Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Βασιλικά δώρα


Συγκινημένη τον ακολούθησε η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο στη βεράντα.

- Τι σου είπε, Αντώνη; Ε; Πες, τι σου είπε; έκανε με λαχτάρα.

- Ποιοοος; ρώτησε η Πουλουδιά ξεφυτρώνοντας ξαφνικά μεταξύ της Αλεξάνδρας και του Αντώνη· βαστούσε τα χέρια της πίσω, σα να γύρευε να κρύψει κάτι.

- Από πού έρχεσαι; Πού ήσουν και άργησες τόσο; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

- Μήπως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; έκανε ξαφνισμένη η Πουλουδιά.

- Ναι. Τώρα, αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος.

- Αχ, τι κρίμα! Γιατί δε με φωνάξατε;

- Ας ήσουν εδώ! είπε ο Αντώνης μπουρινιασμένος ξαφνικά.

- Και πως δεν ήμουν; έκανε αδιάφορα η Πουλουδιά. Δες τι σας φέρνω!

Θριαμβευτικά άνοιξε τα χέρια της και παρουσίασε καμιά δεκαριά μπισκότα «Μαρί».

- Πού τα βρήκες; ρώτησε η Αλεξάνδρα που τα τρελαίνουνταν.

- Μου τα 'δωσε η βασίλισσα!

- Αλήθεια; έκανε μαγεμένος ο Αλέξανδρος. Η Πουλουδιά ακτινοβολούσε.

- Μου έδωσε και τούτο! είπε.

Έχωσε το χέρι της στην τσέπη της κι έβγαλε ένα μακρύ, ελικτό κοχλάδι, γαλάζιο και γυαλιστερό, με κόκκινες πιτσιλάδες.

- Και τούτο!

Και με άλλη βουτιά στην τσέπη, έβγαλε ένα κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι.

- Και μου είπε να ράψω το κοχλάδι στο μαξιλαράκι και να το βάλω στην τουαλέτα μας, για να τη θυμούμαι, λέει, εξακολούθησε η Πουλουδιά, όλο και με πιότερη έξαψη. Και ύστερα μου είπε: «Να, πάρε και δυο μπισκότα!» Μα εγώ δεν τα έπαιρνα. Και μου είπε: «Δε σ' αρέσουν;» Και είπα: «Ναι, μ' αρέσουν. Μα θα μου τα φάνε τ' αδέλφια μου!» Κι εκείνη είπε: «Πάρε τα λοιπόν όλα!» Και μου άδειασε το πιάτο...

- Πουλουδιά!!! αναφώνησε φρικιασμένη η Αλεξάνδρα. Η Πουλουδιά κοντοστάθηκε.

- Ε... Τι; έκανε ανήσυχη.

- Δεν ντρέπεσαι! της είπαν συγχρόνως τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια.

- Γιατί; ο ενθουσιασμός της Πουλουδιάς είχε πέσει ξαφνικά, άρχιζε να τρομάζει. Τι έκανα;

- Ζητιάνεψες μπισκότα! είπε ο Αντώνης.

- Και ξευτέλισες τ' αδέλφια σου, τάχα πως σου τρων τα μπισκότα σου! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

- Και μας ντρόπιασες όλους, και τους τέσσερις! είπε ο Αντώνης. Σα να μην έφτανε η πρώτη ντροπή, να τραγουδήσεις το «Τις Μαρίτσκα μόγια»!

- Τραγούδησες το «Τις Μαρίτσκα μόγια»; έκανε πνιγμένη από τη σύγχυση της η Αλεξάνδρα.

Ο Αλέξανδρος, που δεν είχε πει τίποτα, θεώρησε σωστό να λάβει μέρος κι εκείνος στη γενική αγανάκτηση. Έσμιξε τα χέρια του και ανεβοκατέβασε το σγουρό του κεφάλι δυο και τρεις φορές και είπε κι εκείνος με φρίκη, που δεν είχε όμως και πολλή αγριότητα:

- Το «Τις Μαρίτσκα μόγια»! Πωπώ!

Η Πουλουδιά κοίταζε μια τον ένα, μια τον άλλο και μια τα μπισκότα στα χέρια της, ζαλισμένη από τη γενική αποδοκιμασία που γύριζε το θρίαμβο της σε καταστροφή. Και ξαφνικά πέταξε τα μπισκότα στο σιδερένιο τραπεζάκι κι έμπηξε τα κλάματα.

Ομιλίες πολλές και βήματα ακούστηκαν στο δρόμο· ήταν οι Ευέλπιδες που περνούσαν.

Μα τόσο έκλαιγε η Πουλουδιά, που ούτε τους άκουσε.

Η Αλεξάνδρα έσκυψε, όλο μάτια, να δει τα «καναρίνια» που διάβαιναν. Ένας Εύελπις γύρισε, την είδε και φώναξε:

- Έλα, έλα μαζί μας!

Ντροπιασμένη τραβήχθηκε η Αλεξάνδρα και κρύφθηκε ανακούρκουδα πίσω από τις περικοκλάδες και δεν τόλμησε να ξανασηκωθεί να τους κοιτάξει, γιατί μερικοί απ' αυτούς γέλασαν και τρεις τέσσερις μάλιστα ξαναφώναξαν: «Έλα, λοιπόν, κοριτσούδι!...» Και συνάμα κάτι κρότοι ανέβηκαν, σα χαστούκια, πνιγμένες αντεγκλήσεις και θυμωμένα λόγια.

Όταν ξεθαρρεύτηκε και πέρασε το κεφάλι της πάνω από την καγκελαρία, η ουρά των Ευελπίδων έστριφτε στο γύρισμα του βράχου και στο δρόμο, σκονισμένος, με στραπατσαρισμένα τα ρούχα του, σιάζοντας τον τσαλακωμένο του γιακά, ήταν ο Γιάννης. Μουρμουρίζοντας μες στα δόντια του, ανέβηκε στη βεράντα.

- Γιατί τον έδειρες; Τι σου έκανε; ρώτησε ο Αντώνης.

- Εμένα τίποτα, αποκρίθηκε ο Γιάννης.

- Λοιπόν γιατί τον χτύπησες;

- Έτσι θ' αφήσω να μιλάει ένας ξένος στην εξαδέλφη μου; Τ' αδέλφια στάθηκαν λίγο σαστισμένα. Δεν ήξεραν πως δεν επιτρέπεται να μιλά ξένος σ' εξαδέλφες.

Και είπε ο Γιάννης:

- Θα του 'σπανα τα μούτρα του, αν δεν ανακατώνουνταν ο αξιωματικός.

Και βλέποντας την απορία των εξαδέλφων του, είπε πάλι:

- Έτσι μιλούν στο δρόμο σε κορίτσια; Ποιος το παραδέχεται; Μια μέρα περπατούσα με την Κλειώ και την Κατίνα και κάποιος άγνωστος πέρασε και τις χαιρέτησε, και τον έδειρα και αυτόν.

Τα τέσσερα αδέλφια τον κοίταζαν τώρα με μάτια και στόμα ανοιχτά. Και από το θαυμασμό της ξέχασε η Πουλουδιά τα κλάματα. Διστακτικά ρώτησε η Αλεξάνδρα:

- Είναι κακό να σε χαιρετά ένας άγνωστος;

- Είναι πρόστυχο, είπε ο Γιάννης.

Και ακούμπησε σ' ένα στύλο της σκεπής και σταύρωσε τα πόδια του, με όλη τη σπουδαιότητα που του έδιναν, απέναντι των εξαδέλφων του, οι πολλαπλές του γνώσεις. Το κύρος του επιβλήθηκε πάλι στα τέσσερα αδέλφια. Ακόμα και ο Αντώνης αισθάνθηκε την άγνοια του. Μα δεν ήθελε και να το δείξει. Μ' έναν πήδο καβαλίκεψε την ξύλινη κουπαστή της βεράντας και με φιάκα ρώτησε τον Γιάννη:

- Γνωρίζεις εσύ τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά; Με το πιγούνι έδειξε ο Γιάννης κατά τον ανήφορο.

- Πέρασε τώρα, αποκρίθηκε.

- Το ξέρω. Μιλήσαμε μαζί... δηλαδή... έκανε ο Αντώνης που φαντάζουνταν έτσι να κάνει πολλή εντύπωση στον εξάδελφο του.

Μα ο Γιάννης είπε:

- Και σε ποιον δε μιλά αυτός; Ακόμα και στο βασιλέα λέγει «εσύ».

Ο Αντώνης πήδηξε χάμω.

- Αλήθεια; έκανε. Και πώς τον λέγει; Γεώργιε;

- Όχι, μπούφο! Τον λέγει, σαν όλους, «μεγαλειότατε». Μα τον λέγει «εσύ».

- Πώς το ξέρεις; ρώτησε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα.

- Τον άκουσα. Μια μέρα που περνούσε αυτός και στέκουνταν ο βασιλέας στον ανήφορο, ρώτησε ο βασιλέας: «Γιατί δε φορείς σήμερα ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά, Μπαρμπαγιάννη;» Κι εκείνος του αποκρίθηκε: «Τα φορώ, όπως και συ το λοφίο σου, μεγαλειότατε, στις μεγάλες περιστάσεις!» Και γέλασε ο βασιλέας.

Όλα μαζί τ' αδέλφια θαύμασαν.

- Αλήθεια, στις εορτές φορεί ο βασιλέας λοφίο, Γιάννη; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

Μα τη διέκοψε ο Αντώνης.

- Αλήθεια είναι πως φορεί ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά; ρώτησε.

- Βέβαια, κάθε Κυριακή. Όλη την εβδομάδα τον βλέπεις κουρελιάρη και ξυπόλυτο. Μα την Κυριακή το απόγεμα γίνεται κύριος, βάζει σκούρα ρούχα, ψηλό καπέλο και λουστρίνια, παίρνει στο χέρι ένα μπαστούνι με ασημένιο χερούλι και κάνει τη φιάκα του στο Ζάππειο.

Τ' αδέλφια τ' άκουαν και τους φαίνουνταν σαν παραμύθι της Χαλιμάς.

- Γι' αυτό είπε ο βασιλέας για το Ζάππειο! έκανε η Πουλουδιά.

- Τι είπε ο βασιλέας; ρώτησε ο Γιάννης. Μα ο Αντώνης την πρόλαβε πριν απαντήσει.

- Κάλλιο να μην τ' αναφέρεις! της είπε. Και στάθηκε η Πουλουδιά αποσβολωμένη.

Την είδε ο Γιάννης, κατάλαβε πως κάποιος καβγάς ετοιμάζεται και δεν επέμεινε. Έσπρωξε πίσω το ψάθινο καπέλο του, που στάθηκε σα δόξα αγίου γύρω στο στρογγυλό του πρόσωπο, κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. Με το πιγούνι πάλι έδειξε κατά το σιδερένιο τραπέζι, πίσω από την Πουλουδιά.

- Για ποιον είναι αυτά τα μπισκότα; ρώτησε.

- Για κανένα, είπε περιφρονητικά ο Αντώνης. Είναι ντροπιασμένα μπισκότα.

Η Πουλουδιά ανατινάχθηκε.

- Καθόλου! φώναξε κατακόκκινη. Είναι δικά μου και θα τα φάγω μονάχη!

Ο Αντώνης άπλωσε το χέρι πάνω στα καταδικασμένα μπισκότα.

- Σαν τα φας, θα ντροπιαστείς διπλά... άρχισε. Μα ένας μπάτσος της Πουλουδιάς τον διέκοψε. Εξαγριωμένος για την προσβολή που του έγινε μπρος στον Γιάννη, γύρισε ο Αντώνης και την έπιασε από την ποδιά της.

- Και τώρα, για να μάθεις, θα πεις μόνη σου του Γιάννη ποιος σου τα έδωσε και γιατί! την πρόσταξε.

- Δεν το λέγω! Άφησε με!

- Θα το πεις!

- Δεν το λέγω!

- Δεν το λες; Τότε θα πω εγώ στον Γιάννη τι είπες μια μέρα γι' αυτόν!

- Κι εγώ θα πω για τη ραφτομηχανή!

- Τι με μέλει; Πες το! Πεισμωμένη είπε και η Πουλουδιά:

- Κι εμένα δε με μέλει. Πες το!

Την έμελε και την παραέμελε. Μα, μ' όλη της τη φούρκα, θυμήθηκε πως πάντα την αφόπλιζε ο Αντώνης με την ίδια απάντηση.

- Τι; Δε σε μέλει; αναφώνησε ο Αντώνης. Να το πω λοιπόν; Η Πουλουδιά έτρεμε από ανησυχία, μα το είχε πει πια.

- Πες το, δε με μέλει! επανέλαβε. Και το είπε ο Αντώνης:

- Είπε για σένα, Γιάννη, πως, σα θα μεγαλώσει, θα σε πάρει!

Η Πουλουδιά δεν το περίμενε. Της ήλθε κόλπος, τόσο, που ούτε για τη ραφτομηχανή δεν μπόρεσε να πει. Με τα μάτια σκυμμένα, μα το κεφάλι πεισματάρικα πεταμένο πίσω, δάγκανε τα χείλια της, για να μην ξεσπάσει στα κλάματα.

Και σιγανή ακούστηκε η φωνή του Γιάννη που έλεγε τραγουδιστά:

- Μακά-αρι!...

Της φάνηκε ξαφνικά πως άνοιξαν τα ουράνια. Τι; Δεν την κορόιδευε ο Γιάννης; Ουφ! Τι ξελάφρωμα!

Στον ενθουσιασμό της, μάζεψε όλα τα «Μαρί», σκορπισμένα στο τραπεζάκι, και τα πρόσφερε του Γιάννη.

- Σου τα χαρίζω όλα! είπε και θριαμβευτικά γύρισε στον Αντώνη, που στέκουνταν μπερδεμένος για την τροπή που είχαν πάρει τα πράματα. Δε θα φας ούτε ένα! του είπε. - Ούτε τα θέλω ούτε ο Γιάννης δεν τα θέλει, πράματα που ζητιάνεψες από τη βασίλισσα...

- Δε ζητιάνεψα!

- Ναι, ζητιάνεψες! επικύρωσε ο Αλέξανδρος, αφού είπες, είπες... Τι είπε, Αλεξάνδρα;

- Της έδωσε η βασίλισσα δυο και είπε η Πουλουδιά: «Θα μου τα φαν τ' αδέλφια μου!» Και της έδωσε η βασίλισσα όλα όσα ήταν στο πιάτο! επεξήγησε η μεγάλη αδελφή ντροπιασμένη.

Μα ο Γιάννης δε φάνηκε να ένιωσε την ντροπή που είχε πέσει, με τα λόγια της Πουλουδιάς, σ' όλη την οικογένεια. Έβαλε δυο μπισκότα μαζί στο στόμα του και είπε μπουκωμένος:

- Πολύ καλά έκανε, αφού θα της τα τρώγατε!

Πάει το γόητρο του Γιάννη! Γκρεμίστηκε, τσακίστηκε, χάθηκε.

Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνη η Πουλουδιά είπε, χωρίς πολλή πεποίθηση όμως:

- Βέβαια... αφού θα μου τα τρώγατε...

Σαν έφυγε ο Γιάννης κι έμειναν τ' αδέλφια μόνα, σχολίασαν τη διαγωγή του με πολύ μαύρα χρώματα.

- Ακούς, λέει, να φάγει τα ντροπιασμένα μπισκότα! είπε ο Αντώνης.

- Και να πει πως έκανε καλά η Πουλουδιά να τα ζητήσει! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

- Και να μην ντραπεί! είπε πάλι ο Αντώνης.

- Και ούτε να μας δώσει κι εμάς! διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξανδρος.

Μα τον αποπήρε ο Αντώνης.

- Δεν ντρέπεσαι; Τέτοια μπισκότα! φώναξε.

Ο Αλέξανδρος ντράπηκε πολύ. Μα δεν ήξερε καλά γιατί. Και είπε σηκώνοντας το κεφάλι η Αλεξάνδρα:

- Το μόνο που μας ξεπλένει είναι ίσα ίσα που δεν τα φάγαμε, ούτε και η Πουλουδιά που τα ζήτησε. Τουλάχιστον έτσι ξεπλένεται κι εκείνη.

Μόνη η Πουλουδιά δεν είχε μιλήσει. Όσο ήταν παρών ο Γιάννης αισθάνουνταν κάπως σίγουρη και ικανοποιημένη. Μα, μιας και είχε φύγει ο Γιάννης κι έμειναν μεταξύ τους τ' αδέλφια, της φάνηκε πως ξέπεφτε η αξία του, οι αποφάσεις του δεν είχαν πια τη σπουδαιότητα που φαίνουνταν να έχουν την ώρα που τις βεβαίωνε.

Τα λόγια της Αλεξάνδρας της ήλθαν ουρανοκατέβατα, της έδωσαν αέρα. Σήκωσε πάλι το κεφάλι και είπε στερεώνοντας τη φωνή της:

- Ναι, καλύτερα που δεν τα φάγαμε τα μπισκότα. Και η κερα-Ρήνη είπε πως, για να μου δώσουν τόσα, θα ήταν ταγκά...

Με αγανάκτηση τη διέκοψε ο Αντώνης:

- Δεν ντρέπεσαι! Τα μπισκότα του βασιλέα!

Όλα μαζί τ' αδέλφια τής ρίχθηκαν πάλι, και σώπασε η Πουλουδιά ντροπιασμένη, αποθαρρυμένη.

Δεν είχε τύχη σήμερα. Λόγια και πράξεις, όλα της έβγαιναν ξινά.

Και όταν τη ρώτησε η Αλεξάνδρα «Τι ήταν που ήθελες να πεις πριν για τη ραφτομηχανή;», απογοητευμένη αποκρίθηκε: «Τίποτα». Αν το λεγε, θα της έβγαινε κι αυτό στραβό. Θα συμμαχούσε η Αλεξάνδρα με τον Αντώνη και δε θα της έλεγε ο Αντώνης τίποτε άλλη φορά. Και σώπασε. Και μπήκαν μέσα τ' αδέλφια της κι έμεινε μόνη η Πουλουδιά, με μια μεγάλη όρεξη για κλάματα που δύσκολα τα συγκρατούσε. Μα γιατί; Τι της έφταιγε; Ούτε μπάτης γρουσούζης φυσούσε ούτε...

Στο σιδερένιο τραπέζι είχε μείνει ριγμένο το βασιλικό γαλάζιο κοχλάδι με τις κόκκινες πιτσιλάδες και το κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι. Αυτά ήταν τα γρουσούζικα! Αυτά τα είχαν κάνει όλα... Τ' άρπαξε κι έτρεξε να τα ρίξει στο δρόμο. Η Αφροδίτη στέκουνταν στο πεζοδρόμιο και σιγοκουβέντιαζε με την τραπεζιέρα της Αλίς. Άκουσε τα βήματα και σήκωσε το κεφάλι.

- Τι θέλεις, Πουλουδιά; ρώτησε.

- Τίποτα, αποκρίθηκε η Πουλουδιά κι έκανε να υποχωρήσει κατά την τραπεζαρία. Μα στην πόρτα βρήκε την κερα-Ρήνη που γύρευε την Αφροδίτη.

Την είδε κακόκεφη, γέλασε και της είπε:

- Έλα, τι έχεις πάλι; Μπουρινάκια;

- Όχι... μα... έκανε η Πουλουδιά, όλο και πιο έτοιμη «ν' ανοίξει τις βρύσες», καθώς έλεγε ο Αντώνης.

Η κερα-Ρήνη της έδωσε μια φιλική σπρωξιά.

- Έλα, της είπε, είσαι πάλι στις κακές σου! Μα έχω τρόπο να σε γλυκάνω. Τι μου δίνεις, να σου δώσω εγώ μια κουταλιά σταφύλι γλυκό, που τώρα το κατέβασα από τη φωτιά;

Σταφύλι γλυκό! Το πιο αγαπημένο της! Τα κέφια της Πουλουδιάς ξαναγύρισαν μεμιάς. Αυθόρμητα τέντωσε το χέρι της με τα βασιλικά της δώρα.

- Σου τα δίνω αυτά! είπε ολόκαρδα. Πάρ' τα! Μου τα χάρισε η βασίλισσα κι εγώ σου τα χαρίζω σένα, δεν τα θέλω, είναι γρουσούζικα!

Και πήγε στην κουζίνα και της έδωσε η κερα-Ρήνη ολόκληρο ένα πιατάκι γλυκό, τόσο είχε χαρεί με τα βασιλικά δώρα της Πουλουδιάς.