Τραγούδι των Χασάν-Πουλίδων
Τραγούδι των Χασάν-Πουλίδων Συγγραφέας: |
Μεγαλούψιστε Θεέ που σαι στα ψιλωμένα
που ξέρεις τα κρυφά λόγια τζαι τα φανερωμένα
Έπλασε γη τζαί ουρανό ήλιο τζαί φεγγάρι
έκαμε τζαίν το κόσμο σου τζαι δοσες του τη χάριν
επλασες τον παραδεισον εκεινο το περβόλι
εκαμες τζαι ενα ποιητη μεσα στην Κύπρο όλην
Σταθείτε όλοι με σειρά χωρίς να φλυαραται
εγιώνι να σας τραουδω τζαί σεις να με αγρεικάτε
Νεο τραούδιν έφερα για να σας τραγουδήσω
να σας συνάξω ούλους σας τζαι να σας κλαμουρίσω
Στα ενενήντα τέσσερα στα γeριμα Μαμωνια
έπεσε μέσα το κακόν έχει πεντεξη χρόνια
Εχου αραν που τους γονιούς ότι κακόν τζι αν ενη
ετο που ξιλιφτηκασιν έμεινα κάτι ξένοι
Έχω το παρατήρημα τοκλαμα φέρνει κλάμα
να δητε τον Χασαν-Πουλια καμώματα που καμαν
Χασαμπουλια-χασαμπουλια σαν τα πουλιά πετούσαν
διάφορα φορέματα καθ ήμερα φορούσαν
την μια ημέρα τούρκικα την άλλη τα ρωμεϊκά
για να σκοτώσουν άνθρωπο εξαρτάται που γυναίκα
Τώρα για να μιλήσουμε κατά δικαιοσύνη
ξέρουν την που τον τζυρη τους τουτη τη καλοσύνη
Αντι να κόψη το κακό παιδκια μου τραβηκτηται
δώστε τους γέρους τους Ρωμιούς μάντα που του θωρητε
Εντεξης της κυβέρνησης δεν έχεις ποιον ηλατζιη
εν δκιο παιδκια ανήλικα με γένι με μουστατζι
τζαι με τα συνεβαρματα φώτιση του δκιαολου
όσον για τουτο ο μιτσης παστρικός διόλου
Άνθρωπος όσον τζι αν μου πης πως ειναι παλικάρι
παλι με την κυβέρνηση δεν μπορεί να κοντρεσαρη
Επεν ο μεγαλύτερος για να παραδοθουσιν
μερωσιν δκιο μερόνυχτα ηταν να μεν ιδουση
Εβαριφανη του μιτση για τούτη την αιτιαν
τζαι πηρε τον σατανασ τζαι ήσιεν ησυχίαν
Να μην το ξαναπείς καρτασι ΄τ αρματον εγεμάτο
αμα σε δω να καμης τζει εννα σε βάλω κτω
Οι ζαπτιέδες για το μας καθ ημερα γυριζουν
να μεν πιαστουμε ζωντανοι να μας καστιοριζουν
Εκαμαν κι ο Χασαν- Μπουλλής και το Γιαλλούριν τοσα
μα σαν αυτους αδυνατον τοσον που την απλωσαν
Ο Ουσεινησ ο μικρος με τον Καιμακαμην
ειντα ποθυ καταλαβασι εμεινεν τουσ το ναμιν
Εφτασαν τζαι πατησασι τζουρουκικο σανιδιν
τη σφαιρα επερνουσασι που μεσα στοδακτυλιδι
εν απελπισια τους τζαι οκαλος τους τροπος
ασκο σας ρε Χασαμπουλια ετρομαζεν ο τοπος
Τωρα τζι ο Γεροβασιανος κατα την ομιλια
δια να σμιξουσιν μαζι ητον για μια φιλιαν
Κελοκεδαρων ο Καζάν να πα την μαραθασα
να ρτη του κυκκου το βουνο καλον μερο επιασαν
δκιο ποστα αστυνομικοι που τους επασπατευκα
γυρευκουν τα χασαμπουλια μα που του εκοντευκαν
Εκοψαν τους σ ενα βουνο κεινο το νεο σωμα
με νους εμεινεν πάνω τους με γλώσσα μες στο στόμα
Εγυρεψεν ο Γιαννακος να καμη το δικό του
εν αντροπη να σας λαλω επηαν των περκον του
Αλλοι εβαλαν τα δεντρα σεππεριν να γλιτωσουν
απομτο βουρος τα κτηνα ητον να τα σκοτώσουν
Οσοι ειχαν αλογα καλα μεσα που εβουρουσαν
αν ειχεν καστρος εμπροστα δεν το παρατηρουσα
Αν τζαι σηκωνη τζει χαμαι πο τουτα τα παιχνιδια
εθωρουσαν τα ρασια κραμπια και κουνουπιδια
Επαθαν σαν τους θεριστας που αρχιζουν εις το θεροε
ζυριπιλλιν το λεγουσι εις ενα αλλο μερος
Και ζαπτιεδες εταιροι εκοψαν τους κει μεσα
δεν τους ετουτουρισασι τοτε απο κει μέσα
Αληθκεια δωσαν τρουμπουνιες το αναμεταξυ τους
εν τζει εν μαχαιρι για σπαθι ε πιος παει καρτζιν τους
με τζεινη εμπαινασι κοντα με τουτοι εκοντευκα
τουρκικα λεγ¨τσιαπουρτουπομακρα εγιρευκα
εκαμαν πραματα πολλα που ρεσασι την φυση
ετο θεο πουπανοθκιο τζαι ασ του συχωρηση
Εσυρασι τζαι σταθησαν σε ενα ψηλο μουτταλι
εγεμιζεν τους ο μικρος τζαι συρνασοι οι αλλοι
εβλεπεσ τζεινο το βουνο ττοζιν τζαι καταχνουρα
ενα τα μαθετε τωρα σωστα που τον Τσιαππουραν
Οσον για τουτο ο μικρος ειχεν μεγαλη πειρα
ομως κατα του ειπασιν διακοσιε παλι εσυραν
Μηνα τους ο Χασαν -Πουλλης να καμουν οτι ξευρουν
να μην πιαστουσι ζωντανοι να πασι να τον ευρουν
πωσ εισ τε νεεσ φυλακες εισ τα τζεινουρκα χανια
ποσον καιρο τζει μεσα τζει σαν τουρκοςστην μετανοια
σε ενα χωρκον τουρκικο ονομαζεται Μαλουντα
μιαν τουρκου εκλεψασιν γυρευκουν τα μαπουντα
με ειχασιν να καμουσι μητε καμιαν αιτιαν
κοιματουν με τον αντραν της τζι αρπαξαν τη και επηαν
στο χερι τα τουφεκια τους στην κοξαν τα συλαφληκια
ηυραν τη με τα νυκτικα και με τα κετσιελυκια
αμαν επιαση κοντα και αμα τους ενιωσαν
τοναντρα της τον φουκαρα τον εκατασκοτωσαν
Η Αλιε ηταν ομορφη και βαλαν τη αμματι
παιζεις εσυ με τους πολλους ηταν ενια νοματοι
Που τες καλες καλη ητουν τζαι που τες κορες κορη
ειχαν τη καμποσοκαιρο μαζι τους μες τα ορη
Καμωματα που γινηκασι που περσι ωσ φετη
επιανα την με το γηριν ολοι με το νεπετιν
πιου να το πη το τερτι της πιοσ να την ερωτηση
επηγενε που πανω της το αιμα σαν τη βρυση
Ηταν να μην τη παρουσι ηταν να μην τη κλεψουν
ελουνα την στους ποταμους δια να την παστρεψουν
αλλοι εβαρεθηκαση αλοι εβοβηθηκαν
αλλοι επαραδωθησαν αλλοι ετσακωθηκαν
που να βρεθη καλιττερον πραμα που την νιοτην
εμειναν τα χασαν- πουλια με ενα Γεροβασιώτην
Ανθρωπινα φορεματα πιασαν τζαι την εντησαν
ποσοι την ειδαν που κονταμα δεν τη εγνωρισαν
τζεινο που τησ εκαμασιν οσον εζει κανει την
μιαν νυκτα επατησασιν τζαι πηραν τη στο σπιτι
επηραν στο σπιτι της τζαι καμαν τησ ττεμπισιη
αν μολοηση σφάζουν τη ισια που το ζυνησιη
Παιρνει η κυβερνηση για να την ερωτηση
εσταθηκεν αδυνατο για να τους μολοήση
Εγιω ετζοιμουμουν εσσω μου κανένα ετζαι είδα
εν ανεραδες πουρτασι τζαι πιασα με τζαι πηα
Πες μα τα κορη Αλιε τα οσα σου εκαμαν
να ομιλας ελευθερα να μεν εν με το κλάμα
Παρτε κοματι πομονην καιθα λιποθημησω
τα οσα μου εκαμασιν θα σας τα ομιλήσω
Σπυρος ο εκατόνταρχοςο υπαστυνομος
επιασεν την με τα σκληρα και ειπεν του τα ομως
δεν τοξερα δεν τολπιζα να μου τα καμουν τουτα
οπου βουνά και ποταμους ολα γιρισαν μου τα
και το γιατακι μου καλο το βραδυ που μου σαζαν
εκοβκα μουττες των σιηνιων καιπανω μου επλαγιαζαν
Λαγούς περτικια κι αγρινα εφερναν μου που ουλλα
οπου το κρέας το παχυ το ειχαν εις την σουγλαν
Είναι και διασκεδασις ειναι και του κλαμάτου
παντα οι διο εβλεπασι ο ενας εκοιματου
Επηραν τη με την Ασπρογιαν εσσω του Σιεριφαλη
νηεν καη η σταλαμη κι εσσω να μην μας βαλη
Εκατσαν εγλεντουσασι τζαι εδιασκεδαζαν
ο νουσ του αλλα εκοφκε τζαι αλλα εσκεδιαζαν
εισ το φαιν τζαι το ποτο θελουν να ερωτησουν
πιος εχει κορη ομορφην να πασιν να πατησουν
λεγει τους τρώτε πίνετε μη σας πονει η καρδιά σας
καί τώρα παραγγέλω σας πηγαίνω καί μιτά σας
Ανθρωπος αγροφύλακας με κοτσια και νισιάνιν
ποναν ως αλλον ωσποσονεβγηκε μεϊτανιν
Εστειλεν η κυβερνηση ανθροπον να το πάρη
πως ηταν αγροφυλακας κι εν το εκαμεν χαπάριν
Τον Σιεριφάλην ερωτουν κι η Αλιέ κοντα του
να μαθουν τις αληθκιες του μα και τα ψέματα του
Παντα η ψεύτικη δουλειά δεν εχει θεραπεία
μονον ψουμι τους εβαλα κι εφαγασι και εφυαν
Οσοι τους εταίσασην οσοι τους εποτισαν
πατερας και μητέρα τοσ ολοι τους ογρητησαν
Αναμεσα της Παναγια; καί των βρετσιων να δειται
καμώματα που καμασι πρέπει να φοβηθειται
Τo;ναν του πόδι φυλακή το άλλο εις τον αδη
οπου τον πεύκο τον καό εβαλαν το σιμαδι
Εισ εναν πεύκον ηύρασιν τριαντατρια βολια
που να βκουν εξω θηλητζιοι ναπαν είς τα περβόλια?
Να πασιν να ποτισωσι την καθε εβδομαδα
πατάτες εξερανασιν απο την αποταδα
Εν δεκατεσσερις ψυχεσ που φααν εως τωρα
εγινασι χανουμισες και μπηκαν μεσ τη χωρα
Αποφασι χρειαζεται εαν τους εγνωριζαν
που μιαν κουμπρελλα ειχασιν και μέσα συριανιζαν
Εκαμασιν αποφασιν να φκουσι μεϊτανιν
να πάσι να πατισουσιν εϊς το μεγαλο χάνι
λεγουν σου πρωτα υστερα αφου τους κατατρεχουν
να φκαλουν τον Χασαν -Πουλλήν τζει μεσα που τον εχουν
εκαμαν μεσα νυκτεσ δυο εκαμαν μιαν ημεραν
όπως την ε σχεδίαζαν δεν την εκαταφεραν
Στρεφονται πισω μονομιασ στο σιερι τα αρματα τους
τζαι ο σατανας που πισω τους ουλλο τζαι σουξουλα τους
Μιαν ημερα στην Αλεκτωρα μεσα στο καφενειο
καμετε εσείς λοαρκασμο πως ητον το χωριον
Ειχασιν μια τζαι χορευκε περιφημη βαναναν
ωσαν πυ την εχορευκασιν να σου τουσ τζι ανεφαναν
Στο παραθηρι ο μικρος στην πορτα ο μεγαλος
ζαρεν καχρετ εβουτησεν τζι επιασεν τη ο αλλος
Ακομα που την Αλίε εν καλιον η Χεριτη
οσοι ηταν μες το καφενε εκοψασιν κουμπριτη
και μεσα στην Αλεκτορα την Πλατανισκια ισια
εν πράματα που γινικασιν εν τζαι θελω φουμισια
Επηαν με τον ππεσμελεν νυκτα με τοφεγγαρι
επιασαν την πεμπεμουλα τζαί κάμα τες ζευγάρι
Είχαν την κάμποσο τζαιρο μετά τους με στα όρη
καποτεσ με τοθελημα κάποτε με το ζόρι
Είς το μερρα του Πισουρκου ηυραν τους τζαί γλεντούσα
εκοντευκε να σκοτωθουν μα εν τες επαρετούσαν
Ειχαν διαφορα ποτα διαφορες ποτιλιες
σαν να καμνουν εξοχη μαζιν με τισ φαμίλιες
Αμα τους αντικρισανε τζαί καρτσιηλατιστηκαν
εδοκασιν τζαι πηρασι οστι τζαι βαρεθηκαν
Εμείνεν η κομπανία τους ολα ποτα-ά και κότες
σκοτώθη ενάς όμπασιης καί ενασ τσιαούσιης τότε
Επιασαν το ρολόϊ του επιασαν το σφυρί του
τουτον εντο κκισμετιν του εκοψεν το γυρί του,
Λεγουν σου πρωτα κι επειτα θα βκουν που τη ζωην τους
και τοτουφεκι το αγγλικο επειραν το μαζί τους
Ιντα που κάμνει μιαν φορά τ΄ανθρωπου ο θυμός του
με το χατταν επαικτηκεν ο ομπασιης μανιχός του
Εσακατεψαν το μικρο ως φαινεται κομματι
ηυραν το αιμα που ετρεχε εισ εναν μονοπατι
Επηραν τη λουρουμαθκια σέναν κρεμμον τους βκαλει
που κατω ητον θαλασσα δεν ειχεν σταταν αλλη
Δεν παρετουση μιαν φορα αφου ηυρασιν σιμαδιν
αψαν φωτία κι¨εκατσασι τζιη έβλεπαν όλο το βράδυ,
Εσκεφθησαν πολλα καλα τα οσα ημπορεσαν
να ξημερωση ο θεος να κατεβουσιν μέσα
Πιος κατεβενειμεσα τζει τωρα να βρη τον κουφο?
εναν τουφετζιη ηυρασιν σπασμενοτζαι εναν ρούχο
Εγινεν τιτσιρος γυθμνος ενας θεος το ξερει
έπεσεν εις την θάλασσα τζαί ξεβην εις την ξέρην
Επηρεν την πεμπε μουλλα μαζί με τη φεριτε
στην Λεμεσο να ρωτηθουν κομα τώρα να δειτε
Ερωτησεν ο δικαστης τζαι που τες εγυριζαν
ιντα που τους εφερασιν και τι τες ταιζαν
Επολεμουσα άκριτα και πεζασι του φτέρου
οτι εζητουσαμεν ηθελαν να μας το φερουν
Το ψαριν μες τη θαλασσαν όπως μπόρεση πλεει
για τουτο επασιηνεται ο δικαστής τους λέγει
Ο δικαστής ερώταν τες να δούμε τί θα πούσι
πάει φερέτι επετη οι δκιο να κρεμαστούσι
Οσοι τούς οδιγούσασιν δέν αφήνου κουνούπι
κρεμαζουν τον αϋλοϊτον ζαί τον αλή του Γιούπη
Να μεν νιωθη κυβερνηση δεν καμνειτοσην σουρη,
ο ενας που την Αλεκτωρα τζι΄αλλος που το Πισσούρι
Επαιξαν τζαι τον κκυρατζη κυριουν Τελεβάντου
εκοντεψεν του ιδιου να μενη το ονομα του
Εις τα Φιλουσοπρωταρα την γεριμη Φιλουσα
κακον εγινη του παπα κλαιουν οσοι τα ακουσαν
Ειχαι μιαν κορην ομορφη τζαι ειχεν την χαριτωμενη
νήεν την ειχέν η μάνα της ποπρυττερα θαμμένη
Κορην ακουεται και σεις μια ειναι μια τρομαρα
ο χαρτωμενοσ Μωίσηςτο ονόμα τής Βαρβάρα
Καλλίτερα βαστούσαντο να πάη κεφαλή τους
αρφοτεχνη της παπαδιας ητουν αναγιωτΉ τους
Οι ώρες του θεού πολλές ήταν αξιαμναμαζι
έλλειπαν πόσσω οι γονιοί τούτον εν το μαράζι
Η παπαδιά με το γαμπρό σαν νάην το νοήσουν
ειχαν στη Παναγιά γιορτή νά πάν νά λειτουρκήσουν
Οσπου συμπελλεισ τη φώτια τοσον περίτου κρούζει
εν κανει που η΄τον τρείς είχαν τζαί κολαούζιν
Τρία θηρία ανήμερα έσσω εκατεβήκαν
αρπάζουντην τζαί κάμνου τζεί αλλου εξημερωθήκαν
Σε μαντρα ακατοικήτον σε γερημη σκοτάδιν
εω τζαι εσει πνασιν ο παπάς αν δέν εμπει στον Αδήν
μια παλιοκοτζιάκαρη ητον η συντροφία της
την εκασκοτώσασιν εσιήσαν τα βυζία της
Καλα κακά περάσασι την νυκτα σε αλλο μέρος
εν να τρα καταλήση πίον ο σατανάς ο γέρος
Με τον βοσκόν τον Κωσταντήν εκάτσαν και εδειπνήσαν
ήπιασειν με τα σιέρκα τους οι φίλοι τζί εμεθήσαν
Ειπαμεν με το βιολί πως εν να το κουρτίση
εβαλεν τους ο μάστρος τους κι εππέσαν εις το κοιμήσι
Τα όσα φερνειν μια ώρα ο χρόνος δέν τα φέρνει
ετσι καίρον εγυρευκεν τζι η κόρη δρόμον παιρνει
το κατω -κάτω λεγει σου γλυτώνει τη ζωη της
εικοσιτέσσερισ ώρες εκαμασιν μαζι της
εν να δωξαζω το θέον με την καρδία μου ούλλη
πάλι οχαρτωμενοσ της εκαμεν τη καπούλιν
Μετά που τουτην τη δουλεια επηαν μονοβούριν
ειχασιν σκοπόν να πιασουν μίαν που μες το Μηλικούριν
Κοντα του χατζη Περικλή ειχασιν το νεττι
τζείνος επειρεν την ψιλήν τζι έσσω του δεν ηππεφτει
Εκρουσασι τα σπιτια του και τοτε να λαμνήσουν
παιζουν πεντεξι τουφετσιες μήπως και του τα σβήσουν
Ο Τελεβάντος δεν ειχέν με πομονή με στήσιν
χα σημερον χα αυριον που να του κυνηγηση
να τον πιασουν ζωντανο μαζι τους να τον εχουν
και τον Μαυροκορδατον μας ειπεν το κατατρέχουν
Εισ το βουνο της Παναγίας παντα επροοδευκαν
εβαλλαν τα αρματα χαμαί τζι επαιζαν τζαι εχορευκαν
στο τζυκκον εγυρεψασιν καμιαν οκκα μολύβι
εβαλαν τα άρματα χαμαί πάνω στην πόρτα στιβην
Ωραία απαντήσασιν πάλαι οι καλογήροι
να γραψωμεν στο γούμενο γιατι εν εσιη χαζιριν
Που εν ο τζιύκκος ρε παιδια τζαι που εν το κιδασι
εβαλαν το νιεττι τους τη νυκτα τζαι να πασιν
Εν ο κουτσός ξωπισω τους τζι εν τους δια αμάνταν
επήρεν τους τζει μέσα τζει που επηέναν πάντα
δοστου και δοστου κάμνουσιν τα καθηνυχτηκα τους
με τους προδοτες τριων μαζι τζαι καθουνται κοντα τους
Ηπιασιν τζεινο το κρασι τζαι εναφηκαν βουλλαν
τα ίδια θα παθουσι που τη παπαδοπούλλαν
εσκοτωσεν τους και το πιοτό τζιο δρομος περίτου
πεφτουσι τζαι εν λακτουν πιλε κομα νεκροι αν ητουν
Λεγουν τους καληνυκτα σας να πανσιν να πλαγιασουν ,
τζαι εν ποσταμενα τα παιδια λιγον να ησυχάσουν
καμιαν ωρα διαστημα υπαρχουν δυο πολιτσια
πιλε εν επηαν ποσσω τους επήραν δρομον ισια
εχεν ενα μουλαζιμαγα χοντρον και παλλικαριν
πρωτα κοντά του πήασιν τζαί δώσασιν χαπάριν
Όλον λαμπρά τήν κοξαν του εστάθην τζαί εζωσέν την
κάποτες λέουν τόν Σιέφκην τόν μουσταφα εφέντην
Σαν τα περτιτζια στό νερό ολοι εμαζευτήκαν
εχέηλα λασίρασιν μέσ' στήν αυλήν εμπηκαν
Παίρνουσιν ενα κελεψιε που μεσα στα τερσιελια
εππεσεν τζαι το φως χαμαί να ξημερωση τέλεια
Μηπως τζαι κατζηρτησουν τους απο το φόβον που χαν
ο Γιαχαγιάς τζιή εναν μαυρήν ηταν στο καπνορούφα
ενιωσεν πρωτοσ ο μικρος τζαι βουρησε στην πόρταν
ματεν κλουθον του σατανα ηντα νακαμη η σορτα
γυριζουν τα μαρτινια τους την μιαν πανω στην αλλη
τον ουσεϊνη τον μικρο ακαναν τον αρβαλι
Ειπεν ο Μουλαζιμας τεσλιμην να γινούσι
αποτές τρύπες τά άρματα ωάρχισουν να διουσι
Οτι εκουλιαντηριζασι τιποτε δεν αφήσαν
εδήσαν τους τα σιέρκα τους καί τούσ επαγλατήσαν
Παρατηρουσιν πανω τους μήπως βαστουσι λιρες
είχασι κοσιοκτώ σελίνια καί εξέμιση μπακκίρες
Εν η κατάρα του παπά κι όλη αιτία εν τούτη
έγινασι κατάμαυροι έσσω που το παρούτι
Επήραν τους στόν Κασαπά να εξετασθη η δούλεια τους
εν οι γονιοί τους και τραβούν και βκάλουν τα μαλιά τους
Επολεμούσαν δεκατρείς μήνες καί πέντε μέρες
είχαν ανθρωπον που δέν είδεν τόν ήλιο τούς αστέρες
Πώς ενα δώσουν δώσιμον εξεύραν το που τότες,
εν εκατόν οι αγγλικές πού πήραν οι προδότες
Παιρνουν τος τζαι δικάζουν τους εις το κακουργιοδικείον
τζαί πάλι κάμνουν έφεσιν να παν εις το εφετείον
Τό εφέτειον είδεν τα τζι΄εγραψεν πάνω τζι΄άλλα
φίνει την ιδίαν ποινή να πασίν στην κρεμάλλα
Εστησαν δκυο κρεμασταρκέςεξω μές στήν πλατεια
να δει ο κόσμος φανερά νά κατεβάση ιδέα
Με ιντα νομους διοικα σήμερον η εγγλέζα
νά μέν χαρκέται εν Τουρτζιά πού τήν επεριπέζαν
Ητον η ωρα δωδεκα τζαι μεσομέρι τέλεια
τραβού τα μέσα τζαι τα δκύοτζαί σούσαν τα κοπελια
τζαί τής κρεμμαλασ το σιοινί εν τρωεται της μαύρης
εσ ένα λογο τζαί λαλεί να μεν καμης τζαί εν άυρης
Ποττέ σας μην ακούετε του καθε νου το πειν του
απόσιη νουν στη τζιεφαλήν σιαίρεται την ζωην του
τό συσυημα της Παναγίας καί τά νερά μ,αρεσαν
εριξέν με η τυχη μου δεκατιστην τζεί μέσα
Φωτισιν γία να ζω τζιαι εγιω ο πλάστης μου, διά μου
έβλεπα με τα μάτια μου τζέι αγροικουν με τα φτία μου
Εβλεπες μες το καφενε παπλωματα χαζιριν
ενομιζον παπλωματας τζαι παη στο παναηριν
Εν ΄ν΄άνεμισουμε΄σπασιη εκαμναν μου χαπαριν
εχουν για τον αρρωστο τζειμέσα το σιτάρι
Κάμνω τζαί γιω τον αρρωστο να δητε βρε κοπέλια
με κριθαρενο με σμιχτον εκοψαν μου τό τέλια
ειχα δουλεια βασιλιτζιή ε?που μπορει να πάω
σηκώνουμε τζαι γυρεψα ότι βρεθει να φαω
Επειτα περικιαρτηση εχ έναν Ευαγόραν
εκαμεν παστρίκον φουμίν τζαί επιανεν καθε ωραν
μήπως τζαί γιω ειμαι ατζαμηςδιω του κοσμου τερσι
να δείτε τι απαθασιν οι ζαπτιεδεσ πέρσι
Σαν εναν νεο που αγαπα τζαι πάνω στο λαμπρο του
και σαν μελισσι καποτες που κοβκει το λαιμο του
ελιωσαν τα παπουτσια τους και τα φορεματα τους
εχει η κυβερνησι πολλα τζαι που την ακρα δια τους
εν εκατο εξηκοντα οι ζαπτιέδεςσ τόσοι
δεν μελειτην κυβερνηση πως ητον να ζημίωση
Η γλώσσα του τον άνθρωπον σαζει τον τζαί χαλά τον
όσοι έλεγαν τίποτες εσύρναν μου τους κάτω
Πού τουνιατέ τσιαρκοφελέκ όπιον τον τσιεβιρτίζει
Η γλώσσα κόκκαλα εν εσίη τζαι κόκκαλα τσακίζει
τό τέρτιν εις τον ανθρωπον όσον τζαί τουσιουντίζει
σάν τό σκουλούτζι στό δεντρό οπου το σοκουφίζει
Διότι είμαι κοσμογύριστος ό κόσμος μέ γνωρίζει
ετζεί που βρεσιει φαίνεται καί πού σιονίζει ασπρίζει
Οπου τζι΄αν λάχει άνθρωπος νά μήν τσαλαβούτιζει
επειτα πέφτειφυσικά και τρω ππελάφι ρύζι
που τούτα ουλλα να σας πω που να γελάτε όλοι
Νά μάθετε τήν γνώμη μου οσον το κατ¨΄εμένα
στόν κόσμο τρία πράματα έχω τα μισημένα
Πρώτα μισώ την αβανιάν τον αθρωπον τόν ψεύτην
κί ανθρωπος που εχει κι εν τρώει και νυστικός εππέφτει
Αρκοντασ μες την σικωσιν έν τζαί τού γελασμάτου
τέσσερα πόδκια τού μαρτι εφαν με τα παίδκια τού
Λυπούμε ένα ανθρώπον μέσα στό μελλεκέτι
πού έχειπρώτα να περνά καί έπειτα ξοππέφτει
Εν τζι΄η φτώσια κακόν πράμα εν τζαί τά γερατεία
στραώνεται ο ανθρωπος καί βρίσκει μίαν αίτιαν
τουτή εν η εργασία μου τούτη εν η δουλειά μου
τούτον εν τό μαράζι μου π΄¨άσπρίσαν τα μαλιά μου