Αμλέτος/Ο μύθος του Αμλέτου

Αμλέτος
Συγγραφέας:
Ο μύθος του Αμλέτου


Φαίνεται ότι την υπόθεσιν του Δράματος έλαβεν ο SHAKESPEARE από τας Histoires Tragiques του BELLEFOREST, ή πιθανώς από την αγγλικήν Μετάφρασιν, της οποίας όμως η πρώτη γνωστή έκδοσις είναι του 1608, ήτοι μετά την πρώτην του Αμλέτου έκδοσιν (1603). Ο BELLEFOREST δεν έκαμεν άλλο ή να μεταφράση τον μύθον του Αμλέτου από τας Histoires danicœ του SAXO GRAMMATICUS (1204). Δίδομεν εδώ σύντομον περίληψιν του περιεχομένου της αγγλικής Μεταφράσεως, διά να ίδη ο αναγνώστης από ποίον άμορφον σκελετόν Εδυνήθη η δημιουργική φαντασία του SHAKESPEARE να ποιήση το θαυμασιώτερον από όλα τα έργα του.

Ο Βασιλεύς της Δανιμαρκίας Ροδερίκος, εις αναγνώρισιν γενναίων ανδραγαθημάτων και μεγάλων υπηρεσιών, έδωκε εις γάμον την θυγατέρα του Γερούθην εις τον Ορβενδίλην, ο οποίος με τον αδελφόν του Φέγγονα είχε την τοπαρχίαν της Ιουτίας. Ο Φέγγων από φθόνον, και διά να χαρή μόνος την εξουσίαν, αποπλανά την γυναικαδέλφην του Γερούθην, φονεύει τον αδελφόν του και διαδίδει εις τον κόσμον ότι ο φόνος συνέβη τυχαίως, εις την στιγμήν οπού αυτός επροσπαθούσε να σώση την Γερούθην από την φονικήν μανίαν του συζύγου της. Ο Φέγγων αμέσως την νυμφεύεται και αυτή «η αθλία και διεστραμμένη γυνή (λέγει ο χρονογράφος), η οποία είχε πρώτα το καύχημα να ήναι σύζυγος ανδρείου και συνετού ηγεμόνος, έπεσεν εις τόσην εξαχρείωσιν, ώστε όχι μόνον εφάνη άπιστος προς αυτόν, αλλά και ενυμφεύθη με τον αισχρόν φονέα του, ώστε πολλοί επίστευαν ότι αυτή έγινε και συνεργός της δολοφονίας δια να ζη ελεύθερα εις την ανομίαν».

Ο Αμβλέτος, μονογενής υιός του Ορβενδίλη και της Γερούθης, καθώς ήταν εγκαταλελειμμένος από όλον τον κόσμον και από αυτήν την μητέρα του και είχε την πεποίθησιν ότι ο θείος του εμελετούσε και αυτόν να θανατώση, εσκέφθη να προσποιηθή τον τρελλόν, όπως με αυτό το πρόσχημα, δυνηθή να προφυλαχθή από τας επιβουλάς του θείου του και εύρη την στιγμήν να εκδικήση τον φόνον του πατρός του. Αλλά αν και από τας ομιλίας του και από όλην την συμπεριφοράν του ο κόσμος τον εθεωρούσε πραγματικώς τρελλόν, όμως συνέβαινε να δίδη κάποτε τόσον συνετάς απαντήσεις ώστε άνθρωποι νοήμονες υπώπτευσαν μήπως εκείνο το είδος της παραφροσύνης εσκέπαζε σχέδια επικίνδυνα διά τον ηγεμόνα των Φέγγονα, και διά να ανακαλύψουν την αληθινήν διάθεσιν του Αμβλέτου, τον έφεραν να συναπαντηθή, εις μοναχικό μέρος, με μίαν ωραίαν νέαν, εις την οποίαν είχαν παραγγείλη να προσπαθήση με τέχνην να του βγάλη το μυστικό του· αλλά δεν εκατόρθωσαν τίποτε, διότι ένας εγκάρδιος φίλος προειδοποίησε τον Αμβλέτον, η δε νέα από μεγάλην προς αυτόν συμπάθειαν δεν έστερξε να τον προδώση.

Αφού το στρατήγημα τούτο απέτυχε, ένας των καλητέρων φίλων του Φέγγονος, σκεπτόμενος ότι ο Αμβλέτος θα άνοιγε την καρδίαν του εις την μητέρα, εσυμβούλευσε τον Φέγγονα να αναχωρήση, και εις την απουσίαν του έκαμεν ώστε ο Αμβλέτος να κλεισθή με την Γερούθην εις το δωμάτιόν της, ενώ αυτός έμενε κρυμμένος όπισθεν του παραπετάσματος διά να ακούση όλην την ομιλίαν των. Ο Αμβλέτος, γεμάτος υποψίαν, εισερχόμενος εις το δωμάτιον άρχισε να μιμήται με τους βραχίονας τα πτεροκοπήματα του πετεινού, και όπως άκουσε κάτι να κινήται όπισθεν του παραπετάσματος, φωνάζει· ένας ποντικός, ένας ποντικός! σύρει το ξίφος, το σπρώχνει μέσα εις το παραπέτασμα, φονεύει τον σύμβουλον, κατόπιν τον κατακομματιάζει και τον ρίπτει εις τους χοίρους διά να τον φάγουν· επιστρέφει εις το δωμάτιον, και πρώτα ελέγχει πικρώς την Γερούθην διά την αισχράν διαγωγήν της και κατόπιν της ομολογεί ότι αυτός προσποιείται τον τρελλόν διά να προφυλαχθή από τον θείον του και διά να προετοιμάση την εκδίκησιν, και δεν ζητεί εις τούτο από την μητέρα του άλλην συνδρομήν παρά να μη τον προδώση. Η μητέρα μετανοημένη ενθαρρύνει τον υιόν της εις την εκδίκησιν και τον συμβουλεύει να ενεργή με πολλήν φρόνησιν έως να φθάση εις τον σκοπόν του.

Ο Φέγγων δεν έπαυε να ανησυχή διά την ζωήν του ενόσω έβλεπε πλησίον του τον τρελλόν Αμβλέτον, και θα τον εφόνευε, αλλά εφοβείτο τον Ροδερίκον βασιλέα της Δανιμαρκίας και δεν ήθελε να δυσαρεστήση την μητέρα του Αμβλέτου· όθεν εσκέφθη να διοργανίση άλλως την καταστροφήν του· στέλλει τον Αμβλέτον εις την Αγγλίαν συνωδευμένον με δύο υπουργούς, εις τους οποίους δίδει γράμματα χαραγμένα εις ξυλίνας πινακίδας, οπού περιείχετο παραγγελία προς τον βασιλέα της Αγγλίας να θανατώση τον Αμβλέτον. Ο νέος υποπτευόμενος δόλον λέγει της μητρός του να μη δείξη λύπην διά την αναχώρησίν του και αφού περάση ένα έτος να διορίση την κηδείαν του, επειδή αυτός ήταν βέβαιος ότι τότε θα επανέλθη ευτυχής. Εις το ταξείδι ευρίσκει τον τρόπον να αναγνώση τα γράμματα του θείου, τα εξαλείφει και αντ' αυτών χαράττει άλλα με τα οποία ο Φέγγων τάχα εζητούσε από τον Ροδερίκον να φονεύση τους δύο απεσταλμένους και να δώση του Αμβλέτου εις γάμον την θυγατέρα του. Ο Αμβλέτος φθάνει με τους απεσταλμένους εις την Αγγλίαν, και αυτού τρομάζει τον Βασιλέα με το μαγικόν του πνεύμα, και μαντεύει σκανδαλώδη απόκρυφα της βασιλικής οικογενείας. Ο Βασιλεύς συμφώνως με τα πλαστά γράμματα στέλλει εις τον θάνατον τους δύο απεσταλμένους, και αρραβωνιάζει την θυγατέρα του με τον Αμβλέτον.

Ο Αμβλέτος επανέρχεται μόνος εις την Δανιμαρκίαν την στιγμήν οπού εγίνετο η κηδεία του, λαμβάνει μέρος εις το συμπόσιον, το οποίον από νεκρικόν μεταβάλλεται εις πανηγυρικόν διά την επιστροφήν του· κατόπιν ο Αμβλέτος, αφού εμέθησε τους καλεσμένους, βάζει φωτιά εις την αίθουσαν και τους καίει όλους, μεταβαίνει εις το δωμάτιον του θείου του και τον φονεύει· κατόπιν εκθέτει τα πάντα εις τον λαόν και αναγορεύεται ηγεμών του τόπου.

Ο Αμβλέτος μεταβαίνει εις την Αγγλίαν, φονεύει αυτού τον Βασιλέα, ο οποίος επεβουλεύετο την ζωήν του, νυμφεύεται την θυγατέρα του και μίαν άλλην κυρίαν, επιστρέφει εις την Δανίαν με τας δύο συζύγους του· αυτού τον προδίδει εις τον άλλον θείον του Βίγλερον μία των δύο συζύγων του, η Ερμετρούδη, και αφού εφόνευσαν τον Αμβλέτον, ο Βίγλερος νυμφεύεται την Ερμετρούδην.