Ψευτοπόλεμος του Σταυρού

Ψευτοπόλεμος του Σταυρού
Συγγραφέας:
Δεκέμβριος 1885.


Ψευτοπολέμου φοβεροῦ ἀκούεται ἀντάρα,
στοὺς ἁμαξάδες δίνονται γιὰ τὸ Σταυρὸ κατάρα,
καπνίζουν σιδηρόδρομοι τῆς Ἀττικῆς-Λαυρίου,
καὶ γίνεται συντέλεια καὶ χαλασμὸς Κυρίου.
Βρίσκουν δουλειὰ οἱ ρήτορες καὶ οἱ σουλατσαδόροι,
καὶ τρέχουν καβαλλάρηδες καὶ τρέχουν ὁδοιπόροι.

Κανόνια ἐκτοπίζονται, μοιράζονται φυσέκια,
μὲ λάδι ξεσκουριάζονται καὶ ξίφη καὶ τουφέκια,
γυαλίζονται χρυσᾶ κουμπιά, λαμποκοποῦν σπαλέταις,
βροντοῦν ταμποῦρλα μὲ βοή, σημαίνουν ἡ τρουμπέταις,
πέρνουν καὶ δίνουν προσταγὰς κλητῆρες κι' ἀστυνόμοι,
τρέχει μὲ τὴν ὀμπρέλλα της καὶ ἡ Ροζοῦ ἀκόμη.

Ἑτοιμασίαις βιαστικαῖς καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουν,
γαϊδούρια, κάρρα κι' ἅμαξαις ἀπὸ ρυτῆρος τρέχουν,
χιλιμιντρίζουν τἄλογα, τραβοῦν κλωτσιαῖς οἱ μοῦλοι,
γαυγίζουν τὰ λαγωνικὰ τοῦ κυνηγοῦ Σταμούλη,
ἀφρίζουν γιὰ τὸν πόλεμο οἱ νέοι πολεμάρχοι,
ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη χαλασμός... κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη.

Ἀλλ' ἔξαφνα μὲς στὴ βοὴ γενναῖο παλληκάρι
καβάλλα σὲ μοναστηριοῦ ἀβάστακτο μουλάρι,
ὡς τὸν ἀρχαῖον ἄγγελον τοῦ Μαραθῶνος τρέχει
κι' εἰς τοῦ Σταυροῦ τοὺς μαχητὰς φωνάζει ὅτι βρέχει.
Βροχὴ καὶ λάσπη πλάκωσε... κρῖμα καὶ πάλι κρῖμα...
κάτω ἀμέσως τἄρματα, μὴν προχωρῆτε βῆμα.

Ἔτσι φωνάζει στὸ Σταυρὸ αὐτὸ τὸ παλληκάρι
καὶ χάνεται σὰν ἀστραπὴ μαζὶ μὲ τὸ μουλάρι
ἡ δὲ φωνή του ἀντηχεῖ εἰς ἄντρα καὶ εἰς ὄρη,
γυρνοῦν τοξόται, πελτασταί, οὑσσάροι, λογχοφόροι,
κι' οἱ πρόγονοι ἀπ' τοῦ Σταυροῦ φωνάζουν τὸ βουνό:
λάσπη κι' ὁ ψευτοπόλεμος σὰν τὸν ἀληθινό!