Χαροκαμένη
Συγγραφέας:


Τὸ κυπαρίσσι λόγιαζε τὸ μαυροφορεμένο.
—Αὐτοῦ ψηλά, ποὺ περπατεῖς καὶ τὴν κορφὴ λυγίζεις,
ἀπάνω στὶς ταφόπετρες ζερβά, δεξιὰ σὰ βλέπεις,
μὲ φαίνεσαι σὰ γερανός, σὰ γερανὸς μὲ μοιάζεις,
πὤχει πουλὶ στὰ νύχια του κι’ ἄπονα τὸ ξεσκάει.
Μὰ κεῖνος τρώει τὰ πουλιά καὶ σὺ τὰ παληκάρια.
—Αὐτοῦ ψηλὰ ποῦ περπατῶ κι’ αὐτοῦ ψηλὰ ποῦ πάω,
πάγω γὰ νάβρω, νὰ τοῦ πῶ καὶ νὰ παρακαλέσω
νὰ δώσῃ αὐτιὰ στὸ Χάροντα καὶ μάτια γιὰ νὰ βλέπῃ,
νὰ μὴ θερίζη τὰ παιδιά, τὶς νιές, τὰ παληκάρια,
τοὺς νιόγαμπρους, τὶς νιόνυφες καὶ τοὺς ξενιτεμένους.