Αλεξανδρινή Τέχνη/Τόμος 1/Τεύχος 2/Φιλολογικές σελίδες
←Το σπασμένο χέρι | Φιλολογικές σελίδες Συγγραφέας: |
Ατσαλένιες κλωστές: Απ. Λεοντή→ |
Περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη», τεύχος 2, Ιανουάριος 1927, σελ.14-15 |
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
Α'.
Ἡ παρατήρησις δὲν ἔχει γίνει ἀκόμη -μοῦ φαίνεται- πῶς µέσα στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη, βρίσκει κανεὶς στίχους ποῦ μοιάζουν σὰν μιὰ εἴρωνική, ἐκ τῶν προτέρων, ἀπάντησι σὲ κριτικὲς -σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς κριτικές- ποῦ ἔχουν γίνει ἴσαμε τόρα τοῦ ποιητοῦ. Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν κατάληψι τοῦ ἔργου τοῦ Καβάφη ἀναζητήσετέ τα στὸ ἔργο τοῦ µέσα. Δίδω ὡς παράδειγµα τὴν ἀρχὴν τοῦ Δημάρατου, ποίημα ποῦ τὴν ἀξία του καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Καβάφη ἀκόµη οἱ πιὸ πείσµονες ἀναγνωρίζουν καὶ τὸ καταλογίζουν
µέσα στὰ ἀριστουργήματά του.
Τὸ θέµα, ὁ Χαρακτὴρ τοῦ Δημάρατου,
ποῦ τὸν ἐπρότεινε ὁ Πορφύριος, ἐν συνομιλία,
ἔτσι τὸ ἐξέφρασεν ὁ νέος σοφιστῆς
(σκοπεύοντας, µετά, ρητορικῶς νὰ τὸ ἀναπτύξει)
Αὐτὸ τό:
- σκοπεύοντας, µετά, ρητορικῶς νὰ τὸ ἀναπτύξει,
εἶναι τὸ τέλειο δεῖγμα τῆς καβαφικῆς εἰρωνίας, εἰρωνίας ἐντελῶς δικῆς του ποῦ δὲν μοιάζει -ὅσο μοῦ ἐπιτρέπουν οἱ μελέτες µου νὰ κρίνω- μὲ τὴν εἰρωνία κανενὸς ἄλλου.
Ὁ Δημάρατος τοῦ Καβάφη, λοιπόν, εἶναι ἕνα ποίημα, ἕνα ἀριστούργημα, πάνω σ’ ἕνα ἁπλὸ canevas: γενικὲς γραµµές, σχεδιάγραμμα, ébauche, κάτι μπορῶ νὰ πῶ σὰν πρόχειρο (γιὰ τοὺς ἀδαεῖς) reportage. Καὶ σὰν νὰ ποοκαλεῖ εἰρωνικὰ ὁ ποιητής, ἄλλους, νὰ ἀναπτύξουν αὐτὸ τὸ ποίηµα μὲ τὴ ϱητορική τους, νὰ πάρουν αὐτὸ τὸ θέµα καὶ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθοῦν, νὰ τὸ ἀπλώσουν, νὰ τὸ ἐκτείνουν στὸ τέλος ἀπλούστατα μὲ τὲς πρόσθετες γραμμὲς ποῦ θὰ τοῦ βάλουν, νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν ἐκείνη τὴ θεία ἀναγλυφικὴ ἁπλότητά του, ἀληθινό χάρμα λογίων.
Ἀφαιρέσετε ἕνα κόμμα ἀπὸ τὸν Δημάρατο, προσθέσετε μίαν τελείαν, παύει να εἶναι ἀριστούργημα.Eἶναι ἀρκετὰ χρόνια ποῦ γράφω ἑλληνικὰ καὶ ποτὲ ὡς τόρα δὲν ἀσχολήθηκα γιὰ τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας ποῦ ἀδίκησε ὁλόκληρη νεολαία ἄλλοτε, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δρόµο της, ρίχνοντάς την σὲ δημοσιογραφικοὺς ἀγῶνας. Εἶχα πάντα τὴ βεβαιότητα πῶς ὁ περίφημος αὐτὸς ἀγῶνας γιὰ τὴ γλῶσσα θὰ κατέληγε ὅπως ὁ ἀγὼν γιὰ τὸν ὁποῖον μιλᾶ ὁ ποιητής:
- et le combat cessa faute de combattants.
Τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας θὰ ἐλύετο µόνο του. Ὁ «ἀγῶνας» ἔβλαψε κατὰ τοῦτὸ τὸ ζήτημα αὐτό, ὅτι προσέθεσε στὴν διγλωσσία µας, μιὰ τρίτη γλῶσσα τὴ μαλιαρὴ -καὶ τὸ χειρότερο- ποῦ οἱ ὀρθόδοξοι τῆς μαλλιαρῆς ἐθεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ὑποχρεωμένο, ν’ ἀφομοιώνουν τὴν πιὸ χυδαία λαϊκὴ νοοτροπία -ποῦ ὅλοι ἀποτροπιαζόμεθα -γιὰ νὰ φαίνονται πιὸ φυσικοί. Ἔτσι στὲς ἔκφράσεις τους βρίσκοµε ὅτι τὸ πιὸ χυδαῖο.
Σήμερα, ἀμύντορες τῆς καθαρευούσης καὶ μαλλιαροί, ἐγκαταλελειμένοι στὴ µετριότητά τους, δὲν παίζουν πλέον ρόλο. Ἡ διγλωσσία, ἡ σχετική, θὰ παραμείνει, χωρὶς νὰ στενοχωρεῖ πλέον κανένα, ἅπαξ καὶ ἡ µικτὴ θὰ χρησιµεύει ὡς γεφύρωµα. ᾿Ἐκεῖνο ποῦ χρειάζεται σήµερα ἡ γλῶσσα εἶναι ὁ πλουτισμός, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐκκαθάρισις.
Ἡ νοοτροπία, ἡ ψυχή, ἂν θέλετε, τοῦ νεοέλληνα ἄλλαξε.
Ἐἶναι ἀναγκασμένος νὰ προστρέξει μᾶλλον στὴν καθαρεύουσα ἢ καὶ τὴν ἀρχαία γιὰ νὰ πλουτίσει τὸ λεκτικό του παρὰ στὴν λαϊκή, γιατὶ ἡ λαϊκή, δημιούργηµα μιᾶς λαϊκῆς ψυχῆς, πρωτόγονης καὶ ξεπερασμένης δὲν μπορεῖ πιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ στὲς ἀπαιτήσεις τὲς ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς ποῦ αἰσθάνεται.
Παράλληλα μὲ τὲς ἀπαιτήσεις αὐτές, ἄλλες αἰσθητικές... προϋποθέτουν τὴν ἐκκαθάρισι. Ἔχομεν ἤδη ἕνα µεγάλο καθαριστὴ τῶν σταύλων τοῦ Αὐγεία.
Ὀνόμασα : τὸν Καβάφη.
Γ. ΒΡΙΣΙΜΙΤΖΑΚΗΣ