Ἂν ἤμουν πουλάκι
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Αὐτὸς, ποῦ σ’ ἔπλασε Ἄγγελο,
Ἄς μ’ ἔκανε πουλάκι
Νὰ πίνω ἀπὸ τὸ ῥυάκι
Καὶ φύλλο νὰ τσιμπῶ.

Νὰ φτερουγιάζω ἐλεύθερα
Χωρὶς νὰ μ’ ἐμποδίσῃ,
Χωρὶς νὰ μὲ ῥωτήσῃ
Κανεὶς τὸ ποῦ πετῶ.

’Σ τὰ γόνατά σου νἄρχομαι
Καὶ σὺ νὰ μὲ ταγίζῃς
Νὰ μὲ γλυκοποτίζῃς
Μ’ ἀθάνατη πνοή.

Καὶ σὰν τὸ περιστέρι σου,
Ποῦ παιγνιδάει σιμά σου,
Ἐγὼ ’ς τὴν ἀγκαλιά σου
Νὰ σβύνω τὴν ψυχή.

Κρύβω τοῦ κόσμου, ἀγάπη μου,
Τὸ δάκρυ ὁποῦ σκορπάω,
Ταῖς μοναξιαῖς ζητάω,
Νὰ παραπονεθῶ.

Ἀγρίμι, οὐδὲ πετούμενο
’Σ τὰ δάση ἀναθρεμμένο,
Δὲν τὤχει λαβωμένο
Ἀγκάθι ἔτσι πικρό,

Καθὼς αὐτὸ ποῦ ἐκάρφωσε
Γιὰ σένα, ὡραία θεά μου,
’Σ τὴν δόλια τὴν καρδιά μου
Ὁ ἔρωτας βαθειά!

Πολλοὺς ἰατροὺς ἐρώτησα
Κι’ ὅλοι μοῦ λέν’ ὠϊμένα!
Πῶς κρέμεται ἀπὸ σένα
Νὰ λάβω θεραπειά.