Τ’ ολόχρυσο ποτάμι
Συγγραφέας:
Το ποίημα εκδόθηκε το 1886.


Τρέχ’ η ματιά μου ελεύθερη, χάνεται, σχίζει
κάτου τα κύματα, τα σύννεφα ψηλά,
και πάει και σταματά εκεί που γλυκογγίζει
και με τη θάλασσα ο ουρανός μιλά.

Κοιμάται τ’ ακρογιάλ’, η αύρα πνέει δειλά,
ασπρίζει εδώ πουλί, κι εκεί καπνός μαυρίζει·
η νύχτα εχύθ’, η δύσις μοναχά ροδίζει,
η μέρα είναι νεκρός οπού χαμογελά.

Μα και της δύσεως σε λίγο φεύγ’ η χάρη,
και μες στη λίμνη μας θα ιδούμε το φεγγάρι
ένα ποτάμι ολόχρυσο πλατύ να κάμει.

Και τότε θα σου πω, αγάπη μου δροσάτη:
— Μες στην καρδιά μας, θάλασσα πάθη γεμάτη,
ο έρως είν’ αυτό τ’ ολόχρυσο ποτάμι!