Άλυσος Δεκατετραστίχων

Ἄλυσος Δεκατετραστίχων
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


—Un sonnet sans défauts vaut seul un long poëme.—
BOILEAU. Art. Poetique.



Αʹ.

Ὁ μῆνας ποῦ ’ς τ’ ἀγκαθερὰ κλωνάρια
Φιλοῦν τὰ ῥόδα οἱ ζέφυροι ’ς τὰ χείλη,
Ὁπ’ ἀγκαλιάζουν τ’ ἄσπρο χαμομῆλι
Τὰ δροσερὰ σμαράγδινα χορτάρια,

Αὐτὸς ὁ μῆνας ποῦ τά κρύα ποδάρια
Βαστᾷ τοῦ Μάρτι,—λέω γιὰ τὸν Ἀπρίλι— 
Ὁποῦ εἰς ἐμὲ τὸν Ἔρωτα ἔχει στείλει,
Γιὰ νὰ μὲ ρίξῃ ’ς τὰ πικρά του ’χνάρια,

Δέκα κύκλους καὶ πέντ’ ἀκολουθήσει
Εἶχε τὸν μέγ’ ἀστέρα τσ’ οἰκουμένης,
Στεφανωμένος μ’ ἄνθη καὶ λουλούδια,

Πρὶν τὸν Ἔρωτα στείλῃ ν’ ἀποκλείσῃ
Τὸν κόσμο μιᾶς καρδιᾶς εὐτυχισμένης,
Γιὰ νὰ γροικήσῃς, Μάϊ, πικρὰ τραγούδια!


Βʹ.

Γιὰ νὰ γροίκησῃς, Μάϊ, πικρὰ τραγούδια,
Ἀπρίλις μὲ τὸν Ἔρωτα ἑνωμένοι,
Εἰς τὰ δεινά μου οἱ δύο συνακουσμένοι
Μία θεὰ μοῦ πετοῦν ἀπ’ τὰ λουλούδια!

Σὲ τέτοια λάμψι ἐμπρὸς καὶ τ’ ἀγγελούδια
Θαῦμα δὲν εἶνε ἂν πέσουν νικημένοι,
Ὄχι καρδιὰ θνητὴ καὶ ξωπλισμένη,
Νὰ μείνῃ μέσα ἀναίσθητη καὶ κλούδια.

Τὰ μαγικά τους ὅπλα εἶχαν γυμνώσει·
Ἐδόθηκε τῆς μάχης τὸ σημεῖο,
Ἔπεσα ἀλήθεια, ἀλλ’ ἔπεσα κτυπῶντας!

Ἂν τρεῖς φονιάδες μ’ ἔχουν θανατώσει,
Σὺ ἀνάστησέ με, ποῦ μὲ γέλοιο θεῖο
Προβαίνεις, Μάϊ, ’ς τὴν γῆν ἀνθοφορῶντας.


Γʹ.

Προβαίνεις, Μάϊ, ’ς τὴν γῆν ἀνθοφορῶντας,
Ὡσὰν παιδάκι ἀθῶο χαριτωμένο,
Ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Πλάστρου στολισμένο,
Kι’ ὁ κόσμος σὲ θωρεῖ χαροκοπῶντας.

Μόνος ἐγὼ πικρὰ μυρολογῶντας
Τὴν τύχη, ποῦ μὲ θέλει σκλαβωμένο,
Ψάλλω μὲ χεῖλι ἀχνὸ καὶ μαραμένο,
Ὅσα ἡ ψυχή μου αἰσθάνεται ἀγαπῶντας!

Μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου, Μάϊ,
Ὁ Ἔρως, ὁ προδότης, ἕνα ἀγκάθι,
Πικρὸ, φαρμάκι, πάει καί μοῦ φυτεύει.

Τ’ ἀγκάθι αὐτὸ, μοῦ λένε, πῶς γεννάει
Δάκρυα πολλά, καὶ στεναγμοὺς καί πάθη·
Ὤχ! τὴν καρδιά μου ποιὸς τὴν θεραπεύει;


Δʹ.

Ὤχ! τὴν καρδιά μου ποιὸς τὴν θεραπεύει
Ἀπὸ τ’ ἀγκάθι ὁπ’ ἄξησε, κι’ ἀρχίζει
’Σ τά σωθικά μου νὰ κουφοδρομίζῃ,
Καὶ τὸν πόνο στιγμὴ δὲν ἡμερεύει;

Ὅσο ῥιζόνει αὐτὸ, τόσο ἀγριεύει.
Μήπως ἰατρὸς σὲ τέτοια ζάλη ἀξίζῃ;
Ἡ μόνη, ὁποῦ τὴν θεραπεία γνωρίζει,
Εἶναι αὐτὴ ποῦ μὲ ζῇ, καὶ μὲ φονεύει.

Τρεῖς συλλαβαῖς, μία λέξι ἄς μοῦ χαρίσῃ,
Τὸ στόμα αὐτὸ τ’ ὡραῖο κι’ ἀγαπημένο,
Κ’ ἡ λαύρα τῆς καρδιᾶς μου εὐθὺς θὰ σβύσῃ!

Ὄχι, κάλλιο μὲ στῆθος πληγωμένο,
Νά τρέχω πάντα ἀνατολὴ καὶ δύσι,
Γιά νὰ μὲ κλαῖνε πλάσμα σκλαβωμένο.


Εʹ.

Γιὰ νὰ μὲ κλαῖνε πλάσμα σκλαβωμένο
Οἱ κάμποι, τὰ βουνὰ, καὶ τὰ λαγκάδια,
Σέρνω τσ’ ἀγάπης τὰ πικρὰ μοιράδια,
Ὅθεν ἡ μοῖρα μ’ ἔχει διωρισμένο!

Ὡσὰν ἐλάφι τρέχω λαβωμένο,
Κι’ ἄλλο ἐμπρὸς δὲν θωρῶ παρὰ μαυράδια·
Τὶ δὲν μοῦ δίνει ὁ Ἔρωτας τὴν ἄδεια
Νὰ ἰδῶ ἄλλο φῶς, ἀπὸ τ’ ἀγαπημένο.

Ἔτσι ’ς τὸ σκότος ἕνα ἡμερονύχτι
Ἀπέρασα ὁ βαριόμοιρος, καὶ τρέχω
Νὰ βρῶ τὸ φῶς, ποῦ μ’ ἔχει ἀποτεφρώσει.

Ἐπιάστηκα σὲ τέτοιο γλυκὸ δίχτυ,
Π’ ἀνίσως καὶ κἀνεὶς θὰ μὲ λυτρώσῃ,
Ἄλλη εὐτυχία ’ς τὸν κόσμο δὲν παντέχω!


ΣΤʹ.

Ἄλλη εὐτυχία ’ς τὸν κόσμο δὲν παντέχω,
Παρὰ νὰ ἰδῶ τὰ μάτια σου τὰ θεῖα·
Κι’ ἂς ῥίχνουν εἰς τὰ σπλάγχνα μου φωτία,
Κι’ ἂς κλαίω πικρὰ, κι’ ἀνάπαψι ἂς μὴν ἔχω.

Ὁ στεναγμός μου ἂς πῇ ποῦ δὲν κατέχω
Τς’ ἐλευθερίας τὴν αὔρα ’ς τὴν καρδία.
Κι’ ἂς ’πῇ ὁ μωρὸς τὴν ὕπαρξί μου ἀθλία,
Γιατὶ κατόπι σου, Ἔρωτα, ἐγὼ τρέχω.

Μακάριος εἶμαι, ἀφοῦ τὸν λογισμό μου
Σὺ κυβερνᾷς, ποῦ ἡ γῆ σὲ προσκυνάει,
Κ’ ἐγὼ σε κρίνω, ὡς μέγα δάσκαλό μου!

—Ὁ τύραννος τόν ἔπαινο ἀγαπάει—
Κι’ ἀμέσως, θαῦμα μέγα, εἰς τὸ πλευρό μου
Τ’ ἄστρη ἀνατέλλει, ὁποῦ μὲ κυβερνάει!


Ζʹ.

Τ’ ἄστρη ἀνατέλλει ὁποῦ μὲ κυβερνάει,
Κι’ αὐτὸς, ὁποῦ τὴν πλάσιν ἀγκαλιάζει,
Τ’ ἀνίκητο δοξάρι εὐθὺς ἁρπάζει,
Καὶ κατ’ ἐμὲ, τὰ βέλη του βροντάει.

Γνωρίζω! ὁ πονηρὸς ζηλοφθονάει
Τὸ φῶς αὐτὸ, ποῦ τ’ ἄστρη μου τινάζει,
Καὶ μνῆμα ’ς τὴν χαρά μου ξεσκεπάζει,
Ἂν δύναται χαρὰ νὰ μ’ ἀκλουθάῃ!

Ἄχ! Ἔρωτα, κι’ ἂν ἤξερα ποιὸς εἶσαι,
Πρὶν ἔμβῃς μὲς τὴν ἄπειρη καρδιά μου,
Μαζὺ μὲ τὸν Ἀπρίλι ἤθε κατέβω.

«Ὡς τόσῳ ἐγὼ εἶμαι μέσα, καὶ σὺ σβύσε
Ἂν σοῦ βολῇ, μὲ λέγει, τὴν φωτιά μου,
Γιατὶ ὅσο τρέχω ἐμπρὸς χειροτερεύω.»


Ηʹ.

Γιατί ὅσο τρέχω ἐμπρὸς χειροτερεύω
Καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ δρόμου δὲν τελειόνω,
Ἀλλ’ ὅσο πάσχω ἐγὼ νὰ κορυφόνω
Τόσο μακραίνει ὁ δρόμος ποῦ θ’ ἀναίβω;

Μετανοιωμένος ἤθελε καταίβω,
Ἀλλὰ λογγιάζει ὀπίσω, καὶ δὲν σώνω
’Σ τὴν γῆ νὰ ξεσκεπάσω αὐτὸ τὸν κλῶνο,
Π’ ἀτέλειωτο ἐμπροστά μου τ’ ἀγναντεύω!

Νὰ μὴ σαλέψω ἀπέδω, ἂν μελετήσω,
Ὁ λόγγος ποῦ ψηλόνει ὀπισωθιό μου,
Μὲ σπρώχνει μετὰ βίας, καὶ μὲ κεντάει.

Μίαν ἐλπίδα γλυκειὰ μ’ ἀνηφοράει,
Καὶ βλέποντας ’ς τὸ πλάγι τὸν ἐχθρό μου,
Τὸ βῆμά μου πῶς νὰ τὸ σταματήσω;


Θʹ.

Τὸ βῆμά μου πῶς νὰ τὸ σταματήσω,
Ἄν σεῖς ἀγρύπνιαις μ’ ἔχετε νικήσει,
Δύναμις ἰσχυρὰ πάλε θ’ ἀνθήσει
’Σ τὴν ψυχὴ, ποῦ ποθῶ νὰ καλλωπίσω.

Ἐμπρὸς φτερὰ τῆς διανοίας μου. Ὀπίσω
Ἡ ἄνανδρη καρδιὰ μόνη ἂς γυρίσῃ.
Αὐτὴ ταῖς δάφναις θέλει νὰ μαδήσῃ,
Ἐγὼ μ’ αὐταῖς, ψυχὴ, θὰ σὲ στολίσω.

Ἀνοῖξτε τὸν Παράδεισον, ἀγγέλοι,
Γιατί νὰ μὲ στερῆτε τὴν θωριά της
Ὅταν αὐτὴ ἀπ’ τὸν κόσμο μὲ στερίζῃ;

Ἀνοῖξτε, κ’ ἡ ψυχή μου ἄλλο δὲν θέλει,
Παρὰ νὰ ἰδῇ πῶς ἡ γλυκειὰ θεά της,
Χωρὶς φτερὰ μ’ ἀγγέλους συμβαδίζει!


Ιʹ.

Χωρὶς φτερὰ μ’ ἀγγέλους συμβαδίζει
Αὐτὸς π’ ἔρωτα ἁγνὸν ἀκολουθάει.
Ἀπὸ τὴν γῆ ’ς τὰ οὐράνια ἀναπετάει,
Κι’ ἀπὸ τ’ ἄστρα ’ς τὸν τάρταρο βυθίζει.

Ὡς ἀκτῖνα φωτὸς περιγυρίζει
Τὴν οἰκουμένην ὅλη, καὶ ἀποσπάει
Τὴν θολούρα ὁποῦ τ’ ἄπειρο γεννάει,
Καὶ τὰ κρυφὰ τοῦ Παραδείσου ἀγγίζει!
 
Μὲς τ’ ἀθάνατα μύρα καθαρίζει
Τῆς ψυχῆς του τ’ ἀνθρώπινο, καὶ πίνει
Κῦμα φωτὸς, ποῦ κάθε φῶς νικάει!

Τ’ ἀχεῖλί του λαλῶντας κιθαρίζει,
Καὶ τ’ ἄνθη, καὶ τ’ ἀρώματα ποῦ χύνει,
Κάθε ψυχὴν ἀμόλυντη ξυπνάει.


ΙΑʹ.

Κάθε ψυχὴν ἀμόλυντη ξυπνάει
Ἡ ἁγνὴ παρθένα ’ς τὴν σεμνὴ διαβή της·
Χρυσὸ καθρέφτη κάνει τὸ κορμί της,
Καὶ πᾶσα τίμια στέκει καὶ τηράει!

Χαρούμενος ὁ κόσμος σταματάει,
Νὰ τὸν σκεπάση ἡ θεία λαμποκοπή της·
Καὶ τότε αὐτὴ τὴν ἀστροκεφαλή της
Μὲ ταπεινότη σκύφτει καὶ περνάει.

Ὅπου κι’ ἂν μείνῃ ἀπὸ μίαν ἄκρη εἰς ἄλλη,
Μία Παράδεισο ἀνοίγεται ἀνθισμένη
Π’ ἀστράφτει, ἀρωματίζει ὅλα τὰ μέρη.

«Ποιὰ ἀνατολὴ, ποία σφαῖρα μαγεμμένη
Στέλνει ’ς τὴν γῆ τέτοια περίσσια κάλλη;»
Καθένας λέγει, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ξέρει.


ΙΒʹ.

Καθένας λέγει, ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ξέρει
Τὸν Ἔρωτα πῶς πρέπει νὰ ξεφύγῃ,
Ἀφοῦ τὸν βάλῃ σὲ στενὸ κυνῆγι,
Καὶ τὸν πληγώσῃ τὸ ἔμπειρό του χέρι.

Ἄλλοι ’ς τὸ ψάρι ὁποῦ πηδᾶ ’ς τὴν ξέρη
Ἢ ’ς τὸ πουλὶ, ποῦ ἀπ’ τὸν ἰξὸ θὰ φὐγῃ,
’Σ τὸ κλωνάρι ποῦ τ’ ἄδραξε ὅσο ἀνοίγει
Τὰ δυὸ φτερά του, τόσο τοῦ τὰ παίρει!

Ἀφοῦ καὶ μένα εἰς τὸ κοντὸ ἔχει βάλει,
Μὲ κώχαις πολεμῶ νὰ τοῦ ξεφύγω,
Ἀλλὰ νὰ γλύσω ἀνώφελα πασχίζω.

Τώρα μ’ ἔδειξε ἡ πεῖρά μου ἡ μεγάλη,
Τὸ πῶς τὴν βελοθήκη του ν’ ἀνοίγω,
Καὶ τὰ πικρά του βέλη νὰ τσακίζω.