Τρελαντώνης/Κεφάλαιο Ζ'
←ΣΤ'. Ο ναργιλές | Τρελαντώνης Συγγραφέας: Ζ'. Στραβοτιμονιές |
Η'. Ο μπάτης ο γρουσούζης→ |
Θα 'ρθει σήμερα η Αλίς! είπε η Αλεξάνδρα έξαφνα.
- Αλήθεια! μουρμούρισε η Πουλουδιά. Και... αμέ αν είναι Εβραία;
- Πφφφ!... έκανε ο Αντώνης. Ο Γιάννης λέγει πως αυτά είναι ανοησίες.
Και χώνοντας το ψωμοτύρι του στην τσέπη, σκαρφάλωσε στη γαζία, το παρατηρητήρι του.
Στην πλαγινή αυλή δεν ήταν παρά η Αλίς με τον Αλέκο. Είχαν ακούσει το τρίξιμο της γαζίας, είχαν δει τα κλαδιά να γέρνουν από το βάρος του Αντώνη και περίμεναν με σηκωμένο το κεφάλι κι ένα φαρδύ χαμόγελο στο στόμα.
- Να έλθομε; ρώτησε η Αλίς.
- Ναι, σας περιμένομε! αποκρίθηκε ο Αντώνης.
- Στάσου, Αντώνη... ψιθύρισε η Αλεξάνδρα πιάνοντας, για να υψωθεί, το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας.
Μ' αψηφώντας την αδελφή του, ρώτησε ο Αντώνης:
- Πού είναι ο Μαξ;
- Έξω, αποκρίθηκε η Αλίς δείχνοντας αόριστα κάπου με το χέρι. Μα θα έλθει σε λίγο. Αν μας θέλετε εμάς, ερχόμαστε!
Τα κορίτσια, που δεν πρόφθασαν ν' αποφασίσουν ποιος είχε δίκαιο, από τον Γιάννη ή τον Στάμο, έμειναν μουδιασμένα σαν μπήκε η Αλίς, η Αλεξάνδρα στο σκοινί της, η Πουλουδιά καθισμένη σε μιαν άδεια κάσα και παίζοντας ταμπούρλο με τα τακούνια της.
- Καλημέρα, είπε η Αλίς.
- Καλημέρα, αποκρίθηκαν οι αδελφές.
- Καλημέρα, είπε και ο Αλέξανδρος, που στην αμφιβολία του είχε βάλει το δάχτυλο στο στόμα και κοίταζε μια τις αδελφές του και μια τον Αντώνη που κατέβαινε από κλαδί σε κλαδί. Και κανένας δεν κούνησε.
Η Αλίς, που περίμενε πιο θερμή υποδοχή, κοντοστάθηκε. Ο Αλέκος επίσης. Τα πράματα θα δυσκολεύουνταν πολύ, αν εκείνη την ώρα δεν τσάκιζε το τελευταίο κλαδί της γαζίας, παίρνοντας κάτω τον Αντώνη πιο γρήγορα απ' ό,τι το λογάριαζε κείνος.
Γενικό γέλιο ξέσπασε και όλοι έτρεξαν να τον σηκώσουν. Το κλαδί ήταν χαμηλό, ο Αντώνης παλικάρι, δεν είχε, λέει, χτυπήσει, και η κατρακύλα του πήρε μαζί της τη στενοχώρια της πρώτης στιγμής, που έλιωσε μες στα γέλια.
- Να σ' έβλεπε ο μπαμπούλας!... είπε ξεκαρδισμένη η Αλίς.
- Πάει ο μπαμπούλας! αποκρίθηκε ο Αντώνης.
- Ξέρεις, Αλίς; Έφυγε ο μπαμπούλας! πρόσθεσε ο Αλέξανδρος.
Η Αλίς του γύρισε το χαρούμενο πρόσωπο της.
- Το ξέρω, είπε. Ο Μαξ κι εγώ την είδαμε.
- Κι εγώ την είδα, πρόσθεσε ο Αλέκος.
Τ' αδέλφια σάστισαν. Περίεργα μαζεύθηκαν όλα γύρω στην Αλίς.
- Πού την είδατε;
- Την ώρα που έφευγε. Χθες βράδυ.
- Ήταν άσχημηηη!!! Και ήταν η μύτη της κόκκινηηη!!! Πφούι! έκανε ο Αλέκος.
- Πώς την είδατε; Πού; Πότε έφυγε; ρώτησαν όλα μαζί τα τέσσερα αδέλφια.
- Έξω, στο δρόμο. Έφυγε με το αμάξι, τη νύχτα, είπε η Αλίς πολύ υπερήφανη πως είχε τόσα να διηγηθεί. Εμείς το ξέραμε πως θα φύγει. Η μαμά το είπε ευθύς. Η μαμά είπε: «Δεν μπορούν πια να την κρατήσουν, μιας και το μήνυσε η βασίλισσα...»
- Τι μήνυσε η βασίλισσα; ρώτησαν τα δυο κορίτσια με κομμένη από τη συγκίνηση αναπνοή.
- Μπα! Δεν το ξέρετε; Βέβαια! Το μήνυσε η βασίλισσα! Την ώρα που γυρίσατε χθες, δεν κάθουνταν η βασίλισσα με τη Ρωσίδα κυρία της Τιμής και με το βασιλέα και με τους αξιωματικούς απέξω από την αυλή τους;
- Ναι! Τους είδαμε! είπε η Αλεξάνδρα.
- Λοιπόν σας είδαν κι εκείνοι! Και μήνυσε η βασίλισσα της θείας σας πως ήταν ο μπαμπούλας μεθυσμένος!
- Τι ήταν; ρώτησε η Πουλουδιά.
- Μεθυσμένη, στουπί! είπε ο Αλέκος.
- Και πώς το ήξερε η βασίλισσα; έκανε σαστισμένος ο Αντώνης.
- Ε, καλά, δε φαίνουνταν; Η φούστα της ήταν ξεκούμπωτη, το καπέλο της στραβό... Σαν καρνάβαλος ήταν! είπε η Αλίς.
Ναι, τη θυμήθηκαν τ' αδέλφια, και πώς σκόνταφτε και πώς ξέχασε πίσω τον Αλέξανδρο και πώς μια από δω πήγαινε και μια από κει, σα μαούνα άδεια που την κυλούν τα κύματα.
- Κι έκανε την άρρωστη, εξακολούθησε η Αλίς, και η θεία σας τρόμαξε κι έφερε το γιατρό, γιατί νόμιζε πως είχε παραμιλητά, και ύστερα στάθηκαν στην πόρτα και την κοίταζε ο γιατρός και την είδε που έβγαζε μια μποτίλια από κάτω από το μαξιλάρι της κι έπινε. Και ύστερα ήλθε το μήνυμα της βασίλισσας και είπε η θεία σας: «Αυτή δεν μπορεί πια να μείνει, αυτή θα φύγει αμέσως!» Και της έδωσε ο γιατρός... δεν ξέρω τι γιατρικό, που την ξεμέθυσε, και την κατέβασαν κι εκείνη και το σεντούκι της και την έβαλαν σ' ένα αμάξι και δρόμο!
Άκουαν τ' αδέλφια σαστισμένα.
- Μα πώς τα ξέρεις όλα αυτά; ρώτησε ο Αντώνης.
- Μας τα είπε η μαγείρισσα μας, που της τα είπε η δική σας. Και τ' άκουσε η μαμά και βγήκε στη βεράντα να δει. Είχε παύσει η βροχή και κατεβήκαμε στο δρόμο με τον Μαξ και την είδαμε που έφευγε. Ήταν πολύ θυμωμένη, αληθινός μπαμπούλας! Κι έλεγε άσχημα λόγια, και είπε πως οι Έλληνες είναι πρόστυχοι. Εγώ δεν καταλάβαινα. Μα ο θείος σας θύμωσε και τη μάλωσε. Κι εκείνος το είπε του πατέρα.
Τ' αδέλφια κοίταζαν την Αλίς με ακράτητο θαυμασμό! Τέτοιο γλέντι να γίνει στο σπίτι τους και να μην το ξέρουν!
- Κρίμα! είπε πικρά ο Αντώνης. Εγώ ήθελα να τη δω σαν έφευγε!
- Εσείς πότε το μάθατε; ρώτησε ο Αλέκος.
- Σήμερα το πρωί μόνο.
- Και δεν απορήσατε πώς να φύγει έτσι ξαφνικά ο μπαμπούλας; ρώτησε η Αλίς.
Και βέβαια τ' αδέλφια είχαν απορήσει.
- Και δε ρωτήσατε κανένα; Και βέβαια είχαν ρωτήσει.
- Και τι σας είπε η θεία σας;
Τ' αδέλφια ομολόγησαν πως δε ρώτησαν τη θεία.
- Ποιος ρωτά ποτέ τη θεία; έκανε σκανδαλισμένος ο Αλέξανδρος.
- Αμέ ποιον ρωτήσατε;
- Την Αφροδίτη.
- Και τι σας είπε η Αφροδίτη;
- Πως ούτε είδε ούτε ήξερε πότε έφυγε η μις Ράις.
- Αχούχα! έκανε ο Αλέκος. Η Αφροδίτη είπε ψέματα!
Τ' αδέλφια κοντοστάθηκαν. Η κατηγορία ήταν μεγάλη, η λέξη βαριά. Ψέματα στο σπίτι κανένας δεν έλεγε. Μπορούσε να είχε λάθος η Αφροδίτη· μπορούσε να λέγει κοροφέξαλα η κερα-Ρήνη. Μπορεί να μην κατάλαβαν και οι δυο... Μα να πει ψέματα η Αφροδίτη!...
Πειραγμένη είπε η Αλεξάνδρα:
- Η Αφροδίτη δε λέγει ψέματα!
- Πώς δε λέγει; διέκοψε ο Αλέκος. Αφού ήταν στο δρόμο και βοήθησε τον αμαξά ν' ανεβάσει το σεντούκι του μπαμπούλα κοντά του... Και μάλιστα στραμπούλησε το χέρι της!
Αυτή η τελευταία κατηγορία έπεσε σαν μπαλτάς στο κεφάλι των τεσσάρων αδελφιών, που στάθηκαν άφωνα. Μια στιγμή δε μίλησε κανένας. Ύστερα, ντροπαλά, είπε η Πουλουδιά:
- Η Αφροδίτη είναι πολύ καλή... και μας αγαπά πολύ... και θα νόμιζε πως θα λυπηθούμε που έφυγε η μις Ράις...
- Αχούχα! έκανε πάλι ο Αλέκος, σκασμένος στα γέλια. Να λυπηθείτε πως έφυγε ο μπαμπούλας;
- Ναι! είπε η Πουλουδιά, αγανακτισμένη για την απιστία του Αλέκου. Εγώ μια φορά έκλαψα, σαν έφυγε η μις Μέι. Και το είπα μια μέρα της Αφροδίτης.
- Ποια είναι η μις Μέι;
- Μια άλλη δασκάλισσα που είχαμε.
- Σας έδερνε και αυτή;
- Όχι, ομολόγησε η Πουλουδιά.
- Τούτη όμως σας έδερνε. Λοιπόν; είπε ο Αλέκος.
Και τα τέσσερα αδέλφια δε βρήκαν απάντηση. Και κοκορεύθηκε ο Αλέκος με την επιτυχία του και είπε:
- Γίνεται μια τέτοια φασαρία στο σπίτι σας και σεις ούτε παίρνετε χαμπάρι! Ούτε ρωτάτε τίποτα! Και χάβετε ό,τι κολοκύθια σας πουν!
Ο Αντώνης άρχισε να θυμώνει. Απ' όλη αυτή την ιστορία έβγαινε μειωμένος και αυτός και τ' αδέλφια του και όλο το σπιτικό. Αυτός και τ' αδέλφια του περνούσαν για μπούφοι, εκεί που η Αλίς και ο Αλέκος όλα τα ήξεραν και όλα τα είχαν δει. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ξανασηκώσει το γόητρο του σπιτιού του.
- Και πρώτον, είπε με στόμφο, η θεία δεν επιτρέπει κουσκουσουριές στο σπίτι, ούτε στην υπηρεσία ούτε σε μας! Και θα είπε της Αφροδίτης να μην πει τίποτα για ό,τι έγινε...
- Πουφ! διέκοψε ο Αλέκος. Και πώς το μάθαμε μεις; Από την Αφροδίτη και την κερα-Ρήνη σας!
Το πράμα ήταν ασυζήτητο. Μ' όλο του το θυμό, ο Αντώνης δε βρήκε απάντηση. Και είπε γλυκά η Αλίς:
- Καλά, αν δεν έπρεπε να μιλήσει η Αφροδίτη, καλά κάνατε να μην τη ρωτήσετε. Μα τη θεία σας; Γιατί δε ρωτήσατε τη θεία σας;
Αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα:
- Εμείς δε ρωτούμε τίποτα τη θεία μας!
Ο Αντώνης θύμωσε με την Αλεξάνδρα, γιατί αυτά τα κορίτσια έχουν μανία να τα διηγούνται όλα στη γειτονιά. Μα δεν είπε τίποτα κι έσφιξε με λύσσα τα δόντια του.
- Μπα; Γιατί; Εμείς όλα τα ρωτούμε της μαμάς και του πατέρα και δε φοβούμαστε κανένα, και είμαστε ελεύθεροι και ό,τι θέλομε λέμε και σ' όλους τα λέμε...
Αυτή τη φορά έσκασε ο Αντώνης.
- Μα, εσείς, φώναξε έξω φρενών, σηκώνοντας απειλητικά τη γροθιά του; εσείς όλα τα κακά τα κάνετε! Εσείς σταυρώσατε το Χριστό!
Σα να 'πεσε κεραυνός στην αυλή. Μετά τον πάταγο απλώθηκε σιωπή. Κανένας δε μίλησε. Η Αλίς, τρομαγμένη, κοίταζε τ' αδέλφια, ο Αλέκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ο Αλέξανδρος φοβήθηκε και για προστασία, έπιασε το χέρι της Πουλουδιάς, και τα δυο κορίτσια έσκυψαν το κεφάλι σα να περίμεναν μεγάλο κακό. Κι εκεί ακούστηκε ήσυχη η φωνή της θείας:
- Αντώνη! Έλα πάνω που σε θέλω!
Και πάλι κανένας δε μίλησε. Όλα τα μάτια γύρισαν προς τον Αντώνη που στέκονταν σα μουδιασμένος. Την ίδια στιγμή η πόρτα της αυλής άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μαξ. Σα να ξύπνησε ξαφνικά, η Αλίς ξέσπασε στα κλάματα, όρμησε προς την εξώπορτα, έσπρωξε πίσω τον Μαξ και βγήκε μαζί του, παρασέρνοντας στην ορμή της και τον Αλέκο, που, βγαίνοντας, ξανάκλεισε την πόρτα. Κοίταξε ο Αντώνης την πόρτα, ύστερα κοίταξε μια μια τις αδελφές του. Και σηκώνοντας το κεφάλι, μπήκε στο σπίτι. Τα κορίτσια έμειναν παραζαλισμένα, η Αλεξάνδρα ακίνητη σαν τη γυναίκα του Λώτ, η Πουλουδιά κρατώντας ακόμα το χέρι του Αλέξανδρου. Κι άξαφνα, στην πλαγινή αυλή, ακούστηκαν κλάματα και μια γυναικεία φωνή που σιγά παρηγορούσε.
- Η Αλίς κλαίει! είπε η Πουλουδιά. Και τα λέγει τώρα στη μαμά της...
- Και ο Αντώνης; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.
- Θα τις φάγει! είπε η Αλεξάνδρα ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. Πάμε να τον παρηγορήσομε!
Βρήκαν τον Αντώνη καθισμένο στη βεράντα, ακουμπισμένο στην κουπαστή, το πρόσωπο κρυμμένο στα διπλωμένα του μπράτσα. Τρόμαξαν τ' αδέλφια. Ποτέ δεν τον είχαν δει έτσι.
- Κλαις, Αντώνη; ρώτησε η Αλεξάνδρα χαμηλόφωνα, βάζοντας το χέρι της σιγά στον ώμο του.
Χωρίς να γυρίσει, το έσπρωξε κείνος πίσω ακατάδεχτα.
Τον ήξεραν τον Αντώνη τ' αδέλφια του, πως, όσο πιο λυπημένος ήταν, τόσο πιο ακατάδεχτος γίνουνταν και τόσο πιο δεν ήθελε παρηγοριές και συμπάθειες. Και στάθηκαν πλάγι του αποσβολωμένα και σιωπηλά, λυπημένα όσο κι εκείνος. Κι ενώ στέκουνταν και τα τρία πίσω του, χωρίς μιλιά και μαραμένα, βγήκε ο θείος στη βεράντα. Το θείο Ζωρζή δεν το φοβούνταν τ' αδέλφια. Τον ήξεραν γλυκό και υπομονετικό, πάντα έτοιμο να συγχωρήσει, να γελάσει και να χαϊδέψει. Στέναξαν από ανακούφιση και τα τρία σαν τον είδαν, ξέροντας πως η παρηγοριά τώρα ήταν κοντά.
Πέρασε ο θείος χαϊδευτικά το χέρι του στο κεφάλι του Αλέξανδρου, χαμογέλασε στα δυο κορίτσια και, καθίζοντας σε μια καρέγλα, τράβηξε τον Αντώνη στην αγκαλιά του. Έκανε ο Αντώνης ν' αντισταθεί. Μα ήταν ο θείος πιο δυνατός. Και βλέποντας πως δεν μπορεί να του ξεφύγει, σκέπασε ο Αντώνης το πρόσωπο του με τα χέρια του κι έμεινε όρθιος ανάμεσα στα γόνατα του θείου.
- Έλα, πες μου τώρα τι έκανες, του είπε κείνος με καλοσύνη, και γιατί πάλι θύμωσες τη θεία σου και την ανάγκασες να σε δείρει, κοτζάμ αγόρι οκτώ χρονών, ε;
Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Και μπροστά του τα τρία αδέλφια περίμεναν, συγκινημένα, τα καλά λόγια του θείου που θα γιάτρευαν τη λύπη του Αντώνη. Μα ο θείος δε βιάζουνταν να μιλήσει. Σκέπτουνταν και κοίταζε το γυρτό κεφάλι του ανιψιού του. Και είπε αργά ο θείος:
- Έκανες, ξέρεις, Αντώνη, μιαν άσχημη πράξη, όταν μες στο σπίτι σου πρόσβαλες μουσαφίρη! Κι έκανες μιαν ακόμα πιο κακή πράξη, όταν πείραξες το μουσαφίρη αυτόν στη θρησκεία του, δηλαδή σε ό,τι έχει πιο ιερό! Γιατί το έκανες;
Ο Αντώνης δε μίλησε. Δειλά ακούμπησε η Πουλουδιά το χέρι της στο γόνατο του θείου και ρώτησε:
- Μα, θείε, οι Εβραίοι έχουν θρησκεία;
- Βέβαια έχουν! αποκρίθηκε ο θείος.
- Μ' αφού σταύρωσαν το Χριστό;
- Και ο Χριστός ήταν Εβραίος, είπε πάλι ο θείος.
Ένα «ω!!!» γενικό του αποκρίθηκε. Και από τη σάστισή του, ο Αντώνης κατέβασε τα χέρια του. Συλλογίστηκε μια στιγμή ο θείος και ύστερα είπε: - Είναι πολλά, πολλά χρόνια, σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, που μερικοί κακοί Εβραίοι, «Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί», όπως λέγει το Ευαγγέλιο, και αρχιερείς μέσα σ' αυτούς, τον σταύρωσαν το Χριστό, γιατί τον μισούσαν και τον φθονούσαν που ήταν τόσο καλός και πονόψυχος και που τον αγαπούσε όλος ο κόσμος, γιατί κι εκείνος αγαπούσε όλο τον κόσμο και συγχωρούσε τους αμαρτωλούς και παρηγορούσε τους λυπημένους και γιάτρευε όλους τους πονεμένους και σκορπούσε χαρά όπου περνούσε. Και τον ζούλεψαν και τον μίσησαν και τον σκότωσαν. Μα όλοι αυτοί που τον αγαπούσαν και τον ακολουθούσαν και τον λάτρευαν, μήπως και αυτοί δεν ήταν Εβραίοι;
- Αλήθεια, θείε; αναφώνησε η Αλεξάνδρα.
- Αλήθεια, βέβαια! αποκρίθηκε γελαστά ο θείος. Και απ' αυτούς τους καλούς Εβραίους, άλλοι έγιναν χριστιανοί και άλλοι έμειναν Εβραίοι, ίσως γιατί δεν τους εξήγησαν καλά τι ήταν ο Χριστός, ίσως γιατί δεν ήθελαν ν' αφήσουν την παλιά τους θρησκεία. Και αυτωνών τα παιδιά και τα εγγόνια και οι απόγονοι έμειναν καλοί Εβραίοι και λατρεύουν και αυτοί το Θεό σαν κι εμάς, μόνο που το Χριστό, αντί για Θεό, που τον λατρεύομε μεις, τον έχουν' αυτοί για προφήτη. Και μερικοί απ' αυτούς, σα λ.χ. τον κύριο Χορν, είναι τόσο καλοί, που μακάρι να ήταν σαν κι αυτούς όλοι οι Χριστιανοί!
Από τη σαστισμάδα της η Αλεξάνδρα διέκοψε το θείο:
- Μα, θείε, δεν μπορούν να είναι οι Εβραίοι καλοί, αφού, σα δουν σταυρό, πέφτουν ξεροί!
- Τι κάνουν, λέει;
- Πέφτουν ξεροί! Ναι, θείε, μας το είπε ο Στάμος!
- Κι έπεσε σήμερα η Αλίς Χορν ξερή; ρώτησε ο θείος.
Και με το δάχτυλο έδειξε το σταυρό της Αλεξάνδρας, και ύστερα το σταυρό της Πουλουδιάς, και ύστερα και του Αλέξανδρου, που και οι τρεις κρέμουνταν στο αλυσιδάκι τους, από πάνω από τα φορέματα των παιδιών. Τ' αδέλφια κοιτάχθηκαν σαστισμένα. Τους είχαν ξεχάσει τους σταυρούς τους, δεν είχαν παρατηρήσει πως ήταν έξω και δεν είχαν σκεφθεί να τους κρύψουν, σαν ήλθε η Αλίς στην αυλή τους. Και είπε ο Αντώνης, μιλώντας πρώτη φορά:
- Καλά είπε ο Γιάννης πως είναι ανοησίες...
Η φωνή του Αντώνη σκόρπισε τα τελευταία σύννεφα. Τ' αδέλφια του πέταξαν φωνές και γέλια, από τη χαρά που ξαναμίλησε ο Αντώνης, και ο θείος τούς πρότεινε έναν περίπατο. Μαζί, χωρίς καπέλα, κατέβηκαν στο Πασαλιμάνι και μαζί ξανανέβηκαν πάλι τον ανήφορο και ακολούθησαν το δρόμο που γυρνά στο λόφο και πήγαν σ' ένα καφενεδάκι και ο θείος τούς τρατάρησε όλους από ένα μαστιχάτο λουκούμι.
- Και αύριο, Κυριακή, θα μηνύσομε της Αλίς να έλθει να παίξει μαζί σας, για να ξεχάσει κι εκείνη την άσχημη σημερινή εντύπωση, είπε ο θείος κοιτάζοντας ένα ένα τα τέσσερα ανίψια του από μέσα από τα ρυτιδωμένα μάτια του, που τα στένευε όλο και περισσότερο το πλατύ χαμόγελο του.