Τραγούδι στον Υμηττό

Τραγοῦδι στὸν Ὑμηττό
Συγγραφέας:
Περιοδικό «Νέα Ζωή», τ.3-4, περίοδος Δ΄ σελ. 235 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1914)


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΥΜΗΤΤΟ

Βαθειὰ μέσ’ ἀπ’ τοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας
Κι ἀπ’ τὰ σπίτια, βαθειά, τ’ ἀραδιασμένα,
Μενεξεδένιο φέγγει τ’ ὅραμά σου,

Καὶ χαράζεις ὁλάπλωτη ραχούλα
Σὲ γαλανὸ ἡλιοστάλαχτο στεφάνι,
Μελιχρὲ τῆς Ἀθήνας παραστάτη.

Ὦ Ὑμηττέ, μυρισμένα τὰ βοτάνια
Τὴν πέτρα σου ἡμερόνουν, κ’ ἡ μολόχα
Γλυκειὰ μὲ τὸ γλυκὸ σμίγει θυμάρι.

Κι ὅποιος ἔρθῃ τ’ ἀψήλου θ’ ἀγναντέψῃ
Στὰ πλατειὰ τοῦ πελάγου νὰ χαράζουν,
Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα, οἱ Κυκλάδες.

Κι ὁ βοσκὸς ποὺ κατάρραχα πηγαίνει
Νὰ σβύνῃ τὸ πεφτάστερο ἀγναντέβει
Σ’ ἀλαργινὸ τῆς Ἀττικῆς λιμάνι.

Στὰ πόδια σου ἁπλωμένα τὰ μετόχια,
Στὶς ράχες σου ρημόκλησα, κι ἀρχαῖος
Ὁ τροῦλος εἶν’ ἐδῶ στὸ μοναστῆρι.

Καὶ σὲ κάθε ποὺ ἀπόμεινε ῥημάδι
—Πέτρα θλιμμένη στὴ χαρὰ τοῦ κάμπου—
Τοῦ τόπου σύχναζε τ’ ἀρχοντολόγι

Κ’ οἱ λαμπρὲς Ἀθηνιώτισσες Κυράδες
Τῆς ψυχοπόνιας τὸ κερὶ κρατῶντας.
Καὶ τὰ θαμπὰ μοῦ τραγουδᾶν σιγίλλια

Τοῦ ἑφτάψυχου τὴ θύμηση τοῦ Γένους,
Ποὺ μέσα μου καθὼς ἀργοσταλάζει,
Ξεχειλίζει καὶ γίνεται τροπάρι.

Ὦ Ὑμηττέ, τῆς Ἀθήνας παραστάτη,
Ὅραμα στὴν καλὴ τὴν πολιτεία,
Πῶς τὸν ἀέρινο γεμίζεις θόλο,

Πῶς μοῦ γεμίζεις τὴν ψυχή, τραγοῦδι
Σὲ χρόνια πριδιακίσα ποὔχω ἀκούσει
Καὶ τώρα δὲ μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω.