Αμλέτος/Αποσπάσματα κριτικών

Αμλέτος
Συγγραφέας:
Αποσπάσματα κριτικών


Ο Ποιητής ηθέλησε να μας διδάξη την εξής ηθικήν αλήθειαν ότι η πράξις είναι ο προορισμός του ανθρώπου· ότι τα ωραιότερα διανοητικά χαρίσματα δεν δύνανται να θεωρούνται χρήσιμα, πρέπει μάλιστα να θεωρούνται ατυχήματα, αν μας αποτρέπουν από την ενέργειαν, και μας κάμνουν να σκεπτώμεθα τόσον ώστε να περάση η κατάλληλος ευκαιρία.

Ό,τι αγαπητόν και εξαίσιον υπάρχει εις τον Αμλέτον, εκτός μιας ιδιότητος· είναι άνθρωπος οπού ζη εις την σκέψιν· όλα τα αίτια, τα ανθρώπινα και τα θεία, τον καλούν να ενεργήση· αλλά ο μέγας σκοπός του βίου του αποτυγχάνει, διότι αυτός ατελευτήτως σκέπτεται να ενεργήση, χωρίς να πράττη άλλο τι παρά να σκέπτεται. COLERIDGE.

— Το Δράμα του Αμλέτου σκοπεί να δείξη ότι σκέψις η οποία τείνει να εξαντλήση όλας τας σχέσεις και όλα τα ενδεχόμενα αποτελέσματα μιας πράξεως έως το έσχατον όριον της ανθρωπίνης προβλέψεως, παραλύει την ενεργητικήν δύναμιν, καθώς αυτός ο Αμλέτος το εκφράζει· το φυσικό της αποφάσεως χρώμα — εκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του. SCHLEGEL.


— Ο Shakespeare ηθέλησε να παραστήση μίαν ψυχήν εις την οποίαν ανατίθεται μία μεγάλη πράξις, την οποίαν αυτή είναι ανίκανος ναεκτελέση· με αυτήν την έννοιαν είναι κατασκευασμένον όλον το δράμα. Είναι μία δρυς φυτευμένη εις ένα πολύτιμον σκεύος προωρισμένον να δέχεται μόνον χαριτωμένα άνθη· αι ρίζαι της δρυός εκτείνονται και το σκεύος συντρίβεται. Μία ψυχή ωραία, αγνή, ευγενής, εξόχως ηθική, εις την οποίαν όμως λείπει το σθένος, οπού αποτελεί τον ήρωα, πίπτει από το βάρος, το οποίον δεν δύναται ούτε να βαστάση ούτε να αποβάλη· όλα τα καθήκοντα είναι ιερά δι' αυτήν, τούτο μόνον το καθήκον της είναι δύσκολον. Καλείται να εκτελέση το αδύνατον, όχι το αδύνατον καθ' εαυτό, αλλ' ό,τι εις αυτήν είναι αδύνατον.

GOETHE Wilhelm Meister. IV. 13

Σημ. ο Goethe, εις τα τελευταία του χρόνια, δεν ήταν ευχαριστημένος με την εξήγησίν του. Όταν, το έτος 1828, εθεωρούσε την Πινακοθήκην των Δραματικών έργων του Shakespeare, του Retsch, και έφθασε εις τον Αμλέτον, παρετήρησε· «με όλα όσα ειπώθησαν, εκείνο πιέζει την ψυχήν ως ένα ζοφερόν πρόβλημα».


— Ο πρωταγωνιστής δεν έχει σχέδιον, το Δράμα έχει. Η τιμωρία του κακούργου δεν προέρχεται από προμελετημένον σχέδιον εκδικήσεως· όχι· συμβαίνει ένα φοβερόν κακούργημα· τούτο κάμνει τον δρόμον του με τα επακολουθήματά του και συμπαρασύρει και τους αθώους· ο πταίστης φαίνεται ότι θα αποφύγη το βάραθρον, οπού του ετοιμάζεται, και πίπτει εις αυτό ακριβώς εις την στιγμήν οπού ενόμιζεν ότι ευτυχώς είχε σωθή. Διότι αυτή είναι η ιδιότης του κακουργήματος να εκτείνη το κακόν και εις τους αθώους, καθώς της καλής πράξεως να εκτείνη πολλά των ευεργετημάτων της και εις τους αναξίους, πολλάκις χωρίς ο αίτιος μήτε να τιμωρήται μήτε να ανταμείβεται. Εις το Δράμα τούτο βλέπε τι θαύμα! Το Καθαρτήριον Πυρ στέλλει το Πνεύμα και ζητεί εκδίκησιν! αλλά ματαίως! Όλαι αι περιστάσεις συντρέχουν και παρακινούν εις την εκδίκησιν! αλλά ματαίως! ούτε επίγεια ούτε υπερφυσικά δύνανται να κατορθώσουν ό,τι επιφυλάσσεται μόνον εις την Ειμαρμένην. Η ώρα της κρίσεως έρχεται· ο κακός πίπτει με τον καλόν· μία γενεά θερίζεται και βλαστάνει άλλη.

GOETHE Wilhelm Meister. IV.


— Ο Ποιητής ηθέλησε να παραστήσει οποίον χάσμα υπάρχει μεταξύ της συναισθήσεως του καθήκοντος και της εκπληρώσεως αυτού, μεταξύ θελήσεως και πράξεως, μεταξύ κατανοήσεως και αποφάσεως. Ο ποιητής θέλει να αναπτύξη οποίον λόγον έχει η ευγένεια της ψυχής προς την ισχύν του χαρακτήρος, η αισθηματική και πνευματική φύσις προς την πρακτικήν, η διανοητική δύναμις προς την ενεργητικήν ρώμην· θέλει να μας δείξη πως η μονομερής του πνεύματος μόρφωσις εξασθενίζει και δεσμεύει την ενεργητικήν ιδιότητα της φύσεως μας, πως η λεπτοτέρα καλλιέργεια της ψυχής δεν δύναται να εξυπηρετήση την ενεργητικήν δύναμιν όταν παραμελείται η μόρφωσις της θελήσεως.

GERVINUS.

Σημ. Ο αυτός Κριτικός βλέπει εις τον Αμλέτον έναν χαρακτήρα της νεωτέρας εποχής, κατ' αντίθεσιν της τραχείας και αγρίας εποχής, εις την οποίαν εγεννήθη, οπόταν τα πάντα εξαρτώντο από την φυσικήν δύναμιν και από την ορμήν προς την ενέργειαν, δηλαδή από ιδιότητας των οποίων ο Αμλέτος στερείται. Ο Αμλέτος έχει την αισθηματικότητα η οποία κατόπιν, εις τον 18ον αιώνα, έγινε επιδημική εις την Αγγλίαν και εις την Γερμανίαν.


— Εις το άτομον του Αμλέτου παριστάνεται το ελάττωμα της λεπτολογίας της συνειδήσεως, η οποία καταντά ανίκανος να αποφασίση, ανίκανος να μεταβή από την ευρείαν περιοχήν του λογισμού εις την στενήν και περιωρισμένην οδόν της ενεργείας, διότι χάνεται εις το απεριόριστον της σκέψεως και θέλει να ενεργήση τότε μόνον, όταν η ιδέα της έγινε καθαρά, τουτέστιν όταν πεισθή περί της απολύτου αγνότητος της πράξεως και όλων των αποτελεσμάτων αυτής, ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον καταδικάζεται εις απραξίαν.

Dr. H. T. ROETSCHER. Cyclus dramatischer Characterer. Berlin 1


— Η στιγμή να ενεργήση δεν έφθασε ακόμη· αφήσετέ τον να πενθή και να σκέπτεται· αργότερα θα ενεργήση, μη αμφιβάλετε, και όταν η ώρα σημάνη όλοι οι δισταγμοί θα διαλυθούν, το αίμα θα πλημμυρήση όπου αυτός θέση τον πόδα. Εις αυτόν υπάρχουν δύο δυνάμεις εις σύγκρουσιν· από ένα μέρος το πάθος οπού τον σπρώχνει εις την εκδίκησιν, οπού βράζει ως θέρμη εις τας φλέβας του, του αφαιρεί τον ύπνον και τον κάμνει να πλανάται παράφορος ανάμεσα εις τους τάφους· από το άλλο μέρος ο Λογισμός οπού τον ταράττει εις τα βάθη της ψυχής του, οπού τον βασανίζει, ο Λογισμός ως φάντασμα, ο Λογισμός με την χλωμήν θωριά του, οπού παρεμβάλλεται εις την στιγμήν της καταστροφής, οπού του κρατεί το χέρι, και παραλύει την ενέργειαν (νεκρόνει το φυσικό χρώμα της αποφάσεως). Έχει να τιμωρήση τον δολοφόνον, δεν θέλει διστάση· η ζωή δι' αυτόν δεν είναι τίποτε· αλλ' αυτός είναι και φιλόσοφος και ζητεί την λύσιν τοιούτων προβλημάτων, την απάντησιν εις τούτα τα αινίγματα· «Διατί τόσα εγκλήματα; διατί υπάρχει το Κακόν; διατί η Ζωή;»

Τούτο είναι το ζήτημα (καθώς ο ίδιος ορθώς λέγει· ιδού το ζήτημα)· το ζήτημα το οποίον εύρηκαν απέναντι των ο Pascal, ο Άγιος Αυγουστίνος, οι μαθηταί του Ιανσενίου και οι του Βούδα. Με έναν συνδυασμόν, ίσως τον υψηλότερον, ή τουλάχιστον τον συνθετώτερον απ' όσους ο ανθρώπινος νους επραγματοποίησεν εις την σκηνήν, τούτος ο σκεπτικός άνθρωπος είναι ένας ήρως· τούτος ο βάρβαρος εσπούδασε εις την Βυττεμβέργην· τούτος ο άνθρωπος οπού δεν σχεδιάζει τίποτε είναι ένας μυστηριακός. Τοιούτος είναι ο διπλός Αμλέτος.

PHILARÈTE CHASLES. Etudes Contemporaines. Paris 1


— Ο Αμλέτος καταστρέφεται, διότι η ζοφερά όψις της ανθρωπίνης ζωής παρουσιάζεται έξαφνα έμπροσθέν του, διότι τοιαύτη θέα του αφαιρεί την πίστιν εις την ζωήν και εις το Αγαθόν, και διότι δεν δύναται να ενεργήση· εκείνος μόνος δύναται να ενεργήση, να ενεργήση διά το καλόν των άλλων, ο οποίος είναι εσωτερικώς υγιής· και η ψυχή του Αμλέτου είναι εξαρθρωμένη από την στιγμήν οπού έχασε την πρώτην πίστιν του... ο Αμλέτος ζητεί να εύρη εις τον κόσμον την πραγματοποίησιν του ιδανικού του, να ανταποκριθή ο κόσμος προς την συνείδησίν του, προς την πίστιν, την οποίαν αυτός έχει εις τον άνθρωπον και εις το Αγαθόν· πρέπει να υπάρχη αρμονία μεταξύ πνεύματος και ζωής· και τοιαύτη ανάγκη της φύσεώς του είναι ο κύριος δι' αυτόν όρος υπάρξεως· ο Αμλέτος είναι ο αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου πνεύματος, οπού έχει την συναίσθησιν της θείας του ιδιότητος. Με τοιαύτην συναίσθησιν ο Αμλέτος τολμά να θέση τον εαυτόν του υπεράνω του κόσμου και να εφαρμόση εις αυτόν την υποκειμενικήν του στάθμην... Το πρόσωπον του Αμλέτου είναι η ενσάρκωσις του Ιδανικού, εις αντίθεσιν προς τον Κλαύδιον και την Γελτρούδην, οι οποίοι είναι προσωποποίησις της ανθρωπίνης διαφθοράς.

Dr. E. W. SIEVERS. Will. Shakespeare Gotha 1


— Θα ερωτήση τις, τι θέλει ο Αμλέτος εις το Κοιμητήριον; και πώς έρχεται αυτού (αγνοεί ότι θα γίνη ο ενταφιασμός της αγαπημένης του) αυτός, ο οποίος φαίνεται ότι αδιαφορεί πλέον εις ό,τι συμβαίνει; Αλλά τοιαύται ερωτήσεις δεν βάλλουν εις απορίαν ούτε τον ποιητήν ούτε τους κριτικούς. Ο Αμλέτος εις ένα μόνον πράγμα ατενίζει, εις την τιμωρίαν του Βασιλέως· αλλά ως έχει πλήρη συναίσθησιν της αδυναμίας του φαίνεται ότι παραδίδει την εκτέλεσιν της εκδικήσεως εις το πεπρωμένον μόνον, ή καλήτερα εις την τύχην αυτός, ο οποίος δεν ήταν ποτέ ζωντανός, τώρα είναι ζωντόνεκρος και κάτι ολιγώτερο, και διά τούτο ευρίσκεται καλήτερα ανάμεσα εις τα μνήματα παρά μεταξύ των ζώντων. Με αληθινήν ευχαρίστησιν σκέπτεται περί θανάτου και αποσυνθέσεως, αλλά και εδώ εις τας σκέψεις του δεν λησμονείται το ιδιαίτερον πρόβλημά του, καθώς φαίνεται όταν υπαινίττεται το σαγονοκόκκαλο του Κάιν, του πρώτου αδελφοκτόνου. FR. HORN. Shakespeare erlaeutert. Leipsig. 1


— Ο Αμλέτος δεν γνωρίζει διατί αναβάλλει· δεν είναι φόβος· ίχνος φόβου δεν αναφαίνεται εις όλην την πορείαν του· αλλ' αυτός κρατεί τον εαυτόν του, διότι έχει μίαν σκοτεινήν, ανεξήγητον, αόριστον πεποίθησιν ότι ευκαιρία κατ' εξοχήν κατάλληλος θα του παρουσιασθή. Ωστόσο η Ειμαρμένη τού ετοιμάζει τον θερισμόν· μία θεότης δίδει την μορφήν εις τους σκοπούς του· η απερισκεψία του τον υπηρετεί όταν τα βαθειά του σχέδια αποτυγχάνουν· η υπερτάτη στιγμή έρχεται χωρίς την συνέργειάν του, και ικανοποιεί τας απαιτήσεις της δικαιοσύνης περισσότερον παρ' ό,τι εδύνατο να επινοήση η σύνεσις και να εκτελέση η δύναμις του ατόμου. Ο Κλαύδιος πιάνεται ενώ κάμνει κακούργημα οπού δεν έχει σωτηρίας ελπίδα, καταλαμβάνεται εις την εκτέλεσιν στυγεράς μηχανορραφίας, και στέλλεται εις την κόλασιν με μεγαλήτερον εγκληματικόν βάρος, και άλλοι, ως αρπάζονται μέσα εις τον στρόβιλον του αρχικού εγκλήματος, συμπαρασύρονται εις την τελικήν καταστροφήν.

W. MINTO. Characteristics of english Pets Edinburgh. 1


— «Βλέπω ένα Χερουβίμ κλ. (Πράξις IV. σκ. III)». Εις αυτάς τας λέξεις έχομεν την κλείδα του χαρακτήρος του Αμλέτου. Δεν σπεύδει να ενεργήση, διότι έχει την συναίσθησιν της αξίας του, και είναι βέβαιος περί της εκβάσεως. Δεν μεγαλοφρονεί, δεν περιμένει την έκβασιν από τον εαυτόν του, αλλά θαρρεί εις οδηγίαν ανωτέραν, χωρίς να ηξεύρη ότι την έχει μέσα εις την ψυχήν του θαρρεί εις την δεξιάν του Υψίστου, με την οποίαν θα γίνη ό,τι πρέπει να γίνη.

K. H. HERMES. Ueber Shakespeare's Hamlet. Stuttgart. 1


— Μετά τας αποκαλύψεις του Πνεύματος του πατρός του ο Αμλέτος ζωηρώς αισθάνεται το μερικόν αδίκημα οπού διεπράχθη και αναλαμβάνει ως ιερόν καθήκον να το τιμωρήση. Αλλά αμέσως μεσολαβεί το φιλοσοφικόν στοιχείον μέσα του· εις το φοβερόν κακούργημα, το οποίον εκατορθώθη με τόσην ψυχρότητα και τέχνην, αυτός, επί τέλους, δεν βλέπει παρά ένα δείγμα συστήματος αδικίας οπού κυριεύει όλα τα ορατά πράγματα του κόσμου τούτου. Ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα παριστάνονται εις τον νουν του ως μία μεγάλη πονηρά δύναμις ή τυραννία, οπού ενυπάρχει εις το σύστημα· η Αυλή της Δανιμαρκίας, οπού αυτοί εγκλημάτισαν και τώρα είναι ευτυχείς, είναι εικών του όλου κόσμου· η κίνησις, η ευφροσύνη, η φαιδρότης, οπού λησμονείται ο θάνατος του πατρός του, είναι εικών της ταραχής του κόσμου τούτου, η οποία θάπτει τον λογισμόν και σκεπάζει το έγκλημα άμα έγινε· οι Αυλικοί εικονίζουν και αυτοί το αργόν και αδιάφορον ανθρώπινον πλήθος οπού ως θεατής αναισθήτως θεωρεί την αδικίαν. Και ιδού, όλα τα πράγματα μεγαλύνονται μέσα εις τον νουν του, ο νους του δεν σταματά εις ένα μερικόν κακόν· ανέρχεται από το ειδικόν εις το γενικόν και από το συγκεκριμένον εις το αφηρημένον, και βλέπει ένα σύστημα ολόκληρον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αν σκέπτεται περί ενός πράγματος αμέσως σκέπτεται περί όλου του κόσμου. «Η Δανιμαρκία είναι φυλακή», άρα «όλος ο κόσμος είναι φυλακή». Αν «ο κόσμος έγινε τίμιος», τότε «πλησιάζει η ημέρα της Κρίσεως».

     Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο
     πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.

Εις όλους τους μονολόγους του σκέπτεται περί γενικών και θεωρεί την σύγχυσιν και την δυστυχίαν ως τι καθολικόν εις την τάξιν των πραγμάτων. Από τοιαύτην τάσιν προς γενικάς σκέψεις κλονίζεται η θέλησίς του ως προς το έργον της εκδικήσεως· διότι επί τέλους (φαίνεται να λέγη) τι καλόν θα προέλθη αφού τελεσθή η εκδίκησις; το προκείμενον αδίκημα δεν είναι παρά ένα μεταξύ χιλίων άλλων· δύνασαι να διορθώσης ένα μερικόν ατόπημα, αλλά το πονηρόν σύστημα προχωρεί, σε διαφεύγει· κάμε ό,τι θέλεις, δεν δύνασαι να το πιάσης, και το κύριον κακόν, πανταχού ευρισκόμενον και αψηλάφητον, σε περιπαίζει ως ο αέρας· το να διορθώσης ένα πράγμα σε υποχρεόνει να πράξης το αυτό και ως προς άλλα, επ' άπειρον, και να αναλάβης έργον ακατόρθωτον. Από τοιαύτην τάσιν του πνεύματος του Αμλέτου προέρχεται η αναβολή της εκδικήσεως και η πλαστή παραφροσύνη την οποίαν ανέλαβε διά να χαίρεται μίαν φανταστικήν από τον κόσμον και από την κοινωνίαν απομόνωσιν, και να ζη μέσα εις τον εαυτόν του· η ατονία της θελήσεώς του δεν πηγάζει από απάθειαν αλλά από υπερβολικήν έκτασιν διανοίας.

REV. DR. MOZLEY. The Christian Remembrancer. 1


— Η πάλη μεταξύ Αμλέτου και του Κλαυδίου είναι η βάσις της δραματικής πράξεως. Αυτοί αποτελούν θαυμαστήν αντίθεσιν και μ' όλον τούτο παριστάνουν μέρη της αυτής μεγάλης ιδέας. Ο Αμλέτος έχει ηθικότητα χωρίς ενέργειαν, ο Κλαύδιος ενέργειαν χωρίς ηθικότητα. Ο Αμλέτος δεν δύναται να κάμη ό,τι του επιβάλλει το καθήκον του, ο Κλαύδιος δεν δύναται να υπακούση εις την συνείδησιν και να ξεκάμη ό,τι έκαμε, δηλαδή να μετανοήση. Ο Αμλέτος παριστάνει ό,τι έπρεπε να γίνη και δεν γίνεται, ο Κλαύδιος ό,τι έγινε και έπρεπε να ξεγίνη. Κανείς από τους δύο δεν φθάνει εις το σημείον, το οποίον ο λόγος καθαρώς του υποδεικνύει, και ο ένας και ο άλλος καταστρέφεται από την αντίφασιν οπού διαιρεί την ύπαρξίν του. Καθείς από αυτούς ζητεί τον θάνατον του άλλου, και κατά την αυστηροτάτην ποιητικήν δικαιοσύνην και οι δύο ευρίσκουν τον θάνατον ως ανταπόδοσιν των πράξεών των.

D. G. SNIDER. The Journal of Speculative Philosophy 1

— Ο Α. Μ. ZAUBITZ. (Morgenblatt. Jan. 1859) ευρίσκει τον λόγον της απραξίας του Αμλέτου εις τούτο, ότι αυτός αισθάνεται ότι με το να τιμωρήση τον Κλαύδιον δεν θα κατώρθονε να νικήση το πνεύμα του Ψεύδους, το οποίον επικρατεί εις τον κόσμον, δεν θα εδύνατο αντί αυτού να ιδρύση το κράτος της Αληθείας και της Δικαιοσύνης· έβλεπε τόσον καθαρά την μηδαμινότητα των πεπερασμένων πραγμάτων, ώστε δεν ήταν δυνατόν να ελπίση με την τιμωρίαν ενός εγκλήματος να πλάση έναν νέον ηθικόν κόσμον. Λέγουν ότι ο Αμλέτος διστάζει να φονεύση τον Κλαύδιον, αλλά κάνεις δεν εξηγεί τι θα εσήμαινε, ποίον σκοπόν θα είχε τοιούτος φόνος, ποίαν σχέσιν θα είχε προς την κοσμικήν τάξιν. Ο λογισμός, λέγουν, εμποδίζει την ενέργειαν, δηλαδή θέλουν ο Αμλέτος να αναιρέση το αληθές αξίωμα ότι «πράξις μη προερχομένη από την ενδόμυχον της ψυχής πεποίθησιν δεν δύναται ποτέ να ήναι ορθή και γνησία».

— Κατά τον DOERING (Shakespeare's Hamlet. Hamm. 1865) η καθαρά ιδεοφροσύνη εις τον Αμλέτον διαφθείρεται και καταντά πικρά και εμπαθής απαισιοφροσύνη. Η απαισιοφροσύνη του δεν είναι πεποίθησις, την οποίαν αυτός εσχημάτισεν από καθολικάς παρατηρήσεις, είναι διάθεσις την οποίαν εγέννησαν εις αυτόν μερικαί ζωηραί εντυπώσεις. Και όμως τοιαύτη διάθεσις τον θέτει εις ανταγωνισμόν προς όλην την ανθρωπότητα, ώστε δεν λαμβάνει κανένα ενδιαφέρον εις τα ανθρώπινα πράγματα. Πώς να αναμιχθή εις τα πράγματα του κόσμου, οπού τα πάντα είναι κακά; προς τι να εκδικήση την αδικημένην αρετήν, οπού αρετή δεν υπάρχει; πώς θα έχη την διάθεσιν να αποκαταστήση την σαλευομένην ηθικήν τάξιν, αφού έχει την πεποίθησιν ότι αυτή εξέλιπε διά πάντοτε;


— Αφού έμαθε ότι ο πατέρας του εδολοφονήθη, γεννώνται εις αυτόν δύο εναντία ρεύματα· η φιλοστοργία, η οποία τον σπρώχνει να πατάξη τον Κλαύδιον, και η αποστροφή την οποίαν αισθάνεται να κάμη φόνον, και, καθώς επικρατεί το ένα αίσθημα ή το άλλο, μεταβάλλεται και η γλώσσα του· όταν ευρίσκεται μακράν από την μελετωμένην πράξιν, υπερισχύει η φιλοστοργία, ορκίζεται ότι θα τιμωρήση και πιστεύει ότι αν είχε εμπρός του τον ένοχον θα τον εφόνευεν αδιστάκτως· όταν η ευκαιρία παρουσιάζεται, τότε κυριεύεται από την αποστροφήν προς δολοφόνον πράξιν· αφίνει να περάση η ευκαιρία, και, άμα αυτή περάση, πάλιν αναλαμβάνει την δύναμίν της η φιλοστοργία, και τότε αδημονεί διότι δεν έπραξε, ονειδίζει πικρώς, κατακρίνει τον εαυτόν του ως δειλόψυχον, και ούτως αδικεί τον εαυτόν του, διότι βλέπει τον εαυτόν του με τα όμματα του πάθους...

Και μία δολοφονία, έστω και αν γίνη χάριν εκδικήσεως δολοφονημένου πατρός, τι άρα γε έχει ευγενές ώστε να χαρακτηρίζεται πράξις ηρωϊκή, ο δε Αμλέτος να κρίνεται δειλόψυχος, διότι εδείχθη ανίκανος να την εκτελέση, καθώς είπεν ο GOETHE και άλλοι πολλοί κατόπιν του; όχι δεν είναι μία ηρωϊκή πράξις, την οποίαν ο Αμλέτος δεν έχει την δύναμιν να εκτελέση, είναι μία φρικώδης υποχρέωσις διά την οποίαν αυτός δεν είναι καμωμένος, και προς την οποίαν, χωρίς αυτός να δίδη λόγον προς τον εαυτόν του, επαναστατεί η αγνή συνείδησίς του, αι ορμαί της φύσεώς του, αι έξεις της αγωγής του, όλα εκείνα, όσα, εις άλλας περιστάσεις, θα αποτελούσαν την δύναμίν του...

Συμβαίνει εις τα βάθη της ψυχής του κάτι, το οποίον αυτός ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται· αυτού μέσα ενεργεί ένα αίσθημα οπού αυτός δεν αναλύει, δεν διακρίνει, αλλά εις το οποίον αυτός υποτάσσεται. Αλλά δεν είναι δειλία, ούτε αστασία της θελήσεως, αφού τα πάντα εσωτερικώς και εξωτερικώς εναντιόνονται εις τοιαύτην ερμηνείαν. Άρα διατί αυτό να μη ήναι εκείνο το οποίον ημείς νομίζομεν, τουτέστιν η απόκρυφος φωνή της συνειδήσεως, η αποστροφή την οποίαν μία γενναία ψυχή αισθάνεται προς ψυχράν ανθρωποκτονίαν;

Ζήτησε άλλην παρ' αυτήν την εξήγησιν, η οποία εξηγεί όλα, και δεν θέλει την εύρης. Ή θα παραδεχθή τις τον χαρακτήρα του Αμλέτου, οποίον τον επαραστήσαμεν, ή ο ποιητής εσχημάτισε το έργον του από διάφορα τεμάχια χωρίς να λάβη τον κόπον να τα συναρμόση εις ένα όλον. Εάν η εξήγησίς μας δεν είναι η αληθής, τότε το δραματικόν πρόσωπον το οποίον εκράτησε την προσοχήν της ανθρωπότητος διά τρεις αιώνας είναι γέννημα της τύχης, είναι αίνιγμα ανεξήγητον.

V. COURDAVEAUX. Caractères et Talents. Paris 1

— Ο Αμλέτος είναι αναγκασμένος να προβή με την μεγαλητέραν περίσκεψιν· ο επιβάτης ήταν ισχυρός, και εάν ο Αμλέτος ήθελεν εκτελέση αμέσως την εκδίκησιν, τούτο θα είχε κάκιστα αποτελέσματα διά την ζωήν και διά την υπόληψιν του Αμλέτου. Κάνεις δεν εγνώριζεν ό,τι του είχε ανακοινώση το Πνεύμα, εκτός του Ορατίου, και μ' όλον ότι η αποκάλυψις του Πνεύματος ήταν δι' αυτόν ασφαλής μαρτυρία και λόγος ικανός διά να μισήση τον Κλαύδιον, δεν αρκούσεν όμως να δικαιολογήση εις τα όμματα του κοινού τον φόνον του Βασιλέως του.

RISTON. Remarks. 1


— Το Πνεύμα του πατρός του ζητεί εκδίκησιν, αλλά δεν ορίζει τον τρόπον. Ο Αμλέτος φυσικά εκλαμβάνει ότι πρόκειται περί ανταποδόσεως «οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδούς αντί οδόντος». Τούτο θεωρούμενον από την ηθικήν θέσιν του Αμλέτου είναι άρα γε ορθόν; Πρόκειται τίποτε ολιγώτερον παρά να φονεύση τον θείον του, τον σύζυγον της μητρός του και τον βασιλέα του, όχι να τον κρίνη και να τον θανατώση δικαστικώς αλλά να τον δολοφονήση. Πώς θα δικαιολογήση την πράξιν του εις τον κόσμον; Αφού δεν δύναται να φέρη την μαρτυρίαν του Πνεύματος, η απόδειξις εις την οποίαν αυτός στηρίζεται διά να ενεργήση δεν αξίζει ειμή εις την περιοχήν της συνειδήσεώς του. Η πράξις, διά να συντελέση εις το γενικόν καλόν, πρέπει να εκτιμηθή από τους άλλους όπως την εκτιμά αυτός· άλλως ο Αμλέτος θα δώση παράδειγμα φόνου όχι δικαιοσύνης· το έγκλημά του θα αποδοθή εις την φιλαρχίαν του, και η εκπλήρωσις καθήκοντος θα κριθή ως πρόφασις. Δύναται άνθρωπος «με τόσο πλάτος λογικού, 'πού βλέπει κ' εμπρός του και κατόπι» να ενεργή κατ' αυτόν τον τρόπον; Αληθώς ο νους του φαίνεται πεπεισμένος περί της ανάγκης να πατάξη τον θείον του, αλλά υποπτεύομαι ότι αυτός αισθάνεται μίαν θειοτέραν δύναμιν, «μίαν φωνούλα», η οποία τον σύρει αλλού. Νομίζει ότι πρέπει να εκτελέση το έργον, αποφασίζει να το πράξη, κατακρίνει τον εαυτόν του διότι δεν το πράττει, αλλά ένας νόμος ανέκφραστος, βαθύτερος και δυνατώτερος παρά την πεποίθησιν τον κρατεί. Αυτός αποδίδει την απραξίαν του εις άνανδρον δισταγμόν, ή εις κάποιαν αγενή αδυναμίαν του, ακριβώς καθώς συμβαίνει εις τους καλητέρους ανθρώπους να κατακρίνουν τον εαυτόν των ότι οδηγούνται από φίλαυτον φόβον της τιμωρίας, ενώ ολόκληρος ο βίος των αποδεικνύει ότι εμπνέονται από αισθήματα αγνά, και ότι θα επροτιμούσαν να τιμωρηθούν διότι έπραξαν το καλόν, παρά να λάβουν ανταμοιβήν διότι έπραξαν το κακόν.

HUDSON. Shakespeare, his life, Art and Characters. Boston. 1

Σημ. Παρομοίαν εξήγησιν δίδει και ο KLEIN (Berliner Modenspiegel 1846), ο Κ. WERDER εις εκτεταμένην διατριβήν (Hamlet. Berlin. 1875), και εις το αυτό συμπέρασμα φθάνει και ο HERM. ULRICI (Shakespeare's Dramatishe Kunst. 1868).