Τ’ απόβραδα
Συγγραφέας:
Μπουκέτο, Τόμ. 2, Αρ. 71 (1925)


Καὶ σκέβουμαι τ’ ἀπόβραδα, τὰ μαραμένα βράδια,
ποὺ γέρνουν, Θέ μου, στὴν ψυχή, σὰ ρόδα καὶ σὰ χάδια,
ἄλλα ἄρρωστα, κι’ ἄλλα ἄχαρα, κι’ ἄλλα θλιμμένα μόνα,
κι’ ἄλλα στημένα, σὰν κραυγές, στὴ μέση τοῦ χειμῶνα...
 
Ἄλλα βαστᾶν, ὥς τὰ στερνά, τὴν ὄψη τους τὴν ἴδια,
κι’ ἄλλα βυθᾶν, σὰν τὰ παιδιά, μέσ’ στὰ χρυσὰ παιχνίδια,
κι’ ἄλλα τραβᾶν καὶ χάνουνται, παντάξενα καὶ στεῖρα,
κι’ ἄλλα φορᾶν, πρὶν νὰ χαθοῦν, βασιλικὴ πορφύρα...

Καὶ νοσταλγῶ τ’ ἀπόβραδα, τὰ λυπημένα βράδια,
ἔτσι ὅπως γέρνουν μαγικά, μεσ’ στὴν καριδὰ τὴν ἄδεια,
κι’ ἀνάβοντας χιμαιρικά τὰ μακρυνά τους τόξα,
μᾶς δείχνουν πάλι, σιωπηλά, τὸ θάνατο, μιὰ δόξα...

Κι ὅταν ἡ νύχτ’ ἁπλώνεται, κι’ ὅταν ἡ μέρα γέρνει,
ποιὰν ἴδια μοῖρα, ταχτικά τὰ φέρνει καὶ τὰ παίρνει,
πότε πικρὰ καὶ μακρυνὰ, πότε γλυκά, σὰ χάδια,
τ’ ἀνέλπιδα, τ’ ἀνώφελα, τ’ ἀγαπημένα βράδια;...