Ἡ Βάρβιτος
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιωάννης Καρασούτσας
Ἕτερος Μῦθος
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860


ΕΤΕΡΟΣ ΜΥΘΟΣ.
ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΛΑΦΟΝΤΑΙΝΟΥ)


Αἴσωπος ὁ μυθογράφος, ἀγνοῶ τὶς ἡ αἰτία
Εἰς τὴν ἀλεποῦ νὰ δίδῃ συνειθίζει τὰ πρωτεῖα
Ὡς πρὸς τὴν κατεργαρίαν
Καὶ τοῦ νοῦ τὴν πονηρίαν.
Μήπως τάχα καὶ ὁ λύκος ἐν ἀνάγκῃ δὲν ἐξεύρει,
Ὅταν ἢ τοῦ ἄλλου θέλῃ τὴν ζωὴν νὰ χανδακώσῃ,
Ἢ τὴν ἑαυτοῦ νὰ σώσῃ,
Μηχανὰς πολλὰς νὰ εὕρῃ;
Ἔχω λόγους νὰ πιστεύω πῶς τὸ πρᾶγμα ἔχει οὕτω,
Κ’ ἴσως ὁ διδάσκαλός μου ν’ ἀπατᾶται ὡς πρὸς τοῦτο,

Ἡ ἑξῆς πλὴν ἱστορία μαρτυρεῖ τὸ ἐναντίον,
Καὶ εἰς τὴν κερδὼ ἀφίνει τὴν τιμὴν καὶ τὸ βραβεῖον.
Εἰς βαθὺ αὐτὴ πηγάδι
Ἀντανακλωμένην εἶδε τὴν σελήνην ἕνα βράδυ,
Καὶ ἐνόμισε τυρίον ὅτι βλέπει. Πεινασμένη
Ἔτυχ’ ἐνταυτῷ νὰ ἦναι. Δύω κάδδοι κρεμασμένοι
Ἐκ τροχίσκον μὲ σχοινίον,
Τὸ ὑγρὸν ἀναβιβάζουν διαδοχικῶς στοιχεῖον.
Καὶ λοιπὸν καιρὸν δὲν χάνει·
Πιάνεται ἀπὸ τὸν ἕνα κάδδον εὔμορφα καὶ φτάνει
Εἰς τοῦ πηγαδιοῦ τὸ βάθος.
Τότε εἶδε μὲ πολλήν της λύπην τὸ φρικτόν της λάθος.
Ἐπειδὴ πῶς νὰ ἐξέλθῃ, δυστυχὴς, ἐκ τοῦ πυθμένος,
Ἂν ἐπίσης πεινασμένος
Ἄλλος τις αὐτῆς δὲν ἔλθῃ νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον,
Γελασθεὶς μ’ ὅμοιον τρόπον;
Μία, δυὼ περνοῦν ἡμέραι καὶ ψυχίτσα δὲν ἐφάνη
Στὸ πηδάδι. Ἐκεῖ μέσα τῆς ἐγράφθη ν’ ἀποθάνῃ!
Ὁ καιρὸς ὁποῦ διαβαίνει καὶ δὲν μένει εἶχ’ ἐντούτοις
Ἀλλοιώσει τὴν σελήνην, καὶ τοῦ κύκλου τοῦ λαμπροῦ της
Ἔλειψεν ἕνα κομμάτι,
Λύπη καὶ ἀπελπισία τὴν κυρ’ ἀλεποῦ ταράττει.
Ἐδῶ, ἔλεγε, τὸ νῆμα τῆς ζωῆς θὰ ξετελεύσω.
Ἀλλ’ ἰδοὺ μὲ διψασμένον λάρυγγα ἐκεῖ περᾷ
Ἕνας λύκος· ἡ κυρὰ
Τοῦ φωνάζει ἀπὸ κάτω. Σύντεκνε, νὰ σὲ φιλεύσω
Ἔλα· βλέπεις τοῦτο; εἶναι, λύκε φίλτατε, τυρίον.

Πλὴν σὲ λέγω πρᾶγμα θεῖον!
Ὁ Θεὸς ὁ Πᾶν ὁ ἴδιος τὤπηξεν ἀπὸ τὸ γάλα
Τῆς Ἰοῦς τῆς ἀγελάδας· καὶ ὁ Ζεὺς ἂν ἀῤῥωστοῦσε
Εὕρισκε τὴν ὄρεξίν του στὴν στιγμὴν, ἂν ἐτσιμποῦσε
Ἀπὸ τοῦτο μία στάλα.
Ἔφαγα ἐγὼ ὀλίγον ὅσον λείπει· τὸ δὲ ἄλλο
Εἶναι διὰ σὲ καὶ εἶναι ἀρκετὸν, δὲν ἀμφιβάλλω.
Ἔβαλα αὐτοῦ καὶ ἕνα κάδδον· δι’ αὐτοῦ εὐκόλως
Καταβαίνεις ὅπου εἶμαι. Τῆς ἐπέτυχεν ὁ δόλος.
Ὁ μωρόπιστος ὁ λύκος εἰς τὸν κάδον ἀναβαίνει·
Μὲ τὸ βάρος του σηκόνει
Παρευθὺς τὸν ἄλλον κάδδον· ἡ κυρ’ ἀλεποῦ γλυτόνει,
Καὶ αὐτὸς στὸν πάτον μένει.




Μὴ γελῶμεν μὲ τὸν λύκον. Πόσους, φεῦ! δὲν σαγηνεύει
Κ’ εὐτελέστερον πολλάκις κέρδος, ἢ μικρὰ τιμή;
Εὔκολα καθεὶς πιστεύει
Ὅ,τι ἢ πολὺ φοβεῖται ἢ πολὺ ἐπιθυμεῖ.