Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια...

Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια...
Συγγραφέας:


Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια...
Ἄ! πῶς χτυπᾷ καμιὰ φορὰ τούτ᾿ ἡ καρδιὰ κι ἀναφτερᾷ,
τώρα στὰ γεροντάματα,
σὰ νιὸς νὰ ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, ἀστροφεγγιά,
δύσες, γλυκοχαράματα!

Σὰν ἀπ᾿ τὴν τάξη τὴ μουχλὴ στὸ πατρικό μου νὰ γυρνῶ,
καὶ νἄχω σκόλη τρίμερη,
καὶ νὰ εἶμαι γιὰ τὸ Γαλατᾶ καὶ γιὰ τὸ ἀθάνατο βουνὸ
μὲ τὴν πλαγιὰ τὴν ἥμερη.

Κ᾿ ἐκεῖ, σὰ νὰ μὲ καρτεροῦν γιδ
άρηδές μου πιστικοί,
πρατάρηδες συντρόφοι μου,
μ᾿ ἄλλους νὰ μπαίνω στὸ λογγὰ κι ἄλλοι ἀπ᾿ τὴν ἄγναντη κορφὴ
νὰ ρίχνουν στὸ πιστρόφι μου.

Κι ἀκόμα, σὰ νἆν᾿ ἕτοιμα, τυρί, μυζήθρα, τὸ σφαχτὸ
καὶ τὸ γλυκὸ τὸ νιώτικο,
κι ἀπὸ σὲ πλατανόφυλλα τὸ κοκκορέτσι τὸ ζεστὸ
καὶ τὸ ρακὶ τ᾿ Ἁηλιώτικο.

Κ᾿ ὕστερα, σὰ νὰ μοῦ κρατοῦν τὴν καλαμάτα στὸ χορὸ
βλαχοῦλες καὶ βλαχόπουλα,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σειέμαι καὶ λυγῶ καὶ στρίβω καὶ νυχοπατῶ,
νὰ μοῦ φωνάζουν: ὄπουλα! ...

Ἄ! πῶς χτυπάει καμιὰ φορὰ τούτ᾿ ἡ καρδιὰ κι ἀναφτερᾷ,
καὶ πῶς μ᾿ ἀνάβουν τὰ αἵματα,
σὰ νἆμ, ἐκεῖ καὶ τραγουδῶ μὲ τὴ φλογέρα συνοδιά:
«Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια στὰ κλεισορέματα...»