Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
Β'. Οι κατσίκες


Είχαν επιστρέψει τ' αδέλφια στο σπίτι με την Εγγλέζα δασκάλα που αισθάνθηκε, λέει, κακοδιάθετη και ανέβηκε στην κάμαρα της. Τ' αδέλφια μείναν στην αυλή για να παίξουν, που ήταν ακόμα μέρα, μα κανένας δεν είχε κέφι για παιχνίδια, γιατί ο Αλέξανδρος, στην επιστροφή εκείνο το απόγεμα, είχε ντροπιάσει την οικογένεια.

- Πώς του ήλθε να το κάνει! είπε η Αλεξάνδρα σμίγοντας τα δυο της χέρια κάτω από το πιγούνι της.

Ο ένοχος κάθουνταν στο πεζούλι τής πίσω πόρτας του σπιτιού, τα χέρια ακουμπισμένα στην πέτρα όπου απλώνουνταν φουντωτή η άσπρη του κεντημένη φουστίτσα, τα μάτια πρησμένα από τα κλάματα, το μυτάκι κατακόκκινο, τα χείλια σφιγμένα για να συγκρατήσει τ' αναφιλητά που όλο ξανανέβαιναν. Κοίταζε πότε τη μεγάλη του αδελφή, που φαίνουνταν ζαλισμένη από το κακό που της ήλθε στο κεφάλι, πότε τον Αντώνη, που, μισοκρεμασμένος από το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας, ξεχνούσε από την αγανάκτηση του να κάνει τη σβούρα στριφογυρίζοντας στο τακούνι του, και πότε την Πουλουδιά, που συνήθως ήταν κόμμα του, μα που κι εκείνη τώρα έσκυβε το μέτωπο κάτω από την οικογενειακή συμφορά.

- Φαντάσου να το ήξερε η μαμά πως είπε «Βρε συ!» σ' έναν αξιωματικό! είπε αργοπροφέροντας μια μια τις λέξεις του ο Αντώνης.

- Και να σηκώσει και τη γροθιά του! είπε η Αλεξάνδρα.

- Και να χτυπήσει το πόδι του εμπρός, σα να τραβούσε σπαθί! πρόσθεσε ο Αντώνης.

- Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό! είπε η Αλεξάνδρα.

Ο Αλέξανδρος, στη φοβερή αυτή ενθύμηση, έλιωσε πάλι στα κλάματα.

- Μα δεν το ήξερα πως ήταν αξιωματικός! είπε ανάμεσα στα δάκρυα του.

- Πώς δεν το ήξερες; Δεν τον είδες, με την άσπρη του στολή και τα χρυσά γαλόνια στο πηλήκιο του; ρώτησε αυστηρά ο Αντώνης.

- Τον είδα... μα τον είδα αφού το είπα!

- Καλά, δεν άκουσες τ' άλογο του που ήρχουνταν πίσω μας;

- Το άκουσα. Μα νόμιζα πως ήταν ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Στάθηκε μια στιγμή ο Αντώνης να σκεφθεί και να ζυγίσει αυτή την πιθανότητα. Μα τη βρήκε αστήριχτη.

- Αυτά που λες μόνο ένα μωρό σαν και σένα μπορεί να τα πει! του αποκρίθηκε με το πιο αυστηρό του ύφος. Άκουσες μήπως το τσίκι τσάκα που κάνουν οι κανάτες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, σαν τρέχει το γαϊδουράκι του;

- Όοοχι... ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

- Και δεν άκουσες το κλοπακλόπ, κλοπακλόπ, κλοπακλόπ που κάνει το άλογο σαν τρέχει και που δε μοιάζει καθόλου με το τακ, τακ, τακ του γαϊδουριού;

- Ναι... τ' άκουσα... αποκρίθηκε ακόμα πιο σιγά ο Αλέξανδρος.

- Και αμέ το κλικικλίκ του σπαθιού στη σέλα; έκαμε η Αλεξάνδρα, για να μη μείνει πίσω στην παρατηρητικότητα και την περιγραφή. Με αυτή την ενθύμηση του σπαθιού του αξιωματικού, καινούρια δάκρυα του Αλέξανδρου. Κι είπε η Αλεξάνδρα, αναπολώντας πάλι το δράμα:

- Ήρχουνταν ο αξιωματικός από την Καστέλα... Κι έτρεχε για να πάγει σπίτι του... Και βλέπει μπροστά του τέσσερα παιδιά που θα νόμιζε, βέβαια, πως είναι καλοαναθρεμμένα παιδιά. Κι άξαφνα, το πιο μικρό, γυρνάει πίσω, κάνει απότομα ένα βήμα μπροστά...

- Σα να έκανε έφοδο! διέκοψε με αγανάκτηση ο Αντώνης.

- Ναι, σα να έκανε έφοδο! επανέλαβε η Αλεξάνδρα. Και σηκώνοντας τη γροθιά του, φωνάζει: «Βρε συ!» Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό!

Ο Αλέξανδρος ήταν αναλυμένος πια όλος στα δάκρυα.

- Και δε θύμωσε ο αξιωματικός, είπε συντριμμένη η Πουλουδιά, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της, όπου βάραινε όλη η ντροπή του αδελφού της, και δε μάλωσε... μόνο γέλασε!

- Ναι, φαντάσου! Γέλασε! επανέλαβε καταστενοχωρεμένη η μεγάλη αδελφή.

Αυτή τη φορά απέκανε ο Αλέξανδρος. Έσκυψε το κεφάλι του στα γόνατα του κι έπνιξε δάκρυα και αναφιλητά στ' άσπρα κεντήματα της φούστας του. Η Αλεξάνδρα και ο Αντώνης, ακίνητοι, τον κοίταζαν με όλη την αυστηρότητα που άξιζε το έγκλημα του. Η Πουλουδιά όμως, ίσως γιατί ήταν πιο μικρή και είχε τα κλάματα πιο εύκολα, ίσως γιατί ο Αλέξανδρος, στους καβγάδες, ήταν πάντα κόμμα της, η Πουλουδιά ένιωσε να γεμίζουν και τα δικά της μάτια δάκρυα και ν' ανεβαίνει κάτι πνιγερό στο λαιμό της, και, σκύβοντας στις πέτρες της αυλής, έβγαλε τους βόλους της από την τσέπη της και άρχισε να παίζει μόνη της, ανοίγοντας όσο μπορούσε πλατύτερα τα μάτια της, για να στεγνώσουν πριν στάξουν τα δάκρυα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας:

- Αλεξάνδρα! Αντώνη!... Πού είναι τα παιδιά; Και πού είναι η μις Ράις;

Τα τέσσερα αδέλφια ανορθώθηκαν. Η Πουλουδιά πέταξε χάμω όλους της τους βόλους και τίναξε τα σκονισμένα χέρια της, η Αλεξάνδρα έτρεξε στον Αλέξανδρο, του κατέβασε και του έσιαξε την τσαλακωμένη του φούστα και με το χέρι βιαστικά βρούτσισε στην κανονική τους θέση τα κάπως ανακατωμένα ξανθά του κατσαρά, ο Αντώνης, παρατώντας το σκοινί όπου κουνιούνταν κρεμαστός, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε, σα να τον ανακάλυψε πρώτη φορά, ένα βασιλικό φουντωμένο στη γλάστρα του. Και η θεία, κοντή, στρογγυλή, παχιά, ευκίνητη όμως κι ελαφριά σαν μπάλα λαστιχένια, βγήκε στην αυλή. Μόλις είχε φθάσει απέξω. Φορούσε ακόμα το καπέλο και τα γάντια της.

Έριξε γύρω της μια γοργή ματιά, που περιτύλιξε και τα τέσσερα αδέλφια μεμιάς, και είπε:

- Μόνοι σας; Πού είναι η μις Ράις;

- Πήγε στην κάμαρα της... άρχισε η Αλεξάνδρα. Μα τη διέκοψε η θεία:

- Γιατί;

- Ήταν άρρωστη και...

- Δε βγήκε μαζί σας; διέκοψε πάλι η θεία.

- Ναι, βγήκαμε. Μα, σα γυρίσαμε, είπε πως ήταν άρρωστη... Βήματα ακούστηκαν από μέσα και ο θείος Ζωρζής βγήκε στην πόρτα, κοντός, στρογγυλός, παχύς, με το αγαθό του χαμόγελο που ξανάνιωνε το σταχτί του κεφάλι και τ' άσπρα του φρύδια.

- Η μις Ράις είναι πάλι άρρωστη, είπε η θεία γυρνώντας σ' εκείνον.

- Άρρωστη; Τι έπαθε! Καλώς τα παιδιά! Ελάτε στη βεράντα, που ήλθε η θεία Αργίνη με τον Γιάννη...

Μια φωνή της θείας τον διέκοψε:

- Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας; Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ;

Όλοι γύρισαν σαστισμένοι.

Σκυμμένη εμπρός, σηκώνοντας με τα δυο της χέρια τις φούστες της, στις μύτες των ποδαριών της, σα να φοβούνταν μη λερωθεί πατώντας ολόκληρα τα παχιά της ποδαράκια, κοίταζε η θεία με φρίκη και αηδία το θησαυρό της Πουλουδιάς σκορπισμένο στις πλάκες.

- Ποιος έβαλε μέσα κατσίκες; επανέλαβε. Και φώναξε:

- Ειρήνη!

Στο παράθυρο της κουζίνας παρουσιάστηκε το συγυρισμένο κεφάλι της μαγείρισσας.

- Ορίστε, κυρία!

- Ποιος έμπασε κατσίκες στην αυλή μας;

- Κατσίκες;

Έσκυψε να δει εκεί που έδειχνε το αμείλικτο δάχτυλο της θείας.

- Πωπώ! έκανε.

Και υποψιάρικα πρόσθεσε:

- Μην τις έβαλε μέσα ο Αντώνης;

- Εγώ; Όχι! έκανε ξαφνισμένος ο Αντώνης. Μα πού είναι οι κατσίκες;

- Έ, ανόητε! είπε γελώντας ο θείος. Οι κατσίκες ξανάφυγαν, μ' άφησαν πίσω τους τα... τα σημάδια τους! πρόσθεσε με καινούριο ξεκάρδισμα.

Την ίδια ώρα εμφανίζουνταν η Ειρήνη με σκουπάκι και φαράσι. Και μουρμουρίζοντας και γρινιάζοντας «Τι βρώμες... πωπώ... τι αηδίες, στις παστρικές μας πλάκες κιόλα...», μάζεψε όλους τους βόλους της Πουλουδιάς, γοργά, στο φαράσι της. Μα η Πουλουδιά δε στάθηκε να δει και ν' ακούσει το τέλος της ιστορίας. Από τα πρώτα λόγια του θείου, σαν κατάλαβε τι ήταν ο θησαυρός της, τρομαγμένη κοίταξε τ' αδέλφια της. Αντάμωσε την περιφρονητική ματιά της Αλεξάνδρας, το κοροϊδευτικό σήκωμα των φρυδιών του Αντώνη, το ξαφνισμένο, όλο ρωτήματα μουτράκι του Αλέξανδρου και, βουλιάζοντας κάτω από το βάρος της ντροπής, παρακαλώντας μέσα της να την καταπιεί η γη, δίπλωσε τους ώμους της, χώθηκε σιγά στο κούφωμα της πόρτας και, ξεγλιστρώντας πίσω από το θείο, έτρεξε στη σκάλα, ανέβηκε δυο δυο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της, που ήταν όλων των αδελφών κάμαρα, και κρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της.

Η καρδιά της βροντούσε, όχι πια ταμπούρλο αλλά γκρανκάσα. Τώρα θα ρωτήσει η θεία. Και τώρα θ' απαντήσει ο Αντώνης που δεν έλεγε ποτέ ψέματα: «Ναι, τις βρώμες αυτές τις έφερε η Πουλουδιά!» Και δεν ήταν μόνο αυτό, μα που θα πει: «Γιατί τις πήρε για βόλους!» Και θα την περιγελάσουν όλοι. Αχ, τι φοβερό να την περιγελάσουν όλοι!

Και τα 'πιασε με τα χέρια της, αυτά... Πουφού! τι αηδία! Και θα τη μαλώσει η θεία... και θα της δώσει κανένα μπάτσο... Δεν την έμελε ο μπάτσος, το παχύ χεράκι της θείας δεν πονούσε πολύ, μα η ντροπή, η ντροπή! Και αυτή την ώρα θα τα λέγανε κάτω. Και ήταν κάτω η θεία Αργίνη και ο εξάδελφος ο Γιάννης! Και θα κορόιδευε ο Γιάννης...

Αυτό ήταν περισσότερο απ' ό,τι μπορούσε να υποφέρει. Σαν τον Αλέξανδρο πρωτύτερα, ξέσπασε κι εκείνη στα κλάματα. Και τόσο δυνατά έκλαιγε, ώστε δεν άκουσε τον Αντώνη που ανέβηκε και μπήκε στην κάμαρα. Μα την άκουσε κείνος και παραμερίζοντας την κουνουπιέρα, τη βρήκε ζαρωμένη στη γωνία της.

- Γιατί κλαις; τη ρώτησε περιφρονητικά.

Ο Αντώνης είχε βαθιά περιφρόνηση για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα. Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν, δεν έκλαιγε ποτέ, όσο και να χτυπούσε, όσο και να πονούσε. Και ούτε σαν έπεσε από τη σκάλα της βεράντας κι έσπασε το κεφάλι του κι έτρεχαν αίματα και του το κόλλησε ο θείος με τσιρότο, πάλι δεν έκλαψε. Οι αδελφές του του είχαν μεγάλο θαυμασμό γι' αυτό. Και του είχαν και κάποιο σεβασμό, σα να πούμε, ντρέπονταν να κλαιν μπροστά του. Και τώρα που την τσάκωσε την Πουλουδιά αναλυμένη στα κλάματα, ντράπηκε κείνη πιο πολύ. Μα πάλι δεν έκανε να το δείξει και σηκώθηκε χωρίς ν' αποκριθεί. Και της είπε ο Αντώνης:

- Είσαι μια κουτή! Λερώνεις την αυλή μας και ύστερα κλαις κιόλα!

- Δεν κλαίγω γι' αυτό, είπε πειραγμένη η Πουλουδιά.

- Αμέ γιατί κλαις;

- Γιατί... Στάθηκε να σκεφθεί ποιαν αιτία να προτιμήσει. Και αποφάσισε: Γιατί θα με μαλώσει η θεία και θα μου δώσει κι έναν μπάτσο!

- Φοβητσιάρα! έκανε ο αδελφός της. Η Πουλουδιά επαναστάτησε.

- Δε φοβούμαι! διαμαρτυρήθηκε. Και πρώτον το ξέρεις πως δεν πονεί το χέρι της θείας!

- Αμέ τότε;

- Έτσι! Δε μ' αρέσει να με δέρνουν!

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του και πήγε στην μπαλκονόπορτα και πιάνοντας την κουπαστή του μπαλκονιού, άρχισε να κλοτσιά το ξύλινο περίφραγμα.

- Εσείς τα κορίτσια όλο αφορμές γυρεύετε για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά. Και τώρα βρίσκεις αφορμή πως θα σε δείρει η θεία, χωρίς να ξέρεις τίποτα.

- Αφού το ξέρω πως θα με δείρει! είπε η Πουλουδιά που είχε βγει και αυτή στο μπαλκόνι και είχε πιάσει και αυτή την κουπαστή και κλοτσούσε το ξύλινο περίφραγμα.

- Τίποτα δεν ξέρεις! Γιατί θα σε δείρει;

- Μα δεν της είπες πως εγώ έφερα τους βόλ... δηλαδή... αυτά, έκανε με αηδία.

- Βέβαια όχι... αφού δε με ρώτησε.

Από τη σαστισμάδα της σταμάτησε η Πουλουδιά το κλοτσοκόπημα. Η χαρά και η ανακούφιση την πλημμύρισαν. Της ήλθε να φιλήσει τον Αντώνη. Μα πάλι δεν το καταδέχθηκε. Ούτε του είπε ευχαριστώ. Έκανε την αδιάφορη και είπε:

- Α, καλά, αν είναι έτσι...

Μα θα το κατάλαβε ο Αντώνης, γιατί η φωνή της δεν ήταν πια κλαψιάρικη. Την κοίταξε από πάνω από τον ώμο του και της είπε:

- Μ' έστειλε η θεία Αργίνη να σε φωνάξω. Μα είναι το πρόσωπο σου σιχαμένο... σκούπισες τα μάτια σου με βρώμικα χέρια... που πιάσανε τους βόλους σου... πουφού! τι βρώμες!

- Καθόλου! φώναξε αγανακτισμένη η Πουλουδιά.

- Πώς καθόλου; Κοίταξε το πρόσωπο σου στον καθρέφτη!

Φουρκισμένη πήγε κείνη στο νιφτήρα, έχυσε νερό στη λεκάνη και, αποφεύγοντας τον καθρέφτη μπροστά της, βιαστικά σαπούνισε χέρια και πρόσωπο. Ο Αντώνης την είχε ακολουθήσει. Με το δάχτυλο, κοροϊδευτικά, της έδειξε τις μαυριδερές σαπουνάδες της λεκάνης.

- Όλα αυτά είναι πάστρες, είπε, είναι οι πάστρες που βγαίνουν από τους βόλους της δεσποινίδας...

Ένας μπάτσος του βρεγμένου χεριού της «δεσποινίδας» του έκοψε τη φόρα. Γύρισε ο Αντώνης και την άρπαξε από τα κατσαρωμένα της φουντωτά μαλλιά. Και ακολούθησε μάχη άγρια, αλλά σιωπηλή, χωρίς φωνές, με σφιγμένα δόντια, μην ακούσει η δασκάλα στην πλαγινή κάμαρα κι έλθει και ανακατωθεί. Τους καβγάδες τους τ' αδέλφια τούς έβγαζαν πέρα μονάχα, χωρίς ανάμειξη των μεγάλων. Κάθε φορά που ανακατώνουνταν οι μεγάλοι, τα πράματα χειροτέρευαν και, μετά τον καβγά, έμεναν τ' αδέλφια μαλωμένα. Ενώ, όταν τα 'βγαζαν πέρα μονάχα, μια φορά που τελείωνε η μάχη, γαλήνευε πάλι ο ουρανός.

Αυτό δεν εμπόδιζε τις φοβέρες την ώρα της μάχης. Και τώρα, παλεύοντας με τον αδελφό της, νιώθοντας πως τις τρώγει από το μεγαλύτερο της, σφίγγοντας με λύσσα τα δόντια της, είπε η Πουλουδιά:

- Θα πω του θείου πως μου τράβηξες τά μαλλιά! Επίσης χαμηλόφωνα, πνιγμένα, της αποκρίθηκε ο Αντώνης:

- Κι εγώ θα πω της θείας πως εσύ έφερες τις κατσικίσιες... ξέρεις τι, στην αυλή μας!

Αμέσως παράτησε η Πουλουδιά τη μάχη.

- Αν το πεις, θα είσαι μαντατούρης! του είπε.

- Εσύ είσαι η μαντατούρα!

- Καθόλου! Εγώ δε μαντατεύω!

- Ουτ' εγώ δε μαντατεύω. αν δε μαντατέψεις εσύ!

Αυτό ήταν το τέλος του καβγά. Χωρίς άλλες εξηγήσεις χωρίστηκαν τ' αδέλφια, βρουτσίστηκαν, συγυρίστηκαν και ειρηνεμένα, κατέβηκαν στη βεράντα.