Φρονιμάδα
Συγγραφέας:


- Στὴ λάσπη κυλισμένη
βογγομαχᾷ ἡ πατρίδα
καὶ λίγοι φαντασμένοι,
ποῦ στὸν ἀέρα ζοῦν,
γιὰ δόξαις καὶ γιὰ ἐλπίδα
τολμᾶνε καὶ μιλοῦν;

Σπάστε τους, ναί, μὲ ξύλα
καὶ πέτραις τὰ κεφάλια!
Τὰ φλογερά τους φύλλα,
οἱ στίχοι, τὰ πεζὰ
μᾶς φέραν τόσα χάλια
καὶ τέτοια συφορά.

Χτυπᾶτε τους! ὁ τόπος
ψωμὶ ζητάει καὶ ἀλήθεια.
Ἂς πέσῃ ὁ δημοκόπος,
ὁ ἀγύρτης, ὁ τρελλός,
ποῦ πλάθει παραμύθια,
καὶ στ' ἄλλα μένει ἀργός. -

Φοβούμενος μὴ λάχῃ
κ' ἐμέ, σὲ τόση ἀντράλα,
κἀμμία ξυλιὰ στὴ ράχη,
ἐφώναξα: Παιδιά,
τὰ δίκια σας μεγάλα,
μεγάλα, φοβερά!

Τὰ φύλλα, τὰ βιβλία
σωριάστε σταὶς Ἀθήναις,
καί, μ' ἄκρα ὁμογνωμία
σταὶς ἐπαρχίαις, παντοῦ,
ἂς γένουν λαμπατίναις,
σὰ νἄταν τ' Ἅϊ-Γιαννιοῦ.

Ἀλλὰ σὲ κάθε τσέπη,
πρὶν ἔργο τέτοιο γένῃ,
ὁ Φαλμεράγερ πρέπει
μ' εὐλάβια νὰ σωθῇ.
Μὴ δὲ μᾶς εἶπε ξένη,
πολύσπορη φυλή;

Μάλιστα ἐγὼ προτείνω,
καὶ δὲν τὸ λέω γιὰ γέλοιο,
βιβλίο καθὼς ἐκεῖνο
τὴν κάθε Κυριακή,
κατόπι ἀπ' τὸ βαγγέλιο,
ἀργὰ νὰ διαβαστῇ.

Σὰν ἔτσι ἀπὸ τὸ ψέμα
ξεκαθαρίσῃ ὁ βοῦρκος,
μὲ νέο σταὶς φλέβαις αἷμα,
ἀδιάφορο ὁ Γραικός,
θὰ λέῃ πῶς εἶναι Τοῦρκος,
Ἀράπης, Γερμανός.

Ἂμ νὰ χαθοῦν ἐκεῖνοι,
ποῦ, δίχως φρονιμάδα,
μία φοῦχτα Ρωμιοσύνη,
μία γῆς κατουρησιά,
ὠνόμασαν Ἑλλάδα,
μὲ μοῦτρα σοβαρά.

Ὅσοι τ' ἀθῷο κεφάλι
μᾶς φούσκωσαν μὲ μία
καταγωγὴ μεγάλη
ἂς πέσουν, ἂς χαθοῦν!
Τὰ φύλλα, τὰ βιβλία
δὲ φτάνει νὰ καοῦν.

Γυρεύει κι' ἄλλα μέτρα
ὁ νέος καλὸς ἀγῶνας.
Ἰδέστε αὐτοῦ μία πέτρα
στὴν ἄλλη ἀπανωτή,
γιατ' εἶναι ὁ Παρθενῶνας
ἀνάβει τὴν ψυχή.

Πόσαις ὀργιαὶς χωράφι,
πόσο μᾶς κλέφτουν στάρι,
ἐδῶ σπαρμένοι τάφοι,
μεγάλο θέατρο 'κεῖ,
ποῦ εἶν' ἔρμο ἀπομεινάρι,
καὶ λὲς ποῦ σοῦ μιλεῖ!

Ἀπὸ τὸ μαῦρο τοῖχο
τριγύρω στὸν ἀέρα,
τοῦ Σοφοκλῆ τὸ στίχο
φαντάζεσαι ν' ἀκοῦς,
καὶ 'ς ἄλλη οὐράνια σφαῖρα
ξάφνου πετιέται ὁ νοῦς.

Δὲ φτάνει τοῦτο· σκάφτουν
τὴ γῆ σὲ κἄποια μέρη,
καὶ ἀπὸ βαθυὰ ξεθάφτουν,
σὰ μέγα θησαυρό,
ἕνα κομμάτι χέρι,
μία μύτη, ἕνα Θεό.

Γυναίκαις, ἀθλητάδες,
παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια,
σὲ ταχτικαὶς ἀράδαις
μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς,
καὶ χάνεις τὰ πασχάλια
χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς.

Ἐδῶ κιτρινιασμένα
βλέπεις ναοῦ λιθάρια·
ζωὴ τὸ Εἰκοσιένα
παίρνει ὀμπροστά σου ἀλλοῦ,
στὴ μέση ἀπὸ βλαστάρια
τοῦ ἀθάνατου καιροῦ.

Μὲ φλογερὰ στοιχεῖα
τριγύρω, ἀπάνου, χάμου,
ἂν κάνωμε κἀμμία
μεγάλη τρέλλα, ἐγὼ
- Τί νὰ σᾶς πῶ, παιδιά μου! -
τὸ βρίσκω φυσικό.

Ἀλλά, σὰν ἔθνος βγάλῃ
τὸ ξίφος ἀπ' τὴ θήκη,
μὲς τὴν πολέμια ζάλη,
στὴν ἄγρια ταραχὴ
χαροκοποῦν οἱ λύκοι,
καὶ κλαῖνε οἱ πιστικοί.

Λοιπὸν ἀπ' τὰ μεγάλα
ὁ νοῦς ἂς χαμηλώσῃ.
Κάτου τ' ἀρχαῖα! καὶ τ' ἄλλα
θροφὴ πελάγου ἢ στιᾶς·
νὰ βάλῃ ὁ κόσμος γνώση,
νὰ τρέχῃ καὶ ὁ παρᾶς.

Ἂν ἐθνισμοῦ μας χνάρι
δὲ θέλετε νὰ ὑπάρχῃ,
φέρτε τσαπὶ καὶ φτυάρι,
καί, μ' ἤσυχη καρδιά,
τὸν ἴδιο Πατριάρχη
ξεθάψετε, παιδιά.

Ἂς πάψῃ ἀπὸ τὸ μνῆμα
τὸ νοῦ μας νὰ ταράζῃ!
Σὰν ξαναπάῃ στὸ κῦμα,
θὰ ἰδῆτε πῶς καὶ αὐτὸ
τριγύρω του ἀναβράζει
μὲ κόκκινον ἀφρό.