Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού - Πνευματικαί ιδιοφυίαι

Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού
Συγγραφέας:
Πνευματικαί ιδιοφυίαι


Παν ό,τι είναι ενόργανον εν τω υλικώ κόσμω επιτυγχάνει τον τελικόν της υπάρξεως αυτού τύπον μόνον διά της οδού της αναπτύξεως.

Όχι μόνον ο πολυσύνθετος οργανισμός του ανθρωπίνου σώματος, όχι μόνον ο γιγάντειος κορμός χιλιετούς πλατάνου, αλλά και το εφήμερον ανθήλιον, και η ομοιομερής μάζα, η αποτελούσα το μυξοειδές εκείνο σώμα των υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης φερομένων μεδουσών, διά να καταντήση εις την τελικήν μορφήν, υφ' ην συνήθως γνωρίζεται, πρέπει να διέλθη διά πολλών, μακρών σταδίων αναπτύξεως. Υπάρχουσι μάλιστα περιστάσεις, υφ' ων θα ήγετο τις να πιστεύση, ότι η ενδελεχής αυτή επί της οδού της αναπτύξεως σταδιοδρομία των όντων και ουχί η ανάπαυσις αυτών εν τω τελικώ του οργανισμού των τύπω είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Πολυάριθμα είδη (εφήμερα) μικρών ευκίνητων εντόμων διανύουσι μακρότατα σχετικώς μεταμορφώσεων στάδια, όπως, εις τον τελικόν της μορφής αυτών τύπον καταντήσαντα, πτερυγίσωσιν υπό τας ακτίνας του ηλίου αγαλλόμενα, συνάψωσιν έρωτας, τελέσωσι γάμους, ωοτοκήσωσι, γηράσωσι και αποθάνωσιν εν μια και μόνη ημέρα ενώ τα ωά των χρίζονται ολόκληρον έτος όπως αναπτυχθώσιν εις τέλειον έντομον.

«Όταν δε λέγομεν ότι αντικείμενόν τι αναπτύσσεται, εννοούμεν το αντικείμενον τούτο γιγνόμενον ό,τι δεν ήτο πρότερον· εννοούμεν όμως, ότι το γενόμενον τούτο δεν προήλθεν εκ του μηδενός, αλλ' εξ αρχικής τινός αιτίας, ήτις περιείχεν ουχί την κενήν δυνατότητα μόνον της γενέσεώς του, αλλά προ πάντων την θετικήν τάσιν προς παραγωγήν τούτου και ουχί εκείνου του γενομένου.» Εν τω σπέρματι εμπεριέχεται λόγου χάριν άπας ο μέλλων οργανισμός φυτού τινός, ουχί ως αργή δυνατότης, ουδ' ως ενδεχομένη απλώς πραγματοποίησις αυτού, αλλά κυρίως ως ενεργός όρεξις τείνουσα να πραγματοποίηση ένα οργανισμόν ωρισμένον και διάφορον παντός άλλου ενδεχομένου.

Μολαταύτα η ανάπτυξις των οργανικών όντων, οφειλομένη εις την θετικήν ταύτην προς ωρισμένην τινα μορφήν τάσιν της φύσεως των, δεν συντελείται αφ' εαυτής και άνευ τινός συμπράξεως. Πολλώ μάλλον φαίνεται πραγματουμένη διά της συνδρομής αναγκαίων τινών όρων. Και θα έλεγε τις, ότι, προβλεπτικωτάτη οικονόμος, η Φύσις τούτο μεν απεθήκευσε τους όρους εκείνους, ως εφόδια και ζωοτροφίας επί της οδού, της από της δυνατότητος εις την πραγματικότητα φερούσης, εξασφαλίζουσα την εύκολον διάβασιν των επ' αυτής κινουμένων οργανισμών, τούτο δε παρεμέρισε μέχρι τινός εκ της οδού ταύτης τους φθορείς και τους λυμεώνας, όσων η φύσις θα ήτο βλαπτική της ζωής ή κωλυτική της προόδου των διαβαινόντων:

Το ωόν είναι, κατ' Αριστοτέλη, δυνάμει όρνις· αλλ' όπως γείνη και ενεργεία όρνις, έχει απόλυτον ανάγκην να προφυλαχθή μεν από της επηρείας βλαβερών τίνων όρων, οίον της υγρασίας, της υπερβολικής πιέσεως, κτλ. να υποβληθή δε υπό την επίδρασιν άλλων ευνοϊκών, οίον έστι θερμοκρασία τις ωρισμένη, αερισμός τις κτλ.

Αλλ' ό,τι είναι αναντίρρητον διά τα οργανικά όντα, ως σώματα, αληθεύει αρά γε και διά τους ψυχολογικούς οργανισμούς των πνευμάτων και πώς είναι δυνατόν να μη αληθεύη; - λέγουσι τίνες - και διατί να μη αληθεύη;

Παραδείγματα τινα ζώων, εν τω σκότει βιούντων και ίχνη μόνον αργών οφθαλμών κεκτημένων, διδάσκουσι προφανώς, ότι και αι αισθήσεις αποθνήσκουσιν εξ ασιτίας - ότι ου μόνον η ανάπτυξις αλλά και η ύπαρξις των αισθητηρίων εξαρτάται εκ της επι αυτών επιδράσεως του εξωτερικού κόσμου, όστις διηνεκώς και αδιαλείπτως τα κεντά και τα διεγείρει ως εάν προσεπάθει να τα κωλύση από του να αποκοιμηθώσιν, από του ν' αποθάνωσιν. Όπου όμως τινές εκ των αισθήσεων ή λείπουσιν ή δεν ενεργούσι πλέον, εκεί η ψυχή στερείται των αντιστοίχων εντυπώσεων και παραστάσεων, όπως τούτο συμβαίνει λ.χ. εις τους εκ γενετής τυφλούς, τους εκ γενετής κωφούς κτλ. Οι πρώτοι δι' ουδεμίας ψυχικής δυνάμεως κατορθόνουν να γνωρίσουν τί έστι φώς, τί έστι χρώμα, οι δεύτεροι όχι μόνον τι έστιν ήχος αγνοούσιν, άλλ' ουδέ λαλιάν ν' αρθρώσουν κατορθόνουσι, συνεπεία του οποίου και χαρακτηρίζονται ως εκ γενετής κωφάλαλοι.

Το πνευματικόν περιεχόμενον των τοιούτων είναι ελλιπές, η ψυχική ενέργεια χωλή, η διανοητική ανάπτυξις μερική μόνον. Εάν δε τις υποθέση απάσας τας ανθρωπίνας αισθήσεις νεκράς, τότε δεν γνωρίζομεν, μα την άλήθειαν, οποίας τινός αναπτύξεως επιδεκτική θα ήτο η διάνοια η κεκλεισμένη όπισθεν οφθαλμών μη βλεπόντων, ώτων μη ακουόντων, αφής μη απτομένης, εν γένει αισθήσεων μη αισθανομένων.

Αι αισθήσεις λοιπόν φαίνονται ούσαι απαραίτητοι όροι της πνευματικής του ανθρώπου αναπτύξεως, όπως είναι ο εξωτερικός κόσμος αναγκαίος πρός ανάπτυξιν αυτών τούτων, όπως είναι το φως ο αήρ και το ύδωρ εκ των ων ουκ άνευ όροι προς ύπαρξιν του φυτικού βασιλείου.

Έπειτα τόσον η έμφυτος τω ανθρώπω αυτάσκησις και φιλομάθεια, όσον και τ' ανέκαθεν ως απαραίτητ' αναγνωρισθέντα παιδευτικά των εθνών και παιδαγωγικά συστήματα προϋποθετουσι τούτο τουλάχιστον: ότι ο άνθρωπος, και ως άτομον και ως γένος, έχει την συνείδησιν, ότι το εν εκάστω πνεύμα, εν φυσική καταστάσει, φέρει μεν αληθώς έμφυτα τα στοιχεία της τελικής αυτού μορφής, ως εν σπέρματι, ότι όμως τα στοιχεία ταύτα δεν αναπτύσσονται παρά υπό όρους τινάς ευνοϊκούς αυτοίς και αναγκαίους: και τούτους τους όρους κυρίως ευρίσκει και προσάγει ταις ψυχαίς η αγωγή και η παίδευσις.

Και λοιπόν μέχρι του σημείου τούτου αι ψυχαί δεν διαφέρουσι των φυτών. και λίαν καταλλήλως η Ελληνική γλώσσα ονομάζει τα σχολεία και φυτώρια, ως αν ήθελε να εκφράση, ότι εν αυτοίς αμιλλώμεθα προς τους κηπουρούς τους εν τεχνητοίς ανθοκομείοις εργαζομένους: Άναγκάζομεν δηλαδή τους πνευματικούς οργανισμούς των παιδίων ν' αναπτυνθώσιν όσον οίων τ' ενωρίτερον, υπό την επήρειαν των διδασκαλικών φώτων, όπως ανθούσιν εν ολίγαις στιγμαίς αι ανεμώναι και αι τολύπαι υπό τας ψύχρας του ηλεκτρικού φωτός ακτίνας.

Άλλά, από του σημείου τούτου παρουσιάζεται μία ουσιώδης ειδική διαφορά εν τη αναπτύξει του πνεύματος και της ύλης, η δε περαιτέρω αυτών σύγκρισις δεν ευοδούται πλέον.

Εξ αριθμού τίνος δρυών εν τω φυτωρίω του δασονόμου, αι οποίαι σπαρείσαι εβλάστησαν εξ υγειών σπερμάτων ενός και του αυτού δένδρου, αποβαίνει μεν η μία υψηλότερα της άλλης, ή έχει τους κλάδους και τα φύλλα πυκνότερα και μεγαλήτερα, αλλ' αι τοιαύται διαφοραί, ποσοτικαί τίνες ούσαι μόνον, ευχερώς εξηγούνται εκ της χημικής διαφοράς του εδάφους, εξ ου αι ρίζαι μιας εκάστης των δρυών τρέφονται, εκ της προς το φως και τον αέρα θέσεως αυτών, εν ενί λόγω εκ των εξωτερικών εκείνων όρων, εξ ων γνωρίζομεν ότι εξαρτάται η των φυτών ανάπτυξις.

Αλλά εκ δύο αδελφών ανθρώπων, γεννηθέντων και ανατραφέντων υπό τας αυτάς εξωτερικάς περιστάσεις, ο είς αποβαίνει, κατά την τελικήν του πνεύματος ανάπτυξιν, διάφορος του άλλου, ουχί μόνον ποσοτικώς αλλά και προ πάντων ποιοτικώς: Οι αδελφοί δυνατόν να ομοιάζωσιν αλλήλους ως προς τα υλικά χαρακτηριστικά μέχρι συγχύσεως του ενός μετά του άλλου. Ως προς τον πνευματικόν χαρακτήρα είναι πάντοτε διακεκριμένοι. Και τούτο πάλιν ουχί καθώς διακρίνονται δύο αδελφαί μηλέαι εκ της χημικής διαφοράς των καρπών αυτών, ούδ' όπως διακρίνονται δύο αδελφοί ίπποι εκ της ιδιοσυγκρασίας μόνον. Η διαφορά των πνευμάτων δύο αδελφών είναι πολλάκις τοιαύτη, ώστε προς εξήγησιν αυτής δεν εξαρκεί μόνον η διάφορος των γεννητόρων φύσις, δεν εξαρκούσιν αι νεώτεραι περί αταβισμού θεωρίαι προς επικουρίαν λαμβανόμενοι.

Η μορφή, ο τρόπος της εξωτερικής εμφανίσεως των ημετέρων πράξεων, εξαρτάται βεβαίως εκ του φυσικού ιδιώματος, εκ της ιδιοσυγκρασίας ενός εκάστου. Τα δε φυσικά ιδιώματα και αι ιδιοσυγκρασίαι φαίνονται αληθώς όντα κατά μέγιστον μέρος έμμεσος ή άμεσος φυσική κληρονομιά από των προγόνων εις τους απογόνους μεταδιδόμενη. Αλλά το περιεχόμενον, η εσωτερική αξία των ανθρωπίνων πράξεων εξαρτάται ουχί εκ τούτων αλλ' εκ του ηθικού χαρακτήρος του δρώντος προσώπου. Ο χαρακτήρ όμως είναι ομολογουμένως το εκούσιον δημιούργημα της βουλήσεως, όπως είναι η βούλησις ιδία και πρωτογενής ενέργεια της προσωπικότητος, ήγουν της ψυγής ενός εκάστου.

Οι χαρακτήρες λοιπόν, λέγομεν, και αι εξ αυτών απορρέουσαι ενέργειαι δύο αδελφών διαφέρουσι πολλάκις ούτως ώστε, ενώ αι πράξεις του ενός κέκτηνται θετικήν αξίαν, αι του ετέρου, κατά το αυτό εκτιμώμεναι μέτρον, παρίστανται ως αρνητικής άξιας πράξεις: εκ δύο αδελφών ο μεν είναι, λόγου χάριν, ελευθέριος και οικτίρμων, ο δε σκληρός και φιλάργυρος. Ο μεν παράγει τι καλόν εν τη κοινωνία ο δε καταστρέφει.

Έπειτα, εξ εκλεκτών υλικών οργανισμών γεννώνται κατά φυσικήν συνέπειαν άλλοι επίσης εκλεκτοί, και δη τελειότεροι των εξ ων: Είναι γνωστόν, ότι επί του γεγονότος τούτου βασιζόμενη η νεωτέρα φυσιολογία προσπαθεί, και κατορθόνει μέχρι τινός, να εξηγήση την εκ μιας και της αυτής πηγής γένεσιν, εάν όχι πάντων, αλλά τουλάχιστον ενίων εκ των ειδών του ζωϊκού και του φυτικού βασιλείου.

Ως προς τα πνεύματα όμως συμβαίνει το αυτό; Πολλού γε και δει. Καλός γονιός κακό παιδί, λέγει η δημώδης παροιμία· και μεγαλοφυέστατοι άνδρες γεννώσιν ως επί το πολύ μικρόνοα τέκνα, την πνευματικήν των οποίων ένδειαν ουδαμώς δικαιόνει η τυχόν υποδεεστέρα της μητρός αυτών διάνοια. Εκ των συχνών μάλιστα τοιούτων φαινομένων θα ήγετό τις να πιστεύση, ότι το Θείον πρυτανεύει την διανομήν του πνευματικού πλούτου ούτως, ώστε εν τη τελική εξισώσει ν' αναλογή ο αυτός μέσος όρος ουχί εις εκαστον άτομον, αλλ' εις εκαστον γένος ή φυλήν ή έθνος: όπου δοθή πολύς διά μιας εις εν, δίδεται ολιγώτερος εις τα λοιπά μέλη της αυτής πάτριας κτλ. ειις τρόπον, ώστε εν τοιούτοις τουλάχιστον ορίοις να μη λαμβάνη χώραν η θλιβερά εκείνη δυσαναλογία, δι' ην τόσοι και τόσοι παραπονούνται κατά της τυφλής, της τον υλικόν πλούτον διανεμούσης Τύχης. Οπως δήποτε, ταύτα είναι παρήγοροι μόνον εικασίαι περί πραγμάτων διαφευγόντων την διά της στατιστικής εμπειρικήν εξέλεγξιν.

Ευάριθμα παραδείγματα οικογενειών, των όποιων πολλά κατά σειράν μέλη διέπρεψαν επί γενναιότητι χαρακτήρος, επί τεχνική ή επιστημονική μεγαλοφυία δεν λείπουσιν εκ της ιστορίας.

Ότι όμως τα φαινόμενα ταύτα ματαίως προσεδόκησαν την εξήγησιν αυτών παρά των φυσικών επιστημών ουδείς αμφιβάλλει πλέον σήμερον. η σεβαστή των επιστημών τούτων αυθεντεία, ως εκ του εμπειρικού αυτών χαρακτήρος, δεν ημπορεί να επεκταθή ει μη το πολύ πολύ μέχρι της κατά ποσόν σχέσεως των μορίων, της κατά ποιόν διαφοράς των έσχατων ατόμων προς άλληλα, και των εκ της διαφοράς ταύτης μηχανικών συνεπειών, εξ ων ο ανόργανος συνίσταται κόσμος.

Και προκύπτουσι μεν από καιρού εις καιρόν ρωμαντικοί τίνες μεταξύ των υλιστών φαντασιολόγοι, των οποίων ζωηρότατον όνειρον είναι η εκ της χημικής του εγκεφάλου συνθέσεως εξήγησις των πνευματικών ιδιοφυϊών, των οποίων ακοίμητος πόθος είναι η εύρεσις της πρωτοπλασματικής εκείνης ουσίας, εκ των χημικών της οποίας ιδιοτήτων θα έλυον ημίν το της ζωής ανεπίλυτον αίνιγμα - θαυμάζομεν την τόλμην και τιμώμεν τον ακάματον υπέρ της επιστήμης ζήλον των τοιούτων πνευμάτων.

Αλλ' ενόσω δεν βλέπομεν εξερχόμενον εκ του χημικού αυτών εργαστηρίου, εάν όχι τον Homunculum του Παρακέλσου, τουλάχιστον πρωτογενή τινα ζωϊκόν ή φυτικόν οργανισμόν, ενόσω διά της χημικής οδού δεν παράγεται πνευματική τις εν τω ανθρώπω ιδιοφυία, όπως παράγονται διά παθολογικής μεθόδου εντός των χηνών υπερτροφικά και λίαν νόστιμα ύπατα, ουδείς θέλει μεμφθή νομίζομεν τους όσοι αρέσκονται να παραβάλλωσι τας των τοιούτων προσπάθειας προς τα ονειροπολήματα των πιστευόντων, ότι βραβεύονται προσεχώς υπό της δεινός ακαδημίας, διότι κατώρθωσαν τον τετραγωνισμόν του κύκλου ή εφεύρον το αεικίνητον.

Ούχ' ήττον φρούδοι απέβησαν και αι των φρενολόγων η κρανιοσκόπων ελπίδες, ότι θα ορίσωσι πότε χωριστά και διακεκριμένα εν τω κρανίω όργανα των μερικών πνευματικών λειτουργιών, η εύρεσις των οποίων ηδύνατο ίσως να εξηγήση πώς και κατά πόσον ο φυσιολογικός οργανισμός του εγκεφάλου συνεργεί ως μεσάζων εις την τοιαύτην η τοιαύτην εκδήλωσιν ειδικών τίνων ενεργειών των πνευμάτων.

Μείζονα πιθανότητα επιτυχίας εδικαιούτο ομολογουμένως να έχη η σχολή αύτη, « καθόσον τας εξωτερικάς ιδιότητας του κρανίου τας εθεώρει ουχί ως αιτίας, αλλ' ως τεκμήρια μόνον της υπάρξεως εκείνων των όρων, αφ' ων το τε ποιόν και το ποσόν των ψυχικών ιδιοτήτων εξηρτάτο.» Και περιεσυνάχθησαν λοιπόν αρκετά εμπειρικά διδόμενα, ουχί όλως διόλου άχρηστα, καθ' ους χρόνους ο ζήλος των οπαδών του Lafater ήλπιζεν, ότι θα δυνηθή προς τούτοις να ορίση και τον λόγον, δι' ον, και τον τρόπον, καθ' ον υφίσταται η συνάφεια αύτη μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών φαινομένων. Αλλ' αι ελπίδες αύται ουδέποτ' επραγματοποιήθησαν· και η σχολή των κρανιοσκόπων εννόησε το άσκοπον των προσπαθειών της, και διά τούτο, και διότι η αγχίνους αυτών τέχνη περιωρίζετο μόνον εις εξέτασιν εκείνων των ιδιοφυϊών, «των όποιων η σημασία ήτο απαρεξήγητος, των όποιων την ύπαρξιν ούτε ν' αποκρύψωσιν, ούτε να υποκριθώσιν ηδύναντο οι εξεταζόμενοι.» Και περιέπιπτον μεν και εν τούτοις εις αστειοτάτας πλάνας, ως ότε απεφάνθη τις, κρανιοσκοπήσας τον προσωπικώς άγνωστον αυτώ Schiller, ότι εξέχουσα αυτού ιδιοφυία ήτο να κατασκευάζη ωρολόγια! άπιτύγχανον όμως οικτρότατα οσάκις εδοκίμαζον να ορίσουν ιδιότητας χαρακτήρων, αίτινες, «ούσαι πολλάκις ουχί μόνον φυσικής ιδιοφυίας, αλλά και αγωγής και βιωτικών περιπετειών αποτελέσματα, δεν δύνανται να διαγνωσθώσιν οπωσούν, ούτε να εκτιμηθώσιν, ει μη μόνον υπό των κεκτημένων πείραν ανθρώπων ασφαλή και ευρυτάτην.»

Τοιουτοτρόπως επανήλθεν αφ' εαυτού πάλιν το ζήτημα εις την κυριότητα της μόνης αρμοδίας να το εξετάση επιστήμης, της μεταφυσικής, ειδικώτερον της οντολογίας.

Εν τούτοις ημέτερος σκοπός δεν είναι να επιληφθώμεν των προσπαθειών, όσαι εγένοντο προς μεταφυσικήν αυτού λύσιν, ουδέ να εισαγάγωμεν ενταύθα ειδικάς θεωρίας περί ψυχογονίας. Τας μελέτας ημών ταύτας επεγράψαμεν ψυχολογικάς μελετάς· αλλ' εννοούμεν να τας πραγματευθώμεν μόνον υπό την εμπειρικήν της επιστήμης ταύτης έποψιν, αφήνοντες τον αναγνώστην ν' αποφασίση, εάν η οντολογική βάσις, εφ' ης σιωπηλώς οικοδομούμεν, είναι ή δεν είναι ικανώς ισχυρά όπως συγκράτηση το επ' αυτής εγειρόμενον οικοδόμημα:

Τέκνα των αυτών γονέων άνθρωποι της αυτής εποχής και χώρας, οσάκις δεν επηρεασθώσιν εν τη εκλογή της ενεργείας αυτών, αποβαίνουσιν οι μεν καλλιτέχναι, οι δ' επιστήμονες, οι δε πολιτευταί εν γένει οι μεν θεωρητικοί τίνες οι δε πρακτικοί το επάγγελμα. Πώς εξηγείται το φαινόμενον τούτο ψυχολογικώς;

Η πείρα μάς διδάσκει καθημερινώς, ότι κοινωνικαί διαφοραί, ομοιομορφία, η ταυτότης παιδεύσεως και τα τοιαύτα δεν ισχύουν να μεταβάλουν πολύ τι εν τη ουσία του πράγματος: η εν πενιχρά καλύβη γεννώμενη μεγαλοφυία φέρει, ως γνωστόν, μεθ' εαυτής ανώτερόν τινα βαθμόν βουλήσεως, η δραστηριότης της οποίας, ενωρίς ή αργά, εξάγει τον κεκτημένον εκ της εν η ετέθη υπό της φύσεως σφαίρας, υπερνιχώσα εμπόδια και δυσχέρειας, προ των οποίων αι μετριότητες αποθαρρύνονται συνήθως και οπισθοδρομούσιν.

Ακόμη πολύ χαρακτηριστικώτερον είναι το: ότι ευθύς ως φθάση να εισέλθη εις εκείνον τον βιωτικόν κύκλον, εν τω οποίω ευρίσκονται οι όροι της εν γένει αναπτύξεως του ανθρωπίνου πνεύματος, η μεγαλοφυία επωφελείται μεν παντός εξ αυτών ανεξαιρέτως, αλλά - το μεν πρώτον λεληθότως είτα δε και εν γνώσει - χρησιμοποιεί τους όρους τουτους κατά τοιούτον τινα μόνον τρόπον, ώστε ως τελικόν αποτέλεσμα της εν μέσω αυτών αγωγής και παιδεύσεως προκύπτει μία εξαίρετος ειδικότης, τόσον ως προς την εκτίμησιν των εντυπώσεων και παραστάσεων, όσον και ως προς την μορφήν των ενεργειών, καθ' ην η ψυχή αντιδρά προς τον εξωτερικόν κόσμον.

Το γεγονός τούτο το γνωρίζουσι σχεδόν πάντες. Εν τοις σχολείοις, λόγου χάριν, παρουσιάζεται ως περιορισμός κατά την αντίληψιν και απομνημόνευσιν πραγμάτων τινών ή σχέσεων, ως πνευματική μονομέρεια, κοινή εις πάντας τους μαθητάς, και εις αυτούς ακόμη τους μετριωτάτους την διάνοιαν. Ο μεν διακρίνεται και ευδοκιμεί μάλλον εις τούτο, ο δε εις εκείνο το είδος της μαθήσεως. Και αν ηθέλομεν εξετάσει μετ' επιστασίας τους εις ουδέν των μαθημάτων διακρινόμενους, θα ευρίσκομεν αναμφιβόλως, ότι και αυτοί κέκτηνται μίαν δεξιότητα εξαιρετικώς εφικτήν τη ψυχή αυτών, αν και ασυμβίβαστον προς τον σκοπόν του σχολείου.

Αψυχολόγητοι γονείς και διδάσκαλοι, οσάκις ευρίσκονται προ τοιούτου τίνος φαινομένου, έχουσιν ετοίμην την εξήγησιν, αποφαινόμενοι, ότι ο μαθητής ούτος δεν είναι διά γράμματα. και προδικάζουσι λοιπόν και καταδικάζουσιν όχι μόνον τον διά παθολογικούς τινας λόγους εστερημένον των ειδικών προς χρησιμοποίησιν του πνεύματος αυτού φυσικών οργάνων, επομένως όχι μόνον τον προς ουδέν ευ πεφυκότα, αλλά και εκείνας τας διανοίας, των όποιων δεν κατώρθωσαν ακόμη ν' άνακαλύψωσι την είσοδον, δι' ης θα ηδύναντο βεβαίως να εισφορήσωσιν εις αυτήν την σοφίαν των. Και ναι μεν διά τα δυσδιάκριτα ταύτα ψυχολογικά φαινόμενα, δεν είναι δίκαιον να επιρρίπτηται εις τους διδασκάλους η ευθύνη της απροοδευσίας μαθητών τίνων, ευφυών άλλως και έξυπνων αγνοιαν όμως της ανθρωπινής φύσεως μαρτυρεί το γεγονός, ότι πολλοί, βλέποντες άφυη τινα άλλοτε μαθητήν ή συμμαθητήν των, ευδοκιμούντα τώρα εν τινι του βίου δεξιότητι, επιδεικνύουσιν αυτόν εκφραστικώς αναφωνούντες: Τον βλέπεις αυτόν τον δείνα; Ήτον ο πλέον βλαξ εν τω σχολείω!

Ως προς τους μονομερώς επιδίδοντας κ' ευδοκιμούντας μαθητάς, τόσον οι διδάσκαλοι όσον και οι γονείς εκφράζονται συνήθως ούτως, ως εάν η ψυχή των παιδιών ήτο ασθενικός ή ιδιότροπος τις στόμαχος, ανεχόμενος μεν η χωνεύων μίαν τροφήν κατά προτίμησιν, αποστρεφόμενος όμως ή αδυνατών να κατεργασθή και τας άλλας επίσης. Πολλάκις ακούει τις την φράσιν: Αύτο το παιδί αποστρέφεται τα μαθηματικά· ή, αυτό το παιδί δεν χωνεύει την γραμματικήν του.

Εν τούτοις η ανθρώπινη διάνοια δεν φαίνεται κεκτημένη εξαιρετικήν τινα απεψίαν ως προς ταύτας ουχί όμως και εκείινας τας προσφερομένας αυτή ουσίας. Τα τελευταία στοιχεία της πνευματικής ημών τροφής δεν είναι ει μη απλαί παραστάσεις· αι παραστάσεις όμως, ως τοιαύται, δεν δύνανται να διαφέρωσιν αλλήλων όσον το κρέας της εψημένης πέρδικος διαφέρει από τα κακόβραστα φασόλια. Διότι αι παραστάσεις δεν είναι των εξωτερικών πραγμάτων απορροαί, ώστε να εισέρχωνται εις την ψυχήν συν τη χημική διαφορά των συστατικών αυτών, αλλά μόνον εσωτερικαί καταστάσεις, εκ της αυτής απλής και ενιαίας φύσεως ενός και του αυτού υποκειμένου γεννώμεναι. Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τας ψυχάς απ' αλλήλων θα ήτο μέχρι τινός ειδική τις επιδεκτικότης και προτίμησις τούτου η εκείνου του τρόπου της παρασκευής, ήγουν της μορφής και του τύπου, υφ' ον αι αύται κατ' ουσίαν πνευματικαί τροφαί ταις προσφέρονται. Εκ της υποθέσεως δε ταύτης αναχωρούσι κυρίως τα νεώτερα παιδαγωγικά συστήματα, και εις την μερικήν αυτης αλήθειαν οφείλονται οι καρποί, ους μέχρι τούδε παρήγαγον.

Ηδύναντο όμως να διαφέρωσιν αλλήλων αι ψυχαί όχι μόνον και ως προς τον τρόπον, καθ' ον διατίθενται εσωτερικώς υπό των μεταξύ διαφόρων παραστάσεων υφισταμένων σχέσεων, αλλά και ως προς τον βαθμόν της εκτιμήσεως ης αξιούσιν έκάστην των παραστάσεων αυτών, ως ιδίαν των κατάστασιν.

Κατά ταύτα οι αρεσκόμενοι να σχετίζωσι τα υπέρ αίσθησιν προς τα αισθητά φαινόμενα, θα είγον να παρομοιάσωσι τας ψυχάς προς ιδιότροπους δέσποινας, αίτινες, διά λόγους ιδιοσυγκρασίας ή εσωτερικής διαθέσεως, υποδέχονται και φιλοξενούσιν εις τους οίκους των και τιμώσι διά της γνωριμίας και της μνήμης αυτών, εκείνους μόνον τους επισκέπτας, όσοι ταις παρουσιάζονται με την ενδυμασίαν και την συμπεριφοράν της ειδικής αυτών αρεσκείας. Η μία προτίμα τούτο η άλλη εκείνο το σχήμα της περιβολής· η μία τούτον η άλλη εκείνον τον τρόπον της συμπεριφοράς αποδέχεται. Έκαστη όμως εχει προ της εισόδου των δωμάτων αυτής θεραπαινίδα την εαυτης φαντασίαν, επιβάλλουσαν τοις εισερχομένοις το επικρατούν εν τω οίκω της κυρίας της σχήμα. Όστις εκ των επισκεπτών δεν ηξεύρει, ή δεν ημπορεί, ή δεν θέλει να υποβληθή εις τας ιδιοτροπίας ταύτας, εκείνος δεν εισάγεται όλως διόλου, ή, εισελθών, δεν αξιούται ιδιαιτέρας τινός προσοχής και εύνοιας, πολλώ μάλλον μένει απαρατήρητος και λησμονείται.

Εις την ξηράν της επιστήμης γλώσσαν μεταφερόμενα ταύτα λέγουσιν: Αι ψυχαί των ανθρώπων ούτε διεγείρονται κατά τον αυτόν βαθμόν υπό των αυτών αντιλήψεων, ούτε προσέχουσιν επίσης εις τας αυτάς εντυπώσεις, ούτε διατηρούσιν εξ ίσου φωτεινάς τας αυτάς παραστάσεις, αλλ' άλλη ψυχή άλλην σημαντικότητα αποδίδει εις εν και το αυτό αντικείμενον. Επειδή δε πάσα μεταξύ των παραστάσεων σύνδεσις, πας συνειρμός ιδεών γίνεται κατά λόγον της εκτιμήσεως ταύτης, διά τούτο και η απομνημόνευσις των πραγμάτων γίνεται ούτως, ώστε να εξέχωσιν εν αυτή εκείναι προ πάντων αι επόψεις αυτών αίτινες αρέσκουν τη ψυχή ιδιαιτέρως.

Αληθώς εάν τις έξετάση την παιδαγωγικήν ανάπτυξιν ανθρώπων, οίτινες εν ωρίμω ηλικία διεκρίθησαν εξαιρετικώς εις ειδικήν τινα τέχνην ή επιστήμην, θα εύρη, ότι τα πολυειδή και διάφορα την φύσιν στοιχεία μαθήσεως, τα υπό ομοιομόρφου διδασκαλίας υπαγορευθέντα εις την παιδικήν αυτών διάνοιαν, ενετυπούντο και παρέμενον εις την ψυχήν αυτών μόνον εφ' όσον και καθ' όσον τη επαρουσιάζοντο υπό την αγαπητήν εις αυτήν έποψίν των· μόνον εφ' όσον ήσαν επιδεκτικά του τύπου εκείνου, υφ' ον η εν η διεκρίθησαν μετά ταύτα τέχνη ή επιστήμη αντιλαμβάνεται και διατυπόνει το υλικόν των παραστάσεων. Εκ του βαθμού της επιδεκτικότητος αυτών ταύτης, εξηρτάτο το ενδιαφέρον όπερ διήγειρον εν τη διάνοια του μαθητού, εξηρτάτο η έκτίμησις ης ηξιούντο.

Ούτως, ο μέλλων μαθηματικός, εν τη πορεία των εγκυκλίων αυτού σπουδών, εκτιμά και επομένως μανθάνει μετά πλείονος αγάπης, και κατά συνέπειαν μετά πλείονος ευκολίας, εκείνα προ πάντων τα μαθήματα, ων τα στοιχεία διατελούσιν εκ φύσεως υποκείμενα ή επιδέχονται την διά της τέχνης υπαγωγήν εις τύπους τινάς αφηρημένων αριθμητικών ή γεωμετρικών σχέσεων. Ο παις όστις μέλλει να διακριθή εν ταις εικαστικαίς τέχναις απομνημονεύει τα γεγονότα της ιστορίας, ουχί τόσον ως έναρθρους συνεχείς αφηγήσεις, όσω μάλλον ως αλλεπάλληλους σκηνάς και εικόνας της φαντασίας αύτού. Και η από μνήμης έπανάληψις της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας, λόγου χάριν, είναι παρά τοιούτοις παισί κατά μέγιστον μέρος η διά λέξεων περιγραφή της εν τη φαντασία των εικόνος, ην η ανάγνωσις του κεφαλαίου τούτου της ιστορίας προεκάλεσεν, και ήτις, όσω και αν δεν ανταποκρίνεται εις την αλήθειαν, χρησιμεύει όμως τώρα ως κύριον επιβοήθημα προς άπομνημόνευσιν του αναγνωσθέντος. Ενώ ο παις, εν τη φαντασία του οποίου δεν εγεννήθησαν τοιαύται εικόνες εκθέτει την αυτήν ιστορίαν απρίξ εχόμενος των του κειμένου λέξεων, των οποίων εάν χάση την σειράν, δεν ευρίσκει πλέον ή μη χάος εν τη διάνοια του.

Ότι η λελογισμένη διδασκαλία, η άσκησις και η έξις κατορθούν να τροποποιήσουν τα φαινόμενα ταύτα μέχρι τινός βαθμού, εννοείται αφ' εαυτού, προ πάντων οσάκις δεν πρόκειται περί έκτακτου τινός φύσεως. Ότι όμως αρχική αιτία της εν τη τελική αναπτύξει μονομέρειας ταύτης είναι η ιδιαιτέρα ατομικότης εκάστου των πνευμάτων, ανεγνωρίσθη ομοθύμως και ανέκαθεν υπό της πεφωτισμένης συνειδήσεως των ανθρώπων, οίτινες, ως και δι' αυτήν την εκλογήν των βάναυσων επαγγελμάτων, οσάκις δεν αναγκάζονται υπό ισχυρού τινός λόγου, ευλαβούνται να πιέσωσι τα τέκνα των εις προτίμησιν εργασίας μη συναδούσης τη εσωτερική αυτών ορέξει.

Τρανότατα όμως προσμαρτυρείται η αλήθεια των λεγομένων υπό της συμπεριφοράς των ανεπτυγμένων κοινωνιών, εν αις οι εκ παίδων δι' εξαίρετόν τινα διακριθέντες ιδιότητα, υποστηρίζονται παντί τρόπω προς αποκλειστικήν αυτής διαμόρφωσιν, ούτως ώστε ο μεν έγένετο εκ ποιμενόπαιδος μέγας ζωγράφος, ο δ' εκ γεωργού διάσημος ποιητής, τρίτος τις από αμαξηλάτου έξοχος υποκριτής μελοδραμάτων, και άλλος πάλιν, αφαιρεθείς το μοναχικόν τριβώνιον εξήλθε του σκοτεινού κελιού, όπως διαλάμψη υπό την σιδηραν αυτού πανοπλίαν ως περίφημος στρατηλάτης.

Την ύπαρξιν τούτων και πλείστων άλλων τοιούτων ιστορικών δεδομένων ουδείς διαμφισβητεί. Μόνον ως προς την εξήγησιν αυτών επεκράτησαν άλλοτε άλλαι προλήψεις.

Η κοινή των ανθρώπων συνείδησις αποδίδει τα φαινόμενα ταύτα εις κλίσεις μεν, οσάκις δεν διαφεύγουσιν υπερβαίνοντα την κατάληψιν των περισσοτέρων, εις κλήσεις δε (vocationes) οσάκις τα φαινόμενα είναι τόσον έκτακτα, ώστε η ψυχολογική αυτών εξήγησις δεν προσμαρτυρείται υπό της αυτοπαρατηρησίας ενός εκάστου. Ούτω περί των όσοι προτιμήσαντες επέδωκαν εις βιοποριστικόν τι έργον και ευδοκιμούσι, λέγεται συνήθως, ότι ειχον ή έχουν κλίσιν προς το επάγγελμα των. Οσάκις τις όμως, υπερβάς το σύνηθες όριον, διαπρέψη εις τινα τέχνην ή επιστήμην, τότε ο ελληνικός λαός λέγει περί αυτού εκφραστικώτατα, ότι τον εφώτισεν ο Θεός, ότι έχει Θεού φώτισιν: λίαν ορθώς χαρακτηρίζων διά της γραφικής ταύτης εκφράσεως το αναντίρρητον γεγονός, ότι η ψυχή των τοιούτων ως υπό θείου τινός φωτός εμπεφορημένη αποκαλύπτει ημίν το καλόν, το αγαθόν και το αληθές, και εκεί ένθα οι οφθαλμοί των αμυήτων αμβλυωπούντες, αδυνατούν να το διακρίνωσιν. Ενώ η διεθνής ούτως ειπείν έκφρασις δι' ης οι αστειότεροι εζηγούσι προς εαυτούς την εμφάνισιν των εκτάκτων πνευμάτων είναι: ότι τα πνεύματα ταύτα εκλήθησαν προς τον προορισμόν των, ότι η τέχνη, η επιστήμη, εν γένει η σφαίρα εν η διέπρεψαν ήτον η κλήσις των.

Διά του τελευταίου τούτου ολίγοι πλέον σήμερον εννοούσιν, ότι ο Θεός, προ αιώνων και, είτε κατά το δόξαν Αυτώ, είτε διά της υπό του σύμπαντος κόσμου πραγματοποιηθησομένης ιδέας δυσωπούμενος, εκάλεσε τας ψυχάς εις προορισμούς τινας αμετάθετους, προορίσας την τε ποιότητα και την τελικήν μιας έκαστης μόρφωσιν ούτως, ώστε ο επί γης αυτών βίος να ήναι κατ' ανάγκην η τυπική πραγματοποίησις του ιδιαιτέρου των προορισμού, όπως λόγου χάριν πάσα της μελίσσης ενέργεια απολήγει αναγκαίως εις την κατασκευήν των κηρήθρων και του μέλιτος. Οι πλείστοι των ευ φρονούντων αποδίδουν εις την κλήσιν λογικωτέραν και δικαιοτέραν τινά σημασίαν. Ότι δηλ. το θείον, «κατά καιρούς, και εκ των προς τούτο συντρεχόντων ευνοϊκών όρων αφορμώμενον, καλεί τινας εκ των ψυχών προς πραγματοποίησα της υπό των όρων τούτων ητιολογημένης περαιτέρω του κόσμου προόδου,» όπως λόγου χάριν εκάλεσε τον Απόστολον Παύλον προς διάδοσιν του ιερού Ευαγγελίου. Σημειωτέον όμως, ότι τούτο δεν εμποδίζη ίνα - κατά το λέγειν αυτού του Ευαγγελίου - οι μεν κλητοί ώσι· πολλοί τίνες, οι δ' εκλεχτοί ολίγοι.

Αληθώς, εάν ο καλός Θεός, εισάγων τας ψυχάς εις τον κόσμον, εμπιστεύεται εις εκάστην - κατά τον άνθρωπον της παραβολής του Ευαγγελίου - εν τάλαντον, χαράττων επ' αυτού ουχί μόνον την αξίαν, αλλά και το είδος εκάστου νομίσματος διά λέξεων, οίαι τα «μουσικόν, ποιητικόν, πολιτικόν, εμπορικόν χειροναχτικόν τάλαντον» κτλ. - μεγίστη μέλλει να ήναι η έχπληξις Αυτού, όταν θα ζητήση λόγον διαχειρίσεως εν τη δευτέρα Αυτού παρουσία: Ολίγοι θα ήναι σχετικώς οι θάψαντες το εμπιστευθέν αυτοίς τάλαντον υπό την γήν, όπως του το επιστρέψωσι τουλάχιστον αναλλοίωτον. Αι πλείσται των ψυχών θα παρουσιασθώσι προ του Κυρίου των περίφοβοι και κατησχημέναι, φέρουσαι τα εαυτών ταλαντα ψευδεπίγραφα, παρακεχαραγμένα, κίβδηλα! Προ πάντων τα λεπτά και ακτινόγραφα ονόματα των τεχνών και των επιστημών μόλις θα διαφαίνωνται πλέον επί τίνων ταλάντων υποφώσκοντα υπό την σκωρίαν, υφ' ην η σιδηρά τα κατεπίεσεν ανάγκη. Απ' εναντίας επί των νομισμάτων, εφ' ων ιδία χειρί ο Θεός εχάραξε τους λιτούς τίτλους χρηστών και τιμίων επαγγελμάτων, θα φαντάσωσιν επί μίαν ακόμη στιγμήν στίλβουσαι υψηλαί, πλην παρακεχαραγμέναι αξίαι, ουχί αλλαζονίαν πλέον, αλλ' αίσχος και εξουθένωσιν εμποιούσαι εις τους κεκτημένους. Οι άνθρωποι ούτοι του Κυρίου Θεού, γνωστοί εν τω κόσμω ως πολυγράφοι ποιηταί, ως θεοπρόβλητοι ιεράρχαι, ως λαοπρόβλητοι νομοθέται κτλ, όχι μόνον δεν ηύξησαν το εμπιστευθέν αυτοίς τάλαντον, όχι μόνον αναλλοίωτον δεν το επιστρέφουσι, αλλ' απώλεσαν και την αρχικήν αυτού τιμήν και αξίαν, παραχαράξαντες αυτό δι' ασεβούς κιβδηλείας.

Και λέγομεν ταύτα, ουχί αντιφάσκοντες προς όσα εγράψαμεν ανωτέρω περί ατομικής των πνευμάτων διαφοράς, αλλ' όπως συμπληρώσωμεν εκείνα, προσυποδεικνύοντες, ότι δεν αρκεί να γεννηθή τις μόνον πεπροικισμένος διά πνευματικής τίνος ιδιοφυίας: Όπως τοιαύτη ή τοιαύτη τις έμφυτος διάθεσις καρποφορήση καθ' όλας αυτής τας επόψεις αναπτυσσόμενη, δέον να συνδράμωσιν εκ των υστέρων ωρισμένοι τινές όροι απαραίτητοι, ουχί προς εμφάνισιν, αλλά προς ανάδειξιν και χρησιμοποίησα των ιδιοφυϊών.

Υπό την έποψιν ταύτην επομένως προσυπηρετούσιν εις τας βουλάς του δημιουργούντος τας ιδιοφυίας Θεού, και συνευεργετούσι μεγάλως την ανθρωπότητα όχι μόνον οι εν τοις ταπεινοίς της κοινωνίας στρώμασιν αναζητούντες και αναλαμβάνοντες τας ιδιοφυίας, αλλά και όσοι υποτρέφουσι την τε δραστηριότητα και την φιλοτιμίαν των εκτάκτων πνευμάτων, εμπιστευόμενοι αυτοίς εντολάς μεγίστης και γενικωτάτης σημασίας: Είναι γνωστόν πόσον συνέτεινον εις ανάπτυξιν της ζωγραφικής, εις ανάδειξιν ίδια του Ραφαήλου και του Μιχαήλ Αγγέλου Πάππαι τινές της Ιταλίας. Αμφιβάλλομεν δε εάν η υπό του Βάγνερ δοθείσα εις την μουσικήν νέα ώθησις θα επήρχετο διά μόνου αυτού, και χωρίς της εμψυχωτικής αρωγής του βασιλέως της Βαυαρίας. Επίσης δεν ειμπορεί να ειξεύρει τις όποιον θετικόν αποτέλεσμα θα επέφερεν εις τον κόσμον η μεγαλοφυία του Βίσμαρκ, εάν συνέβαινε να παραγνωρισθή υπό του Αυτοκράτορος της Γερμανίας.

Και την τελικήν διεκπεραίωσα του ζητήματος: κατά πόσον η κατά καιρούς και τόπους εμφάνισις των μεγαλοφυϊών είνε δυνατόν να γείνη αντικείμενον Θεωρητικής ερεύνης, πρέπει να την παραπέμψωμεν εις την μεταφυσικήν, εις την κυριότητα της οποίας επίσης υπάγεται. την περιγραφήν όμως της των εκτάκτων πνευμάτων αναπτύξεως ειμπορεί τις, νομίζομεν, να επιχείρηση μέχρι τινός ενταύθα, αποβλέπων εις τα ψυχολογικά γεγονότα, ων έκαστος λαμβάνει πείραν εν εαυτώ, οσάκις δι' εσωτερικής παρατηρήσεως παρακολουθεί τα στάδια και τας φάσεις της τάσεως εκείνης, ήτις τον έκαμεν ή τον κάμνει να ρέπη προς το ειδικόν αυτού επάγγελμα. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρόκειται να άποφανθώμεν περί έκτακτων φαινομένων επί της τακτικής των κοινών πνευμάτων λειτουργίας βασιζόμενοι. Διότι και τα θεοπνευστότερα πνεύματα, ως προς την ψυχολογικήν αυτών άνάπτυξιν εν γένει, υπόκεινται εις τους αυτούς διά πάντ' άνθρωπον νόμους· και διότι η ειδικότης των ενεργειών ενός τοιούτου πνεύματος, όσον ισχυρά, ορμητική και αν έτυχε να ήναι, δεν παρουσιάζεται εν τη πρώτη αυτής εκδηλώσει άλλως, ει μη ως ειδικότης ενεργειών πάσης άλλης ψυχής εν τη προτιμήσει των βιοποριστικών επιτηδευμάτων, δηλαδή ως κλίσις, ήτις κάμνει τους έχοντας αυτήν να προτιμώσιν εκ πολλών, ιδίων ταις μεγαλοφυίαις ενασχολημάτων, εν κατ' εξοχήν έργον εις δ και μόνον ευδοκιμούσιν ανυπερβλήτως. Ώστε το λεγόμενον, ότι «ο εν ενί άριστος και εν παντί άριστος» αληθεύει μόνον περί πνευμάτων υγειών πλην μετρίων. Ευθύς ως υπερβαθή ο μέσος των ψυχικών δυνάμεων όρος, η παροιμία δεν προσμαρτυρείται υπό της πείρας, ως θα ομολογήσωσι πάντες, όσοι ετυχον να έχωσι μαθητήν ή συμμαθητήν τινα, ανυπέρβλητον μεν εν τοις μαθηματικοίς, μετριώτατον όμως, ή και όλως διόλου ανίκανον ως προς τα λοιπά μαθήματα.

Ταύτα γίνονται καταφανέστερα και εκ των εξής: Εξ αριθμού τίνος παιδιών, ων το μεν προτίμα την ραπτικήν, το δε την υποδηματοποιίαν και τρίτον τι την σιδηρουργικήν, ουδέν άγεται προς ταύτην μάλλον ή εκείνην την τέχνην, διότι κέκτηται ιδιαίτερα τινα διανοητικά προσόντα, προτερηματικά μεν διά την μίαν, ελαττωματικά δε διά την άλλην εργασίαν. Πολλώ μάλλον άνθρωποι χειρωνακτικοί εκ κλίσεως έχουσι περίπου τον αυτόν βαθμον πνευματικών Ιδιοτήτων, μόνον δε στοιχειά τινα εν αυταίς ταις τέχναις, ενίοτε όλως διόλου επουσιώδη, πάντοτε όμως συνάδοντα προς τινα ιδιαιτέραν των ανθρώπων κλίσιν, κάμνουν τα παιδία να προτιμώσι την μίαν από της άλλης. Ούτως εν τη ραπτική εξαίρεται υπό του λαού των Ελληνικών επαρχιών το στοιχείον της καθαριότητος και του οικοβίου, ου ένεκα και προτιμάται η τέχνη αύτη υπό των εκ φύσεως καθάριων και φίλων της εν οίκω διαίτης. εν τη καλλιέργεια της γης, τη κατά ξηράν και θάλασσαν θήρα, προβάλλουσι το στοιχείον της ανεξαρτησίας από των ιδιοτροπιών της τύχης αλλά και της αυθεντείας των ανθρώπων ως λόγον, δι' δν προτιμώσι τας εργασίας ταύτας πάσης άλλης. - Αυτά ταύτα τα γράμματα ελκύουν τον άνθρωπον, κατά πρώτιστον λόγον, διά την γενικήν υπόληψιν την αποδιδομένην εις παν μαθητεύον παιδίον και την περιφρόνησιν παντός, όστις θ' απεποιείτο να φοίτηση εις το σχολείον, ενώ έχει τα τε μέσα και την προς τούτο ηλικίαν.

Εάν τώρα εκ της κοινής ταύτης ατμοσφαίρας αναβώμεν υψηλά υψηλά, εκεί όπου γεννώνται αι μεγαλοφυίαι, θα εύρωμεν, ότι και εδώ, ενώ δύο πνεύματα κέκτηνται κατ' ανάγκην τα αυτά εξαιρετικά προσόντα, το μεν κλίνει προς μίαν, το δε προς ετέραν ενασχόλησιν: Ευαισθησία προς το φυσικόν και ηθικόν κάλλος, σπουδή του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου, ευρετική φαντασία, καλολογική ορθοκρισία προς εκλογήν και διάταξιν του ευρεθέντος - είναι κοινά προσόντα αναγκαία διά τε τον ζωγράφον και τον ποιητήν. Και όμως εκ δύο κεκτημένων αυτά, ο μεν αποβαίνει το εν, ο δε το έτερον. Ο μεν ζωγραφίζει διά των οφθαλμών του σώματος, ο δε διά των ομμάτων της ψυχής· ο εις με χρώματα, ο έτερος με λέξεις· ο ζωγράφος αρέσκεται διατριβών περί τας αρμονίας του φωτός και της σκιάς, ο ποιητής περί τας αρμονίας των φθόγγων, των ιδεών, των χαρακτήρων. εις τα πρώτα της ηλικίας των έτη δυνατόν να επεχείρησαν ο μεν το έργον του ετέρου· αλλ' ευθύς ως η αυτοσυνειδησία της ψυχής συνετελέσθη, έκαστος αυτών ετράπη αποκλειστικώς προς την ιδίαν αυτού τέχνην. Ο Μιχαήλ Άγγελος, όστις και ποιήματα και εικόνας θαυμαστάς έγραψε και αρχιτεκτονικά εκαλλιτέχνησεν έργα, είχεν ουχ ήττον την συνείδησιν, ότι προορισμός αυτού κύριος ήτον η γλυπτική: Ότι δεν επλανάτο ως προς την διάγνωσιν της ιδιοφυίας του ταύτης το μαρτυρεί η υφ' απάντων ανομολογουμένη υπερβολική πλαστικότης των εφ' υγράς τοιχογραφιών αυτού εν τη Capella Sixtina του Βατικανού. Ο Πλάτων, παραχθείς, ως φαίνεται, υπό της ζωηρότατης αυτού φαντασίας, κατετρίβετο μέχρι τινός θεραπεύων τον Πήγασον. Όταν όμως συνετελέσθη η αυτοσυνειδησία της εξαιρετικής αυτού ιδιοφυίας, όχι μόνον ετράπη οριστικώς προς φιλοσοφίαν, αλλά και κατέκαυσεν, ως λέγουσι, τα ποιητικά αυτού δοκίμια, ως εάν επεθύμει να εξάλειψη παν τεκμήριον, υπενθυμίζον την από της φυσικής οδού παρέκκλισιν του δαιμονίου του πνεύματος.

Και λοιπόν από των ευτελέστατων επιτηδευμάτων μέχρι της κορωνίδας των επιστημών, της φιλοσοφίας, η οριστική εκλογή, εφ' όσον δεν καταπιέζεται συστηματικώς, είναι κυρίως προτίμησις, η δε προτίμησις ενταύθα, ουδέν άλλο σημαίνει, η μη τουθ' όπερ ο λαός ονομάζει κλίσιν. Άρα και αι λεγόμεναι κλήσεις, υπό ψυχολογικήν έποψιν, δεν είναι ειμή κλίσεις μόνον.

Ενεμείναμεν εις τον δημώδη τούτον όρον, διότι έχομεν την πεποίθησιν ότι, ως προς τα ψυχολογικά φαινόμενα ιδίως, η απροκατάληπτος υπό μονομερών θεωριών ανθρωπότης, η γλωσσομορφωτική ενός έθνους συνείδησις ευρίσκει το ορθόν και χαρακτηρίζει αυτό ακριβέστερον και ισοδυναμότερον της τεχνικής ονοματολογίας των καθ' έκαστα επιστημών. Αλλως τε δε αι νεώτεραι ψυχολογικαί θεωρίαι υιοθέτησαν ήδη την λέξιν ομολογήσασαι, ότι ως όρος ανταποκρίνεται εις το υπ' αυτού σημαινόμενον.

Αλλά τι σημαίνει λοιπόν η λέξις κλίσις, ως και τα συνώνυμα αυτής τάσις προς τι, ροπή προς τι;

Ουδέν άλλο, νομίζομεν, εί μη την γενικήν συναίσθησιν, ότι αι μέχρι τινός εν ισορροπία διατελούσαι ψυχικαί του ανθρώπου καταστάσεις φαίνονται αίφνης τείνουσαι, ρέπουσαι, κλίνουσαι προς μίαν κατά το μάλλον και ήττον ωρισμένην τώρα διεύθυνσιν. Αληθώς, εφ' όσον η ψυχή του παιδιού έχει αναπεπταμένας τας θύρας των αισθήσεων, προς πάσαν εκ του εξωτερικού εντύπωσιν αδιακρίτως, εφ' οίον κυριώτατον αυτής μέλημα εχει την περισυναγωγήν ως οίον τε πλείστων στοιχείων συστατικών του πνευματικού αυτής βίου, φαίνεται ότι δεν ισχύει, ή δεν προφθάνει να παρατήρηση τον μικρώ μεν, αλλ' οπωσδήποτε άνισον βαθμόν ενδιαφέροντος, μεθ' ου αποκρίνεται εις τας ποικίλας επ' αυτής επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου. Η διάφορος βαρύτης ή σημασία ην εκάστοτε αποδίδει εις μίαν ωρισμένην των εντυπώσεων αυτής έποψιν, διαφεύγει την εκτίμησιν της ψυχής κατά την περίοδον ταύτην, καθ' ην το παραστατικόν των σχέσεων είναι ακόμη αμυδρόν, καθ' ην η έμφυτος τοις ανθρώποις φιλειδμοσύνη κάμνει ώστε ο νους αυτών να θηρεύη το ποσόν, χωρίς να λεπτολογή περί του ποιού της γνώσεως. Μόνον όταν το πνεύμα αρχήση να επεξεργάζηται και τακτοποιή το άμορφον τέως χάος του εσωτερικού κόσμου επί τη βάσει της ειδικής άξιας ενός εκάστου των στοιχείων αυτού, μόνον όταν αι μερικαί εκείναι βαρύτητες και σημασίαι των εκάστοτε παραστάσεων αρχήσουν να συνέρχωνται επί το αυτό συμπροστιθέμεναι—μόνον τότε συγκροτείται συμπαγές και ωρισμένον τι κέντρον της του εσωτερικού κόσμου βαρύτητος, προς ο κατ' ανάγκην πλέον παρεκκλίνουσα ελκόμενα και πάντα τα λοιπά πνευματικά στοιχεία.

Χαοτική τις ισορροπία, αόριστος τις και αναποφάσιστος κατάστασις του ψυχικού ημών περιεχομένου φαίνεται αληθώς προηγουμένη της εμφανίσεως οίας δήποτε κλίσεως. Μία εντός του άπειρου αυτών εμβαδού συγκύμανσις και συνταλάντευσις των ελαστικών του πνεύματος δυνάμεων, καθ' ην μας φαίνονται έτοιμοι να υπερεκχειλίσωσι κατά πάσας τας δυνατάς διευθύνσεις, καθ' ην τας νομίζομεν ικανάς να καταλάβωσιν επιδραμούσαι ολόκληρον τον κόσμον του επιστητού. Και το φαινόμενον τούτο παρουσιάζεται, νομίζομεν, ουχί μόνον εν τη ατομική των προσώπων, αλλά και εν τη γενική της ανθρωπότητος ιστορία: Τις δεν ενθυμείται την περίοδον εκείνην της παιδικής αυτού ηλικίας, καθ' ην προς ουδέν μεν είχεν επιδοθή έτι μετ' ιδιαιτέρας αγάπης, επίστευεν όμως, ότι, εάν απεφάσιζε, όχι μόνον τα πάντα ηδύνατο να μάθη, αλλά και τα πάντα να διαπράξη. Λίαν εκφραστικώς, διά της ελληνικής προ πάντων γλώσσης, χαρακτηρίζεται η περίοδος αύτη ως περίοδος του εσωτερικού των πνευμάτων οργασμού - ένθα η τελευταία αύτη λέξις δεν δύναται να σημαίνη, ει μη την άπειρον και αόριστον εκείνην επιθυμίαν, την υπερπληρούσαν μεν και συγκινούσαν ολόκληρον ημών την φύσιν, αγνοούσαν όμως έτι πού και πώς θα εύρη την οριστικήν αυτής ικανοποίησιν.

Εν τη ειδική αναπτύξει των ιδιοφυϊών επαναλαμβάνεται το φαινόμενον τούτο (Sturn und Drang periode) καθ' ην εποχήν αι δυνάμεις των εκτάκτων πνευμάτων, ταλαντευόμεναι μεταξύ διαφόρων προδιαγεγραμένων της ειδικής αυτών ενεργείας τύπων, φαίνονται χρησιμοποιήσιμοι προς παραγωγήν ενός εκάστου εξ αυτών, διότι δεν κατώρθωσαν ακόμη να χαράξωσι διά της ωρισμένης κλίσεως ίδιον πρωτοτυπίας δρόμον, δι' ου και μόνον εξασφαλίζουσιν εαυτοίς τον τίτλον της μεγαλοφυΐας.

Αλλά και η γενική, νομίζομεν, πνευματική της ανθρωπότητος ανάπτυξις παρουσιάζει ανάλογόν τι φαινόμενον κατ' εκείνην ιδία την ηλικίαν της ιστορίας, καθ' ην μόνη επιστήμη είναι η φιλοσοφία, ταυτιζομένη όμως με την παντογνωσίαν καθ' ην οι σοφοί, ή οι φιλόσοφοι θέλουν να ήναι όχι μόνον φυσιοδίφαι και μαθηματικοί και ιατροί και θεολόγοι και αστρονόμοι συγχρόνως, αλλ' εν γένει γνώσται των τε θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων όπως έχουσιν εν τε τη θεωρία και τη πράξει.

Εκ της ανωτέρω των κλίσεων περιγραφής εννοείται, ότι και αύται δεν είναι η απλή και πρωτόθετος των ιδιοφυϊών αιτία, αλλ' έχουσι τον λόγον των εν τη φύσει των πνευματικών εκείνων στοιχείων, εκ της συνυπάρξεως των οποίων προέρχονται· και είναι επομένως φαινόμενα συνθέτου φύσεως, συνθέτου, έστω και όσον είναι σύνθετος μία συνισταμένη του παραλληλογράμμου των δυνάμεων.

Εάν η καθημερινή των πραγμάτων εκδοχή στάματα μέχρι του φαινομένου της κλίσεως ικανοποιημένη, πράττει κυρίως ό,τι πας εμπειρικός μηχανικός, όστις ορίζει την αρχήν της του ατμού ενεργείας αφ' ης στιγμής το μανόμετρον του περί ον υπηρετεί μηχανισμού σημείωση τον προς κίνησιν του μηχανισμού τούτου αναγκαίον βαθμόν εντάσεως. Αλλ' όπως ο θεωρητικός μηχανικός δεν πρέπει ν' αγνοή ούτε τας γενικάς ιδιότητας των ατμοπαραγωγών στοιχείων, ούτε τους τρόπους, καθ' ους συνδυαζόμενα τα στοιχεία ταύτα προς τε άλληλα και προς τον εκάστοτε μηχανισμόν, παράγουσι δι' αυτόν ατμόν, ωρισμένην κεκτημένον έντασιν και διεύθυνσιν, ούτως η επιστήμη οφείλει να γνωρίση οποία τινα είναι τ' αποτελούντα την ισορροπίαν εκείνην στοιχεία, και πώς συνδυαζόμενα και τροποποιούμενα ρέπουσι προς ωρισμένην επί τέλους κίνησιν, ήτις εις τους πολλούς εμφανίζεται ως κλίσις.

Καθ' όσον ο προορισμός και επομένως ο χαρακτήρ της μελέτης ταύτης επέτρεπον ημίν, υπεδείξαμεν εν τοις έμπροσθεν, ότι τα στοιχεία ταύτα συνιστώσιν αυταί αύται αι παραστάσεις του άνθρωπου, από της πρώτης αυτού εν τω κόσμω παρουσίας. Επίσης όμως υπεδείξαμεν, ότι το ποιόν των παραστάσεων, εφ' όσον δεν διεγείρει άλλο παρ' άλλη ψυχή ενδιαφέρον, εφ' όσον δεν διαθέτει τας κεκτημένος, διά της παρουσίας αυτού, εις ειδικήν τινα συναισθητικήν κατάστασιν, διάφορον μεν εν διαφόροις πνεύμασιν, αλλά συνεπώς εκ της ιδιαιτέρας αυτών φύσεως εξαρτωμένην, δεν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν τας ιδιοφυίας.

Περί του Λινναίου ελέχθη, ότι την αποκλειστικήν αυτού βοτανικήν ιδιοφυίαν την οφείλει μόνον εις το γεγονός, ότι ο πατήρ αυτού, κατέχων μέγαν και πλούσιον κήπον, ηρέσκετο να περιδιαβάζη εν αυτώ μετά του παιδός Λινναίου συνδιαλεγόμενος περί των φυτών και των ανθέων. Θα ήτο παραγνώρισις των σαφέστατων ψυχολογικών νόμων, εάν ηρνείτο τις, ότι τούτο συνέτεινε κατά μέγα μέρος προς έγκαιρον εκδήλωσιν και τελείαν ανάπτυξιν της του Λινναίου ιδιοφυίας. Ό,τι δεν ειμπορεί τις να πιστεύση είναι η αξίωσις, ότι μόνον οι περίπατοι εκείνοι και αι κατ' αυτούς συνδιαλέξεις ήρκεσαν να παραγάγωσιν εκ του μηδενός την ιδιοφυίαν του μεγάλου φυσιολόγου. Γνωρίζομεν πόσον ολίγον επιδρώσιν επί της παιδικής ψυχής αι διδασκαλίαι των γονέων, ως τοιαύται, και έχομεν πλείστα παραδείγματα πατέρων την αυτήν κεκτημένων προς τα άνθη και τα φυτά αδυναμίαν, χωρίς όμως διά τούτο ν' αναδείξωσι και δεύτερον τινα Λινναίον μεταξύ των εαυτών τέκνων. Όπως οι τελευταίοι ούτοι παρέρχονται απαρατήρητοι, τοιουτοτρόπως θα ελησμονείτο και ο πατήρ του Λινναίου με την τρυφεράν αυτού προς τα άνθη αγάπην, με την άδυναμίαν να περιάγη εν τω λαμπρώ αυτού κήπω τους επισκεπτόμενους και, εν ελλείψει, την σύζυγον, τα τέκνα, τους υπηρέτας, υποθέτομεν, όπως τοις επίδειξη το κάλλος, όπως τοις εξηγήση την φύσιν των ανθέων, χωρίς τίνος αποτελέσματος. δεν ελησμονήθη όμως ο γέρων Λινναίος, διότι συνέπεσε να ήναι πατήρ του τέκνου του, η ιδιοφυία του οποίου ανεμίμνησκεν εις τους βιογράφους την αδυναμίαν του πατρός του. Εν τούτοις περί του Σωκράτους γνωρίζομεν, ότι ήτο υιός ερμογλύφου, ότι εξεπαιδεύθη εν τη τέχνη του πατρός του, και εκαλλιτέχνισε μάλιστα αξιόλογον σύμπλεγμα Χαρίτων, ενόσω ήτο νέος, χωρίς διά τούτο να πάθη η φιλοσοφική αυτού ιδιοφυία άλλο, ει μη το πολύ πολύ βραδύτητα τινα εν τη εμφανίσει της. Επίσης γνωρίζομεν περί του Δημοσθένους, ότι η υλική φύσις όχι μόνον δεν τον ηυνόησεν, αλλά και τον αντεπολιτεύθη επικινδυνότατα, ως προς την εκδήλωσιν της ιδιοφυίας αυτού, παρεμβαλούσα εις αυτήν φοβερον εμπόδιον την τραυλότητα. Εν τούτοις η ισχύς της συμπαρομαρτούσης τη ιδιοφυία βουλήσεως κατίσχυσε να παραμερίση τα κωλύματα της ύλης και ο Δημοσθένης ανεδείχθη μέγιστος των ρητόρων. Πλείστα όσα παρόμοια φαινόμενα καταπείθουσι, νομίζομεν, ότι αι παραστάσεις μόναι, ως στοιχεία του πνευματικού ημών βίου εις ουδέν θα συνετέλουν προς γένεσιν των ιδιοφυϊών, εάν το κεκτημένον αυτάς υποκείμενον δεν είχε την ικανότητα να εκτιμά και επεξεργάζηται αυτάς κατ' ιδιάζοντα τρόπον. Οι πάντα εκ του περιέχοντος και των εν αυτώ τυχαίων εξηγούντες συμπτώσεων λησμονούσιν, ότι εν μια και τη αυτή εποχή, εκ μιας και της αυτής κοινωνίας και υπό τας εντυπώσεις του αυτού φυσικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου ανέλαμψαν εν Ελλάδι λ. γ. επίσης μεν έκτακτοι κατά την διάνοιαν, αλλά διάφοροι κατά την ίδιοφυΐαν άνδρες, οίοι ήσαν ο Περικλής, ο Φειδίας, ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης κτλ.

Αι φαταλιστικαί αύται δοξασίαι, και όταν ακόμη δεν ήναι προϊόντα καθαρώς υλιστικών θεωριών, βασίζονται επί εσφαλμένης λογικής μεθόδου: εκ του γεγονότος, ότι αι εξωτερικοί περιστάσεις δύνανται κατά το μάλλον και ήττον να επιδράσωσιν επί του τρόπου, καθ' ον, και των ορίων, μέχρις ων αναπτύσσεται μία υπάρχουσα πνευματική ιδιοφυία, συμπεραίνουσιν ότι αι αύται εξωτερικοί περιστάσεις είναι αιτία και της γενέσεως της ιδιοφυίας ταύτης. Ούτως ώστε, κατά τας τοιαύτας δοξασίας, πνευματικοί και χημικοί ιδιότητες ουδόλως διαφέρουσι. Διά τούτο δ' εν αρχή και αντετάξαμεν εις αυτάς το φαινόμενον των χαρακτήρων, οίτινες είναι το λελογισμένον αποτέλειμα της βουλήσεως, της προσωπικής ελευθερίας ενός εκάστου. Διά τούτου όμως δεν εννοούμεν να χαρακτηρίσωμεν και τας πνευματικάς ιδιοφυίας ως προϊόντα της βουλήσεως. Πολλώ μάλλον τα μέχρι τούδε υφ' ημών ρηθέντα υποθέτουσι, και η πείρα αποδεικνύει, ότι ουδείς γίνεται Μολιέρος, απλώς διότι απεφάσισε να προσέχη, να κρίνη και να εκτιμά τας μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις μόνον υπό την γελοίαν, την κωμικήν αυτών εποψιν. Αι ιδιοφυίαι, κατά τα μέχρι τούδε, υφίστανται πριν ή τας ανακάλυψη η εσωτερική παρατήρησις, αύται ορίζουσαι την εκλογήν της βουλήσεως, ουχί δ' υπό της τελευταίας οριζόμενοι.

Η εύρεσις και ο καθορισμός απάντων εκείνων των ψυχολογικών παραγόντων, εκ του συνδυασμού των οποίων ανάγκη να εξηγηθή όχι μόνον η ποικιλία, αλλά και η διάφορος εντασις, μεθ' ης άλλαι παρ' άλλοις εκδηλούνται ιδιοφυίαι, είναι, όσω τερπνόν, τόσω και δύσκολον και διά τούτο, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, παρθένον έτι ψυχολογικόν πρόβλημα. εν τη επομένη ημών μελέτη θέλομεν προσπαθήσει να υποδείξωμεν ακριβέστερον την χώραν τουλάχιστον εν η δέον να ζητηθώσιν οι παράγοντες ούτοι ως προς τας εικαστικάς ιδίως τέχνας. και προς συμπλήρωσα της γενικής ταύτης ημών πραγματείας δεν θα είχομεν να προσθέσωμεν ενταύθα άλλο τι, εάν δεν έφοβούμεθα να υποτεθώμεν λίαν αόριστοι ως προς τας τελευταίας αρχάς , εφ' ων εβασίσαμεν τας ανωτέρω παρατηρήσεις. Διά τούτο, εναντίον μεν της ημετέρας προθέσεως, αλλά χάριν πλειοτέρας του θέματος ημών τελειότητος παραθέτομεν απλώς ενταύθα δύο των κυριωτέρων οντολογικών' περί ψυχής υποθέσεων, εις ας τα περί ων πραγματευόμεθα φαινόμενα ανάγονται υπό των μάλλον ορθοφρονούντων.

Η μία των γνωμών τούτων, κατά το φαινόμενον συμφωνοτάτη προς την περί δικαιοσύνης του Θεού ιδέαν, παραδέχεται τας ψυχάς ως άτομα, κατ' ουδέν διαφέροντα αλλήλων, και μόνον τούτο κεκτημένος το κοινόν προσόν: ότι εις τας επ' αυτών επιδράσεις των άλλων ατόμων αντιδρώσι διά παραστάσεων. Τα εξ ων συγκροτείται ο υλικός κόσμος άτομα, τοσον καθ' ομάδας, όσον και καθ' εκαστον, αντιδρώσι προς άλληλα διά του φαινομένου της έλξεως και της ώσεως. Αι μεταβολαί της εν τόπω θέσεως, αι φυσικαι και χημικαί αλλοιώσεις είναι οι μόνοι τρόποι, καθ' ους έν έκαστον διεκδικεί την εαυτού ιδιοσυντηρησίαν. Διάφοροι τούτων αι ψυχαί, κατορθόνουν την ατομικήν αυτοσυντηρησίαν των, αντιδρώσαι κατά του επ' αυτών επιδρώντος εξωτερικού κόσμου μόνον διά των παραστάσεων. Αι εν τω υλικώ κόσμω παλμικαί του αιθέρος κινήσεις, προσβάλλουσαι τον οφθαλμόν και το οπτικόν νεύρον, δεν δύνανται να επενέγκωσιν επί της ύλης των δι' ων διαβαίνουσι νευρικών ινών, ει μη μηχανικήν τινα μόνον κίνησιν, έστω αύτη φυσική ή χημική της νευρικής ουσίας αλλοίωσις, εξαρτώμενη εκάστοτε εκ του τάχους και του μήκους, το όποιον αι κυμάνσεις του αιθέρος έχουσιν εν τη του χρόνου μονάδι. Αλλά πόσον ασύγκριτος είναι ο τρόπος καθ' ον η ψυχή αντιδρά προς τας τοιαύτας νευρικάς διεγέρσεις! Το τελικόν αποτέλεσμα της επ' αυτης επιδράσεως των διεγέρσεων τούτων δεν είναι πλέον μηχανικόν τι φαινόμενον, εν χώρω συμβαίνον, αλλά παρουσιάζεται ως αίσθησις φωτός, ειδικώτερον ως αίσθησις του κυανού, του ερυθρού, του πρασίνου χρώματος, το όποιον, ως εσωτερική ημών κατάστασις, έντασιν μόνον αλλ' ουχί και έκτασιν κεκτημένη, ουδέν περιέχει, ούδ' ενθυμίζει εκ των όσα εχρησίμευσαν ως απαραίτητοι της γενέσεως αυτής όροι. Επίσης ουδέν κοινόν έχουσιν οι μουσικοί τόνοι, ως παραστάσεις ημών αυτών, προς το πλάτος και τον αριθμόν των κυμάνσεων του αέρος, αίτινες προεκάλεσαν την γένεσίν των. Αφ' ης στιγμής ο Πρωτόπλαστος ηνέωξε τους οφθαλμούς αυτού προς το φως, η ποικιλία των χρωμάτων δεν έπαυσεν αποτελούσα μίαν τάξιν ψυχικών του άνθρωπου παραστάσεων. Αλλά πόσοι και πόσοι παρήλθον αιώνες μέχρις ότου ανακαλυφθή η φυσική της γενέσεως αυτών αιτία! Ευρέθη πλην αύτη διάτων επί της έξω φύσεως πειραμάτων, και ουχί διά της αναλύσεως αυτών των παραστάσεων, εν αις και μόναις γνωρίζονται ημίν τα χρώματα. Οι φυσικοί ειμπορούν να καταμετρήσουν τον ρυθμόν και ορίσουν μέχρι των εσχάτων λεπτομερειών την φύσιν των παλμικών του αιθέρος κινήσεων, προς ας αντιστοιχούσι τα θεμελιώδη χρώματα του ηλιακού λεγομένου φάσματος. Οι φυσιολόγοι ειμπορούν να συμπεράνουν περί της σκοπιμότητος της του οφθαλμού κατασκευής, προς υποδοχήν των κυμάνσεων, να ορίσουν τας συνεπεία τούτων μεταβολάς και αλλοιώσεις, αίτινες δέον να συμβώσιν εν τω οφθαλμώ, εν τω οπτικώ νεύρω, εν τοις εσχάτοις ατόμοις της εγκεφαλικής ουσίας, πριν ή γεννηθή η του φωτός παράστασις. Πώς όμως και διατί αι αλλοιώσεις αύται, μένουσι μεν άγνωστοι εις τον εν ω συμβαίνουσα οργανισμώ, μεταπίπτουσιν όμως επί τέλους εις την του φωτός παράστασιν, ως το μόνον συνειδητόν, το μόνον δι' ήμας υπάρχον αποτέλεσμα, ουδέποτε θα το εξηγήσωσιν, εφ' όσον δεν παραδέχονται ει μη μόνον τα της ύλης στοιχεία με τας γνωστάς αυτών ιδιότητας.

Διά τούτο η θεωρία, περί ης πρόκειται, παραδέχεται μεν το εν αρχή παρ' ημίν ειρημένον, ότι άνευ αισθήσεων ουδείς ψυχικός βίος δύναται ν' αναπτυχθή, διισχυρίζεται όμως δικαίως, ότι άνευ ψυχής όπισθεν των αισθήσεων τούτων ουδείς πνευματικός βίος υπάρχει. Εάν ίδιον των υλικών ατόμων είναι η εν τόπω κίνησις, εάν ίδιον των αισθητηρίων είναι η τροποποίησις και μετάδοσις της κινήσεως ταύτης μέχρι των κεντρικών νευρικών συστημάτων, των ψυχών ίδιον είναι ν' αντιδρώσιν εις τας προκλήσεις ταύτας του εξωτερικού κόσμου διά των παραστάσεων.

Αι παραστάσεις λοιπόν είναι τα πρώτα και τελευταία στοιχεία του πνευματικού ημών βίου· αλλ' αι παραστάσεις, κατά την θεωρίαν ταύτην είναι και και αι μόναι δύναται της ψυχής ενέργειαι. Παν ό,τι γνωρίζομεν ως ηδονήν ή λύπην, ως αρέσκειαν ή απαρέσκειαν, ως επιδοκιμασίαν ή αποδοκιμασίαν, ως κρίσιν και προτίμησιν, εν γένει παν ό,τι γεννάται εν ημίν ως συναίσθημα, ως αψικαρδία, ως όρεξις και βούλησις ημών αυτών, ουδέν άλλο είναι κυρίως, παρά η μηχανική συνέπεια των σχέσεων, αίτινες συνέπεσε να γεννηθώσι μεταξύ των παραστάσεων ημών, ως εκ του τοιούτου ή τοιούτου ποιου, ως εκ της τοιαύτης ή τοιαύτης διατάξεως των κοσμικών και βιωτικών στοιχείων των επί της ψυχής ημών επιδρώντων.

Από του Herbart χρονολογουμένη η θεωρία αύτη παρέσχε σπουδαίαν ομολογουμένως εκδούλευσιν εις την επιστήμην, νέαν εγκαινίσασα εποχήν τη ψυχολογία, διά της καταστολής των μέχρι τότε καταχρήσεων των ψυχολόγων, οίτινες, οσάκις είχον να εξηγήσωσι ψυχολογικά φαινόμενα, οία είσιν η μνήμη, η φαντασία κτλ. προσέφευγον, ως προς θεόν από μηχανής, εις μίαν εκάστοτε περί πλέον της ψυχής δύναμιν, ης όμως ούτε την φύσιν, ούτε τον τρόπον της ενεργείας ανελάμβανον να ορίσωσιν. Εν τούτοις σκοπός ημών δεν είναι να εκτιμήσωμεν την ερβαρτιανήν ψυχολογίαν καθ' όλας αυτής τας λεπτομερείας ενταύθα.

Ως προς το ημέτερον θέμα η θεωρία αύτη φαίνεται κεκτημένη το πλεονέκτημα, είπομεν, ότι ευρίσκεται εις πλήρη συμφωνίαν με την περί δικαιοσύνης του Θεού ιδέαν: Αφού πάσα ψυχή ανθρωπινή εισέρχεται εις τον κόσμον πεπροικισμένη με μίαν και μόνην, την αυτήν διά πασαν άλλην ψυχήν, δύναμιν του αισθάνεσθαι, και αφού παν άλλο ψυχικόν φαινόμενον, από του απλούστατου συναισθήματος ενός βρέφους, μέχρι της διά μακράς και σπουδαίας σκέψεως εκφερομένης αποφάσεως ενός ωρίμου προσώπου, δεν είναι ει μη το αναγκαίον προϊόν των προς αλλήλας σχέσεων των υπό της δυνάμεως εκείνης αποκτηθεισών παραστάσεων, φαίνεται αληθώς, ότι ουδείς δικαιούται να παραπονεθή κατά του Θεού, διότι τον αφήκε δήθεν άμοιρον φαντασίας, ή διότι τω έδωκε δύναμιν βουλήσεως ασθενεστέραν της των άλλων, και τα τοιαύτα. Απεναντίας, κατά την θεωρίαν ταύτην, πάσα ψυχή εξέρχεται των χειρών του Δημιουργού της ικανή και έτοιμη να κατορθώση κατά την επί γης διαμονήν αυτής τα ύψιστα εν τε τη τέχνη και τη επιστήμη, εν τε τη πράξει και τη θεωρία. Εάν κατά την τελικήν της ζωής ημών διαμόρφωσα δεν ευρισκόμεθα πάντες τον αυτόν βαθμόν πνευματικής ικανότητος και αναπτύξεως κεκτημένοι, εάν οι πλείστοι των ανθρώπων ουδέν, ή ελάχιστα μόνον πραγματοποιούσα εκ των δυνατών αγαθών, τα οποία εκέκληντο δίκαιωματικώς ν' απολαύσωσι, δυνάμει της κοινής παραστατικής αυτών ενεργείας, πρέπει να αιτιώνται ουχί την αρχικήν της ψυχής αυτών φύσιν, αλλά τους φυσικούς και βιολογικούς όρους, υφ' ους ευρέθησαν ηναγκασμένοι να εξασκήσωσι την παραστατικήν αυτών ενέργειαν: η φύσις του σωματικού οργανισμού, δι' ου έτυχεν η ψυχή υποχρεωμένη να δεχθή τας έξωθεν διεγέρσεις, το ποιόν, η τάξις, το ποσόν των εντυπώσεων, όσας ηδυνήθη να λάβη εκ του περικυκλούντος αυτήν υλικού και ηθικού κόσμου, ο τρόπος καθ' ον η πρώτη ανατροφή εσυνήθισεν αυτήν να συνδυάζη τας παραστάσεις αυτής, είναι οι κυριώτεροι των λόγων, δι' ων εξηγείται η διαφορά των πνευμάτων κατά την τελικήν αυτών διαμόρφωσα.

Αλλά τότε η διαφορά της ψυχής από της ύλης, η ατομική του πνεύματος αυθυπαρξία κατ' ουδέν ωφελεί, νομίζομεν, τον άνθρωπον, όχι μόνον ως προς τον τρόπον, καθ' ον η ψυχή εκδηλοί τας εαυτής ενεργείας, αλλά - το χειρότερον - και ως προς το ποιόν του περιεχομένου των ενεργειών τούτων:

Η θετική ή αρνητική των πράξεων αξία, θα ήναι αναγκαία συνέπεια του ποιού και των προς άλλήλας σχέσεων των παραστάσεων μόνον επειδή δε τόσον το ποιόν όσον και αι προς άλλήλας σχέσεις των παραστάσεων έχουσι τον λόγον αυτών ουχί εν τη αυτοβούλω της ψυχής εκτιμήσει, αλλά εν τω έξω, τω ανεξαρτήτω απ' αυτής κόσμω, διά τούτο η θεωρία αυτη, επί τόσω πνευματικών άρχων βασιζόμενη, κινδυνεύει να φανή συνάδουσα προς τας υλιστικάς και φαταλιστικάς εκείνας δοξασίας, καθ' ας ούτε ο άνθρωπος οφείλει να δώση, ούτε ο Θεός δικαιούται να ζητήση τινά λόγον διαχειρίσεως των πνευματικών ημών προσόντων.

Πολλώ μάλλον θα είχομεν οι άνθρωποι, κατά την θεωρίαν ταύτην, δικαίωμα να μεμψιμοιρώμεν κατά του Θεού, όστις, προικίσας ήμας διά μιας και της αυτής δυνάμεως αδιακρίτως, εξήρτησεν έπειτα το τε ποιόν και το ποσόν της ενεργείας αυτής εκ τοιούτων αποκλειστικώς όρων, τους οποίους ημείς ούτε να προΐδωμεν δυνάμεθα, ίνα τους αποφύγωμεν γεννώμενοι εν τω κόσμω, ούτε να τους μεταβάλλωμεν γεννηθέντες, διά να μη μειονεκτήσωμεν των όσοι έτυχε να γεννηθώσιν εντός ευνοϊκωτέρων περιστάσεων. Ιδού διατί, εισηγούμενοι την θεωρίαν ταύτην, δεν εδιστάσαμεν να είπωμεν, ότι μόνον κατά το φαινόμενον είναι σύμφωνος προς την περί της δικαιοσύνης του Θεού ιδέαν.

Περί της θεωρίας, εφ' ης ημείς βασίζομεν τας παρούσας μελετάς δεν είναι ανάγκη να μακρηγορήσωμεν ειδικώς ενταύθα, αφού θα γνωρίσωμεν αυτήν συν τη αναπτύξει των ενώπιον ημών θεμάτων: Κυριώτατον ταύτης χαρακτηρικόν είναι, ότι αποκλείει μεν εκ της ψυχολογίας την στρατιάν των πολλών και ποικίλων εκείνων δυνάμεων, όπως και ο Herbart, θεωρεί όμως ανεπαρκή την παραστατικήν της ψυχής ενέργειαν μόνην προς εξήγησα του όλου πνευματικού ημών βίου. Διά τούτο, ενώ αφ' ενός σχετίζει τας εντυπώσεις ακριβέστερον προς τους φυσιολογικούς της γενέσεως αυτών όρους, αφ' ετέρου εξηγεί τα συναισθήματα ουχί ως ασχέτους προς την φύσιν της ψυχής συνεπείας των μεταξύ των παραστάσεων διεξαγόμενων αγώνων, αλλ' ως ιδίους τρόπους, καθ' ους η ψυχή είναι οίκοθεν ικανή ν' αποφαίνηται περί του πώς διαθέτουσα αυτήν τούτο μεν αι παραστάσεις, τούτο δε αι σχέσεις αυτών προς τε άλλήλας και προς τους έξωθεν όρους της ημετέρας υπάρξεως. Το συναισθάνεσθαι λοιπόν έχει μεν αφορμήν την εν τη συνειδήσει ύπαρξιν των παραστάσεων, και προϋποθέτει ταύτας, όπως η γένεσις των εντυπώσεων προϋποθέτει την ύπαρξιν των εκ του έξω κόσμου διεγέρσεων, γεννάται όμως ουχί ως προϊόν των παραστάσεων, ως τοιούτων, αλλ' ως εκδήλωσις μιας ειδικής της ψυχής ικανότητος, εν ελλείψει της οποίας θα είχομεν παραστάσεις, αλλ' ουχί και συναισθήματα. Επίσης είναι η βούλησις, ουχί το αποτέλεσμα της επικρατήσεως τούτου ή εκείνου του συμπλέγματος των παραστάσεων εν τη συνειδήσει, αλλά ιδία ικανότης της ψυχής, η οποία, κατά την θεωρίαν ταύτην, όχι μόνον έχει τας παραστάσεις, όχι μόνον έκτιμα την ύπαρξιν αυτών διά συναισθημάτων, αλλά και κρίνει αφ' εαυτής και επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει την ύπαρξιν αυτών εν τη συνειδήσει. Ούτως ώστε τα αυτά ψυχικά στοιχεία να προκαλώσιν άλλοτε άλλην εξωτερικήν ενέργειαν, αναλόγως της εκτιμήσεως, ης έτυχον εκ μέρους της ελευθέρως και αυτοβούλως κρινούσης αυτά ψυχής του έχοντος.

Ότι η θεωρία αύτη κέκληται πλέον η πάσα άλλη να πιχύση ποτέ φως επί του γεγονότος των πνευματικών ιδιοφυϊών, δεν είναι άναγκαίον να το σημειώσωμεν ενταύθα: Προ πάντων αρχική τις διαφορά των ανθρώπων ως προς την εκτίμησιν των μεταξύ των παραστάσεων αυτών σχέσεων, διά καθαρώς πνευματικών συναισθημάτων, φαίνεται ότι πρέπει να θεωρηθή ως κύριος λόγος της γενέσεως αυτών.

Ότι όμως τοιαύτη τις παραδοχή αρχικών διαφορών εν ταις πνευματικαίς ημών ικανότησι δεν φαίνεται συμβιβαζομένη προς την περί δικαιοσύνης του Θεού ιδέαν το ομολογούμεν ημείς αυτοί πρώτοι. Νομίζομεν όμως, ότι το φαινομενικόν τούτο άτοπον αίρεται, εάν αναλογισθώμεν την διδασκαλίαν εκείνην του Ευαγγελίου, καθ' ην η δικαιοσύνη του Θεού συνίσταται, ουχί εις την αρχικήν διανομήν ίσων προτερημάτων, αλλ' εις την τελικήν απαίτησιν αναλόγου ευθύνης, ακριβώς κατά τον άνθρωπον της παραβολής, ης εμνήσθημεν και εν τοις έμπροσθεν: Ώτινι έδωκε πολλά, παρά τούτου και θα ζητήση πολλά, ώτινι ολίγα, παρά τούτου ολίγα.