εδώ ήταν ο Καλλέργης αρχηγός του ιππικού και είχε κ' επιρρογή εις το ταχτικόν πεζικόν· ήταν και εις το ταχτικόν αρχηγός ο γενναίος κι' αγαθός Σκαρβέλης- γνωρισμένοι από τον καιρόν του Φαβγέ, οπού ήμουν κ' εγώ εις το ταχτικόν. Πάντοτες ήμαστε φίλοι και ξηγώμαστε τα αιστήματά μας. Πάντοτες τον ηύρα τίμιον στρατιωτικόν κι' αγαθόν πατριώτη. Μίαν ημέρα τον Άγουστον μήνα τα 1843 ανταμώνω τον Καλλέργη εις το παζάρι, του λέγω· Καϊμένε Καλλέργη, σε τόσους αγώνες της πατρίδας κιντυνέψαμεν και ήμαστε ως αδελφοί· τώρα ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω. Επιθυμούσα ν' ανταμωθούμεν μίαν ημέρα. -Μου λέγει, το δείλι έρχομαι εις το σπίτι " σου κι' ανταμωνόμαστε". Σηκώθη και ήρθε. Μπήκαμεν εις ομιλία δια τα " δεινά της πατρίδας. Τότε αγροικηθήκαμεν σε όλα· μείναμεν σύνφωνοι και τον όρκισα. Όμως δεν το' 'δειξα τον όρκο με τις υπογραφές, ότι έχει σκέσες ξένες. Μείναμεν σύνφωνοι να μιλήση και τους Σπυρομήλιου ν' ανταμωθούμεν. Ήρθε την άλλη ημέρα, μιλήσαμεν και μ' αυτόν τον καλόν πατριώτη· ήταν δοικητής εις το Σκολείον των Ευελπίδων. Μείναμεν σύνφωνοι ν' ανταμωθούμεν και οι τρεις εις το Σκολείον. Μίλησα με τον Καλλέργη, πήγαμεν εις το Σκολείον και ξηηθήκαμεν οι τρεις. Τους πήρα και πήγαμεν εις την εκκλησιά και την άλλη ημέρα μείναμεν σύνφωνοι ν' ανταμωθούμε εις του Μεταξά και μ' όλους τους άλλους. Αφού ανταμωθήκαμεν όλοι, εκρίθη εύλογον να μη μαζωνώμαστε πολλοί να μιλούμεν, να μην προδοθούμεν· να είναι ο Μεταξάς, ο Καλλέργης κ' εγώ να σκεδιάσωμεν πότε θα γένη το κίνημα· κ' εκρίναμεν εύλογον και οι τρεις να κινηθούμεν τις δυο Σεπτεβρίου. Να συνάξω εγώ ανθρώπους εις το σπίτι μου το βράδυ και ν' αρχίσω τον ντουφεκισμόν· τότε να βγη ο Καλλέργης με το ιππικό κι' ο Σκαρβέλης με το πεζικό προς καταδίωξιν εμένα και να μπλοκάρωμεν συνχρόνως το Παλάτι. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό και να 'νεργήση καθένας τα χρέη του. Εγώ πήγα εις το σπίτι μου, σύναξα πολλούς ανθρώπους και τους όρκιζα, καθώς και τους 'πιτρόπους της εκκλησίας -την ώρα εκείνη την νύχτα, οπού θ' ακούσουνε τον ντουφεκισμόν, να βαρέσουν τις καμπάνες να πάρουν χαμπέρι οι πολίτες, να ξυπνήσουνε. Είχα βάλη εις τον όρκον τον Καλλεφουρνά, ότι τον είχα στενόν φίλον, κι' αυτός επήγε εις τον Μεταξά κι' άλλους και είπε ότι τον όρκισα· και πρόδωσε και τις υπογραφές. Εγώ όσους ήξερα οπού δένουν συνφέροντα με τους ξένους και με τους διαφταρμένους τους εδικούς-μας, ή πολιτικοί ή στρατιωτικοί, δεν τους έλεγα τον όρκον, μήτε τις υπογραφές· κάθε-ενού το 'λεγα το κέφι του και συνφέροντα της μερίδας του και ντόπιων και ξένων. Χάρις-εις την γνώση του Μεταξά μίλησε με τον Καλλεφουρνά και μ' όσους άλλους είχε μιλήση ο Καλλεφουρνάς και πρόφτασε αυτό το κακόν. Ήρθαν και 'σ εμένα άλλοι και μου είπαν αυτό του Καλλεφουρνά· τους είπα κι' αυτεινών άλλα και τους ησύχασα να μην μαθευτή το μυστικόν και διακοπούμεν. Αφού με πρόδωσε ο Καλλεφουρνάς, πρώτος μου φίλος, οπού τον ανάστησα εις την Αθήνα κ' εξ-αιτίας του διχονοιεύτηκα με τους σημαντικούς Αθηναίους διατί να τον 'περασπίζωμαι, τότε φοβώμουν να βάλω κι' άλλους σημαντικούς Αθηναίους. Τότε μιλώ του Καλλεφουρνά -έκανα ότι δεν γνωρίζω τίποτας· του λέγω· Καμμιά ημέρα, αν μάθης και κλειστώ εγώ μέσα, εσύ να 'θουσιάζης τους " κατοίκους"· και μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Έστειλα κι' ανθρώπους ν' ανάβουν" φωτιές μεγάλες εις τα ψηλά μέρη, καθώς και εις το κάστρο, να ελπίζη η εξουσία ότ' είναι μεγάλες δύναμες. Έγιναν όλα αυτά· τα 'βαλα σε τάξη. Γιόμωσα το περιβόλι μου ανθρώπους. Μετανογάει ο Καλλέργης κι' όλο το ταχτικό, οι αξιωματικοί, και δεν βαρούνε. Τότε προδοθήκαμεν, αλλά δεν ήξεραν ακόμα τι τρέχει η εξουσία. Τότε οι συντρόφοι μου όλοι αυτείνοι και οι πολιτικοί άλλος ή θα κρυφτή εις πρεσβεία κι' άλλος θα φύγη με καϊκι να γλυτώση κι' ο Μακρυγιάννης κι' όλη του η οικογένεια ήταν εις τον χαμόν. Διάλυσα τους ανθρώπους, τους περικάλεσα να μη με προδώσουν. Την αυγή με πλάκωσε ο Τζήνος με πολλούς χωροφύλακες κι' άλλους από τα τάματα των Σπαρτιάτων· μο' 'ζωσαν το σπίτι μου... Είχα ορκισμένον τον αρχηγόν των Σπαρτιάτων τον Πιερράκο, κι' αυτός την αρετή την είχε εις τα παπούτζα του -τύχη θέλουν αυτείνοι κι' όχι πατρίδα! Το πρωϊ έρχεται ο Ζυγομαλάς εις το σπίτι μου, εις τις δύο του μηνός, κι' ο Αλέξαντρος Μετζέλος ως γιατροί, ότι έκαμα τον άρρωστον- ο Μιχαήλ Τζήνος κ' οι άλλοι μου κρατούσαν τον μπλόκο -και μ' αυτούς παράγγειλα του Μεταξά και Καλλέργη κι' αλλουνών και τους έλεγα την απιστιά οπού μο' 'καμαν και χάνομαι μ' όλο μου το σπίτι. Αφού πήγαν τόσοι άνθρωποι, αποφάσισαν να βαρέσουμεν το βράδυ ξημερώνοντας τρεις του μηνός. Αυτό το κίνημα το ήξεραν και οι πρέσβες της Αγγλίας και Γαλλίας και Ρουσσίας· όμως τους έλεγα αυτεινών και τις μερίδες των δικώνε μας οπού ήταν μ' αυτούς, ότι δι' αυτούς δουλεύομεν. Ο Μεταξάς έδειξε χαραχτήρα, ήταν ξεμακρυσμένος από τους ξένους· στάθη καθώς μιλήσαμεν, κατά τον όρκον μας. Το βράδυ πάλε συνάζω ανθρώπους και βάνω το σκέδιον εις την ενέργειαν. Ο Θεός στράβωσε την εξουσίαν και την ενέκρωσε, από την δικαιοσύνη οπού είχε· κι' ο Βασιλέας κι' όλοι αυτείνοι κοιμάτον. Συνάζονταν άνθρωποι με τ' άρματά τους κι' έρχονταν εις το περιβόλι μου και εις το σπίτι μου και οι δραγάτες. Τότε πλάκωσε ο Τζήνος με πλήθος χωροφύλακες πεζούς και καβαλλαραίους κι' άλλοι πολλοί, ο Σταύρο Γρίβας και δυο τάματα της Σπάρτης, και πιάνουν το νοσοκομείον και με κλείνουν εμένα μέσα· και πιάνουν γύρα το σπίτι μου και περιβόλι μου· και μπήκαν μέσα-εις το περιβόλι πεζούρα και καβαλλαρία. Από τους δικούς-μου άλλοι έφυγαν, ότ' ήταν ολίγοι, κι' άλλους τους έπιασαν. Και μένω μ' εφτά ανθρώπους και τέσσερα παιδιά -όλοι αυτείνοι ήμαστε. Και κυρίεψαν οι αναντίοι παντού· κι' άνοιξαν και μασγάλια εις τον τοίχο του περιβολιού ως την πόρτα του σπιτιού μου. Τότε απολπίστηκα· και ήμουν χαμένος μ' όλο μου το σπίτι. Ήθελαν η εξουσία να μας έχουν κλεισμένους και να μη ρίξουν αναντίον μας όσο-να φέξη να 'ρθή ο 'σαγγελέας. Κ' ετοίμασαν και το στρατοδικείον να μας καταδικάσουνε με τον νόμο. Και είχαν ενενήντα δια την τζελατίνα και 'σ την κορφή εμένα. Τώρα, αναγνώστες, να σας δείξω τι κάνει ο πανάγαθος Θεός· κι' αν σας ειπώ το παραμικρό ψέμα, αυτός, ο δίκιος Θεός, να μη μου πάρη την ψυχή. Αφού ήμαστε κλεισμένοι, τα παιδιά μου και η φαμελιά μου είδαν το τέλος της ζωής τους κι' άρχισαν και κλαίγαν πικρά και φώναζαν· κι' ακόμα ένα μωρό εις το βυζί κ' εκείνο κρέμασε το κεφάλι του και το κυρίεψε μια μεγάλη λύπη. Βλέποντας αυτό μο' 'δωσε μεγάλη λύπη και χαμόν του μυαλού μου. Πρωτύτερα ο στοχασμός μου ήταν αυτός· να βάλω φωτιά εις τον τζεμπιχανέ να χαθούμεν, όταν ιδώ και δεν μπορώ ν' αντισταθώ, και να καγούμεν όλοι να μην μείνη σπορά από την οικογένειάν μου, ότι θα τους θεωρούνε οι άλλοι ως είλωτες κι' Οβραίους. Και ήμουν εις αυτό το σκέδιον. Τ' ασκέρια της εξουσίας με βρισές άσκημες μο' 'λεγαν σε ολίγον με τελειώνουν εμένα και τους οπαδούς μου. Τότε θύμωσα από τις άτιμες βρισές οπού μου κάναν κι' άνοιξα την πόρτα και βήκα εις το φώρο και τους είπα· Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι' ατιμίας! Τότε αυτείνοι με διατίμησαν περισσότερον. Θύμωσα εις αυτό κι' ανοίγω την αυλόπορτα και σηκώνω το ντουφέκι να ρίξω εις το σωρό· το 'χα με κομμάτια γιομίση κι' αν έπαιρνε φωτιά, εκείνο ήταν ο θάνατός μας κι' ο χαμός ολουνώνε μας μέσα-εις το σπίτι· ότ' ήταν οδηγημένοι να πρωτορρίξωμεν εμείς, και τότε ως αδύνατους μας κυριεύαν και χανόμαστε. Τραβώντας το σκάνταλο του ντουφεκιού εις το σωρό, ένα χέρι πιάνει την ταμπάτζα. Τότε έκλεισα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μου λέγει η φαμελιά " μου· "Τι να σου ειπώ, αδελφέ, ό,τι να μιλήση κανένας, παίρνεις τα χέρια " σου σαν τη γάτα με τα νύχια και του ρίχνεσαι απάνου και του βγάζεις τα μάτια· και δεν ακούς κανέναν. Το έκαμες αυτό εις τ' Άργος με τον Αγουστίνο, όμως είχες το σπίτι σου γιομάτο ανθρώπους κι' όλον το μαχαλά. Το-ίδιον κ' εδώ με τον Αρμασπέρη, οπού σε είχε τόσες ημέρες κλεισμένον όσο-οπού 'ρθε ο Βασιλέας. Τώρα, χωρίς ανθρώπους, τι 'ναι αυτό " οπού έκαμες; Κ' εσύ τώρα χάνεσαι κ' εμείς όλοι· να σε αναθεματίσουμεν " " δεν βγαίνει τίποτας. Ο Θεός σχωρέση εσέναν κ' εμάς". Τότε βλέποντας " αυτείνη την δυστυχία του σπιτιού μου και με τα λόγια αυτά και τις φωνές και δαρμούς τους, μου 'ρθε από αυτά όλα μια πικρή λύπη και μου είπε ο λογισμός μου πήρα αθώους ανθρώπους εις το λαιμό μου κ' έγινα εις την φαμελιά μου Κάις. Τότε χάνεται όλως-διόλου ο λογισμός μου· και 'σ το μυαλό " μου τι στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριά 'σ αυτείνη την κατάστασιν οπού " έγινα. Σηκώθηκα και πήγα εις τις εικόνες και κάνω την προσευκή μου και " λέγω· "Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασιν έφτασα. Ο μόνος σωτήρας είναι " η παντοδυναμία σου και η εσπλαχνία σου 'σ εμάς οπού κιντυνεύομεν και " εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα". Τότε η άπειρη εσπλαχνία του Θεού " και η αγαθότης του μου 'δωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκειάνω μίαν " σημαία και γράφω· "Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα". Λέγω· "Εις το όνομα " " του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!" Και " την είχα έτοιμη. Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκη μου (ότι άλλαξα ιδέα το να καγούμεν όλοι· είπα μπορώ να βγω έξω να σκοτωθώ. Το-λοιπόν σκοτώνομαι εγώ και μένουν αυτείνοι οι αδύνατοι. Όλοι οι Έλληνες δεν θα είναι θερία). Φκειάνω την διαθήκη μου κ' έβαλα και κηδεμόνας τίμιους ανθρώπους. Τότε την διαθήκη την δίνω της γυναικός μου και της " λέγω· "Πάρ' το αυτό το χαρτί και βάλ' το σε μίαν πέτρα από-κάτου να " είναι σίγουρο, να-μην κάψουν το σπίτι και καγή· κι' αν πάθω εγώ, να το " 'χετε εσείς και ν' ακολουθήσετε καθώς γράφω". Με φωνές και δαρμούς το " πήρε η φαμελιά μου όλη και το έκρυψαν. Τότε ησύχασε η ψυχή μου και το σώμα μου έλαβε άλλη ψύχωσιν. Ότι μ' έτυπτε η συνείθησή μου δι' αυτούς τους αδύνατους και μ' αυτό μου φάνηκε ότι τους δίκιωσα. Τότε συγύρισα όλα μου τα όπλα, τα 'βαλα εις την θέσιν τους. Κατέβηκα με την σημαία κάτου-εις το σπίτι και είδα τι άνθρωποι μείναν· και μέτρησα όλους εφτά και " τέσσερα παιδιά. Τότε τους λέγω· "Αδελφοί, έκαμα αυτό το κίνημα ότι " αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι' όλο το έθνος από τις Κυβέρνησές μας και είπα ίσως και μ' αυτό σώνονταν τα δεινά μας ολουνών των Ελλήνων. Δεν ήταν τυχερόν. Έχομεν ακόμα αμαρτίες να μας παιδέψουν. Εμείς, όσ' είμαστε εδώ, είμαστε τώρα αδύνατοι και οι άλλοι οπού μας έχουν κλεισμένους πολλοί· να μην χαθήτε κ' εσείς αδίκως ελάτε να σας ανοίξω την πόρτα να φύγετε. Δεν θέλω να σας έχω εις το λαιμό μου να χαθήτε κ' εσείς. Κ' εγώ μένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σημαία οπού 'φκειασα· και 'σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας " μου". Τότε, μά τ' όνομα του Θεού και της πατρίδας, με δάκρυα καυτερά" θυμώμαι εκείνη την βραδειά και την απάντησιν αυτεινών των γενναίων " αντρών και των αθώων παιδιών· "Δεν ήρθαμεν εις τον γάμο σου να χαρούμεν, " ήρθαμεν να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαίαν της πατρίδος μας και θρησκείας μας. Εσύ την θέλεις σάβανο και δεν την θέλομεν " εμείς; Θέλομεν να ζούμεν είλωτες των Μπαυαρέζων κι' αλλουνών όμοιών" " τους, οπού μας καταδικούνε; Δεν μετρηθήκαμεν να φύγωμεν όσοι μείναμεν, " μετρηθήκαμεν να πεθάνωμεν· και είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες θα μας πης " ν' ακολουθήσωμεν". Τους αγκάλιασα και τους φίλησα, τους έδωσα κι' από 'να" κρασί. Δοξάσαμεν τον Θεό και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις τις πόρτες κι' άλλες θέσες, όποτε μας ριχτούνε να πεθάνομεν. Ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου -κ' εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της " πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας -κ' εμείς 'σ αυτό ετοιμαζόμαστε"." Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, δια-να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί-οπού τελειώσαμεν αυτά κι' ετοιμαζόμαστε να πεθάνωμεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη-Κώστα μ' άλλους πέντε· κι' από μέσα-από αυτούς -ο Θεός τους στραβώνει και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και μπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια. Σε ολίγον μο' 'ρχεται κι' ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης μ' άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία· ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα· και το-ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός -μπήκαν κ' αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου. Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι' αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλιος με τον αδελφόν του Δημητράκη και γαμπρό του Γκίτζα κι' ο Μελέτης-Παπαδάμη Κουντουργιώτης με εικοσιπέντε ανθρώπους, και με μεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν μέσα, ότι τους είδαν τα στρατέματα αυτούς· τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι' αυτείνοι οι γενναίοι κι' αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από-μέσα απ' ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια· τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα· ότι όσα 'νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι' ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. Όμως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι' εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι' εκείνοι, " κι' αρχίσαμεν εμείς· "Ζήτω το Σύνταμα κ' η Εθνική Συνέλεψη!" " Άρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού 'χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Τις καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι' ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσωμεν, να με πιάσουν μ' απιστιά να με δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ' απέτυχαν. Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι' εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι' εγώ. Βγαίνοντας έξω μ' ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. Ήρθαν κι' από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλη. Και μας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να μπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι. Τότε τους μίλησα να 'χουν την μεγαλύτερη αρετή " και πατριωτισμόν· "Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βασιλέας μας εκείνο " οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού το καταπάτησε κι' ο Καποδίστριας. Οι Δύναμες τον οδήγησαν να μας δώση σύνταμα, όταν τον αναγνώρισαν βασιλέα μας και ήρθε εδώ· και υποσκέθη· κι' ως σήμερον δεν το 'βαλε 'σ ενέργεια. Να το βάλη τώρα και είναι Βασιλέας μας. Και να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι' αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι' όχι να κάμωμεν αταξίες· ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας " και πειράξετε ούτ' ένα φύλλο". " Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλογημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκαν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό τους κι' από την απερίγραφη αρετή τους ούτε μίαν τρίχα. Πέφταν μαντήλια των ανθρώπων, ταμπακέλλες ασημένιες κι' άλλα 'σ εκείνον τον πληθυσμόν κ' έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τα 'διναν εκεινών οπού τα 'χασαν. Τ' αργαστήρια όλα άνοιξαν και κάναν την δουλειά τους, ο 'σπράχτορας ο δημοτικός του πήγαιναν χρήματα οι κάτοικοι από φόρους και σύναζε από το μεσημέρι και πέρα. Αφού πήγαμεν εις το Παλάτι, τότε κατεβήκαμε εις το κατάστημα του Συβουλίου της Επικρατείας και τους συνάξαμεν όλους με την μεγαλύτερη προθυμίαν και πατριωτισμόν. Στείλαμεν κι' ανθρώπους βάρδιες εις τους υπουργούς και σε όλους τους σημαντικούς και εις την Τράπεζα και σε όλα τα καταστήματα και πρόσεχαν. Συνάζοντας όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας μιλήσαμεν να γένουν νέοι υπουργοί. Τότε ο Μεταξάς κι' όλοι οι άλλοι, οι συντρόφοι μας, με διορίζουν εμένα να εκλέξω τους νέους υπουργούς. Τότε αφού συβουλεύτηκα μ' όλους, έκλεξα τον Μεταξά πρωτοϋπουργόν και του Εξωτερκού, τον Λόντο του Στρατιωτικού, τον Κανάρη του Ναυτικού, τον Μελά της Δικαιοσύνης, τον Σκινά του Εκκλησιαστικού, τον Μανσόλα της Οικονομίας, τον Παλαμήδη του Εσωτερκού. Ο Μεταξάς ήθελε κι' ο Λόντος να βάλω και τον Ζωγράφο, εγώ δεν θέλησα ότ' ήταν εις την οργή των ανθρώπων· ότ' είναι άξιος άνθρωπος και σύντροφός μας, είναι η αλήθεια, όμως 'σ τον κόσμο είπα να μη βάλωμεν υπόνοιες και οι αναντίοι τους 'ρεθίσουν. Αυτό στοχάστηκα και δεν το έκαμα. Είναι η αλήθεια του Θεού αυτείνη. Κι' ο Μεταξάς επικράθη πολύ αναντίον μου. Αφού έγιναν οι νέοι υπουργοί και τους αναγνώρισαν κι' όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας, τότε οι νέοι υπουργοί έφκειασαν ένα ένγραφο δια τον Καλλέργη κ' εμένα να το υπογράψη ο Βασιλέας δι' ασφάλειά μας, ένα ευκαριστήριον ότι βαστάξαμεν την ησυχίαν. Τότε πήγαν εις τον Βασιλέα να υπογράψη το Σύνταμα κι' αυτό. Ήταν και οι Πρέσβες των Δυνάμεων " εις το Παλάτι· και τα υπόγραψε όλα· και του έγινε ένα μεγάλο "ζήτω" απ' " ούλους τους πολίτες της πρωτεύουσας. Τότε μαζώχτη πολύς λαός απ' όλα τα χωριά κι' από τα νησιά. Δια-να μην γένη καμμιά αταξία τους σύναξα όλους έξω-εις τον κάμπο και τους βάvω ένα λόγο, πως σηκώσαμεν την απανάστασιν, πως ήμαστε εις τον αγώνα ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές· πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν· κ' έγινε γης Μαδιάμ η πατρίδα μας· και τίποτας δεν κέρδησαν οι τίμιοι άνθρωποι από την ανοησία μας και κακία μας, εμάς κ' εκεινών οπού μας κυβερνούσαν αρχή και τέλος· όλο εφύλιους πολέμους κι' άλλες ακαταστασίες κάναμεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέμους των " Τούρκων· "Ιδού, αδελφοί, ο Θεός πάλε έκαμεν το έλεός του και μας έφερε " μόνος του το αγαθό του δώρο και μας προστάτεψε κ' εμάς και τον Βασιλέα μας, ούτε αυτός ν' αγαναχτήση αναντίον μας, ούτε εμείς εις τον Βασιλέα μας. Και φώτισε και τα δυο μέρη εις-το-εξής θα ζήσωμεν με την ευλογίαν του Θεού ως πατέρας με τα παιδιά. Διώχνομεν αύριον και τους Μπαυαρέζους. Και να είμαστε γενναίοι εις αυτούς, να μην θυμηθή κανένας πάθος από 'μάς να πειράξη κανέναν, ή τον διατιμήση όσο-να πάνε εις την ευκή του Θεού. Τώρα εσείς όλοι οι αγαθοί άνθρωποι να πάγη ο καθένας εις το σπίτι του ν' αφήση τ' άρματα του, καθώς τ' άφησα κ' εγώ και βαστώ εις το χέρι μου το μπαστούνι μου, οπού βλέπετε· και πήρα το σκαλιστήρι μου κ' εργάζομαι εις τον κήπο μου και εις τ' αμπέλι μου κ' ελιές μου, ότι ζυγώνει κι' " ο τρύγος. Αυτά είχα να σας ειπώ, αδελφοί". Σε δυο ώρες δεν έμεινε κανένας" από αυτούς. Φέραμεν και πλοία και μπαρκαρίσαμεν όλους τους Μπαυαρέζους. Τους πήγα εις τον Περαία, οπού είχαν Έλληνες αδικήση, κατατρέξη, χτυπήση- τους μεταχειρίζονταν χερότερα από τους Τούρκους. Δεν στάθη τρόπος να θυμηθή κανένας Έλληνας παραμικρά από αυτά και να κατατρέξουν κανέναν. Τους μπαρκαρίσαμε όλους και πάνε εις την δουλειά τους. Εις τις τρεις ημέρες παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα. Είπα και του Γαρδικιώτη να είναι παρών· ότι παρουσιάστη πρωτύτερα ο Καλλέργης και γονάτισε ομπρός του και του έλεγε να τον συχωρέση δι' αυτό οπού έκαμεν. " Πήρα τον Γαρδικιώτη και παρουσιάστηκα. Του λέγω· "Βασιλέα, παρουσιάζομαι" ομπρός σου και μ' έναν τρόπον με τύπτει η συνείθησή μου και μ' " άλλον μ' αφίνει ήσυχον". Μου λέγει η Μεγαλειότης του· "Πως με τον έναν " " τρόπον σε τύπτει η συνείθησή σου και με τον άλλο σ' αφίνει ήσυχο;"- Θα " σου κάμω την εξήγησιν. Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι· ότ' είχε γένη βάλτος τόσα χρόνια· κ' έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα· κ' ένα μέρος από 'μάς τους ντόπιους κι' από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φκυάρια· κ' έκοψαν όλες αυτές τις ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα 'σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από-μέσα κι' απ'-όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι· κι' όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα τα σοκάκια αυτεινής της πατρίδας τους· και οι χήρες κι' αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν· και οι νειες τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον " καρπόν πολλοί πλάκωσαν· και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς". " Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν -κι' όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι' αυτά τα καλύτερα παληκάρια κι' έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους. Δεν μπορέσαμεν να ιδούμεν κυβέρνησιν από τους δικούς-μας, ηφέραμεν τον Καποδίστρια -κι' αυτός αναμέρησε από την δικαιοσύνη· δυο χρόνια μας κυβέρνησε αγγελικώς, ύστερα, τ' αδέλφια του φταίγαν, αυτός δεν ξέρω. Εσκοτώθη αυτός, διατιμήθη η πατρίδα και διατιμιέται ως την σήμερον, ότι σκοτώθη ο αρχηγός της. Καλά, αυτός εσκοτώθη -απλός Έλληνας, δεν τον ζήτησε κανένας. Αν σκοτωθής η Μεγαλειότη σου, είσαι βασιλέας, θα σε ζητήσουνε οι άλλοι οι βασιλείς· " τότε διατί να χάσουμεν εσένα τον Βασιλέα και την πατρίδα μας; Τέσσερες " φορές σε γλύτωσα εγώ από τον σκοτωμό, μπορούσε κι' άλλος πολίτης να σε γλυτώση άλλες τόσες. Τέλος μπορούσαν κακοί άνθρωποι να 'περισκύσουνε και να γένη το μεγάλο κακό αυτό και να χαθής και να χαθούμεν. Δεν σου " είπα εγώ τι αδικίες κάνουν των αγωνιστών; Και γιόμωσαν οι χάψες από " " τους αγωνιστάς αδίκως, από τις φατρίες των δικώνε μας και της Αντιβασιλείας;" Και πέθαιναν οι αγωνισταί εδώ-μέσα τα παλιοκλήσια από την " ταλαιπωρία κι' από τον βαρύ χειμώνα; Δεν άφησα τον μιστόν μου, μ'-όλον-οπού" " 'μαι κι' εγώ δυστυχής, να μεραστή εις αυτούς; Ότι καθεμερινώς με καταβασάνιζαν" οι άνθρωποι γυρεύοντας μου ελεημοσύνη. Και το έβαλα και εις τον τύπον να το ακολουθήσουν κι' άλλοι οπού 'χουν κατάστασιν, ν' αφήσουν κ' εκείνοι τον μιστόν τους όσο-να λάβη μέτρα η Αντιβασιλεία, να δικιώση τους αγωνιστάς. Κι' αυτό το αθώον κίνημα οπού έκαμα το έκαμαν έγκλημα ο Κωλέτης και η Αντιβασιλεία και θα με πήγαιναν εις το Παλαμήδι, και η Μεγαλειότη σου με γλύτωσες. Δεν σου είπα ο Αρμασπέρης τι έκαμεν εδώ με τους οπαδούς του, οπού γύμνωσαν το κράτος σου, και σου 'στειλα κι' αναφορά όταν ήσουνε εις την Μπαυαρία, και το 'μαθε ο Αρμασπέρης και με κιντύνεψε " και ήμουν ρέστο όσο-οπού κόπιασες; Αυτές κι' άλλες πλήθος αδικίγες" εγένονταν και γένονται. Και η αγανάχτηση ήταν εις την Μεγαλειότη σου. Τότε καμπόσοι άνθρωποι μιλήσαμεν κ' έγινε αυτό, να δώσης εκείνο οπού 'χες υποσκεθή όταν κόπιασες. Δόξαζε τον Θεόν οπού έγινε με την ευλογία του, και δεν σου πειράχτη ένα φύλλο από το περιβόλι σου. Φύλαξες τα βασιλικά σου δικαιώματα και το έθνος απόχτησε τα δικά-του. Βάστα τον βασιλικόν σου λόγο και την υπογραφή σου, κι' όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πεθαίνομεν δια το νύχι σου εις την πόρτα του παλατιού σου! -Μου είπε, " εγώ θέλω βαστάξη όλα όσα υποσκέθηκα κ' υπόγραψα". Τον εχαιρέτησα " κ' έφυγα. Η νέα κυβέρνηση διάταξε να γένουν εις το Κράτος οι εκλογές των πληρεξουσίων κατά τον πληθυσμόν κάθε επαρχίας. Διόρισαν κ' εμένα πανψηφεί από την πατρίδα μου Λιδορίκι κι' από-'δω από την Αθήνα. Είχαν ευκαρίστησιν και οι Αρτηνοί οπού 'ναι εις την Πάτρα κι' αλλού να με κάμουν. Μαθαίνοντας ότι έγινα από αυτά τα μέρη διόρισαν το Μόστρα και του είπαν ν' αγροικέται και μ' εμένα, να πηγαίνωμεν σύνφωνοι. Η γνώμη του Μεταξά ήταν να βάλωμεν και τον Λεβίδη και Φιλήμονα, τους τυπογράφους του. Εγώ του είπα αθώα να μην πειράξωμεν τους Αθηναίους και τους αγαναχτήσωμεν- να τους έχωμεν βοηθούς σε κάνα περιστατικόν, ότι πίσου είναι τα δεινά μας. Έμεινε η καρδιά του εις αυτό. Μπήκε ο Καλλεφουρνάς, ο Βλάχος, ο Βρυζάκης κ' εγώ. Οι πολίτες της πρωτεύουσας όλοι πρόσφεραν χρήματα να φκειάσουν δυο σπαθιά του Καλλέργη κ' εμένα. Εγώ είπα ας φκειάσουν δυο σπαθιά και να γράψουν όλα τα 'νόματα των αξιωματικών οπού λάβαν μέρος εις την μεταβολή και να τ' αφιερώσουν σε μίαν εκκλησία. Συνάχτη και το Δημοτικόν Συνβούλιον κ' έκαμεν μίαν πράξη -ήμουν εγώ πρόεδρος του Συμβουλίου -με διόρισαν αρχηγόν τους, των Αθηναίων, και υποαρχηγούς τον Γιάννη-Κώστα και Καλλεφουρνά. Έγινε και πράξη -εις το σπίτι μου, οπού άρχισε από εκεί το κίνημα του Συντάματος, 'σ εκείνη την πιάτζα οπού 'ναι μπροστά-εις το σπίτι μου και Νοσοκομείον, να γένη ένα τρόπαιον και να γραφτούν όλα τα 'νόματα. και να λέγεται κι' ο δρόμος αυτός οδός Μακρυγιάννη. Εγώ τους είπα ας ξοδιαστούν τα χρήματα 'σ εκείνο το τρόπαιον, ή ας γένη ένα 'σ την πιάτζα του Παλατιού. Αυτείνοι δεν θέλησαν σε κάνα μέρος. Έφκειασαν ένα σπαθί του Καλλέργη, και τ' άλλα τα χρήματα τα 'φαγε ο Λεβίδης. Βοηθούσαν τον Καλλέργη ότ' ήταν το σύστημά τους. Άρχισαν να φατριάζωνται -τα παλιά συνειθισμένα. Τότε, σαν δεν θέλησα να γένη ο Ζωγράφος υπουργός, δια τα αίτια οπού σημείωσα, κι' ο Λεβίδης κι' ο Φιλήμονας πληρεξούσιοι των Αθηνών, άρχισαν να με βαρούν με τους τύπους τους. Πάγω μίαν ημέρα εις τον Μεταξά, ήταν κι' ο Καλλέργης, " τους λέγω· "Τι με βαρούνε αδίκως αυτείνοι οι τύποι της συντροφιάς μας;" " " Ο κύριος Μεταξάς μου αποκρίνεται θυμωμένος και μου λέγει· "'Οποιος δεν " του αρέση ας κάμη όπως θέλη. -Του λέγω, αυτόν τον λόγο θα σου τον έλεγα εγώ ο στρατιωτικός και να τον χωνέψης εσύ ο πολιτικός. Ας γένω εγώ εσύ κ' εσύ εγώ. Τι στοχάζεσαι, κύριε Πρωτοϋπουργέ, ότι τελείωσαν τα δεινά " μας και 'νεργάτε διχόνοιες; Πρέπει να 'χετε περισσότερη αρετή και γνώση. " Θα μας κιντυνέψη εκείνος οπού πήγαμεν και τον κλείσαμε μέσα-εις το παλάτι του κ' υπόγραψε στανικώς το Σύνταμα. Θα μας κιντυνέψουν δικοί-μας αντίζηλοι, θα μας κιντυνέψουν οι ξένοι -ότι το Σύνταμα το δικό-μας είναι ξεβράκωτο -κι' ας σας ποτίζουν σαμπάνιες τώρα και συχνά τραπέζια οπού τρώτε. Εγώ, και με προσκάλεσαν τόσες φορές, δεν ζύγωσα εις κανέναν, ούτε θα ζυγώσω ποτές. Το δίχτυ οπού 'ρριξα εγώ κι' αγωνιζόμουν τόσα χρόνια- το ψάρι οπού 'θελα το 'πιασα· δεν ματαζυγώνω σε κανέναν από αυτούς. Και ξέρω πόση αρετή θυσιάζει καθένας δια την πατρίδα μου και πόση θα θυσιάση και εις-το-εξής. Αυτά είναι όλα, κόντη μου, κι' άλλη βολά δεν ματαζυγώνω " εις τ' αρχοντικό σου". Τότε μετανόησε και πήρε την συχώρεση· κ' έμεινα " εις την φιλία μας με την ίδια 'λικρίνεια οπού είχα. Όμως το πρόβατο είναι πρόβατο και σε μαντρί ζη, και το γουρούνι πάντοτες γουρούνι και εις τα ξένα σοκάκια γκεζεράγει. Ήρθε κι' ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα τον είδα, ήρθε και εις το σπίτι μου. Είναι ευκαριστημένος πολύ δια την μεταβολή οπού 'γινε. Ήρθε κι' ο Κωλέτης, οπού ήταν πρέσβυς εις τη Γαλλία. Πήγε εις τον Βασιλέα· από εκεί ήρθε εις το σπίτι μου. Του είπα· Κύριε Κωλέτη, εξ-αρχής ήμασταν στενοί φίλοι. Ύστερα μαλλώσαμεν δια την πατρίδα μας. Ότι πόσα καλά και κακά της κάμαμεν τα γνωρίζεις και τα γνωρίζω· και δι' αυτά 'γγιχτήκαμεν. Τώρα οπού κόπιασες να θυσιάσης αρετή και πατριωτισμόν, ότι ηλικιώθης, καζάντησες και δοξάστης από αυτείνη την πατρίδα. Ήσουνε σε ένα φωτισμένο έθνος τόσα χρόνια πρέσβυς, είδες πως διοικούν την πατρίδα τους εκείνοι· να διοικήσης κι' εσύ συνφώνως με τον Μεταξά, με τον Μαυροκορδάτο κι' άλλους να γένωμεν κ' εμείς έθνος κατά τους αγώνες μας. Πάψετε εις-το-εξής τις διχόνοιες αναμεταξύ σας και να μονοιάσωμεν όλοι. Τούτο οπού 'γινε, το Σύνταμα, δεν είναι έργο ούτε του Μεταξά, ούτε εμένα, ούτε των αλλουνών, είναι έργο του Θεού· ελυπήθη αυτό το δυστυχισμένο έθνος, οπού 'χυσε τόσα αίματα από τους συχνούς εφύλιους πολέμους και συντάματα. Δεν είναι τούτο το Σύνταμα σαν τα δικά-μας, οπού χάνονταν τόσοι άνθρωποι και γυμνώνονταν οι κάτοικοι από πλούτη και τιμή. Εκείνα ήταν δικά-μας συντάματα· τούτο είναι του Θεού και δεν μάτωσε μύτη, ούτε πειράχτη κανένας άνθρωπος σε όλο το Κράτος. Συνακουστήτε όλοι να κάμωμεν φρόνιμη Συνέλεψη, να σωθούν τα δεινά της πατρίδος και του Βασιλέα μας. Κάμε πράματα καλά να σε συχωράνε οι πατριώτες σου· αν κάμης κακά, θα χέζουν εις το μνήμα σου -και εις το " δικό-μου, αν κάμω κακά". Υποσκέθη ότι εις-το-εξής θα είναι καθαρός πατριώτης" κ' επιθυμάγει την ένωση και με το Μεταξά και με τους άλλους. Οι νέοι κυβερνήται μας άρχισαν να διαιρούνται κι' από τα δικά-τους αιστήματα κι' από των ξένων την αρετή και νιτερέσια τους. Τα τραπέζια οπού κάνουν οι πρέσβες της Αγγλίας και της Γαλλίας και οι άλλοι και τα καθεμερινά προσκαλέσματα 'σ τους πληρεξούσιους -ένας τους αφίνει, ο άλλος τους προσμένει -αυτά τα τραπέζια πολύ γλύκαναν τους συντρόφους μας και καταξοχή τον Λόντο και Καλλέργη. Κι' ο Παλαμήδης πολύ αχαραχτήριστος κι' αυτός· στάθη το σκάνταλο σε όλους. Και εις το Κράτος δεν γράφει να γένωνται οι εκλογές κατά τον πληθυσμόν του κάθε μέρους. Αφού ήρθε ο φίλος του ο Κωλέτης και η θέληση του Πισκατόρη -άλλαξαν τα μυαλά του και " γράφει εις το Κράτος "κάμετε και μια και δυο και τρεις εκλογές". Κι' αυτά" είναι μπερμπάντικα πράματα. Θέλει αυτό το Σύνταμα να το καταπατήση με τις συβουλές του παλιού του φίλου Κωλέτη, σαν εκείνα τα συντάματα τα περασμένα, οπού αφανίζονταν όλος ο τόπος. Και τούτοι οι δυο οπού 'ρθαν τώρα, Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, 'σ εμάς κάνουν τον φίλο κι' απόξω με τους ντόπιους φίλους του και με τους Πρέσβες 'νεργούνε να κάμουν κόμματα και φατρίες -αυτά μαθαίνομεν. Και είπα του Μεταξά κι' αλλουνών να 'μπη κι' ο Κωλέτης εις την Κυβέρνηση κι' ο Μαυροκορδάτος και με χίλιες προσπάθειες τρόμαξαν να δεχτούνε. Άρχισαν να υποκινούν συχνές οχλαγωγίες, να διατιμούν τους παλιούς υπουργούς και πηγαίνω καθεμερινώς και διαλώ αυτό με λόγια πατριωτικά. Και οι ευλογημένοι οι πολίτες της πρωτεύουσας, αφού ακούνε πατριωτικές συβουλές, μ' ακούνε και διαλυώνται. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης 'ρέθισε τους στρατιωτικούς κι' άλλους πολλούς μ' επίβουλον σκοπόν. Κι' αυτό το 'μαθε η Κυβέρνηση και μίλησε με τον Βασιλέα δι' αυτόν. Και τον απόβαλε ο Βασιλέας οπού τον είχε 'πασπιστή. Ζήτησε η Κυβέρνηση και τον έκαμεν εξορία δια την Μπαυαρία, κι' όσο-να κατεβή κάτου-εις τον Περαία συντροφιασμένος με τον Τζαβέλα, υποκίνησαν τον λαόν οι ανόητοι και κόντεψαν να τους σκοτώσουν εις τον δρόμον και τους δυο. Και είχαν ετοιμάση ανθρώπους και εις τον Περαία, κι' εκεί πάθαν τα ίδια. Και γύρισαν οπίσου και κρυφίως εις τους Τρεις-Πύργους μπαρκαρίστη ο Γενναίος κι' εσώθη. Εγώ ήμουν αστενής· μαθαίνοντας αυτά μίλησα φρόνιμα " σε πολλούς· "δεν είναι καλή η οχλαγωγία· σήμερα το κάνουν αυτεινών" " κι' αύριο θα το πάθωμεν εμείς". Ήθα κάμουν εξορία και τον Γαρδικιώτη, " και τον πήρα απάνου μου και δεν άφησα να του κάμουν τίποτας. Άνοιξε η Συνέλεψη κι' άρχισε τις εργασίες της. Όλοι οι Πρέσβες μέσα ο Λάγυνης με τους ανθρώπους της πρεσβείας του, ο Πισκατόρης, ο Πρόκενς της Αούστριας και οι άλλοι με τους οπαδούς τους. 'Ρεθίζουν αυτοί τους πληρεξουσίους και δεν τους αφίνουν ήσυχους· και φεύγοντας από την Συνέλεψη τους έχουν έτοιμον το τραπέζι, το βράδυ, λαμπρό, και σιαμπάνιες κι' άλλα πιοτά. Είναι η αλήθεια, της Ρουσσίας ο πρέσβυς ή άλλος από την ρούσσικη πρεσβεία δεν ζύγωσε εις την Συνέλεψη όσο-οπού διαλύθη. Αφού μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρά πράματα εις την Συνέλεψη, έλεπες από αυτούς κι' από τους οπαδούς τους πολλοί φέρναν την Συνέλεψη άνου-κάτου. Τότε μιλώ με τον " Κριτζώτη, με τον Γρίβα, με τον Ίσκο κι' άλλους, τους λέγω· "Αδελφοί, " αν θέλωμεν να κάμωμεν νόμους στέρεους δια την πατρίδα μας και με ησυχία, πρώτο να ειπούμε του υπουργού του Πολέμου να μην κάμη καμμιά βαθμολογία όσο-να τελειώση η Συνέλεψη. Τότε να διοριστή μια επιτροπή να δικιώση τους ανθρώπους, εκείνους οπού τους ανήκει. Τώρα να μείνη, να μην πέσουμε σε διχόνοια και φατριαστούμεν· και δεν θα γένουν κι' άνθρωποι του Αγώνος· θα βάλη ο καθείς τους κόλακάς του και θα κάμωμεν ό,τι κάμαμεν ως τώρα· και θα διαιρεθούμεν. Πρώτο να κάμωμεν αυτό. Δεύτερον, να σας ειπώ· ο Καλλέργης τον διόρισε η Κυβέρνηση αρχηγόν όλων των στρατεμάτων της πρωτεύουσας. Εμείς να κάμωμεν μίαν φρουρά της Συνελέψεως από την Ρούμελη, από την Πελοπόννησο, από την Σπάρτη, από τα νησιά· να είναι πολίτες και στρατιωτικοί χίλιοι, δυο-χιλιάδες, να γένη μια δύναμη εθνική κι' ανεξάρτητη, να μην 'πηρεάζεται η Συνέλεψη από καμμιά φατρία, ούτε από ντόπιους, ούτε από ξένους. Και μη στοχάζεστε ότι θέλω να μπω εγώ αρχηγός· βάλτε όποιον θέλετε. Εγώ είμαι σύνφωνος και τον βοηθάγω και μ' Αθηναίους, αν Θελήση. Όμως αυτό να γένη, ότι είναι πολύ αναγκαίον να είναι δυναμωμένη η Συνέλεψη. Δεν θέλησε κανένας ν' ακούση τίποτας από αυτά οπού τους είπα. Το 'μαθε ο υπουργός του Πολέμου κ' έστειλε και με φώναξε και μου είπε αυτά να μη ματά τα ειπώ και 'ρεθίζονται οι πληρεξούσιοι. Άρχισε τις βαθμολογίες και δεν άφησε κανέναν παραλυμένον οπού να μην τον βαθμολογήση από τους φίλους του κι' αυτεινών, οπού τους μιλούσα πατριωτικά. Τότε άρχισαν οι διχόνοιες. Τότε, σαν είδαν οπού τους έλεγα αυτά δια-να κάμωμεν πατριωτικά πράματα, καμπόσοι από αυτούς, κι' ο Καλλεφουρνάς σύνφωνος, ήθελαν να κάμουν ταραχές κι' αναρχίες εις την πρωτεύουσα. Ο κόσμος όλος μ' υπολήπτετον, μ' αγαπούσαν, ότι τους μιλούσα την αλήθεια και ήθελα την ασφάλειά τους και χάλαγα τα σκέδια εκεινών και την κακή τους θέληση. Τότε αυτείνοι, δια-να με κατηγορήσουνε εις το κοινό, βάνουν εις τον τύπο ότι ο Μακρυγιάννης πήρε εικοσιπέντε-χιλιάδες δραχμές, ο Μακρυγιάννης πήρε ένα κάρρο χρήματα ασημένιες ταμπακέλλες, από τους ξένους. Βλέπω αυτά, μιλώ εις την Συνέλεψη ο 'σαγγελέας να πιάση τον τυπογράφο να ιδούμεν ποιος μο' 'δωσε αυτά τα πλούτη. Μίλησαν του 'σαγγελέως- κι' αυτός σύντροφος αυτεινών. Έβαλαν εις τον τύπο ότ' ήταν ψέματα όλα. Πήγα εις την Μεγαλειότη του τον Βασιλέα μας. Μου είπε ότι· " Είχες έναν όρκο με υπογραφές; -Είχα, του λέγω. -Να μου τον δώσης να " " ιδώ τους ανθρώπους. -Τι τους θέλεις να τους ιδής; -Να τους ξέρω, να τους" βάλω εις 'πηρεσία. -Δεν τον δίνω τον όρκον. Εκείνοι οπού με μπιστεύτηκαν και μο' 'δωσαν την υπογραφή τους ήξεραν ότι δεν θα τις δώσω αλλουνού- " τότε είμαι άτιμος άνθρωπος". Κ' έφυγα. " Αφού οι ξένοι κι' όλοι οι οπαδοί τους μάθαν οπού οργάνιζα τόσα χρόνια το Κράτος κι' όρκιζα τους ανθρώπους και τους έδενα με υπογραφές, τους κακοφάνη πολύ -διατί δεν βάργα τα τούμπανα να το μάθουν, να με βάλουν εις την τζελατίνα! Έμεινε μυστικόν και το ανασπάστηκαν όλοι οι Έλληνες και δεν έμεινε καμμιά επαρχία, ότι σε όλες ήταν άνθρωποι ορκισμένοι· κι' έγεινε με την ευλογίαν του Θεού -και δι' αυτό πικραίνεται τώρα ο Κωλέτης και η συντροφιά του, ότι δεν ήταν σαν το δικό-του σύνταμα, να χυθούν τόσα αίματα και ν' αφανιστούν οι κάτοικοι. Και βαίνουν τώρα εις τον τύπον ότι αγοράστηκα με κάρρα γιομάτα χρήματα, οπού δεν τα 'χει κι' ο Βασιλέας τόσα χρήματα· και αν ξέρω παρόμοιον, του Θεού ψυχή να μη δώσω. Να γένω προδότης της πατρίδος μου και θρησκείας μου, οπού αφάνισα το σπίτι μου κι' άφησα δυστυχισμένα τα παιδιά μου τόσα χρόνια -και θα γένω προδότης τώρα και πουλημένος! Αφού δεν μπόρεσαν να μου κάμουν τίποτας μ' αυτά, σκεδιάζουν να γένη μια οχλαγωγία την νύχτα και να πάγω εγώ να την σβέσω, να με δολοφονήσουν. Μίαν ημέρα έρχεται ένας άνθρωπος εις το σπίτι μου και μου " λέγει· "Θέλω κάτι θα σου ειπώ· ορκίσου να μη με προδώσης και χάνομαι". " " Ορκίστηκα. Μου λέγει· "Είσαι τίμιος άνθρωπος και δεν επιθυμώ να χαθής. " Τούτες τις ημέρες θα γένη μια οχλαγωγία, και θα γένη την νύχτα· και θα πας να την ησυχάσης· και είμαστε πέντε πλερωμένοι να σε δολοφονήσωμεν. Είμαι κ' ένας εγώ. Ούτε τους ανθρώπους σου προδίνω, ούτε εκείνους οπού μας βάλαν. Τούτον μόνον σου λέγω· αν γένη νύχτα είτε και ημέρα, να μην πας, " ότι θα χαθής, και μου κακοφαίνεται". Εγώ το πήρα ως παραμύθι. Σε έξι ημέρες" 'νεργούνε του Ράλλη, του πρωτοϋπουργού πριν της μεταβολής, και του κάνουν μπλόκο· μαζώχτη όλος ο λαός και του αφάνισαν το σπίτι απόξω πετάγοντας πέτρες την νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν να πάγω να σβέσω το κακό. Δεν πήγα. Μου παράγγειλαν πολλές φορές, δεν πήγα. Λυπήθηκα τον άνθρωπον κι' έστειλα τον Γιάννη-Κώστα, και τον έσωσε. Και τον έχω φίλο ως σήμερα. Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κι' όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Το 'καμαν αυτόχτονας κι' ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών -συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ' άλλους. Ήταν αυτά σκέδια των ξένων δια-να μας λευτερώσουνε, και καταξοχή των ευεργέτων μας Άγγλων· είχαν τόσα στρατέματα εις τους Κορφούς έτοιμα και γύρευαν όλο τοιούτες διαίρεσες, να πιαστούμεν αναμεταξύ μας, να 'ρθουν να μας λευτερώσουν με τα στρατέματά τους κι' εμάς και τον Βασιλέα. Κι' άλλα λένε εκεινού, άλλα εμάς· και με την παραμικρή τρέλλα αναμεταξύ μας να κάμουν απόβαση. Ενέργησαν πρώτα με το κεφάλαιον της θρησκείας -εκόπηκαν όλοι οι οπαδοί των ξένων· του-κάκου κοπιάσαν. Ύστερα από μεγάλες συζήτησες λέγει ο Μεταξάς να το βάλωμεν εις την ψηφοφορία. Τότε οι ευλογημένοι πληρεξούσιοι είπαν πανψηφεί. Και φαρμακώθηκαν όλοι. Ο Καλλέργης, οπού ήταν αρχηγός εις τα πάντα με την συντρομή των Πρέσβεων -πήρε και καμμιά ογδοηνταριά-χιλιάδες δραχμές από την Κυβέρνηση -γύρισε με τους ξένους κι' αστόχησε την Τρίτη-Σεπτεβρίου. Γύρισε αυτός κι' ο Λόντος κι' άλλοι. Συχνές συναστροφές και τραπέζια. Θέλουν να τον βάλουν και φρούραρχον της Συνέλεψης -και δια-να 'πιτύχουν αυτό αφανίστηκαν εις τα τραπέζια οι Πρέσβες κάνοντας των πληρεξουσίων. Μίαν ημέρα ο φίλος του Καλλέργη και των Πρέσβεων ο Πετζάλης, πληρεξούσιος από την Χαλκίδα, σύντροφος του Κριτζώτη, κάνει έναν λόγον εις το βήμα και προτείνει ότι όποια συζήτηση είναι εις την Συνέλεψη δια τα πράματα τα γενικά να είναι φανερή η ψηφοφορία· εις τα προσωπικά ζητήματα να είναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν όλοι την πρότασή του. Την άλλη ημέρα πάλε κάνει έναν λόγον κι' εγκωμιάζει τον Καλλέργη δια τις αρετές του και τις 'πηρεσίες του προς την πατρίδα, και δι' αυτά όλα να τον διορίσουνε φρούραρχον της Συνελέψεως. Παραδέχτη κι' έγινε. Ο Γρίβας, ο Κριτζώτης και οι άλλοι στρατιωτικοί κολακεύονταν από τον Καλλέργη και ήταν αναντίοι εμένα. Και δια 'κείνο δεν δέχτη κανένας από αυτούς όσα τους μίλησα δια-να κάμωμεν φρουρά εθνική απ' ούλο το κράτος. Κι' αυτό έμαθε η Κυβέρνηση κ' έπεσα εις την οργή της. Ο γέρο Πανούτζος Νοταράς, αξιοσέβαστος άνθρωπος, ήταν Πρόεδρος της Συνελέψεως· και πάντοτες εις τις Συνέλεψες ήταν πρόεδρος. Τότε ήταν νεώτερος κ' έκανε αυτά τα χρέη· τώρα τον φορτώθηκαν τα γερατειά και δεν μπορεί. Ζητούνε αυτείνη την θέση πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί- κι' ο Γρίβας κι' ο Κριτζώτης· και θέλουν και την συντρομή του Καλλέργη, ότι κι' αυτείνοι βοήθησαν κ' έγινε φρούραρχος. Την θέλει την θέσιν του προέδρου ο Κωλέτης, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος, ο Μεταξάς, ο Παλαμήδης κι' άλλοι πολλοί τοιούτοι. Εγώ, όταν πρωτοσυνάχτηκαν οι πληρεξούσιοι εδώ, ήταν και πολλοί από 'κείνους οπού 'χα εις τον όρκον· αυτεινούς κι' άλλους οπού τους είχα 'μπιστοσύνη, τους σύναζα και τρώγαμεν εις το σπίτι μου· και τους " μιλούσα πατριωτικά και φρόνιμα -"τώρα είναι εις το χέρι των αγαθών πατριώτων" " να 'μαστε σύνφωνοι, να κάμωμεν πατριωτικά πράματα". Έφκειασα " κ' έναν νέον όρκον και τον υπόγραψαν καμμιά εικοσιπενταριά· και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε δια τον πρόεδρον όσοι είχαν αυτείνη την επιθυμίαν ήρθαν εις το σπίτι μου να τους συντρέξω. Στοχάστηκα, να βγάλωμεν τον Πρόεδρο τον γέρο Νοταρά κι' ατιμία κι' άδικον· να μείνη, δεν αξίζει. Να μπη ένας, θα φέρωμεν διχόνοιες -να μπούνε τέσσεροι αντιπρόεδροι και οι καλύτεροι· κι' έχοντας αυτείνοι την φιλία των ξένων, να μη γένωνται αντενέργειες από αυτούς και διγαίρεσες αναμεταξύ μας. Έκρινα εύλογον να μπη ο Μεταξάς, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος κι' ο Κωλέτης, δυο Σεπτεβριανοί και οι άλλοι δυο· και να μείνη κι' ο Πανούτζος εις την θέση του. Μίλησα με καμπόσους από τους φίλους μου, τους άρεσε αυτό. Σηκώθηκα την αυγή πήγα εις τον Πρωτοϋπουργό Μεταξά· τους ηύρα αυτούς όλους καταλυπημένους, ότι έμαθαν αυτεινής της θέσης βήκαν πολλοί μουστερήδες και δεν θα 'πιτύχη κανένας από τους δικούς-τους. Τους είπα την γνώμη μου να γένουν οι τέσσεροι και να μείνη κι' ο Πανούτζος. Κι' αν το δέχωνται, να μου δώσουνε και τον λόγον της τιμής τους ότι θα ενωθούν και οι τέσσεροι και θα τηράνε τα συνφέροντα της πατρίδος " μας κι' όχι τα ξένα. "Αυτό γένεται, μου είπαν· όμως δεν θα 'πιτύχωμεν, ότι" διαίρεσαν τους πληρεξουσίους ο Κριτζώτης κι' ο Γρίβας και οι άλλοι.- Εγώ το παίρνω απάνου μου, τους είπα, και θα μιλήσω φανερά και θα προτείνω τα 'νόματά σας· κ' εσείς εις την Συνέλεψη, αφού μιλήσω εγώ πρώτα, να υποσκεθήτε " ότ' είστε κ' οι τέσσεροι μονοιασμένοι". Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό," και σηκωθήκαμεν και πήγαμεν εις την Συνέλεψη. Ζήτησα ο πρώτος τον λόγον " από τον Πρόεδρο και λέγω· "Συνάδελφοι κύριοι πληρεξούσιοι! Ο αξιοσέβαστος" Πρόεδρος πάντοτες 'σ τον καιρό της επανάστασής μας δια τις αρετές του ετιμήθη από την πατρίδα μ' αυτείνη την θέση του Προέδρου· αλλά τότε ήταν νεώτερος και υπόφερνε τους κόπους· τώρα είναι πολύ γέρων και η θέση αυτείνη θέλει εργασία. Δια τούτο προτείνω να μείνη εις την θέση του, αλλά να γένουν και τέσσεροι αντιπροέδροι. Κρίνω εύλογον -λέγω την γνώμη μου- " να μπουν οι κύριοι Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Μεταξάς και ο Λόντος"." Τότε σηκώνεται ο Πετζάλης και μ' αντιπολεμεί· ότ' είχε νιτερέσιον με τους άλλους και 'νεργούσαν μυστική την ψηφοφορία. Και είπε ότι αυτά είναι πρόσωπα κι' αποφασίστη να είναι μυστική η ψηφοφορία. Τότε πήρα τον λόγο " πίσου και του αντιμίλησα. Είπα· "Ο κύριος Πετζάλης το έκαμε· "δάσκαλε " " οπού δίδαχες και νόμον δεν εβάσταγες". Μόνος-του έκαμε τον νόμον και μόνος-του" τον πάτησε. Εχτές με την πρόταση δια τον διορισμό του κυρίου Καλλέργη φρουράρχου της Συνελέψεως, όνομα προσώπου ήταν κι' εκείνο καθώς ετούτα. Θα τον χτυπούσα εχτές, όμως να μην ειπήτε ότ' είμαι αντίζηλος του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Έχει ένα προτέρημα ο Κύριος Πετζάλης, ότι είναι διπρόσωπος. Όποτε είναι πατριωτικά ζητήματα βγαίνει έξω και πίνει το τζιγάρο του· κι' όταν είναι φατριαστικά και συνφέροντά του έρχεται και κάνει νόμους -και τους χαλάγει μόνος-του, αλλά θέλει να τους φυλάξουν " οι άλλοι". Τότε μίλησαν ο Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης και Λόντος " πολλά δια την ένωσή τους χάριν της πατρίδος. Πήραμεν την πολυψηφία· και διορίστηκαν και οι τέσσεροι· κι' ο Πανούτζος έμεινε εις την θέση του. Οχτώ ημέρες κάμαν μονοιασμένοι, και ύστερα πήρε καθείς τον δρόμο του και την φατρία του· και κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αυτό λυπήθηκα πολύ. Δια-να τους ενώσω πίσου κάνω ένα τραπέζι και τους παίρνω όλους και τους πληρεξούσιους οπού ήταν μαζί μου. Φάγαμεν· εις το τραπέζι απάνου με ήθελε ο καθένας με το μέρος του. Και τους άφησα όλους· και τους έπιασα οχτρούς. Και ηύρα τον διάβολό μου. Ο Παλαμήδης, ο Κριτζώτης, ο Γρίβας, Πετζάλης κι' άλλοι προκομμένοι τράβαγαν ένα κόμμα· ήθελαν να γένη μια Βουλή, όχι Γερουσία. Κι' αυτό δεν το 'καναν με 'λικρίνεια, αλλά να γένη αναρχία. Είχαν και με το μέρος τους ως τριάντα ψήφους απάνου-κάτου. Πήγα μίαν ημέρα εις τον Βασιλέα, με ρώτησε τι γνώμη είμαι δια τις Βουλές. Του είπα μια να γένη, ότ' είναι φτωχό το έθνος και δεν υποφέρνει έξοδα. Μου είπε τα αίτια οπού δεν μπορούμεν να κάμωμεν με μία. Είχα ρωτήση και γνωστικούς κι' αδιάφορους ανθρώπους και μου είπαν κι' αυτείνοι τα ίδια. Εμείς οι δυστυχισμένοι δεν τα γνωρίζομεν αυτά. Τότε λέγω του Βασιλέα αν γένουν δυο, παραπάνου από δεκαπέντε γερουσιασταί να μην γένουν. Η Μεγαλειότης του έμεινε ως τους εικοσιέναν το-πολύ. Ηύρα κι' άλλους αδιάφορους, μίλησα δι' αυτό, μου είπαν είναι καλό. Έκαμα μίαν έκθεσιν, την έβαλα εις τον τύπο και είπα την γνώμη μου. Έμεινε δια το παρόν αυτό, ότ' ήταν άλλα ζητήματα. Αφού Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνάς και οι άλλοι είχαν λίγους συντρόφους κ' εγώ 'γγίχτηκα και με τους άλλους, μόνον με το Μεταξά μιλούσα και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλώ και με τον Κριτζώτη κι' άλλους να πηγαίνωμεν σύνφωνοι όλοι πατριωτικώς και να μπορέσωμεν να λάβωμεν την πολυψηφία να τράμεν τα συνφέροντα της πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Ήταν ένα ζήτημα μια ημέρα, μίλησα. Εκεί πήραμεν εκατόν-ογδοήντα ψήφους· πήραμεν την πολυψηφία. Ακολουθήσαμεν αυτό καμπόσες ημέρες, και πάλε αυτείνοι το χάλασαν. Τραβήχτηκα κι' από αυτούς. Αφού ο Καλλέργης έλαβε την φρουραρχίαν της Συνέλεψης και οι Αντιπρόεδροι έφυγαν από τον δρόμο τους, καταξοχή Μαυροκορδάτος, Λόντος και Κωλέτης -ήταν παιδιά των ξένων και πολύ κολάκευαν και τον Βασιλέα -παράλυσαν την Συνέλεψη. Μπαίναν άνθρωποι από το ακροατήριον, οδηγούσαν τους πληρεξούσιους και τους κατακομμάτιαζαν. Αφού τους ανακάτωναν αυτείνοι, μπήκαν και οι αξιωματικοί του Καλλέργη κι' αρχίσανε να βρίζουν τους πληρεξούσιους και να τους κάνουν φοβερισμούς πολλούς. Κάτι θέλησε να κρίνη ο Κριτζώτης κι' ο Γρίβας κι' άλλοι, ρίχτη απάνου τους ο φίλος τους ο Καλλέργης κι' άλλοι αξιωματικοί. Πήγα εκεί, τρόμαξα να τους ξεχωρίσω· όμως πολύ αναμμένοι ο Καλλέργης και οι συντρόφοι του οι αξιωματικοί. Άλλη φορά διάλυσε ο Πρόεδρος την Συνέλεψη και φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι. Την άλλη ημέρα θα 'χαμεν καυγά. Ελέπετε ένα θόρυβο- ανακατώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, άλλοι υπέρ κι' άλλοι κατά. Το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ, περνώντας τα μεσάνυχτα, όσο-να φύγουν οι άνθρωποι από το σπίτι μου· κάνα δυο ώρες να φέξη, εκεί-οπού κοιμώμουν, ακούω να μου λένε· " Σήκου, τι κοιμάσαι; Ότι δεν είστε καλά· κιντυνεύετε! Ξύπνησα. Είπα " η υποψία μου δίνει αυτές τις παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε το-ίδιον. Πάλε κοιμήθηκα. 'Σ το τρίτο μου δίνει έναν χτύπον, έτζι μου 'ρθε, μου λέγει· Σήκου! Τότε σηκώθηκα, φώναξα τα παιδιά, τους στρατιώτες οπού 'χα, " τους λέγω· "Εσύ κ' εσύ να πάτε να ειπήτε των 'πιτρόπων των εκκλησιών " να ειπούνε των πολιτών καθείς εις την ενορία του να μην πάνε κανένας εις τα χτήματά τους ή 'σ άλλη τους δουλειά· να κάτζουν εις τα σπίτια τους με τ' άρματά τους όλοι- να μη βγη κανένας έξω μ' όπλα όσο-να σας μιλήσω " εγώ τι να κάμετε". Στέλνω άλλους εις τους πρωτοσιναφιτζήδες να μιλήση " καθένας εις το σινάφι του να μην ανοίξουν τ' αργαστήρια, μόνον τις πόρτες· να 'χουν τ' άρματά τους. Στέλνω άλλους εις τον Γρίβα και 'σ άλλους να συναχτούν ξημερώνοντας εις του Κριτζώτη το κονάκι όσο-να πάγω κ' εγώ. Πήγαν οι άνθρωποι παντού και μίλησαν· κι' ακολούθησαν ό,τι τους παράγγειλα. Την αυγή πήγα 'σ του Κριτζώτη· συνάχτηκαν όλοι. Άρχισε ο Γρίβας με τον Κριτζώτη να μου μιλούν αναντίον του Καλλέργη κι' αξιωματικών " του. Τότε τους λέγω· "Τι σας είπα εγώ δια-να μην πάθωμεν αυτά; Σας " είπα να κάμωμεν την φρουρά την εθνική και να βάλετε όποιον θέλετε από σας αρχηγόν. Εσείς υποπτευτήκετε να-μην μπω εγώ, το είπετε του Λόντου και Καλλέργη και των αλλουνών και με πήραν 'σ την οργή τους. Και γέλασαν κ' εσάς κ' έκαμαν τον Καλλέργη παντοδύναμον· το' 'δωσαν και του δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινώς -κάνει τώρα ό,τι θέλει. -Μου λένε, εμείς " σε πήραμεν εις τον λαιμό μας. -Εμένα πήρετε εις τον λαιμό σας; Πήρετε " την πατρίδα γενικώς και του-λόγου-σας· και που θα καταντήσουμεν ο Θεός " το ξέρει". Τότε τους είπα το σκέδιο οπού έκαμα· και παράγγειλα και του " Γιάννη-Κώστα κι' άλλων αξιωματικών να συνάξουν όσους στρατιώτες είναι εις την πρωτεύουσα και φερμένοι από τ' άλλο το κράτος, να 'χουν τα σπαθιά τους και τις πιστιόλες τους κρυμμένες, και να μαζωχτούν εις την Συνέλεψη οπού είναι η βάρδια και καμμιά 'κοσαριά να πιάσουν άξαφνα τα σπίτια του Καρατάσιου, του Κολοκοτρώνη, του Μεταξά, του Λόντου, όσα σπίτια είναι κοντά-εις την Συνέλεψη. Και να είναι μυστικό αυτό, από 'νας-δυο αξιωματικοί να το ξέρουν -ο καθένας το σπίτι οπού θα πιάση. Τους είπα και στέκονταν όλοι καθένας εις το μέρος του. Είπα όλα αυτά αυτεινών και να πάρουν και οι άνθρωποί τους ολουνών τα σπαθιά τους και πιστιόλες τους και να είναι όλοι απόξω· κι' όταν μπούμεν εις την Συνέλεψη και δώση αιτία ο Καλλέργης με τους συντρόφους του, άξαφνα οι δικοί-μας να ριχτούνε εις την βάρδια να τους πάρουν τα όπλα τους και τότε να πιάση κι' ο καθείς τα διορισμένα σπίτια· τους άρεσε το σκέδιόν μου. Τους είπα να πάμε όλοι εις το Μεταξά και να φωνάξη τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον Καλλέργη κι' από καμμιά δεκαριά πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος και νησιών και να μιλήσουμε μ' αυτούς· κι' αν δεν συναγροικηθούμεν, ο Θεός " ας τους το πλερώση. Μείναν σύνφωνοι και εις αυτό. "Ποιος θα κρίνη, τους " " είπα, αυτά; -να φαίνεται ότ' έχομεν γνώση, να μη μας παίρνουν δια ζώα". " Μου είπαν εγώ να κρίνω. Σηκωθήκαμε όλοι πήγαμε 'σ το Μεταξά. Του είπα " κ' έστειλε και σύναξε όλους αυτούς. "Αδελφοί, τους είπα, εμείς συναχτήκαμεν" να κάμωμεν ελεύτερη Συνέλεψη και φρόνιμη και πατριωτική, όχι φατριαστική και με ξένες θέλησες. Αν εις-το-εξής εσείς οι Αντιπρόεδροι βάλετε την Συνέλεψη σε τάξη, και οι ακροαταί να μην μπαίνη κανένας μέσα κι' ο κύριος Καλλέργης να βγάλη όλους εκείνους τους αξιωματικούς, οπού διατίμησαν τους αντιπροσώπους της πατρίδος και βήκαν από τα χρέη τους τα στρατιωτικά, και να μη ματακολουθήσουν παρόμοια και διατιμιώμαστε από τους ξένους ανθρώπους, οπού 'ναι τόσοι ακροαταί, κι' απ' ούλους τους φρόνιμους- και διατιμιώμαστε κι' εμείς και η πατρίδα μας θα ζημιωθή. Κι' αν δεν γένουν αυτά, εμείς τραβιώμαστε, και ο αίτιος του κακού ας δώση λόγον εις τον Θεόν κι' ο αθώος ας προσκαλεστή την βοήθειά του να μπη το δίκιον " εις τον τόπο του. Και να δειχτούμεν με γενναιότητα αναμεταξύ μας". Αποκρίνεται" ο γενναίος Καλλέργης, ο Σεπτεβριανός, ο σύντροφός μου ο ορκισμένος, " και μου λέγει· "'Εμαθα ότι όπλισες ανθρώπους και μέρασες και πολεμοφόδια," " και θα πάρωμεν μέτρα εις αυτό". Του λέγει ο Γρίβας· "Είναι ψέματα" " αυτά και συκοφαντίες αναντίον του Μακρυγιάννη". Του λέγω εγώ· " Είναι αληθινά αυτά οπού μου είπες, κι' ο Γρίβας δεν σου λέγει την αλήθεια.- " Διατί τα 'καμες; μου λέγει. -Τα 'καμα ότι είδα το φέρσιμο το δικό-σου" και των συντρόφωνέ σου εις την Συνέλεψη και κατάλαβα την θέλησή σας. Την Αθήνα δεν την καίτε και ν' αλιμουργιαχτή δεν αφίνω εγώ. Ότ' ήρθα νέος εδώ, εις τα 1822, και είμαι γέροντας τώρα. Και ήμουν μόνος-μου όταν ήρθα, και τώρα έχω σπίτια και φαμελιά. Κι' όλους τους Αθηναίους τους θεωρώ καλύτερα από τα παιδιά μου κι' από το σπίτι μου· ότι μ' είχαν αρχηγόν τους εις τον αγώνα της πατρίδος και σκοτωνόμαστε μαζί και πληγωνόμαστε. Αυτό σου είναι γνωστό· το είδες εις Περαία, οπού πλέγαμε εις το νερό και εις τους πάγους μ' αυτούς. Μέσα τον κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια και κολυμπούγαμεν νύχτα και ημέρα ανάμεσα των Τούρκων τα πόστα. Κ' εσείς οι άλλοι ήσαστε εις τα ψηλώματα. Φαίνονται ως την σήμερον που είναι τα πόστα μας. Κι' από αυτά μείναμεν οι μισοί κι' όσοι μείναμεν όλοι σάπιοι. Δι' αυτό κι' ότι και τώρα μ' έχουν οι Αθηναίγοι πρόεδρο του Συβουλίου και μ' έκαμαν και τώρα πάλε αρχηγόν τους και πληρεξούσιόν τους, θα φυλάξω αυτούς πρώτα και τα σπίτια τους και γενικώς την πατρίδα μου, όταν βλέπω 'διοτέλεια. Κι' αν κάμετε όσα μιλήσαμεν· οι Αντιπρόεδροι να βάλουν την τάξη εις την Συνέλεψη κ' εσύ να βγάλης τους αξιωματικούς προς 'κανοποίησιν των πληρεξουσίων, είμαστε φίλοι κι' αδελφοί όπως πρώτα· ειδέ κάμετε ό,τι μπορήτε εσείς, κ' εμείς είμαστε έτοιμοι να " κάμωμεν ό,τι μπορέσωμεν". Τότε μίλησαν κ' οι άλλοι. Και υποσκέθηκαν " αυτά. Και τα 'νέργησαν. Και ήταν η καλή αρμονία αναμεταξύ μας. Και ξαναενώσαμεν την φιλία μας. Είδαν οι ξένοι και οι φίλοι τους ότι απέτυχαν κι' από αυτό, ότι τους πείραξε πολύ το σαράντα άρθρο δια την θρησκείαν και η βάφτιση του διαδόχου- νιτερέσια μέραζαν ένας του αλλουνού. Εγώ απόταν έγινε η μεταβολή με προσκαλούσαν οι Πρέσβες να φάμεν και να μιλήσωμεν -ούτε ματαπάτησα ως την σήμερον, ούτε θέλω πατήση μ'-όλον-οπού τους είχα φίλους και τους έκαμα τόσες φορές τραπέζια. Αν θέλουν αυτείνοι να 'χουν το δικό-τους σπίτι, θέλομεν κ' εμείς να φκειάσωμεν το δικό-μας. Τώρα ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Λόντος, ο Καλλέργης και οι συντροφιές τους ενώθηκαν με τους Άγγλους, με τους Γάλλους και τους άλλους κι' ως δυσαρεστημένοι από αυτείνη την μεταβολή ταμπουρώνονται αναμεταξύ τους και τάζουν και του Βασιλέα λαγούς με πετραχήλια -κι' ανάθεμα και του θέλη κανένας το καλόν του. Ούτε οι ξένοι του θέλουν το καλό, ούτε οι συντρόφοι τους, αλλά του λένε λόγια της όρεξής του κι' ελπίζει οπού τους έχει φίλους. Και τον ασκουντούνε ολημέρα εις τον γκρεμνόν. Και κακοσυσταίνουν τους Σεπτεβριανούς, όσοι μείναν και δεν πήγαν εις την βούλλα τους· αυτούς όλους τους κακοσυσταίνουν εις τον Βασιλέα κι' αυλικούς και τους κάνουν ύποπτους και περισσότερον τον Μεταξά -τον γύμνωσαν κι' από τους φίλους του πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ότι κι' αυτός από τα δυο του ποδάρια το 'να τ' άφησε εις την Τρίτη-Σεπτεβρίου και το άλλο εις τον Βασιλέα κι' αδρασκελάγει- ούτε εις την Τρίτη-Σεπτεβρίου σώνει με τα σωστά του, ούτε εις τον Βασιλέα. Όταν τραβάγη το 'να του ποδάρι να πάγη εις το ένα μέρος, τ' άλλο ανεμένει εις τ' άλλο μέρος· κ' έτζι πουθενά δεν πηγαίνει να δώση τον λόγον της πίστεως, τι πιστεύει αληθινά. Κανένα μέρος από τα δυο δεν ξέρει ως την σήμερον που τρέχει. Ο Θεός γνωρίζει των ανθρώπων τις καρδιές· και οι άνθρωποι -γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι' όχι την καρδιά. Όποιος βρίσκει κάνα ηύρεμα και δεν ξέρει τι αξίζει -όποιος τ' αγοράση αυτό ξέρει την τιμήν του. Δι' αυτείνη την μεταβολή είκοσι-πέντε δραχμές ξόδιασε ο κύριος Μεταξάς. Είχα να στείλω έναν άνθρωπο να πάγη οπού 'ταν ανάγκη και το' 'ταξα τρακόσες δραχμές και μο' 'λειπαν πενήντα· και μο' 'δωσε αυτός τις είκοσι-πέντε. Αυτείνη την θυσία έκαμεν· και του δώσαμεν έτοιμες και τιμές και δόξες και τις μουτζώνει· και τις αφίνει και παίρνει άλλον δρόμον. Και κιντυνεύομεν κ' εμείς οι άλλοι Σεπτεβριανοί από τον χαραχτήρα αυτεινού. Μίαν ημέρα πήγα εις τον Κωλέτη να τον ιδώ, ότι ήρθε εις το σπίτι μου και δεν είχα πάγη. Εκεί ήταν πολλοί φίλοι του· ήταν κι' ο Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μου είπε ο κύριος Κωλέτης να ενωθούμεν. Του είπα· Πολλές φορές αυτό το κάμαμεν και δεν τελεσφόρησε. Ξέρω την καρδιά σου διατί θέλεις την ένωσή μας. Τα είπαμεν πολλές φορές. Εγώ θέλω του σπιτιού μας τα κεραμίδια να σάσουμεν, να μην τρέχουν και πέση το σπίτι μας και μας πλακώση. Τα ξένα τα σπίτια τα 'χουν καλά σκεπασμένα οι νοικοκυραίοι τους και δεν παίρνει ο αγέρας τα κεραμίδια τους όσο σφοδρός και να είναι. Του δικού-μας του σπιτιού τα κεραμίδια λίγος άνεμος να φυσήξη δεν αφίνει κανένα. Και έχει και κάτι μαστόρους -παίρνουν τα κεραμίδια και " σκεπάζουν τα ξένα σπίτια". Ζύγωσε η ώρα να πάμεν εις την Συνέλεψη και " μείναμεν σύνφωνοι να κολλήσωμεν εις το δωμάτιον, διαλώντας η Συνέλεψη, να μιλήσωμεν ο Κωλέτης, ο Κουντουργιώτης κι' εγώ. Εις την Συνέλεψη πήγαν οι ομιλίες τους αυτεινών με τον Μεταξά πολύ ξεμακρυσμένες. " Διαλύθη η Συνέλεψη· μου είπαν να πάγω απάνου. Τους είπα· "Σύρτε κ' έρχομαι". Πήγαν αυτείνοι απάνου.

Πήρα κι' εγώ τον Μεταξά και πήγαμεν. Ηύραμεν απάνου και τους Πρέσβες, τον Λάγυνς, τον Πισκατόρη και Πρόκενς. Σα μ' είδαν με τον Μεταξά δεν μο' 'πιασαν ομιλίαν. Αρχινούνε όλοι αυτείνοι -ήρθε κι' ο Μαυροκορδάτος· την γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Βλέπω τον καϊμένον τον Μεταξά εις τις ομιλίες του λυπημένον πολύ και θύμωνε. Μετά πολύ του λέγω· "Τι τρέχει; -Δεν τους αρέσουν καμπόσα πράματα. Δεν είναι της αρεσιάς τους και θα παρατηθώ, δεν υποφέρνω πλέον. Και τραβήχτη από 'μέναν και πήγε κ' έπιασαν οπίσου την φιλονικίαν. Ύστερα τραβγιώνται και πάνε οι μισοί 'σ την άλλη κάμαρη με τους Πρέσβες κ' οι μισοί μείναν " εκεί και φιλονικούσαν. Τους λέγω αυτεινών· "Ετούτο το Σύνταμα οπού " αποχτήσαμεν δεν είναι ανθρώπινον έργον, είναι του Θεού, οπού αποφάσισε να λευτερώση αυτό το δυστυχισμένον έθνος από τις αδικίες των εγωιστών. Εγώ έχω να σας ειπώ ότι πρέπει να κάμωμεν την Συνέλεψή μας ελεύτερη -εκείνο οπού είναι συνφέρον εις την πατρίδα μας. Και ξένες γνώμες πλέον δεν θ' ακούσωμεν ότι δεν θα ξαναπέσωμεν εις τον χαμόν. Κι' αν φαντάζεστε οπού 'στε δυνατοί εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί κ' εμείς αδύνατοι, θα κάμωμεν το χρέος μας κ' εμείς οι αδύνατοι· κι' αν χαθούμεν, ας χαθούμεν. Ότι μας έφαγαν πλέον οι ξένοι ως γλάροι. Και καλύτερα βάλτε την θέλησή σας εις ενέργεια " μίαν ώρα αρχύτερα να μπούμεν σε καλόν δρόμον". Και σηκώθηκα κι' έφυγα. " Πήγα εις το σπίτι του Μεταξά κ' έκατζα και τον περίμενα. Ήρθε αυτός θυμωμένος.

Σε ολίγες ημέρες απαρατήθη· δεν μπόρεσε ν' ανθέξη εις τις αντενέργειες των αλλουνών. Το Σύνταμα εις την Συνέλεψη προβόδεψε σε όλα όσα ήταν αναγκαία. Τότε οι καλοθεληταί του Βασιλέως τυπώνουν εις το κεφάλι του να κάμη προσταφαίρεσες εις το Σύνταμα· και του κάνουν και νέον σκέδιον. Του Βασιλέα του πουλούσαν δούλεψη οι ξένοι κι' αυτείνη η συντροφιά. Όξω εις το Κράτος διαδόθηκε ότι ο Βασιλέας θα χαλάση το Σύνταμα -οπού δεν θα 'μενε ποδάρι ούτε από τον Βασιλέα, ούτε από αυτεινούς τους ανθρώπους. Κι' εμείς χαμπέρι δεν είχαμεν! Εγώ πρώτος, μά τ' όνομα του Θεού, δεν είχα " μάθη τίποτας από 'δώ. Από τις επαρχίες μο' 'γραφαν ότι· "Αυτού κάτι θα " " γένη κ' εσύ δεν μας γράφεις· κι' αν είναι ανάγκη, να 'ρθωμεν με δύναμη". " Εγώ τους έλεγα δεν είναι τίποτας. Κι' από το μέρος αυτεινών κουβαλιώνταν " εις την πρωτεύουσα· και τους έλεγαν οι επίβουλοι· "Μην ειπήτε του" " Μακρυγιάννη τίποτας, ότι τον αγόρασε ο Βασιλέας και πήρε τόσα χρήματα". " Αφού έβαλα περιέργεια έμαθα αυτό, την προσταφαίρεση του Συντάματος και το νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι και πάγω εις τον Βασιλέα. Του λέγω· " Τι 'ναι αυτό οπού κάνεις, Βασιλέα; Πως απατήθης; Μία τρίχα να πειραχτή" κιντυνεύεις και η Μεγαλειότη σου και το Κράτος κι' όλοι. Αυτά είναι σκέδια φατριαστικά δια-να σε βάλουν εις αυτό το παιγνίδι, να σ' εκθέσουν. Να το τραβήσης πίσου, του λέγω, και να παρατηθής από αυτείνη την ιδέα. " -Δεν μπορώ, μου λέγει, έγινε τώρα· δεν μπορώ να κάμω αλλοιώς". Πάσκισα " πολύ, δεν στάθη τρόπος. Αφού είδα ότι επιμένει εις την γνώμη του, του " λέγω· "Σαν θα κάμης προσταφαίρεση εις το Σύνταμα, εγώ δεν είμαι με την " Μεγαλειότη σου. Ότι μ' αυτείνη την προσταφαίρεση όσοι άνθρωποι είναι της μεταβολής είναι σε ριζικόν. Είμαι ένας κ' εγώ από αυτούς. Σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου, όταν παρουσιάστηκα και σου μίλησα πως έγινε αυτείνη η μεταβολή· και σου είπα αυτό οπού υπόγραψες να το βαστάξης κ' εγώ κι' όλοι οι τίμιοι υπηκόοι σου πεθαίνομεν εις την πόρτα του παλατιού σου δια το νύχι της Μεγαλειότης σου. Ήταν κι' ο Γαρδικιώτης παρών τότε οπού σου είπα αυτά. Τώρα δεν είμαι μαζί σου· και σου το λέγω πρωτύτερα να μην " λες ότι σ' απάτησα και να με λες άτιμον κι' άπιστον". Μου λέγει η Μεγαλειότης" " του· "Είσαι ορκισμένος στρατιωτικός και δεν μπορείς να είσαι " αναντίος μου. -Είμαι ως στρατιώτης ορκισμένος, όμως είμαι κ' Έλληνας και θέλω να ζήσωμεν εγώ και οι πατριώτες μου με νόμους· και δεν σε απατώ. Η γνώμη μου είναι αυτείνη και να δώσουνε λόγο εις τον Θεόν εκείνοι οπού σε " συβούλεψαν να κάμης αυτό -εχάθη και η πατρίδα και η Μεγαλειότη σου!" " " Τότε αναστέναξε μεγάλως και είπε· "Με πήραν εις τον λαιμό τους!" Εγώ τον " " λυπήθηκα πολύ, του είπα· "Βασιλέα μου, έχεις καιρό να το χαλάσης αυτό " " (και δάκρυσαν τα μάτια μου). Μη μας κιντυνεύεις και κιντυνέψης κ' εσύ". " Δεν στάθη τρόπος. Μου είπε να είμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Του είπα " και πάλε· "Δεν μπορώ να σε γελάσω, δεν είμαι". Κ' έφυγα. " Ήρθα εις το σπίτι μου και φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους από 'κείνους οπού 'χα ορκισμένους δια-να είμαστε σύνφωνοι δια τα συνφέροντα της " πατρίδος και θρησκείας μας. Τους λέγω· "Αύριο την αυγήν να συναχτήτε όλοι " εδώ εις την σάλλα μου και θα φέρω έναν να του μιλήσω· κι' όταν φωνάξω " εγώ "φέρτε καφφέ", εσείς θα ξέρετε ότ' είναι αυτός και θ' αρχίσετε· "Τι 'ναι " " αυτά οπού θα γένουν προσταφαίρεσες του Συντάματος; Εδώ θα λυώσουμεν" όλοι μ' εκείνους οπού 'νεργούνε αυτά! Έχομεν τόσους ανθρώπους και " θα λυώσουμεν όλοι! Και θα βάλωμεν φωτιά να γένη η Αθήνα γης Μαδιάμ". " Και να με φωνάξετε κ' εμένα και μ' αγανάχτηση, τους είπα, να μου ειπήτε· Κ' εσύ συνφώνησες κ' έγινες ένα μ' αυτούς -κ' εσύ θα προκόψης κι' αυτείνοι " οπού θέλουν να κάμουν αυτά!" Έστειλα και ήρθε ο Λάμπρο Νάκος, ότ' " είναι πολύ αγαπημένος του Βασιλέα και τον συβουλεύει πάντοτες και του " λέγει και χαμπέρια. Ήρθε κι' ακούγει αυτά και τρόμαξε. Του λέγω· "Σύρε " 'πες της Μεγαλειότης του ότ' ήρθες να πιούμεν τον καφφέ και ήμαστε οι δυο " μας και τι έλεγαν οι πληρεξούσιοι· και τι μου είπαν κ' εμένα". Και του " είπα να πάγη και 'σ άλλες μεριές να διαδώση αυτό, ότ' είμαστε χαμένοι· και να μιλήσουν κι' αυτείνοι του Βασιλέα. Αφού πήγε και του τα είπε όλα του Βασιλέγα (και συχρόνως του μίλησαν και οι άλλοι), του λέγει ο Βασιλέας " του Νάκου· "Σύρε να ειπής του Μακρυγιάννη -όμως αυτά οπού θα σου ειπώ " πρώτα να τα ξέρη ο Θεός κ' ύστερα εσύ κ' εγώ κι' ο Μακρυγιάννης, όχι άλλος· να είναι μυστικόν -να του ειπής να μην αλλάξη γνώμη και να βαστήση την ησυχία εις την πρωτεύουσα και εις την Συνέλεψη -κι' απαρατιώμαι απ' " ούλα· δεν θα γένη ούτε τρίχα προσταφαίρεση". Τότε βαστάξαμεν την ησυχίαν " όλ' οι τίμιοι άνθρωποι και μέσα-εις την Συνέλεψη κι' έξω εις την πολιτεία. Κι' όλοι οι πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν και κάμαμεν μίαν μυστική συνεδρίαση και φιλονικήσαμεν πολλά. Ήρθε η Μεγαλειότης του εις την Συνέλεψη - Και διάλυσε την Συνέλεψη. Κ' έδωσε τον Μεγαλόσταυρον του γέρο Πανούτζου. Έκαμε και τον Καλλέργη 'πασπιστή του κ' υποστράτηγο. Σαν έπεσα εις την οργή και των ξένων και των μεγάλων πολιτικών μας συντρόφων των Πρέσβεων, ότι δεν ήμουν σύνφωνος με τις όρεξές τους και φατρίες τους, ενέργησαν όλοι να μη με κάμη κ' εμένα ο Βασιλέας υποστράτηγον· " αλλά ο Βασιλέας επίμενε κ' είπε ότ'· "Είναι άδικο αυτό και δεν τον" " αδικώ". Και μ' έκαμεν. Μαθαίνοντας εγώ την διάθεσίν τους, είπα ότι δεν " θέλω προβιβασμό· και στανικώς του υπουργού -μ' έβγιασε κ' έφκειασα τα χαραχτηριστικά του υποστράτηγου. Πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και μου είπε ότι θα μ' έκανε και 'πασπιστή του, όμως δια τις πληγές του σώματός μου, οπού είμαι πάντοτες αστενής, να-μην πάθω εις την 'πηρεσία, δι' αυτό μ' αφίνει. Τον ευκαρίστησα κ' έφυγα. Τους συντρόφους μας και παληκάρια τους Σεπτεβριανούς δια συντρομής... τους πήραν όλους ο Μαυροκορδάτος και η γενεά, ο Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς και οι άλλοι. Μιλούν με τον Βασιλέα να κάμη πρωτοϋπουργόν τον Μαυροκορδάτο και να περιλάβη και τον Κωλέτη. Ο Κωλέτης δεν δέχτη -έχει αυτός πατριωτισμόν δι' άλλη περίσταση· να μπη κι' ο Μαυροκορδάτος με την συντροφιά του, να τζακιστή καθώς τζακίστη ο Μεταξάς· τότε αυτός απόξω με την συντροφιά του αρχινούν φατρίες αναντίον αυτεινών· τζακίζονται κι' αυτείνοι και μπαίνει ο Κωλέτης κι' αποδιορθώνει την πατρίδα. Μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, της Οικονομίας και Ναυτικού, ο Α. Λόντος του Εσωτερκού, ο Ρόδιος του Στρατιωτικού, ο Τρικούπης του Εκκλησιαστικού, ο Λοντίδης της Δικαιοσύνης. Αφού εμπήκε η νέα κυβέρνηση από μίαν φατρία, άρχισαν οι άλλοι δια το καλό της πατρίδος και 'ρέθιζαν τους κατοίκους αναντίον της. Ήταν και καλοί πατριώτες οι ίδιοι αυτείνοι οπού μπήκαν, είχαν και τους άλλους αναντίους. Κι' αφανίστη - Μπαίνοντας εις τα πράματα ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του διάταξαν να γένουν οι πρώτες εκλογές των βουλευτών της πατρίδος δια-να στερεωθούν νόμοι πατρικοί και να πάγη ομπρός η δυστυχισμένη και ματοκυλισμένη πατρίδα με τον Βασιλέα της, να σωθούν τα δεινά της. Να 'ρθουν αντιπρόσωποι του Έθνους, της μπιστοσύνης του και της εκλογής του, αυτό η Εκλαμπρότης του και η συντροφιά του δεν το θέλουν ούτε αυτείνοι, ούτε ο Λάγυνς, ούτε ο Πισκατόρης, ούτε ο Πρόκενς, αλλά θέλουν κοπέλια της συντροφιάς τους δια-να προκόψουν την πατρίδα. Κάνει η Κυβέρνηση επέβασες παντού εις το Κράτος και χύθηκαν αίματα κι' αφανίστη ο κόσμος -κ' έδωσε και νέον παράδειγμα νέων εκλογών δια-ν' ακολουθούν και οι άλλες μ' αυτόν τον πατριωτισμόν κι' αρετή, δια-να λέπη η πατρίδα και οι τίμιοι άνθρωποι τον όλεθρό τους. Και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους και τους διάγειραν· και σκοτώνεται αδελφός με τον αδελφόν και κυτάγεται ένας Έλληνας με τον άλλον όπως κύταγαν τους Τούρκους όταν τους πολεμούσαν. Και παντού θέλει να μπαίνη η Εκλαμπρότης του ο κύριος Μαυροκορδάτος, ν' ακούγεται εις την Ευρώπη ότ' είναι μέγας και πολύς· κι' όλοι οι άνθρωποι όταν πίνουν νερό να ομώνουν εις τ' όνομά του δια το καλό οπού έκαμεν εις την πατρίδα τους αυτός και οι όμοιοί του αρχή και τέλος -οπού την γύμνωσαν από ηθική, από θρησκεία, από πατριωτισμόν. Κατατρέχουν όσους τα 'χουν όλα αυτά - Ο κύριος Μαυροκορδάτος αν μπόργε να κατορθώση να τον έκλεγε όλο το Κράτος βουλευτή, ήταν η μεγαλύτερή του ευκαρίστηση να μάθουν ο έξω κόσμος τι μεγάλον άντρα απόχτησε η Ελλάς, πόση αρετή θυσιάζει -και πρώτον υπουργό τον βάνουν και γενικόν βουλευτή (κι' απαρατιώντας αυτός διορίζει να βάνουν οι κάτοικοι τους φίλους της μπιστοσύνης του δια-να 'χη τα κλειδιά εις το χέρι και των μέσα σπιτιών και των έξω μεγάλων σπιτιών. Ότι αυτό το παράδειμα το 'δωσε κι' ο Κυβερνήτης μας εις την Συνέλεψη του Άργους· ενέργησε με τους διοικητάς του και με τους ομόφρονάς του κι' έγινε από το περισσότερον μέρος του Κράτους πληρεξούσιος. Κι' ο κύριος Μαυροκορδάτος δεν θέλει ν' αφήση αυτό το δικαίωμα -δεν θέλει να ξεφορτώση το σαμάρι από τα γαϊδούρια, οπού 'ρθε να τα λευτερώση αυτός και οι όμοιοί του). Τέλος-πάντων διατάττει να γένουν οι εκλογές παντού -κι' όσα θυσιαστούν κι' όσοι άνθρωποι σκοτωθούν σε όλο το Κράτος, δεν πειράζει· αυτό οπού είπε αυτός και οι συντρόφοι του, αυτό να γένη! Γράφει κι' ο υπουργός Λοντίδης Πατρινός εις την Πάτρα των ομοφρόνων του, των φίλωνέ του, και " του λέγει· "Σκοτώστε, χαψώστε, ό,τι βίγια μπορήτε να κάμετε κάμετε, " " όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο". Ποιους να σκοτώσουν; " Τους συνπολίτες οι συνπολίτες! Πιάστη το γράμμα αυτό, το ήφεραν εδώ· τα 'μαθε κι' ο Βασιλέας όλα αυτά. Και καθεμερινώς έρχονται οι κάτοικοι και σκούζουν και φωνάζουν δι' αυτείνη την άνομην επέβασιν σε όλο το Κράτος, οπού ανοίχτηκαν κι' ανοίγονται ολοένα νέοι τάφοι των αθώων Ελλήνων. Και δια-να προκόψουν την πατρίδα και να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά σε όλο το Κράτος και να τους κομματιάσουνε και να τους βάλουν σε μεγάλη διχόνοιαν κι' αντιζηλία, έκαμαν πλήθος αξιωματικούς και μέρασαν χιλιάδες αριστεία -και τότε έπεσε η μεγαλύτερη διχόνοια αναμεταξύ των ανθρώπων. Ότι οι καλύτεροι, οπού 'χουν και δικαιώματα, αδικιώνται· εκείνοι οπού δεν έχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Και γεννήθη η διχόνοια· και ξέκλησαν τους κατοίκους σε όλο το Κράτος κι' αφάνισαν και τις 'διοχτησίες, κόβοντας τα δέντρα ένας του άλλου και τ' αμπέλια τους και σκοτώνοντας τα μεγάλα τους ζώα και ρημάζοντας τα γιδοπρόβατα. Εμείς θέλομεν να μας λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικούς -κι' ας κατακομματιάζωμεν τους συνπολίτες μας κι' ας τους δίνωμεν ασκιά γιομάτα αγέρα " κι' ας τους κάνωμεν και σκοτώνωνται. Εμείς λέμε· "'Εχομεν επιρροή, έχομεν " " προκοπή, μας αγαπούνε οι άνθρωποι". " Ο Βασιλέας κάνει σίγρι οπού γένονται αυτά τα κακά εις το κράτος του. Φαίνεται και η Μεγαλειότης του αδικήθη από 'μάς και δεν αποφασίζει να προφυλάξη αυτό οπού τον μπιστεύτηκε ο Θεός και να κυβερνήση με τον φόβον εκεινού, οπού διορίζει βασιλείς ν' αναστήνουν τα κράτη τους και να προικίζουν τους υπηκόγους τους ηθική κι' αρετή και να 'χουν την σέβαση εις την πατρίδα τους και πίστη εις την θρησκεία τους -τότε και οι βασιλείς κι' ο λαός έχουν την ευλογίαν του Θεού και γένεται κοινωνία ανθρώπινη. Τι του " έκαμεν της Μεγαλειότης του αυτό το έθνος; Τι κακό είδε απ' αυτό το " " δυστυχισμένο; 'Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα-έντεκα-'κατομμύρια, ότι τ' άλλα " τα κλέβουν εκείνοι οπού τους μπιστεύεται και βάνει και το κυβερνούν. Παίρνει η Μεγαλειότης του ένα-'κατομμύριον, κι' όλα τ' άλλα τα 'χει εις το χέρι του κι' όπου θέλη κι' όποιον θέλη του δίνει και τον αναστήνει, ή έχει " δικαίωμα ή όχι. Του είπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας των συμπολίτων" του των Μπαυαρέζων, οπού μας γύμνωσαν, κι' όταν φεύγαν μ' όλη την ευγένειαν τους μπαρκαρίσαμεν χωρίς-να θυμηθούμεν τι μας έκαμαν τόσο καιρόν οπού μας κυβερνούσαν ως είλωτες -το-ίδιον κι' όσους μπιστεύεται η Μεγαλειότης του εις την κυβέρνησή του και εις τ' άλλα της πατρίδος. Πικράθη " δια το άρθρο της θρησκείας; Της Μεγαλειότης του δεν της έβαλε θέλησιν" το Έθνος, του είπε να μείνη εις την θρησκείαν του -ο διάδοχός του να βαφτιστή, να οικειωθή μ' αυτό το έθνος, οπού έχυσε ποταμούς αίματα όσο-να βγη από του λιονταργιού το στόμα. Διατί να χύσωμεν το-λοιπόν τόσο " αίμα; Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι " " Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ' εκείνον τον βασιλέα οπού 'χαμεν- και " είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκείαν μας, κι' όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν. Έφκειασε και παλάτι η Μεγαλειότης του, και ναόν του Θεού δεν έχει επιθυμίαν ούτε να φκειάση, ούτε να ιδή με τα μάτια του, αλλά πηγαίνει τις επίσημες ημέρες με τους Πρέσβες κι' άλλους ξένους σε ένα καλύβι. Εις την πρωτεύουσα να μην είναι εκκλησία αναλόγως με την τιμήν των υπηκόγων του, λούσσα και πολυτέλειες -περάσαμεν την Ευρώπη. Όταν ήταν η Ευρώπη εις την δική-μας κατάστασιν, είχε αυτή " τέτοιες πολυτέλειες, είχε θέατρα; Εμάς μας έκαμαν οι κυβέρνησές του και " μας κάνουν ολοένα θέατρο και ήταν περιττό το άλλο. Σαν το θέλετε κι' αυτό, - Ο Θεός, οπού μας έδωσε αυτό το μικρό βασίλειον, μπορεί να μας δώση και τρανό. Και τότε αυτός ο ίδιος θα βασιλέψη. Εγώ τόση τύχη έχω- σολντάτος είμαι. Αν δεν με πέθανε το ντουφέκι του Τούρκου, θα με πεθάνη το σκαλιστήρι. Όμως εγώ δεν ξέρω κολακείες και πάντοτες του είπα την αλήθεια. Ό,τι γράφω εδώ του το είπα και στοματικώς πολλάκις, ότι 'σ αυτείνη την πατρίδα, οπού βασιλεύει αυτός, όσο-να γένη έτοιμον το βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια -εγώ 'μπρος-'σ εκείνους είμ' ένας ψύλλος. Όμως έκαμα κ' εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυο ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυο χέρια, έχω ένα· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυο τρύπες. Το-λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν' αγαπάμε πατρίδα· να 'χωμεν αρετή· τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ' ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και λέω. Κι' ο Βασιλέας να 'χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι' ο ίδιος να είναι αλλάργα-από τους γλυκόγλωσσους, τους κόλακες, και να μην τους δίνη και πολυτρώνε και σκάσουν από την πολυφαγιά, ενώ οι αγωνισταί μένουν γυμνοί και πεθαίνουν της πείνας. Όποιος δουλεύει θέλει το μεριάτικόν του. Και να είναι δίκια η Μεγαλειότης του 'σ εκείνο οπού του μπιστεύτηκε ο Θεός. Κ' εκείνο οπού ορκίστη κ' υπόγραψε τώρα να μη μετανογάη, ότ' είναι έργον του Θεού.

Τώρα, οπού 'ναι έργα του Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του, και χρήματα ξοδιάζομεν άδικα και σταυρούς και χιλιάδες αριστεία μεράζομεν· κι' ούτε δάση έμειναν 'σ το περισσότερόν του κράτος, ούτε ζωντανά· και το αίμα των ανθρώπων, οπού χύνεται, πάγει ποταμός. Κι' αυτείνοι οπού σκοτώνονται είναι οι καλύτεροι υπήκοοι της Μεγαλειότης του και θα τους χρειαστή μιαν ημέρα κι' αυτός και η πατρίδα, και " που θα τους εύρουν; Τους Τούρκους τους έχομεν γειτόνους πάντοτες -τότε " χάνομεν και το μικρό, όχι να 'βρωμεν και τρανό. Το Σεπτεβριανόν στοιχείον κι' ο πολιτικός αρχηγός, ο Μεταξάς, απόστασε· και οι συντρόφοι μας δραπέτεψαν και πάνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ότι το σκυλί οπού είναι μαθημένο εις το χασαπλειό δεν φυλάγει ποτέ πρόβατα). Ότι ο αρχηγός μετανόησε δι' αυτείνη την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού 'δειξε -και τα παληκάρια σκόρπισαν. Η πατρίδα πλέον στερεώθη, αφού έγινε πρωτοϋπουργός ο Μαυροκορδάτος. Και τώρα με την μεγάλη συντρομή των Πρέσβεων και του Βασιλέως όποιος δεν πηγαίνη με την θέληση αυτεινού και της συντροφιάς του πρέπει να τον κατατρέξουν. Αφού όλες αυτές τις συντροφιές τις δοκίμασα, δεν μ' άρεσε κι' αυτείνη· ότ' ίσως και είναι καλή κ' εγώ κακός. Πάσκισαν να με γυρίσουνε, δεν θέλησα. Ότι εκείνα οπού ορκίστηκα και κιντύνεψα δι' αυτά, τώρα βλέπω ότι νεκρώνουν. Τότε άρχισαν να με κακομεταχειρίζωνται όλοι αυτείνοι και καταξοχή ο συνάδελφός μου Καλλέργης, ο συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον -αφού βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμές όταν ήταν ο Μεταξάς εις τα πράματα, απαρατιώντας αυτός και μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος, έγινε κόμμα Αγγλικόν και Γαλλικόν και σε όλες τις παντιέρες καταγραμμένος. Αφού είναι παντοδύναμος 'σ το στρατιωτικό, " έβαλε τον συνπολίτη του τον Αντωνιάδη της "Αθηνάς" κι' ως " ψυχραμένη αυτείνη όλη η συντροφιά μ' εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους, (οπού 'βριζαν τους πληρεξούσιους και πιάστη ο Καλλέργης με τον Κριτζώτη και Γρίβα και την άλλη ημέρα θα κάναν θόρυβο εις την Συνέλεψη και σύναξα ανθρώπους και τους χάλασα όλα αυτά τα σκέδια και ματαμπήκε η τάξη. Κ' ύστερα δια την προσταφαίρεση του Συντάματος, οπού απάτησαν τον Βασιλέα, να χαθή κι' αυτός και η πατρίδα, και του ξηγήθηκα την αλήθεια τι έτρεχε και το 'νοιωσε κι' ο ίδιος κ' υπόγραψε το Σύνταμα κατά την θέληση των πληρεξουσίων), έβαλε τον Αντωνιάδη και τον Ζυγομαλά τον Σεπτεβριανόν με τους τύπους τους και λένε " ότι· "Αυτό οπού 'καμε ο Μακρυγιάννης εις την Συνέλεψη, και σύναξε ανθρώπους" κ' είχε ορκίση και τόσους πληρεξούσιους να είναι μια γνώμη, ήταν αναντίον της πατρίδος και Βασιλέως -καθώς κι' ο πρωτινός όρκος οπού 'καμε ήταν " κι' αυτός αναντίον του". Τότε βιάστηκα κ' έβαλα τον όρκον εις τον τύπον, " χωρίς τις υπογραφές, και ξιστορίζω όλα αυτά, πότε όρκισα τον Καλλέργη και τους άλλους όσους είχα ορκισμένους σε όλο το Κράτος, καθώς και τους πληρεξούσιος. Με κατηγοράγει συνχρόνως ο πειρατής της Γραμπούσας Αντωνιάδης, η ξένη κρεατούρα, ότι και τα κάδρα οπού έφκειασα δεν έχουν έννοια, ότ' είμαι αγράμματος.