Ωχ! Βασανάκια

(Ανακατεύθυνση από Ωχ βασανάκια)
Ωχ! Βασανάκια
Συγγραφέας:


Το ήμισυ του μεγάλου ακόμψου κτιρίου ήτο πατωμένον, το άλλο ήμισυ, χάνι, απάτωτον, απαλάμιστον, υγρόν και σκοτεινόν. Επάνω εις το μισόν πάτωμα, ο αγαθός ελληνοδιδάσκαλος εδίδασκε τους σκληροτραχήλους μαθητάς του, δεκατρείς ώρας την ημέραν. Τέσσαρας ώρας έκαμνε μάθημα εις την πρώτην τάξιν, τέσσαρας εις την δευτέραν και πέντε εις την τρίτην. Κάτω εις την συσσωρευμένην κόνιν τριών δεκαετηρίδων, έβοσκον χιλιάδες βλατούδες, ψαλίδες, αλογάκια και άλλα ζωύφια, και εχόρευον μυριάδες ποντικοί. Επάνω εις το φατνωμένον μέρος του κτιρίου, προς το ανατολικομεσημβρινόν ήμισυ, ίπταντο μετοχαί, απαρέμφατα, αντωνυμίαι, και εκελάδουν μονοτόνως εναλλασσόμενα πρόσωπα και αριθμοί και εγκλίσεις, και η ράβδος εκράτει συχνά τον χρόνον επί των νώτων των μαθητών.

Δυσμόθεν και αντικρύ του σχολείου ήτο το μικρόν μετόχι της διαλυμένης μονής του Αγ. Νικολάου, οικίσκος εκ δύο χωριστών θαλάμων, με τας θύρας προς την οδόν. Εις τον ένα κατώκει διαρκώς η μήτηρ Συγκλητική, εβδομηκοντούτις ενάρετος καλογραία. Εις τον άλλον κατέλυεν, οσάκις κατέβαινεν από το μοναστήρι διά να εξομολογήσει τους μετανοούντας, ο αγαθός πατήρ Ισαάκιος, ο παρά πάσι σεβάσμιος πνευματικός.

Δίπλα εις το κατάλυμα του πνευματικού υψούντο, με τους κλώνους γυμνούς, δύο φυλλορροήσασαι συκαμινέαι. Ολίγον παρακάτω από τας συκαμινέας, προς βορράν, ήτο το σπίτι της Σοφιανίνας, εις τον εξώστην του οποίου εφαίνετο κρεμασμένον ωραίον κλωβίον, και μέσα εις το κλωβίον, ώκλαζεν επί τινος οριζοντίου ξυλαρίου, μέγας λαμπρόπτερος και ποικιλόπτερος παπαγάλος. Δίπλα εις το σπίτι της Σοφιανίνας υψούτο μεγάλη οικία, με ευρείαν αυλήν και πλατείαν υψηλήν ταράτσαν, αντικρύζουσαν σχεδόν με την μεγάλην θύραν του κτιρίου, του χρησιμεύοντος ως σχο­λείου. Και παραπέρα από την οικίαν αυτήν ευρίσκετο το μικρόν ισόγειον, απαίσιου φήμης, με ασβεστωμένα τα κλειστά παράθυρα σπιτάκι, όπου κατώκει η Βότσαινα η μάγισσα.



Ήτο ώρα δεκάτη της πρωίας. Ο διδάσκαλος, αφού ετελείωσε το πρωινόν μάθημα της πρώτης τάξεως, είχεν αποπέμψει τους βαρυκεφάλους μαθητάς και είχεν αρχίσει να παραδίδει εις την δευτέραν. Κάτω εις τα πρόθυρα του σχολείου, επί του κατωφλίου της θύρας και εντός και έκτος αυτής επί του εδάφους, με τα βιβλία των υπό την μασχάλην ή ανοικτά επί των γονάτων, χωρίς ν’ αναγινώσκωσιν, εκάθηντο οι μαθηταί της τρίτης τάξεως, περιμένοντες να έλθει η σειρά των, περί την ενδεκάτην, διά ν’ ακροασθώσι και αυτοί το πρωινόν μάθημα.

Μεσημβρινώτερον, έξωθεν του οικίσκου του πνευματικού, τέσσαρες ή πέντε ευλαβείς γραίαι, εκάθηντο επί τινων στελεχών και χονδρών ξύ­λων, περιμένουσαι να έλθει η σειρά των, διά να εισέλθωσι πλησίον του πνευματικού. Ήτο δύο ή τρεις ημέρας προ των Χριστουγέννων, και αφού είχον νηστεύσει ως καλαί χριστιαναί, ησθάνοντο την ανάγκην της εξομολογήσεως διά ν’ αξιωθώσι της θείας κοινωνίας. Εν τω μεταξύ δε, καθήμεναι έξωθεν της θύρας του πνευματικού, ανεκοίνουν προς αλλήλας αξιο­περίεργους ιστορίας, και κατέκρινον, από χριστιανικόν ζήλον, την διαγωγήν των γειτονισσών και των γνωρίμων των.

Από καιρού εις καιρόν ηκούετο, οξεία και διαπεραστική, η φωνή του διδασκάλου, αιρομένη υπέρ τον συνήθη τόνον, επιπλήττοντος και κραυγάζοντος εν εξάψει. Και κατόπιν διεκρίνετο ως ψιθυρισμός η ασθενεστέρα φωνή μαθητού τινος απαντώντος εις τας ερωτήσεις του διδασκάλου. Και συγχρόνως, εις τον αντικρινόν εξώστην, ο παπαγάλος, ηλεκτριζόμενος, έκραζε:

— Παπαγάου ! θέλεις καφέ;

Και οι μαθηταί, οι καθήμενοι εις τα πρόθυρα του σχολείου, εκάγχαζον κι έκλειον τα βιβλία των, κι έτρεχον κι εφώναζον και οιστρηλατούντο.



Ο είς των μαθητών της Γ' τάξεως, υψηλός, οστεώδης, με ζωηρόν βλέμμα, φαινόμενος να είναι τουλάχιστον δεκαεξαέτης, δεν απέσπα το βλέμμα του από την ταράτσαν εκείνην, την υψηλήν. Έως τότε ψυχή δεν εφαίνετο επάνω εις την ταράτσαν, αλλά μετ’ ολίγον ωραίον κοράσιον, δεκατεσσάρων ετών, με τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα εφάνη επί της ταράτσας. Κατόπιν άλλο της αυτής ηλικίας επίσης με ξανθά μαλλιά, και έν άλλο με μαύρα μαλλιά. Ο μαθητής τότε εκείνος, όστις έπασχε φαίνεται, από πρώιμον έρωτα, ηκούσθη να ψιθυρίζη:

—Αχ! βασανάκια, βασανάκια!

Ο γείτων του, όστις εφαίνετο γνωρίζων την αδυναμίαν του, κύψας εις το ούς, του εψιθύρισε το εξής δίστιχον, το οποίον ίσως αυτός ή άλλος κανείς μεγαλυτέρας ηλικίας είχε συνθέσει:


«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, και συ, Λενιώ μου, μπέης,
και συ, μικρό Κατερινιώ, κριτής για να με κρένεις»


Τα τρία κορίτσια εγύριζαν, εγύριζαν, έφερναν βόλτες επάνω εις την ταράτσαν, επεριπατούσαν, εστέκοντο, εκοίταζαν εις τον ουρανόν, συνομι­λούσαν, έρριπταν ματιές προς το μέρος της θύρας του σχολείου, όπου ήσαν οι μαθηταί, και δεν είχαν ησυχίαν. Οι μαθηταί εξέχασαν και το σχολείον, και τα βιβλία, και τον διδάσκαλον, και αυτόν τον παπαγάλον, και εσηκώθησαν, κι εκινούντο, και οιστρηλατούντο εις τρόπον επίφοβον. Τα τρία βασανάκια, ως τα ωνόμαζεν ο πτωχός εκείνος μαθητής, δεν έμειναν επί πολλήν ώραν μόνα των επάνω εις την ταράτσαν. Και άλλα κατόπιν των βάσανα, και άλλα βασανάκια, εφάνησαν πλησίον των. Φαί­νεται ότι η ταράτσα εκείνη εχρησίμευεν ως συνεντευκτήριον όλων των κοριτσιών της γειτονιάς. Το θέρος, όταν έπεφτεν ο ήλιος, ή τον χειμώνα, όταν ήτο αιθρία ηλιοφεγγής ημέρα, ως η ημέρα εκείνη του Δεκεμβρίου, τα κοράσια ανέβαιναν εκεί, καταβιβάζοντα τα λευκά τουλουπάνια των έως τους οφθαλμούς, στρέφοντα τα νώτα προς τον ήλιον, διά να μη μαυρίσουν. Και ηκούετο εκεί επάνω φαιδρόν λάλημα και εύθυμος μινυρισμός παρθένων, και κελαδήματα ανθρωπίνων χελιδόνων μόλις έναρθρα, αλλ’ όχι ολιγώτερον κενά εννοίας από τα κελαδήματα των πτερωτών χελιδόνων του έαρος.

Ήσαν ήδη εξ ή επτά κοράσια, από δέκα έως δεκαπέντε ετών ηλικίας, επάνω εις την ταράτσαν. Αλλ’ όταν ηκούσθη ο βαρύς δούπος των βημάτων των μαθητών της Β' τάξεως, κατερχομένων την κλίμακα, ως να τους κατεδίωκαν τα αόρατα φάσματα των εις -μι ρημάτων και των συν­δέσμων και των μετοχών, και αι ζώσαι εικόνες των μαυροπινάκων, και οι δώδεκα ή δεκαπέντε εκείνοι νέοι εξήλθον θορυβωδώς της θύρας του σχολείου, κραυγάζοντες εν παρόδω «παπαγάλο! θέλεις καφέ;» προς το απτόητον εκτοπισμένον πτηνόν το οποίον τούς έβλεπεν εν μακαρία απαθεία, κωφεύον εις τας παροτρύνσεις των, τότε τα εύθυμα κοράσια εκείνα έγι­ναν διά μιάς άφαντα από την ταράτσαν. Τούτο το έκαμαν κάπως ως να εσπλαγχνίσθησαν τους πτωχούς μαθητάς της Γ’ τάξεως, οι οποίοι, μετά πόνου και σπαραγμού καρδίας θ’ ανέβαινον εις την παράδοσιν, τώρα ότε ήλθεν η σειρά των, ενόσω τα βασανάκια εκείνα ευρίσκοντο επί της ταράτσας. Οι μαθηταί ανέβησαν τότε με διπλήν λύπην, διά την θετικήν ταύτην και την αρνητικήν δυστυχίαν.



Μόλις ανέβησαν οι μαθηταί εις τον τόπον της παραδόσεως, και τα κοράσια εφάνησαν πάλιν διά μιάς επί της ταράτσας. Αλλά τώρα δεν έμειναν πλέον όσα ήσαν. Η μικρά αγέλη ηύξησε ταχέως, και θα ήσαν όλα δεκαπέντε έως δεκαοκτώ κοράσια, επάνω εις την ταράτσαν. Ήσαν πρώτον το Μαριώ και το Λενιώ και το Κατερινιώ, τα τρία κοράσια της οικίας. Είτα είχον έλθει από την πρώτην γειτονικήν οικίαν το Ξενιώ και το Κουμπώ, δύο ωραίαι μελαγχροιναί αδελφαί, η μία δεκατεσσάρων και η άλλη δώδεκα ετών. Μετ’ αυτάς ήλθαν το Φωλιώ το Βελισάρικο και το Μαχώ το Πορταρίτικο, από δύο άλλας παρακειμένας οικίας. Κατόπιν ήλθαν το Κατινιώ, η παπαδοπούλα, και η Ευανθία, η καπετανοπούλα, από την οικίαν της εξαδέλφης των, της Μαχώς, όπου ευρίσκοντο· ύστε­ρον ήλθαν το Τσιτσώ το Ραφτί, και το Ασπασώ το Παναδί, και η Σοφούλα το Μπακιρί, και τελευταίαι ήλθαν η Μόρφω, η Σερετούλα, και το Κυρατσώ και το Ασμινιώ, αι αδελφαί της, και προσετέθησαν εις τας άλλας. Όλαι ή σχεδόν όλαι ήσαν ωραία κοράσια με γαλανά όμματα, με μαύρα όμματα, με βαθέα και αμαυρά και οινωπά όμματα, με λευκόν χρώτα, με μελίχρυσον και χνοάζοντα χρώτα, με μαύρους και ούλους βο­στρύχους, με μακρούς και ξανθούς και καστανούς πλοκάμους, με ελαφρά βαθουλώματα περί τας κόγχας των οφθαλμών, με ωραία λεπτά ρόδινα ή αβρά και κοράλλινα χείλη, με κυανιζούσας φλέβας, με χαρίεντας λακκίσκους και γελασίνους υπό τας παρειάς, με αναστήματα νεοφύτων κυπα­ρίσσων, με λευκά τουλουπάνια, με λεπτά και διαφανή αλέμια περί την κεφαλήν, με κοντά φουστανάκια, με λευκάς περικνημίδας, και με συρτάς εμβάδας.

Συνήλθον εκεί, υψηλά εις την ταράτσαν, καθώς τα χελιδόνια εις τον άνω πυργίσκον του μαρμάρινου κωδωνοστασίου το θέρος, και ωμίλουν και εκελάδουν, και εγέλων και ετερέτιζον, και συνδιελέγοντο και ετιτύβιζον. Η μία επεχείρει να διηγηθεί κάτι τι, και το άφηνε μισόν, διότι η άλλη την διέκοπτε δι' ερωτήσεων, δι' επιφωνημάτων και διά παρατηρή­σεων. Η τρίτη ήρχιζεν άσμα και έλεγε μόνον ένα στίχον και μισόν· η τετάρτη έσυρε τέσσαρα ή πέντε βήματα καλαματιανού και έπαυε. Η άλλη συνέπλεκε κατά τινα τρόπον τους βραχίονας σταυρωτά με άλλας δύο, και τας εβίαζε να χορεύσωσι την «καμάρα», άδουσα άμα αργώς και μελωδικώς:


«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,
καμάρα χτίζω στο γιαλό...»


Και η καμάρα δεν εστέριωνε, και καμμία επιχείρησις δεν ευωδούτο, και καμμία συνδιάλεξις δεν ελάμβανε πέρας. Δεν υπήρχεν έννοια, δεν υπήρχε σκέψις και στοχασμός και σκοτούρα. Όμματα έλαμπαν, παρειαί ανθούσαν, χαμόγελα ανέτελλαν, άσματα εν ψιθυρισμώ, και αισθήματα εν εμβρύω, και βαθείαι πνοαί και ελαφροί στεναγμοί, και αύραι της νεότητος ερρίπιζον, αέριζον, εδρόσιζον, τα σώματα και τας καρδίας.

Περί ώραν δωδεκάτην και ημίσειαν, δεν είχε μείνει πλέον καμμία εκ των ευλαβών γραιών έξωθεν του μετοχίου του παπα-Ισαακίου. Ο παπαγάλος από πολλής ώρας δεν είχεν ακούσει την φωνήν τού αποκαμωμένου διδασκάλου να υψωθεί, και δεν είχεν εκπέμψει και αυτός την συν­ήθη κραυγήν του.

Τα κορίτσια ητοιμάζοντο να χωρισθώσι, και είχον καταβεί από την ταράτσαν. Ευρίσκοντο τώρα κάτω εις το προαύλιον της οικίας και εμεγαλοφωνούσαν και έκαμναν τόσον θόρυβον, όσον δεν θα έκαμναν ποτέ παιδία της αυτής ηλικίας. Η συναναστροφή των επολλαπλασίαζε την τρέλαν των, και εκάστη τούτων εφαίνετο να εχει τόσην τρέλαν, όσην θα είχον όλαι ομού. Αντικρύ των, εις την αυλήν του οικίσκου της μαγίσσης, ίστατο άσχημη γραία, με άτακτον κόμην και ενδυμασίαν, και τας εκοίταζε με αλλόκοτον βλέμμα.

Ώραν πρώτην παρά τέταρτον, κατήλθε τέλος από το ύψος του πατώματος του σχολείου ο διδάσκαλος, και ευθύς κατόπιν κατέβησαν οι μαθηταί εν αλαλαγμώ και θορύβω. Ήτο πολλαπλή χαρά την ημέραν εκείνην. Ήτο το τελευταίον μάθημα προ των διακοπών των Χριστουγέννων.

Η αγέλη των μαθητών αντίκρυσε την αγέλην των κορασίων, και τα βλέμματα έβαλον κατ’ ευθείαν προς το προαύλιον της μεγάλης οικίας με την ταράτσαν, και οι πόδες ηρνούντο να βαδίσωσι προς άλλην διεύ­θυνσιν. Αλλά την ιδίαν στιγμήν, η άσχημη γραία ήτις εκοίταζε τα κο­ράσια, σκανδαλισμένη ήδη από τας τρέλας τας οποίας έβλεπεν, ενόμισεν ότι έν των κορασίων εξέφερεν ένα αστεϊσμόν εις βάρος της, και ότι αι άλλαι εγέλασαν με τούτο. Της εφάνη ότι ήκουσεν ευκρινώς την λέξιν «μάγισσα». Δεν χάνει καιρόν, αρπάζει μεγάλην τρικοκκιάν, από τον φράκτην της γειτόνισσας, και τρέχει προς το μέρος όπου ίσταντο αι κορασίδες.

Αι πολλαί εξ αυτών, όσαι δεν ήσαν του σπιτιού, απεχαιρέτισαν τας τρεις αδελφάς, και ήρχισαν ν’ απομακρύνονται. Η απαίσιος γραία έτρεξε, με ξέπλεκα ψαρά μαλλιά, με μισήν μανδήλαν, με σχισμένην και εμβαλωμένην κόκκινην μαλλίναν, κοντήν εμπρός, ξηλωμένην από την μέσην και συρομένην οπίσω, με μίαν μαλλίνην, ρυπαράν, σχισμένην περί τους δακτύλους και την πτέρναν, κάλτσαν, με ένα πόδα γυμνόν, ρικνή, βλο­συρά, με το έν τσουλούφι της κόμης κρεμασμένον έως τον ώμον, με το άλλο κοντόν και κυρτωμένον υποκάτω εις την μανδήλαν, έτρεξεν με την μεγάλην τρικοκκιάν, την έχουσαν οξείας και τσουχτεράς τας ακάνθας, διά να βγάλει, ει δυνατόν, τα μάτια, ή, τουλάχιστον, να σχίσει τας αβράς σάρκας των κορασίδων. Ο σκύλος της έτρεχεν από οπίσω, γαυγίζων μανιω­δώς, σημαίνων την έφοδον. Ο παπαγάλος, απ’ επάνω από τον εξώστην της Σοφιανίνας, ερεθισθείς, ήρχισε να κράζει:

— Παπαγάου! παπαγάου!


Ήτον αυτή, η ιδία Βότσαινα η μάγισσα. Ημέραν μεσημέρι, διερ­χόμενοι έξω της οικίας της, όλοι εσταυροκοπούντο. Την νύκτα ουδείς θα ετόλμα να διέλθει. Είχε μεγάλην φήμην εις την τέχνην της. Εάν συνέ­βαινε κανέν εντόπιον πλοίον να μην έχει ακουσθεί από καιρόν και να είναι ύποπτον, αυτή ήτο ικανή να δείξει μέσα εις έν αυγόν, εις την γυναίκα ή την μητέρα του εν υποψία ναυτικού, την τύχην του πλοίου. Πότε το πλοίον ήτο σώον μετά του πληρώματος, και αυτή το εδείκνυε βουλιαγμένον μέσα εις το αυγόν. Πότε το πλοίον είχε ναυαγήσει πράγματι, κι εκείνη το εδείκνυεν ορθοπλοούν μέσα εις τον κρόκον. Τούτο εκανονίζετο όχι από την αμοιβήν την οποίαν ήλπιζε να λάβει, αλλ’ από τα αισθήματα τα οποία έτρεφεν η ιδία προς την γυναίκα ή την μητέρα του καραβοκύρη. Αλλ’ η έκβασις δεν εζημίωνε μεγάλως την φήμην της. Ήτο πάντοτε η Βότσαινα η μάγισσα. Πώς τα κατάφερνε!

Έτρεχε πάλλουσα εις την χείρα την πελωρίαν τρικοκκιάν, με το έν τσουλούφι των μαλλιών της σειόμενον επί του ώμου της, με τους σκλη­ρούς και χελωνοδέρμους πόδας της πλήττοντας το έδαφος ως πέταλα φορβάδος. Αι παιδίσκαι είχον χωρισθεί εν τω μεταξύ κατά πολλάς διευθύν­σεις. Αυτή, με το όμμα της, εξέλεξε μεταξύ όλων των συμπλεγμάτων το πολυαριθμότερον, και κατ’ εκείνου έστρεψε την μανίαν της.

Ήσαν πέντε ή έξ εκ των κορασίδων. Δεν είχαν εννοήσει τίποτε κι εξηκολούθουν να βαδίζωσιν αργά και συνομιλούσαι. Η μάγισσα, καθ’ όσον επλησίαζεν, εβώβαινε το βήμα της, και δεν ηκούετο πλέον ο κρότος των πετάλων. Επεθύμει ν’ απολαύσει την ηδονήν να σχίσει τον λαιμόν ή το μάγουλον μιάς ή περισσοτέρων εκ των νεανίδων, πριν λάβωσιν αυταί είδησιν.


Συγχρόνως, οι νέοι της Γ' του ελληνικού σχολείου είχον παρατηρήσει την έφοδον, και δύο ή τρεις εξ αυτών, οι ζωηρότεροι, χωρίς να διστάσωσιν, επέταξαν τα βιβλία των εις το έδαφος, ήρπασαν ολίγα χα­λίκια, και ώρμησαν να κυνηγήσωσι την μάγισσαν. Έτρεχον κατόπιν της και εις κάθε πέντε βήματα έκυπτον βιαστικά, ήρπαζον λιθάρια και βώλους γης, και την επετροβόλουν.

Τρεις ή τέσσαρες άλλοι, έτρεξαν κατόπιν των, κρατούντες τα βιβλία υπό την μασχάλην.

Η εξαγριωμένη μάγισσα είχε φθάσει ήδη τας μικράς παιδίσκας, και αύται είχον αισθανθεί τέλος την καταδίωξιν, ετάχυναν δε το βήμα απορούσαι και γελώσαι.

Ο σκύλος έτρεχε κατόπιν της Βότσαινας γαυγίζων μανιωδώς, οι τρεις μαθηταί του σχολείου έτρεχον κατόπιν του σκύλου ρίπτοντες λί­θους και βώλους. Ο παπαγάλος μακρόθεν, από τον εξώστην της Σοφιανίνας, επανελάμβανε:

— Παπαγάου! θέλεις καφέ;


Ο αέρας μόνον της τρικοκκιάς, και η άκρα ακωκή μιάς των πολυκλάδων ακανθών, έθιξε την κόμην μιάς των κορασίδων, της δωδεκαετούς Μαχώς, της κόρης του Πορταρίτη.

Συγχρόνως λίθος ευστόχως ριφθείς υπό του υψηλού και ισχνού μαθητού, εκείνου εις το ούς του οποίου είχε ψιθυρίσει είς των συμμαθητών του το ανωτέρω παρατεθέν δίστιχον, και όστις ήτο ο πρώτος πετάξας τα βιβλία του και τρέξας, εκτύπησε τόσον καιρίως, και εκλόνισε τόσον σφοδρώς την πελωρίαν τρικοκκιάν, εις την χείρα της Βότσαινας, ώστε η μάγισσα ησθάνθη δεινόν τον αντίκτυπον, η χείρ της επόνεσε και αφήκε το όπλον της να πέσει κατά γης.

Ο υψηλόκορμος νέος επάτησεν εν θριάμβω επί της πολυκλάδου τρι­κοκκιάς, και η μάγισσα ετράπη εις ραγδαίαν φυγήν, ενώ οι άλλοι την κατεδίωκον ακόμη πετροβολούντες την, ο σκύλος τους εγαύγιζε φοβερά, και ο παπαγάλος εφώναζε κατά πρόσωπον της μαγίσσης:

— Θέλεις καφέ; Θέλεις καφέ;