Χειμώνας
Συγγραφέας:
20 Σεπτεμβρίου 1881.


Καλῶς τὰ πρωτοβρόχια, καλῶς τον τὸν χειμῶνα
μὲ τῇς βρονταῖς, τὸ κρύο, τὸ χιόνι, τὴ βροχή·
θὲ νὰ τραβοῦμε ὕπνο, ποὺ θὰ πηγαίνῃ γόνα,
χωρὶς κοριὸς ἢ ψύλλος νὰ μᾶς ἀνησυχῇ.
Ἀντίο καλοκαῖρι καὶ σκόνη βρωμερή...
Πλακώνει ὁ χειμῶνας μὲ φόρεμα βαρύ.

Τί ὤμορφα ποὺ εἶναι νὰ βρέχῃ, νὰ χιονίζῃ,
καὶ σὺ εἰς τὸ κρεββάτι κατακουκουλωμένος
ν' ἀκούῃς τὸν ἀέρα τὸ κρῦο νὰ σφυρίζῃ,
καὶ μάλιστα νὰ εἶσαι κι' ἀπογυναικωμένος.
Ὦ! συγχωρήσετέ με, κυρίαι εὐγενεῖς,
καὶ τὴν ἀδιαντροπιά μου δὲν πέρασε κανείς.

Πρέπει νὰ λέμε κἄτι γιὰ νὰ περνᾷ ἡ ὥρα,
μᾶς φθάνει τόση λίμα γιὰ τὴν πολιτική,
τὸ μέλλον τῆς πατρίδος πάει ἐμπρός, καὶ τώρα
ἂς κάνωμε κουβέντα διαφορετική.
Ἂς ποῦμε γιὰ τὸ κρῦο καὶ ἄλλες ἐξυπνάδες,
κι' ἂς κάνωμε, κυρίαις, καὶ λίγους χωρατάδες.

Δὲν θἄχωμε καὶ πάλι καμμιὰ ἐπιστρατεία,
κανεὶς δὲν θὰ φοβᾶται νὰ γίνῃ στρατιώτης,
ἡσύχασε ὁ Βλάχος καὶ ἡ διπλωματία,
καὶ θἄλθωμε στὰ νειάτα τῆς λεβεντιᾶς τῆς πρώτης.
Λίγο κρασὶ ἢ μπύρα, κανένα γλυκὸ μάτι,
καμμία ἐσπερίδα, καὶ ἔπειτα... κρεββάτι.

Ψυχή μου, τί ὡραῖα!... νά! νά! ἀκούω μπρός μου
τοὺς φίλους ἐπιστράτους μὲ νέα ρεδιγκότα
στῇς Λαύραις των νὰ λένε «ψυχή μου, ἥλιε, φῶς μου»
ἀκέραιοι καὶ σῷοι κι' ἀφράτοι καθὼς πρῶτα.
Εἰς τὸ κορμὶ δὲν ἔχει κανεὶς λαβωματιά,
μὰ ἔχει λαύρα μέσα καὶ φλόγα στὴ ματιά.

Πηδοῦν καὶ τρέχουν ὅλοι γι' ἀγάπη διψασμένοι,
καὶ μὲς σὲ μυρωδάτη κοπέλας ἀγκαλιὰ
τῇς ὥραις τοῦ πολέμου θυμοῦνται οἱ καϋμένοι,
καὶ σβύνουν τὴ φωτιά των μὲ χάδια καὶ φιλιά.
Τὸν πόλεμο, τὸ κράνος, τὸν σάκκο βλαστημοῦν,
καὶ δός του μ' ἕνα κι' ἄλλο φουστάνι πολεμοῦν.

Εἰρήνη κι' ἡσυχία μὲ κάστανα, μὲ μῆλα,
μὲ τσάϊ, μ' ἐσπερίδες, μὲ πιάνα, μὲ χορούς...
Πιὸ γρήγορα, λεβέντη χειμῶνα, κατρακύλα,
καὶ δὲν θὲ νὰ μᾶς εὕρῃς σὰν πέρσι σοβαρούς.
Τουφέκι πιὰ δὲν ἔχει σὲ τοῦτο τὸν καιρό,
μόνο κρασί, γυναῖκα, μεθύσι καὶ χορό.