Ωδή σε παρθένα
Συγγραφέας:
Ο Νουμάς, Τόμος 5, αρ. 238 (1907)


Η άνοιξη πέταξε
με τ΄ άνθη, τα μύρα,
ξερόφυλλα γύρα
πικρό λεν σκοπό·
η άνοιξη πέταξε
χωρίς καν να μάσω
μια βιόλα ένα ρόδο,
ένα άνθι απαλό.

Θυμάμαι στους κήπους
τα κρίνα, τα ρόδα,
θυμάμαι που ευώδα
το γιούλι τερπνά·
μακριά τα θωρούσα
λαμπράδες να χύνουν·
μα εφώλιαζε θλίψη
στην έρμη καρδιά.

Σαν κρύο φθινόπωρο
στη θύρα μου διάβηκες,
με πόνο πού μ΄ άφηκες
είσαι η άνοιξη, εσύ;
των κρίνων των κόκκινων
τη λάμψη εσύ χύνεις
και αρώματα δίνεις
στην άρρωστη αυγή.

Στα δάση παγαίνεις
δεντρά να ξυπνήσης;
την πλάση να ντύσης
με ρούχα απ΄ ανθούς;
μαζί σου θα τρέξω
ανθούς ν΄ ανασταίνης
κ΄ εμέ να με ραίνης
με κρίνους αγνούς.