Φυλλάδες του Γεροδήμου
Συγγραφέας:
Δεύτερη φυλλάδα


Στην «Ακρόπολη» του χωριού

Επεξεργασία

Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα την έχω την καλή σου τη συντρο­φιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ. Ταξίδια της φαν­τασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θ’ ακούμε. Αχ, τι θα δούμε, και τι θ’ ακούσουμε! Μια ρωμιο­σύνη αλάκερη!

Δε θα είναι μακρινό το πρώτο ταξίδι μας. Απάνω στην «Ακρόπολη» του σκλαβωμένου χωριού μας θ’ ανέβουμε.

Είναι φεγγάρι, και Μάης μήνας. Η φύση κοιμά­ται με μαγευτικό χαμόγελο στη χαριτωμένη της όψη.

Μισής ώρας δρόμος από το καλύβι που κάθουμαι και σου γράφω. Να πάμε με το νου μας γιαλό γιαλό. Δυο κάβους περνούμε, και τον τρίτο τον κάβο τόνε στε­φανώνει η φτωχοπερήφανή μας Ακρόπολη.

Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά.

Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθεί, να καταλάβει την αιώνια σου χάρη! να γεράσει στα ξένα, και να ξανάρθει στην αγκαλιά σου, να ξανανιώσει. Πατρίδα, χρυσή αγαπητικιά μου! καμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιότη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συφορές, και συ ωστόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κοίταζε, και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου τα μάρμαρα. Βασίλεια στήθηκαν και γκρεμίστηκαν, πίστες άλλαξαν, αμέτρητα θεριά πέρασαν από τις βασιλικές σου τις θύρες, με χαλάσματα σε σκέπασαν και με κόκαλα σ’ έσπειραν, και συ ωστόσο τέτοιαν ώρα δέχεσαι την Αφροδίτη στην αγκαλιά σου, και γλυκοπαίζεις μαζί της μέσα στην ασημένια λάμψη του φεγγαριού σου.

Τι παράξενος όμως Παράδεισος! Με τι αγγέλους, που θα τους αρνιόταν η μαύρη η Κόλαση!

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτιάνεις. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ωστόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κι η βλαστημιά του η ίδια.

Αφού δεν άνοιξες τα σπλάχνα σου να τα καταπιείς τ’ άγρια τα ψυχοπαίδια σου, πώς δεν τα ημέρεψες, πώς δεν τα ’καμες ένα μαζί σου; πώς δεν τ’ ανάθρεψες να σ’ αγαπούν και να σε τιμούν, τη γλώσσα σου να μι­λούνε, να λατρεύουνε το Σταυρό σου, καμάρι να σ’ έχουν, και την καταγωγή τους να ντρέπουνται; Εσύ η Βασιλοπούλα, που έναν Ηρώδη μια φορά μάγευες και δικό σου τον έκαμνες, πώς να μην τ’ αλλάξεις με τη θαματουργή σου τη χάρη το σκυλολόγι που θρέφεις;

Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελή και ξεμυα­λισμένη! Είναι χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ’ ατίμασαν αμέτρητα έθνη! Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά· και κάθε­σαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα. Μα δύναμη πια δεν έχεις τέτοιες ψώρες να ξετινάζεις από τα στήθια σου· και μήτε σε πειράζουν πια τώρα, αναίσθητη ρωμιοσύνη!

Τίποτε, τίποτε πια δε νοιώθεις, μήτε την ομορφιά σου δεν τήνε νοιώθεις!

Άψυχο μάρμαρο έγινες, άγαλμα κουτσουρεμένο, δίχως ψυχή!

Πάμε παρέκει. Να τηνε η Ακρόπολη· όχι η Γε­νοβέζικη. Εκείνη είναι από την άλλη τη μεριά, κατά την τούρκικη τη γειτονιά. Τούτη είναι η δική μας η Ακρόπολη· χάλασμα, ρημασμένο, μα χάλασμα που σε βλέπει και σου μιλάει. Εκεί άλλος δε μιλάει παρά το Κόλι τη νύχτα. Εδώ πέτρες, χώματα, βράχοι, όλα μιλούν. Κοίταξε· μένουν ακόμα τοίχοι γεροί κι ακρέμνιστοι, κολλημένοι στους βράχους. Σεισμοί, φουρ­τούνες, Φράγκοι, Τούρκοι! Όλοι το χέρι τους έβαλαν! Κι ωστόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχει και προβάλει εχτρός. Και τι εχτρός! Με την ίδια τη γλώσσα, την ίδια θρησκεία, την ίδια ομορφιά και παλικαριά, μόνο από άλλο νησί! Καλότυχο έθνος, που είχε τέτοιους εχτρούς!

Ας καθίσουμε σ’ αυτό το λιθάρι. Κοίταξε γύρω· κοίταξε πως τα λούζει το φεγγάρι τα κοιμισμένα εκείνα βουνά. Είναι της Ασίας βουνά. Λες και πασκίζει το φεγγάρι να τα ξυπνήσει, να τ’ αναστήσει, να τα χρυσώσει, σύννεφα να τα κάμει, να τ’ ανεβάσει στον ουρανό. Λες και τ’ άγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτά­ζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπού­λες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ.

Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα. Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κι η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυ­σταγμένα κι αυτά, ξένοιαστα και βαριά. Μήτ’ ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους!

Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευ­τικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κι ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα. Σαν πόσες χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια να ’φεγγες έτσι στον κόσμο, άγνωστο, αθώρητο, αθάμαστο!

Άφηνε τις στεριές να κοιμούνται. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! άφηνέ το το χωριό από πίσω· γλυκοκοιμούνται οι καλοί πατριώτες του. Κι αν κανένας τους αγρυπνάει, από την πολλή τη συλλογή δεν είναι. Να τρελαθεί από συλλογές σκοπό το χωριό μας δεν έχει. Έχει το νου του αναπαμένο. Σαν που τ’ αφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τήνε δένει τη θάλασσα.

Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπυρί άνηθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά τ’ αριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παπανικολής την έφερε τη φωτιά. Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάνας του τη βύ­ζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι είκοσι εφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Ήτανε νύχτα, κι έφεγγε σα λαμ­πάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώ­τες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται. Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν!

Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ’ από το βλογητό του Παπανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμό του ο Παπανικολής. Και σαν έφαγε η φω­τιά το μερτικό της, κατάπιε τ’ απομεινάρια η αχόρταγ’ η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θα ’γιναν τα βουβά στόματά τους. Μια φορά κελαηδούσαν κι αυτά. Τώρα κελαηδεί τ’ αθάνατο κύμ’ από πάνω τους.

Άκου, άκου! Τι να μας λέει το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πει τη χαρά του. Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήσει, να τη ζωντανέψει, και να την κάμει πάλι χαρούμενη, καθώς ήτανε μια φορά.

Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό. Κι εμείς που σκύβουμε, κι όλο σκύβουμε, πού ν’ ανασηκώσουμε κεφάλι και να δούμε τον ουρανό! Τα παιδιά μας θα σκύβουν ακόμα πιότερο, τα εγγόνια μας άλλο τόσο, τα ξέγγονά μας θ’ αγγίζουνε και τη γης με τα κρεμαστά τους τα χέρια, ώσπου πόδια να καταντήσουν, αυτά τα χέρια που μια φορά στεφάνια κρατούσανε και σε περήφανα κεφάλια τα θέτανε!

Σώνει, Σώνει! Είναι γλυκό το τραγούδι της θά­λασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.

Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ’ αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν’ αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στ’ ακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι. Να με συμπαθήσεις, που πλάκωσε το νου μου ο βαρύς ο καημός, και παρά λίγο να το λησμονήσω πως Ακρόπολη δίχως πολιτεία δε γίνεται, και πως εκείνη είναι η έρμη η πολιτεία της πιο έρμης Ακρόπολής μας. Είναι η αρχαία η χώρα που βλέπεις, κι απομεινάρια της οι ασβεστοκόλλητες πέτρες. Τίποτις άλλο παρ’ αυτές δεν της έμεινε! Αν ήτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυ­χνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέ­πεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγα­λεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήσει το βουβό το κεραμιδοκόμματο! Όλα, όλα να τα φανταστείς εκεί πρέπει. Αγορές, στοές, γυμνάσια, χορούς, θέατρα, πανηγύρια. Η θρησκεία της ομορφιάς, της χαράς και της ηδονής θα μεθύσει το νου σου, και θα ξαναγεννήσει την ύπαρξή σου. Θ’ ακούσεις τότες τον Τέρπαντρο να δοκιμάζει την έβδομη χόρδα του, τον Αρίωνα να μαθαίνει από τ’ αηδόνια του κάμπου το θείο το μυστήριο που μάγεψε τα δελφίνια. Θε να δεις μαρμαροτράχηλες παρθένες να κατεβαίνουνε στο Ναό της Αγάπης, και να καταθέτουν πολύτιμα στην Αφρο­δίτη ταξίματα, αγγελοκάμωτα παλικάρια στεφανω­μένα ν’ ακολουθούν την ιερή συνοδεία με λαχτάρα και περηφάνια. Θε να δεις άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστύλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τήνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» —το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερο μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ. Θε να δεις καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιά τραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα. Θε να δεις ξένα πλοία να μπαίνουνε με πραμάτειες από Φοι­νίκη, από Βυζάντιο, κι από Ρόδο· άλλα να βγαίνουνε φορτωμένα κρασί που μήτ’ ένας Αριστοτέλης δεν τ’ αλησμόνησε στην αθανασία να το διαλαλήσει. Θε να δεις της τέχνης έργα, που του κάκου σήμερα ένας Φράγκος πολεμάει να τα ξαναπλάσει. Θε να βρεις την άγια την τέχνη μέσα στη ζωή, μέσα στη ψυχή των μακαρισμένων κατοίκων αυτής της χώρας. Θε να βρεις αγάπη, αρετή, χαρά, πλούτο, δόξα,— τι δε θα βρεις!

Κι ωστόσο τ’ ανοίγεις τα μάτια που η φαντασία τα ’χει μαγεμένα τόση ώρα, κι άλλο δε βλέπεις παρά χωράφια, χωράφια και βώλους ασβεστοκόλλητους! Μήτε πέτρα πάνω στην πέτρα δε σώζεται! Μήτ’ ένα φάντασμα θλιμμένο τη νύχτα δεν έρχεται να καθίσει και να θρηνήσει το μεγάλο, τον τέλειο το χαλασμό!

Αδύνατο να φανταστείς, και να μη σε πάρει σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρεις το τι ήτανε κάθε λιθάρι σ’ αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλό­τυχος ο ζευγάς,—κι ας είναι και Τούρκος,—που ήσυχα και ξένοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ’ ονειρευτεί πώς γίνεται να υπάρξει κι ιεροσυλία στον κόσμο!

Του κάκου, γύρισε να δούμε και του Μπραΐμη το χάλασμα. Στην άλλη την άκρη της Τάμπιας. Τέσσερις τοίχοι, κουκουβάγιες γεμάτοι. Ήταν όμως μια φορά σπίτι, κι όσο για τον Μπραΐμη, ήταν κι αυτός Ρωμιός μια φορά! Πρέπει να τη μάθεις την ιστορία του. Να σου τη δηγηθώ στο δρόμο, τώρα που θα κατέβουμε, να γυρίσουμε πίσω, στο μοναχικό το καλύβι.

Ο Μπραΐμης

Επεξεργασία

Οι πιότεροι που αλλαξοπιστήσανε στους σκοτεινούς μας καιρούς, το ’καμαν από φόβο να μη χάσουν το είναι τους, να μη ψηθούνε στη σούβλα! Άφησε τα παιδιά. Εκείνα δεν έφταιγαν, αν άρχιζαν τη ζωή τους φοβιτσιάρικα λαγουδάκια και την τελειώνανε Γενίτσαροι φοβεροί, έφταιγαν οι γονιοί τους, που δεν ήξεραν από ποιαν άκρη πιάνεται το σπαθί. Μην τ’ ακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δάσκαλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη.

Ήτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν ήταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γιος ενός Προε­στού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κι οι Τούρκοι τόνε φοβούνταν. Από κείνους τους Προεστούς που μιλούσαν τούρκικα, έτρωγαν και γλέντιζαν τούρκικα, μα φυλάγανε μερικά συστήματα καθάρια ρωμαίικα.

Καλό μας έκαμαν αυτοί οι Προεστοί. Ήρχουνταν ώρες που ανασηκώνανε λίγο το βάρος των αδερφιών τους, γλυτώνανε μερικούς από φάλαγγα, από φυλακή, ή κι από χερότερα. Αγαπούσαν και να λογομαχούνε με τους αγάδες, πότε με το ’να «προνόμιό» τους, πότε με τ’ άλλο. Κι έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους.

Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και τ’ αγόρι του. Πρώτη φορά δεν ήταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τόνε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήσει τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας. Πήγε να τρελαθεί ο Αγάς. Μόνο ρωμιόπουλο μπορεί να βγει τόσο πρόσχαρο και ξυπνό, γύ­ρισε κι έλεγε του πατέρα του.

Τους προβόδισε ο αγάς ως τη θύρα του πύργου σαν έφευγαν.

Γυρίζοντας ο μικρός ν’ αποχαιρετήσει την αφεντιά του καθώς ξεκινούσαν, κακή του μοίρα, κι έπεσαν τα μάτια του στο καφάσι του χαρεμιού. Δε σκέπαζε όλο το παράθυρο το καφάσι. Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ’ αυτό τ’ άνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή.

Ήταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά.

Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίσει δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν το ’ξερε μήτ’ αυτός. Τους τοίχους του πύργου να τρυπήσει, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήσει δίχως μήτε σκλάβος να τόνε δει, στης Μελέκης τα γόνατα να πέσει και να ζητήσει βοήθεια και σωτεριά, —ήταν όνειρα γλυκά κι ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης.

Είχε ωστόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γίνει, να πετάξει και να φέρει τ’ αγόρι στον Όλυμπο! Θα καταν­τούσε το ρωμιόπουλο μεγάλος Αγάς μιαν ημέρα. Για τον Αγά αυτά δύσκολα πράματα δεν ήτανε. Μα ο Προεστός είχε δόντια, κι η δουλειά χρειάζουνταν κολάι. Σοφίστηκε το λοιπόν ο Αγάς να ζητήσει τ’ αγόρι να ’ρχεται και να τόνε μαθαίνει ρωμαίικα. Ήθελε να τα μάθει τα ρωμαίικα, γιατί τους αγαπούσε τους Ρωμιούς. Το καλό τους ήθελε, κι έπρεπε να καταλαβαίνει ο Αγάς τα παράπονά τους.

Δέκα χρόνια γεροντότερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τ’ άκουσ’ αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γιου της. Μα εκείνος μόλις τ’ άκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίσει, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δει τον Αγά.

Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας. Και περιμένον­τας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κι έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλει ο λαμ­περός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά.

Δεν είχε ώρα να χάνει. Έπρεπε να της το πει πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώσει. Να της το μιλήσει, Θεός φυλάξει! Να της το γράψει, το πρόλαβε κι αυτό ο Προ­φήτης, που δεν αφήνει Τουρκοπούλα μήτε χαρτί μήτε καλέμι να πιάσει. Άλλο από τραγούδι δεν έμενε. Τραγούδησε λοιπόν τούρκικα ο Ηλίας, με σιγανή και καθάρια φωνή. Να πως τέλειωνε το τραγούδι:

«Σαν κατεβαίν’ η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξει το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνει με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί».

Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ’ από τον πύργο.

Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δει αν ήτανε θάνατος ή ζωή. Ήτανε ζωή.

— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης».

Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε.

— Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει.

— Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθεις. Εγώ τα Τούρκικα τα ’μαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τα ’μαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντιά σου να τραγουδώ, δεν ται­ριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε τ’ απομεσήμερο σα γυρίζεις περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθεις μια μορφιά τα ρωμαίικα.

— Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένια του. Κι έτσι γίνεται. Κι ύστερα θα ’ρχεσαι μέσα να πίνεις ένα σερμπέτι.

— Έφεντημ, θα μ’ αβανιάζουν τότες πως τούρ­κεψα. Έμενα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μου—ως τον τάφο καημό της θα το ’χει.

— Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς; εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω, δίχως να θέλεις. Ένα πράμα όμως σου λέω: Αν ίσως και τ’ αποφασίσεις ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθείς, σώνει να αναπνέει ακόμα ο Χασάν Αγάς.

Τον κοιτάζει ο Ηλίας με σοβαρή και συγκινημένη ματιά, και του κάνει βαθύ τεμενά.

Ο πονηρός ο Αγάς το ’νοιωσε με τι λογής αγόρι είχε να κάνει.—Αυτός είναι του πατέρα του γιος, είπε. Εδώ χρειάζεται υπομονή και καιρός.

— Καλά, Ογλούμ, του λέει, απ’ αύριο αρχινούμε.

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάνα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ’ ο ήλιος και σκορπίστηκαν τ’ αστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε. Σαν τρέλα το θάρρειε να περιμένει τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώσει σ’ εκείνα τα βαθιά τα σκότη.

Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούσει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρί­χιασε, τουρτούριζε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν ήταν. Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικίσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήσει, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρει στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξει κοντά της. Έχει μή­νυμα να του πει. Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώ­ριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψει και να την κάμει δική του.

Έφυγε η γυναίκα, κι έμεινε ο Ηλίας αμίλητος.

Έμεινε ως τη χαραυγή. Σαν τ’ αποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάνας του, γύριζε πίσω με τους παραγιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε.

Μα η μάνα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού ήταν όλη τη νύχτα.

— Πήγα ν’ ανταμώσω την ομορφότερη του χωριού, και την πλουσιότερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε. Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι.

Η μάνα, που να ήταν άλλη φορά, τα ρούχα της θα ’σκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξει να τόνε ρωτήσει ποια ήταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Ίσια στον πύργο πήγε. Ο Αγάς, ό,τι έκαμε το ναμάζι του, κι έπινε τον καφέ του. Μήτε τον καλοκοίταξε στην αρχή. Τέλος του είπε να καθίσει, και του πρόσταξε και καφέ.

— Έφεντημ, αρχίζει αμέσως τ’ αγόρι, παράξενο θα σου φάνηκε να με βλέπεις τέτοιαν ώρα. Μ’ απ’ αυτό να καταλάβεις πως μεγάλη δουλειά μ’ έφερε ως εδώ. Η ζωή μου είναι εις τα χέρια σου.

— Τι έπαθες, τζάνου μου, ρωτάει ο Αγάς.

— Θυμάσαι το τι μου έταξες χτες; πως άμα τ’ αποφασίσω, να σου το πω.

Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς.

— Κι αμ’ η μάνα σου; του λέει· ποιος θα την πάρει στο λαιμό του τη μάνα σου; Κι ο πατέρας σου;

— Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξει, θα κλάψει, κι ύστερα θα μερώσει. Τι θα ’κανε αν ήτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.

Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια.

— Και ποιος θα σου πάρει τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσεις;

— Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο ήταν έν’ άσπρο γατάκι κι έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλιστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.

Πετάχτηκε τότες ο Χασάνης αγριεμένος κι έτρεξε κατά το χαρέμι.

— Αμάν, Έφεντημ, στάσου! Αν είναι να παιδευτεί κανένας, εγώ πρέπει να παιδευτώ, που είχα μάτια κι είδα ένα πλάσμα που ήλιος δεν τ’ άγγιξ’ ακόμα. Μπήξε το μέσα μου το χαντσάρι σου, να μη λες πως ζει εκεί­νος που την είδε την κόρη σου.

Στέκεται ο Αγάς κι αγριοβλέπει.

— Δεν έχεις χαντσάρι μαζί σου; Να το δικό μου. Χώσ’ το ίσια μες στην καρδιά μου. Θυμήσου όμως το χτεσινό τάξιμό σου. Στοχάσου το τι θα είμαι σα γίνω παιδί σου. Στοχάσου πως αγόρι δικό σου δεν έχεις. Στοχάσου τι τρομερός πολεμιστής του Προφήτη γίνεται το ρωμιόπουλο, και σε τι λογής χέρια θ’ αφήσεις τη δύναμή σου όταν ο Αλλάχ σε κράξει κοντά του.

Δεν άργησε να μαλακώσει ο Χασάνης. Ξανακάθισε στο μιντέρι του. Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά.

— Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάνα σου, την κατάρα της μάνας σου. Τι καλό θα δεις ύστερ’ από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμει, και σένα και μας.

— Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γίνω. Εκείνος είναι που το γκρέμισε το γατί.

Σ’ αυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια.

Ύστερ’ από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό ντα­βούλια και πιστολιές. Ήταν το σουννέτι του Μπραΐμη.

Το τι έγινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.

Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στ’ άσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξει. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώσει, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της.

Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύεις αυτές τις κατάρες. Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελάθηκε ο Αγάς, και τόνε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τόνε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπεία πια δεν είδε; Γιατί τα μισόχασε κι ο Μπραΐμης, και πούλησε πύργους, και ξέκαμε χτήματα, και πήγε κι έχτισε την πετροφωλιά εκείνη απάνω στην Τάμπια, και ζούσε ολομό­ναχος, και μήτε Τούρκο να δει δεν ήθελε μήτε Χρι­στιανό, ώσπου απέθανε χρόνια κατόπι, και χάρη να ’χει τη διαθήκη του, που έλεγε να φέρουνε με τη σερμαγιά του νερό στο χωριό, και τώρα βλογούν τη ψυχή του Παπάδες κι Ιμάμηδες.

Τι άλλο ήταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά!

Δυο λόγια πρι να ταξιδέψουμε στο χωριό

Επεξεργασία

Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χω­ριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Εδώ, κοντά στου καλυβιού μου το λυ­χνάρι εγώ, ύστερ’ απ’ αλάκερης μέρας σκάψιμο κι ίδρο και μέσα στο νου μου εσύ, πατριώτη, που κατα­δέχτηκες ν’ αφήσεις τόσες και τόσες εφημερίδες μυριόγλωσσες και μυριόλαλες, τόσα και τόσα διαλαλημένα ρομάντσα, που σ’ Ανατολή και Δύση σκορπάνε ζαχαροσκέπαστες στάλες φαρμάκι, (ας ήτανε τουλάχιστο θανάτου φαρμάκι! ), τ’ αφήνεις όλ’ αυτά του πολιτισμού τα ξακουστά χαρτολούλουδα, κι έρχεσαι να κοιτάξεις λουλούδι στεγνό και μισόψυχο του βουνού, ν’ ακούσεις παράξενα λόγια γέρου περιβολάρη, να κρυφοπετάξεις μαζί του στα θλιβερά του ταξίδια.

Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλύτερα ο νους σου να σε φέρνει εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες! Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά από κάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλει να περπατήξει δίχως να σκύβει, είναι αδύνατο!

Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες. Μακάρι να μην πήγαινα στ’ αγαπημένο μου το χωριό, μακάρι να ’ρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθά­ριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θ’ απέθνησκα δίχως εκείνο.

Σαν πρωτογύρισα, ήμουνα σαν τρελός. Πετούσ’ από τη χαρά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.

Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περι­βόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι το ’καμαν τ’ αγαπημένο το σπίτι μας!

Πώς έπεσε στα χέρια των έξ’ απ’ εδώ αφού ξενι­τεύτηκα, μη ρωτάς. Σώνει να ξέρεις πως σα γύρισα πίσω, και το ’νοιωσαν πως ήταν κληρονομιά μου, μου ’δωσαν τ’ αμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και ’σύχασα.

Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκ­λήσι, που ήταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμένους. Ήμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα! Μα ήξερα σε ποια γωνιά ήταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβει και να μου πει πως το ξέρουν πως γύρισα, πως ήμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντύτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρό­νια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξεις τα κόκαλά σου με τα δικά μας!»

— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβεις! Πή­γαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν ήσουν εσύ γεννημένος για ξενιτιές· μήτε για τουφέκι δεν ήσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνε μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι. Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάσει ο χάρος και σένα!»

Κι έσυρα κι ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ’ αίμα καινούριο. Σα να ’νοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πε­θάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιοσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιοσύνη περ­νάει τ’ αντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της.

Στου Μπέη

Επεξεργασία

Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κι έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώσει τις λάσπες του. Μεγάλα όμως τα σπίτια του, αρχοντάδικα. Μεγάλες κι οι αυλές τους, κι αερικές. Ως και δέντρα έχουνε μέσα. Ας κρυφοσκύψουμε, να κοιτάξουμε. Μια και μας δούνε, καπνός γινόμαστε, και χανούμαστε· έλα, ρίξε κρύ­φια ματιά από την κλειδότρυπα της θεόρατης αυτής θύρας· έχει και σιντριβάνι καταμεσή στην αυλή. Αγάδικο σπίτι. Μπέης κατοικεί εδώ μέσα. Πρέπει να λείπει τώρα στην Αγορά. Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται να ’μπω αθώρητος, και θα κάμεις καλά να με συνοδέψεις.

Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέ­λεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαριά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρει στα φτερά του και να πετάξει δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περι­στέρια στον ηλιακό. Ωστόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ν’ αστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλύτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέικο το χαγιάτι.

Παράξενο σπίτι! Ο ήλιος το ’χει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δεις! Δε σου το ’λεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ. Τις μέθυσε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κι έπιασε καθεμιά τους απ’ ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή.

Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσο­πλούμιστη η ταρμπούκα, ξένοιαστη και βουβή. Σκόρ­πια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε το σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεβατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδεί τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθει αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορ­φιά τους.

Μπορείς άφοβα να χωθείς παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο. Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν.

Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικότερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισα­νοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστή­ριο. Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκιά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στ’ άλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμ­πουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι. Δες έπειτα τα ψιλοκάμωτα χέρια, τα πόδια της τα χυτά, δες τ’ άλικο το σαλβάρι που κυματίζει απάνω της,—και σαν τα δεις όλ’ αυτά, ξανανέβασε τη μυ­στική σου ματιά, και μ’ αυτήν ξαναχάδεψε το γελαζούμενο πρόσωπο, πάρε γύρω το τορνευτό το σαγόνι, κοίταξε τ’ αυτάκι το διάφανο με το διαμαντοκόλλητο σκουλαρίκι.

Τι να πρωτοϊστορήσουμε, και τι να πρωτοπούμε! που όλα είναι κάλλος και λάμψη και γλύκα! Πρόσεξ’ ένα πράμα όμως: Όλες φαίνουνται σα να χύθηκαν από το ίδιο καλούπι, όλες, σα να τις τόρνεψε ένας μάστορης. Όμορφες, γλυκόχαρες, μα τίποτις άλλο! Περιβόλια με τα ίδια τα δέντρα, τα ίδια βοτάνια, ρόδα και γιασουμιά. Στον έξω τον κόσμο, στην ολο­φάνερη ρωμιοσύνη, αν είναι η μια περιβόλι, η άλλ’ είναι κάμπος, λόγγος ή πύργος η άλλη. Μέσα όμως στ’ αφανέρωτο το χαρέμι όλες, όλες είναι περιβολάκια συμμαζεμένα και γλυκοπότιστα.

Μα βλέπω και μας μεθάει η μάγισσα η ομορφιά! Σα να το ξεχνούμε τι λογής μαξούλι μας φέρνουν αυτά τα περιβολάκια! Το λησμονήσαμε πως εδώ είναι που βγαίνει το βοτάνι που το τρώμε και μας κάνει και σκύβουμε όλη μας τη ζωή, πως εδώ γεννιέται και μεγαλώνει το φοβερό το θεριό που το λεν Τουρκιά!

Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας.

Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα:

Δε φταίν’ οι Χανούμισσες. Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μανάδες είναι που τους γεν­νούν εκείνους που φταίνε.

Σα να κουνάεις το κεφάλι σου λέγοντας πως τ’ αδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθιο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, —τα πάθια και τα βάσανά μας.

Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε. Οι πιότεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικότατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φίδια, πέτρες δίχως σκορπιούς,— πού ακούστηκε! Και καταντάει να δο­ξάζουμε το θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα.

Στην απάνω την Αγορά

Επεξεργασία

Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες. Απομεσήμερο έγινε. Ώρα που μαζεύεται ο κό­σμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δει τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στυλώσει τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πει, τις ίδιες ξυπνάδες ν’ ακούσει να πιει τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρει στο χέρι. Ώρα που ο νους του ξυπνάει από ύπνο βαθύ, βλέπει τι βαρετό και τι μάταιο πράμα είναι η ζωή, και ξανανυστάζει.

Να περάσουμε πρώτα από την απάνω την Αγορά. Βλέποντας και πηγαίνοντας θα βρεθούμε στην κάτω. Απάνω Αγορά, κάτω Αγορά: Τουρκιά, Ρωμιοσύνη.

Βλέπε τους άφοβα, κατάματα βλέπε τους. Δε θα μας βλέπουν αυτοί. Εμείς ταξιδεύουμε με το νου, κι από νου δεν παίρνουν τα χαδεμένα παιδιά του Προφήτη.

Κοίταξε, πως με τον καιρό γίνουνται, κι ωστόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκει, απί­στευτα, φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να ήταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλύτερο θάμ’ από τούτο, μόνο που πήρ’ αιώνες να σκαρωθεί, κι όχι μια στιγμή. Φαντασία δε θέλει πολλή ν’ ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θ’ ακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ’ αυτό το χώμ’ απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλει πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Τ’ απέραντο φως, και τ’ απέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Τη βλέπεις, την ακούς, τη μυρίζεις παντού την Ασία· ως και τα μοσκοκάρυδα του μπακάλη, και του Εφέντη ο μόσκος, σου την παρασταίνουν αλάκερη, την κατασταλάζουνε στης ψυχής σου τα βάθια τη θεοσκότεινη, τη ψυχοφαρμακεύτρα, τη Στρίγλα της αν­θρωπότητας, τη γήινη Κόλαση, την καταχθόνια την Ασία, που αν ένα καλό μας έκαμε, και μας έδωσε μια φορά το χλωμιασμένο της φως, ήρθε κατόπι να σβήσει μια και για πάντα το δικό μας τ’ άγιο το φως, και να μας σφίξει στη βαθιά και σκοτεινή αγκαλιά της, ώσπου μήτε σημάδι να μη μας μένει άλλο παρά μια γλώσσα, μια πίστη!

Στη ψυχή μας μέσα καταστάλαξε ο Ασιατισμός, και γι’ αυτό οι πιότεροί μας μήτε τι πράμα είναι δεν το νοιώθουμε. Δικός μας έγινε, αίμα μας είναι. Ας τους αφήσουμε όμως τους δύστυχους πατριώτες· θα τους ανταμώσουμε παρακάτου. Ας δούμε τώρα τους αφεν­τάδες αυτούς που μας έφεραν τ’ αθάνατα σκότη από την Ανατολή εκείνη, που Δύση να την έλεγαν, πάλι αλήθεια δεν θα ήτανε!

Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνια κρύβει τη γύμνια του! Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα.

Ας του μιλήσουμε από μακριά.

— Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμ­πρά σκαρωμένο. Να ’ρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει. Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρε­πος σαν την Αφεντιά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και τ’ αυτιά.

Με συμπάθιο, σ’ αδίκησα δεν είσαι συ από κείνους μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διά­βολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τ’ ανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κι αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας! Κι από την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσεις!

Κιοπόγλου, τ’ αυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμ­πούκι σου, κι έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστείς; τι να φοβηθείς; Τα πρόβατά σου βοσκούνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο το ’χεις. Ανάμεσα τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικότερος.

Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξε τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρει το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστεί όμως κεφάλι και σκύψει μπροστά τους! Χαπ,—και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το κατα­πίνουν. Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελά­σουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσεις κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώσει να καταλάβεις κατά πού πέφτει το μαξι­λαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγκί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγκιού θα είναι και το δίκιο σου. Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορεί μια Συνείδηση να το σηκώσει, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήσει το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του. Το παίρνεις εσύ τότες τ’ απομεινάρι του έχει σου και πηγαίνεις, λέγοντας πως το βρήκες τέλος πάντων το δίκιο σου.

Έχει, βλέπεις, κι ο Τούρκος δικαιοσύνη, μα δεν είναι καθώς η βροχή του Θεού. Πέφτει χαλάζι στον εαυτό του, και ψιχαλίδες στους άλλους. Δεν τους σώνει τάχα τους άλλους που τους αφήνει και ζουν;

Τέτοιοι είναι κι οι νόμοι του, κι οι τέχνες του, κι οι επιστήμες του. Έλα μαζί μου, να το πιστέψεις. Το βλέπεις εκείνο το μπαρμπεριό; Είναι ο καλός ο Χαφίσης εκεί μέσα. Ο Θεός να με συχωρέσει, ρωμαίικο αίμα πρέπει να ’χει μέσα του ο Χαφίσης. Πρώτο, που δουλεύει κι αυτός. Δουλεύει με το ξουράφι του. Δεύ­τερο, που φαίνεται ήμερος κι άβλαβος. Όλοι του χω­ριού στου Χαφίση ξουρίζονται. Τι του κόστιζε να σφάξει κανέναν με το ξουράφι του! Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δεις που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ’ αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δου­λειά. Τραβάει ένα τετράριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξεριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τ’ άλλο, ώσπου να βρεθεί το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος. Έφταιξε ένας χω­ριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέ­σως πελεκίδι πέντ’ έξι, ίσως τύχει να είναι μ’ αυτούς κι ο φονιάς.

Σα να μην το πιστεύεις αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθει, οι σφαγές τους όμως ποτές.

Φίλε μου και πατριώτη μου, όποιος κι αν είσαι, τη γνώμη σου τήνε σέβουμαι, πάρε όμως παράδειγμα του Χαφίση το δόντι, πάρε και το Χαφίση τον ίδιο και με προσοχή ψυχολόγησέ τον. Το φυσικό του δεν άλλαξε. Οι ίδιες οι περίστασες τα ίδια βάσανα θα γεννήσουν.

Ας κάνουμε όμως τώρα τόπο, επειδή Άγιος περ­νάει. Ξέρεις πως οι τρελοί αγιάζουν κατά τον Τούρκο. Όλοι τους τον προσκυνούν τον απείραχτο εκείνο τρελό, και τόνε λατρεύουνε. Μήτε τρύπιο βρακί του λεί­πει, μήτ’ αποφάγι. Κάθε μέρα περνάει από δω ο Ντελή Μεχμέτης, κινάει κατά το Τζαμί, και μ’ όλη τη δύναμη του κρατάει το Μιναρέ, να μην πέσει! Είναι η τρέλα του αυτή, πως θα πέσει ο Μιναρές.

Ρωμαίικο αίμα πρέπει να ’χει κι αυτός. Αν ήταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλα του θα ’παιρνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θα ’λεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσεις, ας γίνει του Προφήτη το θέλημα». Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, πού θα πέσει ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τόνε γλυτώσει. Όλο πάει να πέσει, κι όλο τόνε γλυ­τώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου! Δεν πολε­μάει να γλυτώσει τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώσει!

Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακουμπούμε, να μην γκρεμιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελότεροι. Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι γκρεμνισμένοι χρόνια κι αιώνες, κι ωστόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλια τους κι ακουμπούμε, μην τύχει και πέσουν! Να το δούμε πως έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει.

θα με ρωτήξεις, τι πάνε να πουν όλ’ αυτά· θα μου πεις πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα. Καιρός δεν είναι για τέτοια εξήγηση. Μέσα στην Καταμεσινή την Ασία όποια ιστορία κι αν αρ­χίσω, μοσκοκάρυδα θα μυρίζει. Ας καθίσουμε κάλλιο σ’ αυτή την πεζούλα, κι ας ακούσουμε το τι λέγει ο ασπρογένης εκείνος με το παχύ το σαρίκι, που κάτι περίεργο δηγάται στους πλαγινούς του. Αξίζει να τον ακούσουμε. Είναι ο Χουσεήν Αγάς, ο τρόμος αυτών των μερών μια φορά. Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπιτες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν’ ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης.

Η ομιλία του Χουσεήνη

Επεξεργασία

«Καλές ψυχές μου, τζάνου μου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούσει. Τι τόνε θέλουμε μεις τον Παράδεισο, μ’ όλα του τα πιλά­φια, μ’ όλο το μέλι, μ’ όλους τους θησαυρούς του; Τι θα βρούμε κει που δεν τ’ απολαβαίνουμε και στη γης; Και να σας πω, παιδιά μου, έχουμε κάτι πιο ακριβότερο εδώ κάτου. Στον Παράδεισο δε θα βρούμε Γκιαούρηδες να δουλεύουνε για τα μας. Σας λέγω πως τέτοια τύχη χρυσή έθνος άλλο στον κόσμο δεν την αξιώ­θηκε. Διάβασα τα κιουτάπια, και το είδα κει μέσα. Όπου ήρθε ξένη φυλή, κι έβαλε από κάτω της άλλη φυλή, θα πει πως η φυλή που ήρθε ήταν αξιότερη, ξυπνότερη, δυνατότερη. Ειδεμή, πού να βασταχτεί, να ριζώσει, να πνίξει την ντόπια φυλή! αργά γλήγορα ή καταπονιέται και χωνεύεται μαζί με τους ντόπιους, ή μαζεύει τα καλαμπαλίκια της, και φεύγει. Εμείς όταν ήρθαμε στο Βασίλειο της Ρωμιοσύνης, τι αξιότητα είχαμε! Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κι έτσι­ ριζώσαμε, και με το αίμα τους τους κρατούμε. Θα μου πείτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο.

Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγινε φυσικό τους να σκύβουν. Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψει ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι’ αυτούς, μα για μας ακόμα καλύτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθεί τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνει, παίρνει τη φαμε­λιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελ­λάδα. Κάνει το κέφι του, μάς αφήνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύ­γουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγιναν αβοκάτοι, κι έμειναν εκεί, ν’ ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν. Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήρια τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γέ­νηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουνε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!

Μην τους ακούτε τους Μουλάδες που προφητεύουν κάθε λίγο πως θα γκρεμνιστεί μια μέρα του Οσμάνη το Κράτος. Εγώ σας λέγω πως να γκρεμνιστεί, θα πάρει μαζί του και τους Ρωμιούς. Μια μορφιά θα μας χάψουν όλους μας οι Χαχόλοι που θα πέσουν απάνω μας όταν σημάνει η κακή μας ώρα. Κι ωστόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπεις, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις.

Και θα βλέπει τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δείτε κι αυτό. Πριν ακόμα να ’ρθουμε μεις, τη περίμενε τη Φράγκικη τη βοήθεια. Βλέπεις, με το να δουλεύει αυτός για τα μας, πόλεμο να μάθει δεν έχει καιρό. Θα κατεβούνε λοιπόν οι Φράγ­κοι, που πιστεύουν κι αυτοί Χριστό, και θα μας κόψουνε, ν’ ανθρωπέψει ο τόπος του. Γεια σας, ρωμιόπουλά μου! Μπρος στη γνώση σας η σοφία του Κορα­νίου σκοτάδι γίνεται μοναχό!»

Όμορφα τα είπες, χρυσόστομε Χουσεήνη! Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπιτα. Τέτοιο χαλβά σ’ έχω χάρη να μας πουλείς και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθεί ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίσει με μαρμάρινο σαρίκι την κολόνα του μνημοριού σου.

Πού να πιαστείς ωστόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα! Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστείς, κι εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι Θα ήταν η Ρωμιοσύνη αν ίσως κι είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Περνάει η ώρα ωστόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες! Μπο­ρούσαμε και στην προσευχή τους να πάμε, να δούμε τι λογής Θεός είναι που τους ακούει και δεν τους πλα­κώνει με μύριους σεισμούς. Μα φίλε μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Με την άδειά σου λοιπόν, την αφήνουμε την Καταμεσινή την Ασία και περνούμε κατά τα δικά μας τα κατατόπια. Καλή η διασκέ­δαση απάνω εδώ, μα κι ο καθάριος αέρας καλύτερος. Πάγω να σκάσω. Η βόχα με τάραξε. Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος.

Στην κάτω την Αγορά

Επεξεργασία

Να μας συμπαθήσεις, κερά Σκλαβιά, που συνήθειο μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσεις, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγινες, πως πάει να σπάσει η ράχη σου εξαίτιας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει. Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέ­βουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κι Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κι Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θά­νατο. Μα ΤΑ κεφάλια μας, ΤΑ μυαλά μας, ΤΑ λόγια μας, μήτε ξέρουν το τι θα πει να είσαι αρσενι­κός και τι θηλυκός. Μήτε αρσενοθήλυκα δεν είναι· εί­ναι ουδέτερα· μήτε σπέρνουνε μήτε γεννούν.

Εσύ μοναχή φταις για όλη αυτή την ταπείνωση! Μα ποιος σε κάλεσε να ’ρθεις και να ριζοβολήσεις σ’ αυτή μας τη χώρα, και με τέτοια δώρα να μας φιλεύεις, αυτό το μελετούν, το μαθαίνουν, και κατόπι το παραδίδουνε στους νέους μονάχα μερικοί που σπουδάζουν την Ιστορία. Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμει να περπατείς.

Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο!

Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρεις εδώ μέσα. Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευ­ρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθιά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλή­θεια Ρωμαίικα, ίσως και το χωρέσει ο νους της, και το χαρείς και συ που βρέθηκ’ ένας να σε διαφεντέψει της προκοπής, ύστερ’ από τόσων αιώνων συκοφαντία.

Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλα να φυτρώνει και να θεριεύει. Άμα το μυρίστη­κες πως μας έπιασε η σαπίλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στ’ όνειρό σου δεν το ’βλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξα­πλώθηκαν τα βαθόισκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέ­πασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ’ έν’ αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ’ ένα κλαδί. Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ’ αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάει, ίσως όμως και μείνει σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέ­τρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου. Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους τ’ αφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ’ από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρί­ζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε! Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθεί ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σ’ αφήνουμε και μεγαλώ­νεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφηνέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς. Ας σου πω κι ένα άλλο: Σου συφέρει να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπί­ζουμε. Κι η σαπίλα μας είναι ζωή σου.

Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσεις λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυ­τός αέρας το ’φερε. Άρχισα να τόνε μυρίζω πάλι. Άρ­χισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίσει. Άρχισα να τις βλέπω πάλι τις κρύφιες χειρονομίες, τα κρυφότερα τα γνεψίματα, την ακοί­μητη τη σβελτάδα, που κέντρο της αν ήταν ένα κοινό καλό, μύριες αυτοκρατορίες μπορούσε να ’χει αναποδογυρισμένες ως τώρα! Κέντρο της όμως είναι το συνηθισμένο το ρωμαίικο το κέντρο, τ’ αθάνατο το εγώ!

Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τόνε βαραίν’ η σκλαβιά· όσο μάλιστα τόνε βα­ραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος, χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη. Το ζήτημα είναι, όχι γιατί ν’ ασκημίζει τη γειτονιά του ένας Χαφούσης, και να του κάνει και τον Αφέντη, μόνο πώς να τόνε χαντακώσει στο χρέος αυτόν, τον Αφέντη, και να μαζεύει κατόπι τους τόκους. Και τόκους,—ένα αλάκερο χωράφι τα εκατό! Αμέτρητα τέτοια χωρά­φια του έχει αρπαγμένα. Όλα με φουντωτές και καρ­ποφόρες ελιές τα ’χει στολισμένα. Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι ήτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους είδαμε στην απάνω την Αγορά.

Ωστόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικο­κυρεύεται. Θησαυρίζει, καλοζεί, χτίζει σπίτια και πύρ­γους, προικίζει κόρες, ως κι επίτροπος γίνεται! Όπου πατήσει, φυτρώνει μυρσίνη· τι λέγω μυρσίνη! Κλή­ματα φυτρώνουνε φορτωμένα σταφύλι, μηλιές φυτρώ­νουν και πορτοκαλιές, ζωή κι ομορφιά φυτρώνει όπου πατεί. Κι ως τόσο να καλοκοιτάξεις, θε να βρεις πως μέσα σ’ όλες εκείνες τις ελιές, τις μηλιές και τις πορ­τοκαλιές, μέσα σ’ όλα τ’ αμπέλια εκείνου του κάμ­που, μήτε μια ιδέα δεν είναι φυτρωμένη!

Καλά που δε μας ακούει εκείνος ο νοικοκύρης ο πα­τριώτης, που από τ’ αργαστήρι του κατεβαίνει ν’ ανταμώσει τους συναδέλφους του, και να μάθει τα νέα. Θα μας έπαιρνε για τρελούς, που μέσα στο ήσυχό του χω­ριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήσει το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θα ’βρισκε δάση αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βι­βλιοθήκες, θέατρα,—ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Ας τον αφήσουμε, πρι μας ακούσει και μας περιγελάσει με κανένα μαριόλικο γνέψιμο. Γιατρειά δεν έχει ο φίλος. Το πάθος του είναι πολύχρονο και βαθύρ­ριζο, το λένε φρονιμάδα στη γλώσσα, του, κι αλί στον που είναι σκλάβος, κι υποφέρει ο νους του από τη ρωμαίικη τη φρονιμάδα!

Ας τον αφήσουμε. Είναι φρόνιμος αυτός, και κάνει τις δουλειές του με τάξη. Αυτός κοιτάζει το σπιτικό του, το έχει του. Κάθε τι άλλο έξω από το έχει του, πλερώνει δασκάλους και του το φροντίζουν. Μήγαρ αυτό δεν κάνει όλη η Ρωμιοσύνη, και σκλαβωμένη και λεύτερη; Γιατί όχι κι ο πατριώτης; Ό,τι δεν είναι πάρε και δώσε, είναι δασκαλίσιο πράμα· πράμα να πηγαίνεις και να τ’ ακούς μια φορά το χρόνο, όταν ο δάσκαλος τα λέγει με λόγια που φόβο δεν έχει να τα καταλάβει κανένας Τούρκος, μα μήτε και Ρωμιός. «Πατρίς, Μούσαι, Ελικών, καθειργασάτην».—Κι έτσι γίνεται η δουλειά της πατρίδας!

Να μην το ξεχάσεις αυτό που σου είπα· «στο ρω­μαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δώσε, είναι δασκαλίσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν’ αφιερώνει όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνεις! Το ξέρω τι θα μου πεις· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζει ζεβζέκηδες!

Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν. Έτσι ο Ρωμιός παχαίνει, κι ας λιγνεύει ο τόπος του. Στην Αθήνα σαν πάμε, χίλιες φορές θα τ’ ακούσεις: «Ο τόπος πρόδεψε θαυμάσια, ας είναι καλά «αι ατομικαί επιχειρή­σεις». Εκείνο μόνο που μας χαλνάει, θα σου προσθέ­σουν, είναι η πολιτική διαφθορά. Δηλαδή: Ο Ρω­μιός κοιτάζει την τσέπη του, και τίποτις άλλο. Όλα τ’ άλλα, νόμους, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, τα φροντίζουν οι δάσκαλοί του κι οι γραμματικοί του. Πάμε να καθίσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λό­για μας, μόνο ν’ ακούσουμε τι είναι που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελό τον παπα-Χαραλάμπη. Τρελό, γιατί αποκότησε να βγάλει στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε. Είχε το θάρρος ο παπα-Χαραλάμπης να κάμει δική του Κόλαση, και δικό του Παράδεισο! Πήγε να του κόψει τα γένια ο Δεσπότης σαν το πρωτάκουσε! Μα έτρεξαν οι χωρια­νοί στου Δεσπότη και του είπαν πως τρελός εί­ναι, και να μην τόνε συνοριστεί. Κι έτσι γλύτωσε. Άκουγέ τον:

Κόλαση και Παράδεισος

Επεξεργασία

— Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελί μου μέρα και νύκτα, θα μ’ έπαιρνε και μένα στα νύχια της η ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπα-Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε,—στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν ήσουνα τότες εδώ να τα μάθεις.

Θυμάσαι τι ήταν πρι να βάλει τα ράσα. Λεφτουργός ήτανε. Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις Κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε Δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύ­πνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ’ αυτή την πρό­φαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε. Μα θα μου πεις, πώς ζούσε ο Μαστρο-Νικό­λας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέ­ρωνε ο κόσμος το κρασί του, ν’ ακούγει τα χωρατά του.

Έγινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμότερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κι η φωνή του. Είχε και γένια καλά. Ήταν κι όμορφος. Ήταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέ­ται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψει. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης παπα-Νικηφόρο, και τόνε στέλνει στην Αγιά Παρα­σκευή της πίσω της Ενοριάς.

Θα μου πεις πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις.

Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολί­ζεται ο παπα-Νικηφόρος. Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώσει τ’ αντίδωρο, άπλωνε το μα­λακό του χέρι κι έδινε ξεχωριστό κομμάτι—θα μου πεις σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα!

Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ-Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχει καλεσμένο ο κυρ-Θωμάς. Στα γερά­ματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξει καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πα­τέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γερο-Θωμά, να σκαρώσει σπιτικό στο χωριό μας. Βλέ­πεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα· μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς. Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε.

Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γερο-Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσ­καλούσε λοιπόν τον παπα-Νικηφόρο, κι ύστερ’ από το φαγί τον έβαζε κι έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέ­ρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

Είχαν τότες στου κυρ-Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.

Με τον καιρό η κερα-Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθεί πως ο μακαρίτης ο πεθερός της ήτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της ήτανε να πηγαίνει να τόνε θεμιάζει τα σαββατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ’ εκεί ύστερ’ από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κι έμπαινε και στο κελί του παπα-Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάσει ο κόσμος. Μια Ψηλοτοπίτισσα να ’ρθει και ν’ αδιαντροπιάζει μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γερο-Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τρι­γύριζαν το κελί ένα σαββατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα,—σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος. Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κι έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερα-Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήσει! «Να φωνάξουμε τον Επί­τροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρό­πισσα! Άρχισε να κάμνει την τρελή. Τρελή ξετρελή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πως του φά­νηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε.

Τι απόγινε η κερα-Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύει ελιές. Το συγγενολόγι του κυρ-Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν.

Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Ήταν οι πόνοι της άνομης της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθεί το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάνα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Θα με ρωτήξεις τώρα, γιατί σου τα είπα όλ’ αυτά; Σου τα λέω, κυρ-Λεφτέρη, για να μάθεις από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση.

Αυτός είναι ο ίσιος ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του,—η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά.

Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Είναι αλήθεια πως τις πιότερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζεις τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλεις και να μπεις, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο. Ποια ήταν η Κόλαση του παπα-Νικηφό­ρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερα-Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τόνε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κά­μουν! Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα.

Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και ν’ ακούσω τον Έξ’ από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου.

Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος,—η δουλειά. Δούλεψε, και θα μπεις μέσα, δίχως να το νοιώσεις πως ήμπες. Όπου σ’ έβαλε ο Θεός να δουλεύεις, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πει ψυχικό. Τ’ άλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιότεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρει η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευε τους, Λεφτέρη μου.

Λίγες ματιές

Επεξεργασία

Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ν’ αγιάσει το στόμα του. Πάει, φαίνεται, να χτυπήσει το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ’ έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελούς παπάδες.

Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοι­μάται. Όλοι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. Παρακείθε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογι­σμένος. Μέσα στο διπλανό το μαγαζί ανεβοκατεβάζει άλλος την πήχη σαν τυλιγάδι, και μετράει το χασέ. Αντίκρυ, στο ψωμάδικο, μπαινοβγαίνει το φτυάρι με τα ψωμιά. Παρέκει ζυγιάζει ο μπακάλης τις παινεμέ­νες σαρδέλες του. Πού το χουζούρι και το ραχάτι της απάνω της Αγοράς! Εκεί ύπνος και χώνεψη, εδώ δουλειά και γλέντι. Αχ, και τι γλέντι! Ρίξε μια ματιά σ’ εκείνην την ταβέρνα, να καταλάβεις!

Αν τύχαινε να σ’ ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στον τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θα ’λεγες: — «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κά­μνουν και τ’ αγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμ­πρές θωριές. Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τ’ ακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρόμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρ­νας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιότερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνιάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασήσουνε τα ποτήρια του!

Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας! Ο αμανές του είναι αχαμνός και ξεκρεμα­σμένος σαν το βρακί του. Άλλα δυο τρία ποτήρια, και θα ξεψυχήσει κι ο αμανές. Θα κωλοσυρθεί τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίσει αντίς να καλησπερίσει, θα ξεράσει αντίς να φάει, και θ’ αποκοιμηθεί αντίς να συλλογιστεί πως τέτοια χέρια που τα ’φτιαξε η φύ­σις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι.

Μη μου λες πως τα μεγαλώνω. Αχ, δεν τα με­γαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κι οι πραματευτάδες, κι οι αρχόντοι, κι οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες.

Από τον Παράδεισο του παπα-Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ-Διαμαντή την ταβέρνα. Κι έτσι περνάει και ξε­χνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κι η ζωή. Έτσι το καταφέρνουνε να μην πέφτουνε στο γιαλό να πνιγούν από την ντροπή κι από την απελπισιά. Τα είπαμε θαρρώ, κι άλλοτες. Δεν τα ξέρουν τα χάλια τους, δεν το φαντάζουνται πως γίνεται να ζήσουν κι αλλιώς. Αν έρθεις μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστείς και τους ξεστομίσεις λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ’ αμα­νέδες και σε πιοτά. Να μην τύχει και τους δείξεις τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχει, γιατί θα σε δέσουν αμέσως. Πρώτο, που πέρασε από το νου σου πως μπορεί να βρεθεί παλικάρι ν’ αψηφάει τη χαριτωμένη ζωή του! Δεύτερο, που βάζεις και τους νοικοκυρέους στα αίματα, γυρεύον­τας τους και ζωή και παράδες! — «Τι τρέλες είναι αυτές, παιδί μου; Πήγαινε κει που λαχταρούνε λεφτεριά, και καλοπλερώνουνε για να τη χαρούν. Εμείς τέτοια αλισβερίσια δεν τα κατέχουμε. Και πρόσεχε να μη σ’ ακούσουν, καημένε, γιατί αφανιστήκαμε. Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησε μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μας κάμει τη χάρη να μην τον γκρεμνήσει του μπαρμπα-Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του. Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλώματα, μη γυρεύεις να μας ανάψεις και τέτοιες φω­τιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελαθήκαμε ακόμη».

Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια. Και θα χαμογελάσουν ανάμεσά τους, και θα μισοκλείσουνε το ’να μάτι, και θα ρουφήξουν το ναργκιλέ τους, κι ύστερα θα πουν του δασκάλου να γράψει την αναφορά για τον τοίχο του μπαρμπα-Θανάση, κι ο δάσκαλος θ’ αρχίσει να γράφει, και σα γράψει κι απογράψει, και βάλουν οι προεστοί τις υπογραφές τους, θ’ αρχίσουνε να γλυκοφιλούν το ποτήρι, ώσπου να ’βγει ο Ιμάμης να φωνάξει «Γιατσί», και τότες τραβούν ένας ένας κατά τα σπίτια τους.

Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβεις, και να την ακούσεις τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλώσουν. Κανένας τους όμως, μήτ’ ο γέρος ο άρχον­τας, μήτ’ ο επίτροπος δίπλα του, μήτ’ ο γιατρός παραπέρα, μήτ’ ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι.

Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη. Αλλιώτικη μη θαρρείς πως θα τήνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάνα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός.

Ωστόσο, αν και την είδαμε τη μάνα του ρωμαίι­κου νερού, της μάνας όμως τη μάνα δεν την είδαμ’ ακόμα. Και σε καλύτερη ώρα να τήνε δούμε δε θα μπορούσαμε. Αρχίζει και βασιλεύει ο ήλιος. Από­λυσε ο Σπερνός. Γυρισμένες θα είναι στα σπίτια τους όλες οι Ρωμιοπούλες. Αυτές είναι που τους γέννησαν τους πατριώτες που βλέπαμε. Αυτές είναι που θα τους αποδεχτούν απόψε στις αγκαλιές τους. Αυτές εί­ναι που κρατούν τα κλειδιά του παινεμένου μας αυ­τού θησαυρού, που πάει να σκουριάσει μέσα σε σιδερόφραχτη κάσσα κρυμμένος. Θησαυρός μας είναι πάντα, ό,τι κι αν πούμε. Αίμα μας είναι οι πατριώτες, ας είναι και νερουλιασμένο αυτό το αίμα. Ποιος ξέρει α δεν το ξαναζωντανέψουνε μια μέρα και το δυναμώ­σουν εκείνες οι μαυρομάτες, οι γλυκοπρόσωπες, οι μά­γισσες οι χωριατοπούλες, που πάμε να τις χαιρετή­σουμε τώρα.

Ρωμιοπούλες

Επεξεργασία

Ελάτε, ρωμιοπούλες μου, ελάτε! Ελάτε να κά­μουμε μαζί σας χωριό. Τους αφήσαμε κάτω στην Αγορά τους λεγάμενους. Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι. Αν και γέρος, μα η δροσάτη αυτή ευωδιά σας φέρνει στην καρδιά μου αλλόκοτη τρεμούλα, κρυφό σπαρτάρισμα, κάτι που με κάνει και θαρρώ πως ξανάνιωσα, και θέλω κοντά σας να μένω, να σας κρυφομιλώ, να σας λατρεύω, να σας λέγω πως είστε σεις κι όχι άλλες, πως τέτοια μάτια και τέτοια χείλη στον κόσμο δεν τα είδα, και πως κρίμα, μεγάλο ήτανε κρίμα να μ’ αφήσετε να μισέψω στα ξένα μικρό αγόρι και να σας στερηθώ, εγώ που μπορούσα να τρελαθώ για την αγάπη σας, μέρα και νύχτα να σας τραγουδώ και να μη χορταίνω.

Ακόμα δεν ήρθα κοντά σας, Νεράιδες μου, και σας ακούγω και συντυχαίνετε, και γελάτε, και τα σκορ­πάτε στον αέρα τραγουδιστά τα γέλια σας και τα λόγια σας βαλμένα σε σκοπό που οι πολιτισμένοι της χώρας τόνε λένε χωριάτικη προφορά! Κάθε τόνος του τραγουδιού σας από τα φυλλοκάρδια σας βγαίνει. Τρο­μάζετε, κι ο τρόμος σας ξεχύνεται με ψιλό τσιριχτό που του κάκου αγωνίζουνται μεγάλες τεχνίτρες να τόνε μιμηθούνε, και τα γέλια σας αντιλαλούν στον αέρα σαν κελαηδήματα. Θυμώνετε, κι η οργισμένη φωνή σας ανεβοκατεβαίνει σαν το φύσημα του ανέμου. Λυπάστε, και το μοιρολόγι σας πέτρες ραγίζει. Λέξη δε βγαίνει από το χαριτωμένο σας στόμα που να μην ιστορεί την καρδιά σας. Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που κρύβουνε τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κι η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη. Ψεύ­τικο λουλούδι βαμμένο με δανεισμένες θωριές, όχι σαν το βότανο που φυτρώνει στα φυλλοκάρδια σας κι ανθίζει στα χείλη σας, που μοσκομυρίζει και με γλυκομεθάει αυτή την ώρα.

Δε λέγω πως δεν τα ’χετε και σεις τ’ αγκαθάκια που βγαίνουνε γύρω στα τριαντάφυλλα. Γυναίκες δε θα είσαστε δίχως αυτά. Μα η φύση σας τόσο τέλεια, τόσο τρανά καθρεφτίζεται σε κάθε σας λόγο, σε κάθε σας κάμωμα, που σας βλέπει άνθρωπος και λέει,— «Αυτή είναι η γυναίκα· μη διαβάζεις βιβλία να τήνε νοιώσεις. Μην προσμένεις να της φύγει λόγος ή στε­ναγμός, ν’ απεικάσεις το τι συλλογιέται· λαχταρεί; αγαπάει; μισεί; ζουλεύει; κακιώνει; Σώνει κοντά της να κάθεσαι, σώνει τα μάτια της να κοιτάζεις, τη μιλιά της ν’ ακούς, και θα το μάθεις.»

Εδώ είναι το χωριό, η μάνα της χώρας. Εδώ βλαστίζουν κι ανθοβολούν όλα τ’ ανθρώπινα πάθη, έξω, στον αέρα, στον ήλιο, ζωντανά και δροσάτα λουλού­δια, όχι στραγγισμένα μυρωδικά, και σε χρυσές μποτιλίτσες κρυμμένα.

Μπορείς, φίλε μου, ν’ ακούσεις και μερικές ανοιχτούτσικες κουβέντες εδώ. Τίποτις δεν το ’χει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερα-Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν το ’χει ν’ αρχίσει να δηγάται στην πρώτη συνομήλικη που ανταμώσει, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δει την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο. Τέτοια μπορείς ν’ ακούσεις εδώ πέρα πολλά. Κάμε όμως πως τη σιμώνεις αυτήν την τρελή που τα ξέρει όλα, κάμε πως της ζητάς ένα κρυφό φιλί, κάμε πως την αγγίζεις, ας είναι και με το μικρό σου το δαχτυλάκι, και σου γίνεται άξαφνα πύργος που στέκει και διαφεντεύει την τιμή της, και σου καρφώνει τέτοια ματιά, που καταριέσαι την ώρα που γεννήθηκες απ’ ένα κορίτσι πιο άναντρος.

Και δε θα τήνε βρεις μοναχά στο κορίτσι αυτή την ακαταπόνετη δύναμη της τιμής. Αυτό το βλέπουμε και στις χώρες, δηλαδή στις ρωμαίικες τις χώρες. Εκείνο που είναι ν’ απορήσεις, είναι που βλέπεις τόσες και τόσες λυγερές μαυροφόρες και περνούν τ’ αγύριστα χρόνια της νιότης στην άχαρη μοναξιά της χηρείας, δίχως άλλη ελπίδα παρά να μεγαλώσει τ’ αγόρι τους και να πιάσει τον τόπο του μακαρίτη! Τέτοιος ηρωισμός, φίλε μου, μπορεί να μας γεννήσει κι άλλους ηρωισμούς. Γυναίκα που μπορεί να πνίξει στα στήθια της τη μεγαλύτερη τη λαχτάρα, που κληρονόμησε από την Εύα, μπορεί κι άλλες θυσίες να κάμει. Μπο­ρεί να διδάξει του παιδιού της και την αγάπη που δεν ξέρει ντροπή, την τιμή που δε μαραίνεται, τον ηρωι­σμό που δοξάζει πατρίδες. Μπορεί να τόνε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη.

Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μανάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρό­νια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους. Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ’ έξι μήνες έκαμε κάτι.

Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρ­χει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ’ αυτά. Τ’ απομεσήμερο είχε κέντημα και ρά­ψιμο. Οι μεγαλύτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κι η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστεί. Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πως έπαθε κι η δασκάλα το πάθημα του πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάνα και την πάντρεψε με το γιο της.

Κι έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κι έμαθαν τα κορί­τσια να γράφουν και να διαβάζουνε. Μη θαρρείς λοι­πόν πως είναι αγράμματα τα κορίτσια που παίζουν τώρα τριγύρω μας. Δεν προφταίνουνε να το διαβάζουν και να το γράφουν πως είναι σκλαβοπούλες, πως τ’ αδέρφια τους είναι καταφρονεμένα, η ζωή τους ντρο­πιασμένη και ταπεινή. Σα να χαμογελάς, θαρρώ. Σα να με ρωτάς σε τι βιβλίο και σε τι γλώσσα τις διαβάζουν αυτές τις τρέλες. Ποιος πήγε και τα ξεμυά­λισε τα κορίτσια. Οι δασκάλισσες τάχα;—Μη φοβά­σαι οι δασκάλισσες τα μάθανε να διαβάζουν· το τι θα διαβάζουνε, δεν είναι δική τους δουλειά. Είναι δουλειά της έρμης της τύχης. Κι επειδή η τύχη δεν τα ’φερ’ ακόμα ως εδώ τα φράγκικα τα παραμύθια, οι χωριατοπούλες μας, σα μάθουν τα γράμματα και νοικοκυρευτούν, τα βάζουνε στο ράφι μαζί με τ’ άλλα προικιά τους.

Τι κακό ωστόσο γίνεται μέσα σε κείνο το περιβόλι! Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους ήταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε να βγει έξω μ’ όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του. Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν τ’ αηδόνια, κι οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλ­λει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρη­μένο, μην τύχει και την αρπάξει, και την πνίξει κανέ­νας. Η χαρά πρέπει να βγει, το κορίτσι πρέπει να τραγουδήσει, κι ας γίνει ό,τι γίνει. Βγαίνει λοιπόν σιγανά και με προσοχή.

Έτσι τραγουδούσαν και τότες, μα τραγουδούσαν τραγούδια της προκοπής, όχι τα νερόβραστα που τους φέρνουν τώρα τα ξενιτεμένα τ’ αδέρφια τους.

Έλα στο περιβόλι, να το δεις πως δεν είναι πια εκείνα τα χρόνια. Πρώτο, που καθεμιά γλυκόχαρη μαυρομάτα δεν είναι καθώς τότες ντυμένη. Θα μου πεις απλή και καθάρια πάντα, μα είναι κι αυτή σαν την απλότητα της καθαρεύουσας. Μήτε ρωμαίικα, μήτε αρχαία, μήτε και φράγκικα. Φουστάνι κομμένο για να φοριέται με κορσέ, και κορσέ δε φορεί η χωρια­τοπούλα. Τραχηλιά ανοιχτή και μπιμπιλωμένη, σω­στής χωριανής τραχηλιά. Τακούνια αψηλά αψηλά σωστά Παρισιάνικα τακούνια. Αν τα δει αυτά κανέ­νας ολότελα ξένος, θα πει πως ή τρελάθηκε το κο­ρίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλει, κι έβαλε ό,τι βρέ­θηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε το ’να είναι μήτε τ’ άλλο. Την κοπέλα την πήρε το ρέμα της μό­δας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Καπότες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμει το κορίτσι! Το παραζάλισαν οι δασκάλισσες κι οι αρραβωνιαστικοί. Το κορίτσι, φυσικό του είναι να θέλει ν’ αρέσει. Ταξιδεύει ο γαμπρός ως την Πόλη, φέρνει μαζί του όσα βιεννέζικα στολιδάκια μπορεί. Το κορίτσι τα βάζει, και μασκαρεύε­ται για ν’ αρέσει.

Ό,τι κι αν κοιτάξεις μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς. Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά τ’ αποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε τ’ αγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δεις. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ’ αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί. Μας μένει και κάποιο φιλότιμο, κι αυτό δα είναι που μας χαντακώνει βαθύτερα. Ρωμαίικο φιλότιμο πάει να πει, να κάνεις ό,τι δεν σου ταιριάζει. Να μη φυλάγεις τίποτις καθάριο ρωμαίικο· τίποτις άλλο, παρά τα μαύρα εκείνα τα μάτια, τα φεγγαρωτά τα πρόσωπα, και τα βεργολύγιστα τα κορμιά. Πάμε, πάμε κοντά τους.

Αν μας βλέπανε, θα πετούσαν και θα κρυβούντανε σαν τις πέρδικες. Πού να το φανταστεί η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλιές, να πειράξει τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φαν­ταστεί πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που το ’χει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλιο! Κοί­ταζε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμει βα­σίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή. Κοιτάζει από τα φύλλ’ ανάμεσα, και σκάνει στο γέλιο. Την προδίνει το γέλιο, τρέ­χουν οι άλλες, και γεμίζει ο κόσμος τσιριχτά και φω­νές. Γελάτε, γελάτε, μικρούλες μου! Χαίρεστε τώρα, γιατί μπορεί μια μέρα να το νοιώσετε πως θα μας γεννάτε σκλαβόπουλα.

Αρχοντικού σπιτιού περιβόλι. Λείπει θα πεις το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τ’ άλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κι εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κι εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές. Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λου­λούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τήνε στερείται το έθνος του. Λες και το ’καμε όρκο, κι είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου. Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πως μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πως μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορείς, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσεις. Τέτοιο γούστο εσύ δεν το ’χεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την την πα­τρίδα μου. Χάρισμά σου. Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δεις τι θα πει Ρωμιός.»

Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακι­σμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής.

Μ’ ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας τ’ αγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. Πρέπει να παίζετε σεις. Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε.

Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ’ αρχοντικό του μεγαλύτερου προεστού μας πριν έρθει από την Αγορά και πατήσει τις φωνές και κάμει τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργεί το φαΐ. Να θυμώσει με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει. Να πιάσει Τούρκο και το ζουμί του να βγάλει, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει.

Αγερικό σπίτι, κι η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα. Έλα να σου δείξω το μαγερειό, να το καμαρώσεις. Αρχίσανε ν’ ανάβουν τα φώτα. Αστράφτει το μαγερειό με τα καθάρια τα πιατικά, με τα γανωμένα χαλκώματα. Οι κάτασπρες οι φουβούδες μήτε κουκί στάχτη ή κάρβουνο δεν έχουνε γύρω τους. Εδώ είναι τ’ αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαΐ, μην τύχει και πεθάνει ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάσει τ’ αντιστύλι του ο Τό­πος. Δεν τη βλέπω την κερά μας απόψε στο μαγερειό. Δυο και μοναχές παραστέκουνται στις φουβούδες, η γριά η παρακόρη και τα δεύτερό τους κορίτσι. Το με­γαλύτερο το κορίτσι τους θα το βρούμε απάνω, στ’ αγαπητό της παράθυρο.

Η γριά η παρακόρη που βλέπεις, είναι τώρα χρό­νια, που ήρθε σ’ αυτό τα σπίτι από αντικρινό χωριουδάκι. Πρέπει να είδε κι έπαθε πολλά στον καιρό της. Κοίταξε μάτια μεγάλα και θαμπωμένα, φρύδια πυκνά και μαύρα σα βδέλλες, στόμα συμμαζεμένο κι απο­φασιστικό, πρόσωπο χλωμό που δεν το πιάνει μήτε η αναλαμπή της φωτιάς. Σα μάγισσα φαίνεται, με τη μαγουλίκα της και με την κίτρινη την ποδιά. Καβουρ­ντίζει τα κρεατοκόμματα με μια πίκρα στην όψη της, που λες και μαγερεύει φαρμάκι. Κοίταζε τι διαφορά η κοπέλα που κόβει τα κυδώνια στο πλάγι της. Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί να ’χει και τόση χάρη. Αυτός, σαν ανασηκώνει τα μανίκια του να του χύσει η χαδεμένη του να πλυθεί, δε θα φεγγο­βολούνε δυο τέτοια μπράτσα από πάνω από την αση­μένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάνας της. Άγια καλοσύνη! Εσύ μονάχα σώ­νεις να στολίσεις κοπέλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θεια-Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλ­λες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγε­ρειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κι η γριά την αφήνει, για να τ’ ακούγει ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του το ’καμε πάλι το κυδωνάτο.

Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαΐ βράζει. Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ’ αδράχτι της, κι η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πει η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε:

Η θεια-γιαννούλα

Επεξεργασία

«Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακο­καρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ’ ακούσεις. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσεις κανενού, καη­μένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάει. Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε.

Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ’ από τό­τες! Το καλυβάκι μας δεν ήτανε μες στο χωριό, ήταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω ήταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ αυτός δα με προίκισε και με πάν­τρεψε. Εγώ ήμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου. Τα προικιά μου ήταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τ’ άλλα τα εί­χαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του να ’χουμε!

Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα,—ήταν άνοιξη σαν και τώρα—να δει αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα. Εγώ, δεν ήτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μο­ναχή μου. Μαγείρευα το φαΐ, κι έκλωθα, σαν καλη­ώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πα στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κι η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες! Ακόμα τους βλέπω μπροστά μου, και τρέλα με πιάνει. Τ’ άγριό τους το γέλιο, σα μ’ είδανε μοναχή στο καλύβι, ήταν κι από την όψη τους κι από τ’ άρματά τους πιο τρομερότερο. Στην αρχή θάρρεψα δα πως ήρθαν ώσπου να περάσ’ η βροχή. Μα αυτοί είχαν άλλα στο νου τους. Εκείνη την ώρα το συλλογιστήκανε, σχεδιασμένο το είχανε, Θεός το ξέρει. Πρώτο πράμα που έκαμαν ήτανε να μανταλώσουν την πόρτα. Εγώ σαν το είδ’ αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κι έ­πεσα πίσω με τ’ αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα ήμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέ­πει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε. Θα φοβήθηκαν, καθώς φαίνεται, να μην πλακώσει κανένας και τους χαλάσει τη δουλειά, και συλλογιστήκανε να με πάρουν και να τραβήξουνε σε κανένα πιο μοναχικό μέρος. Δεν έβρεχε και πολύ τώρα. Το πρώτο που μισοθυμούμαι είναι που με σή­κωνε ο ένας, κι ο άλλος ξανάνοιγε την πόρτα. Σαν άνοιξαν την πόρτα και μ’ έσερναν έτσι από το κατώ­φλι, ακούγω απ’ έξω μια πιστολιά. Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ’, Γιαννούλα μ’», που άκουσα ύστερ’ από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει να ’τρεξε κι ήρθε στο καλύβι δίχως ν’ ανταμώσει το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπεί.

Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ’ αστροπε­λέκι. Κι όχι να πεις πως άρχισα το μοιρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να ήμουν άν­τρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ κατα­πάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετι­ναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λι­γάκι. Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών’ η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μι­λήσω, να τόνε ρωτήξω πού τόνε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ’ ένα να κάμω! Μ’ αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα. Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθει κανένας και με γλυτώσει, μα φοβήθηκα μην τύχει κι ήταν κοντά και τρέξει ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια ’ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

— Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψει, κι ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κείτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε;

Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαΐ που μαγείρευα. Τους αφήνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πη­γαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωρ­γάκη μου. Ήταν ασάλευτος, και τα στήθια του μα­τωμένα. Ήταν πεθαμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω.

Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, να σκοτώσω τους φο­νιάδες του Γιώργη μου.

Αυτοί οι Τούρκοι ήταν ξένοι. Δε μας ήξεραν. Πρέ­πει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κι έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο κα­λύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανέ γίδι.

Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθείτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί. Η πλόσκα μας δεν ήταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κι έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψει γλήγορα, πρι να ’ρθει ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθει και χτυπήσει πρι να μεθύσουνε. Δεν αργήσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος το ’ριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα. Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ’ αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να ήμουνα χασάπης. Πέτρα ήταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ’ ένα ρα­χάτι σα να μ’ έκαμαν από χήρα βασίλισσα. Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα να ’βλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελαθεί ο δόλιος, σαν του τα είπα.

— Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε.

— Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν’ αφήσουμε το Γιωργάκη μου!

Βγήκαμε και τόνε φέραμε μέσα. Αχ, και πως να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει να ’μειν’ έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα.

Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε. Βγαίνουμ’ έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κι ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πώς ήτανε, με τ’ άρματά τους, μ’ όλα τους. Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκο­τωμένα θεριά ήτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές.

Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τόνε σαβανώ­σαμε, όλα τα κάμαμε.

Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέ­ρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματω­μένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν’ ο ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ’ από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες.

Τι να σου τα λέω τ’ άλλα, παιδί μου! Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τόνε σκότωσε το Γιωργή μου. Τόνε θάψαμε τ’ απο­μεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τα ’βλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έριξε στον ώμο του το δισάκι, και με πήρε μαζί του. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μ’ έφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεν­τικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κι έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζεις. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου.»

Η νοικοκερά

Επεξεργασία

Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαρο­καμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρυσμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζει αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιαννούλα! Ή τάχα πρέπει να τ’ α­κούν κι οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τ’ άκουσαν, τι ωφελήθηκαν! Το πολύ χαίρουνται που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους.

... Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξει το φόβο της. Πρέπει να βλέπει κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάει την καημένη. Άμποτε να της σταθεί σε καλό της αυτός ο φόβος!

Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώ­σουμε και τη μάνα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια, που θα μας δώσεις μια μέρα, λυγερή μου κοπέλα ! Είναι η μεγαλύτερη η κόρη τούτη, που ακουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα. Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρει, και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες να ’χεις τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίει εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα.

Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω δυο κερές εδώ μέσα. Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεότερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδείς τ’ αγαθότατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει να ’ρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα. Αυτή την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοι­κοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κι οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλα­χνικές τους γειτόνισσες. Ποιος, ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμ­παθεί μ’ έναν πόνο, που λες κι είναι αυταδέρφη της. Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς θ’ ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ’ ακούγαμε πως η μαυροφόρα έχει πέντε χρόνια, να δει τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήσει τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κι η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνει το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και ’τοιμάζεται, κι όλο ’τοιμάζεται να φύγει, κι όλο κρυφομιλεί. Κοίταξε μάτια γλυκά και δακρυοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατά­μαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ’ όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς κι η πίκρα του πό­νου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι. Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκρυο, κι απλώνουμε χέρι σ’ ένα μισοπνιμένο.

Σωστή χριστιανή, η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι, ποτές δε θα το μάθει τι έδωσε της γει­τόνισσας με τ’ άλλο το χέρι της.

Τέτοιες βιολέτες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές. Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνίσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι, πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώσει ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ’ ένα σπιτάλιο και τελειώνει.

Έτσι αδειάζει κι η κοκόνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες. Η κοκόνα της χώρας τα θέλει τα δάκρυά της να τα χύσει στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρί­σκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί. Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι, ξένοιαστες κι οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα, θα ’βρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη.

... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας. Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο.

Φτάνει μας το χωριό

Επεξεργασία

Α δεν ήτανε Σαββάτο βράδυ και ξημέρωμα Κε­ριακή, θα σ’ έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτω­χικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά. Άλλη με τη ρόκα της, άλλη με το μάγκανο, κι άλλη με το βελόνι· γριές, μεσόκοπες, παντρεμένες, κοπέλες· να δου­λεύουνε με τα χέρια τους, με τις γλώσσες τους, με τ’ αυτιά τους. Να βλέπεις, ν’ ακούς, και να μη χορταίνεις· φτάνει να νοστιμεύεσαι παραμύθια, τρα­γούδια και νιώσματα.

Καλά όμως που έτυχε Σαββατόβραδο, και θα λεί­ψουμε από τον πειρασμό. Γιατί δεν είναι σαν το χα­ρέμι εκεί, να βλέπεις κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ’ αφήνω πια το χωριό.»

Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά. Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γίνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της.

Τώρα πρέπει να κατέβουμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πεις, χίλιες φο­ρές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκο­πός είναι με κλειστά μάτια να τήνε δούμε, με το νου μας να τήνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε. Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τήνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψει δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ’ρημιά.