Φόροι
Συγγραφέας:
Ιανουάριος 1883.


Βάλετε φόρους, βάλετε εἰς τὴν πτωχή μας ράχη,
ποτίστε μὲ τὸ αἷμα μας τὴν ἄρρωστη πατρίδα,
σεῖς τὸ κρασὶ καὶ τὸν καπνὸ νὰ πίνετε μονάχοι,
κι' ἐμεῖς νὰ σᾶς κυττάζωμε μὲ μάτι σὰν γαρίδα.
Βαρειὰ φορολογήσετε καὶ τὸ νερὸ ποὺ τρέχει...
βάλετε φόρους βάλετε, κι' ἡ ράχη μας ἀντέχει.

Ὅ,τι καλὸ κι' ἂν ἔχωμε ἀπάνω μας ἂς μείνῃ,
στὰ πρόσωπά μας ἂς χυθῇ τοῦ μαρασμοῦ τὸ χρῶμα,
μ' ἐμᾶς τὸ ἰσοζύγιο τοῦ ἔθνους μας ἂς γίνῃ,
φορολογήσετε κι' αὐτὴ τὴ σάρκα μας ἀκόμα.
Τοῦ κρέατός μας κόβετε καμμιὰ παχειὰ λωρίδα,
καὶ τρώγετέ την λαίμαργα μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα.

Ὅ,τι κι' ἂν τρῶνε οἱ πτωχοί, τὸ ἔθνος ἂς τὰ τρώγῃ,
ὅ,τι κι' ἂν πίνουν οἱ πτωχοί, τὸ ἔθνος ἂς τὸ πίνῃ·
χορταίνετε σὰν Λούκουλλοι μ' ἐμᾶς τὸ σκυλολόγι,
κι' ἐμεῖς θὰ σᾶς γνωρίζωμε γι' αὐτὸ εὐγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάταις ποὔμαστε ἀντέχομε εἰς ὅλα,
καὶ οὔτε τόσο εὔκολα τινάζομε τὰ κῶλα.

Πρέπει νὰ εἶναι οἱ πολλοὶ πτωχοὶ καὶ πεινασμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι πάντοτε νὰ βρίσκωνται χορτᾶτοι·
πρέπει νὰ στέκουν οἱ πολλοὶ τὰ σπίτια των κλεισμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι νὰ πηδοῦν ἀπάνω στὸ Παλάτι.
Πρέπει ὁ κόσμος ὁ πολὺς νὰ δέχεται τὰ βάρη,
κι' ὁ λιγοστὸς ἀπάνω του κανένα νὰ μὴν πάρῃ.

Μ' αὐτὸν τὸν νόμον ἔζησε ὁ κόσμος καὶ θὰ ζήσῃ,
τὴ δύναμί του προσκυνᾷ ἡ κάθε κοινωνία·
δὲν εἰμπορεῖ καθένας μας βεβαίως νὰ πλουτίσῃ,
γιατὶ τοῦ κόσμου ἔπειτα χαλᾷ ἡ ἁρμονία.
Φτώχια καὶ πλοῦτος!... ζήτημα τοῦ καθενὸς αἰῶνος,
ἰδοῦ τὸ τέλος κι' ἡ ἀρχὴ τοῦ φοβεροῦ ἀγῶνος.

Λοιπὸν κανένας πρόστυχος κεφάλι μὴ σηκώσῃ,
γιὰ τόσα νομοσχέδια μὴ βγάλῃ τσιμουδιά·
εἰς τῆς πατρίδος τὸν βωμὸν τὸ αἷμα του ἂς δώσῃ,
χωρὶς ν' ἀφήσῃ στεναγμὸ ἡ μαύρη του καρδιὰ.
Κι' ἂν τώρα πάλι ἔπεσε ἐπάνω του ὁ κλῆρος,
πρέπει καὶ πάλι νὰ φανῇ γενναῖος, μάρτυς, ἥρως!