(Κάποτε ο έρως...)
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»



Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου
κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου.
Ανίδεη μιαν υψηλή φιλοξενία πως δίνω,
σ’ ό,τι μικρό, σ’ ό,τι γλυκό σ’ ό,τι άσκοπο θα μείνω,
να παίζω με τα πλούσια δώρα και τα στολίδια
που στη γιορτή του μούφερε, με τη γιορτή την ίδια.
Πόσους και πόσους μηνυτές γλυκούς δε μούχε στείλει!
Και γω η φτωχούλα αρκέστηκα μόνο στα ωραία τους χείλη
και πέρασε σα σε όνειρο το μήνυμα στ’ αυτιά μου.
(Όνειρο, ξένη υπόσχεση κι’ η φλογερή ματιά μου!)
Τι μηνυτής το αστροφεγγο, η αγρυπνιά μου. Το δάκρι
διαμάντι στου χλωμόθωρου προσώπου μου την άκρη.
Ο στεναγμός ανάσα ανθών και τάνθη φιλημάτων
σχήματα. Η αύρα ψίθυρος ερωτικών στομάτων.
Και των κλαδιών η ανάταση, χέρια που θ’ αγκαλιάσουν.
Οι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν.

Έπειτα στην απόχρωση της βραδινής γαλήνης,
εσύ σκιά που την ψυχή γλυκά θα μου απαλύνης
και θα μου πάρης τρυφερά να την αποκοιμίσης
την έγνια μου μεσ’ στους λωτούς και κει θα την αφήσης.
Το γέλιο που δε φαίνεται, ο πόθος που λικνίζει,
σα μια πνοή, φύλλα, νερά και γέννηση οιωνίζει.
Το άπλωμα του λαχταριστού χεριού πάντα να δώση,
να δώση. κ’ είνε ανύποπτο για μα δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντού και σ’ ό,τι δεν αξίζει.
- Καθώς ο χρόνος κι’ ο καιρός περνά και δε γυρίζει.
Κι’ ο ύπνος που με τόνειρο μούκλεβε εμπιστοσύνη.
Ανάσταση το ξύπνημα και το πρωί αγιοσύνη.
Και λίγο λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν,
μ’ έπαιρναν πάλι ξένιαστη και σκλάβα τους με κάναν.
Αχ, πως μπερδέφτηκα, κουτή, χωρίς φιλοδοξία,
μ’ αυτά τα λίγα μ’ έδεσε η χαρά τους προδοσία
και μοναχά κατάλαβα τι μούλειψε στ’ αλήθεια,
όταν τον είδα επίσημα να φεύγει με τα πλήθια
των δώρων του, πιστότατην ακολουθία. Χαθήκαν
περήφανα, ανεπίστροφα, σαν που να πλανηθήκαν.
Τώρα μ’ αυτό που μ’ άφησε μένω τ’ ομοίωμά του,
(αφήνει κάποτε ίχνη του σε κάποιο πέρασμά του)
κι’ εμπρός σ’ αυτό το ομοίωμα - ω πλάνη αυτού του κόσμου!
Μαδώ πικρά κι αχρείαστα τα ρόδα του αίματος μου.