Τὸ ὡρολόγι μου
Συγγραφέας:
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873)


Ἡ νύχτα μυρωμένη,
Καὶ ὁ Φίλιππος κ’ ἐγὼ
Σὲ ἁμάξι εἴμασθε οἱ δυὸ
Ἐξαπλωμένοι.

Καὶ νὰ καὶ τὸ φεγγάρι
Ἀνέβαινεν ἐκεῖ,
Στὰ δένδρα μεταξὺ,
Μὲ τόση χάρι.

Ἀραδωτὰ περνοῦσαν,
Καὶ ἔλεγα ποῦ θολὰ
Δαιμόνια εἰς τὴ φωτιὰ
Χοροπηδοῦσαν.

— Γλυκειὰ ’ναι ἡ νύχτα, στάσου
Ὀλίγον, ἁμαξᾶ,
Κατέβαινε σιγὰ
Μὲ τἄλογά σου. —

Ἤμουν εἰς πανηγύρι
Χωρὶς νὰ φαντασθῶ
Τί μ’ ἔμελλε νὰ ἰδῶ
Εἰς τὸ γεφύρι.

Πέντε μπροσθὰ φυτρόνουν
Φαντάσματα θολὰ,
Καὶ μὲ σπαθιὰ γυμνὰ
Τ’ ἁμάξι ζώνουν.

Νὰ κάμω τὸ σταυρό μου
Δὲν πρόφθασα, καὶ ἰδοὺ
Ἡ μύτη ἑνὸς σπαθιοῦ
Εἰς τὸν λαιμό μου.

Καὶ ἄλλος λῃστὴς παρέκει
Τὸ σκάνδαλο κρατεῖ,
Τὸ στῆθός μου πατεῖ
Μὲ τὸ τουφἐκι.

Καλὰ ἦτον ἐμπροσθά σας
Νὰ μὴ βρεθῶ ποτἐ.
Τί θέλετε ἀπ’ ἐμέ;
Ὅλα δικά σας.

Καὶ κύτταζα εἰς τὸ σκότος
Μὴ τοὺς γνωρίσω. — Ἐσὺ,
Νταβέλη δυστυχῆ,
Ἤσουν ὁ πρῶτος.

Τὰ ὅπλα χαμηλόνουν
Οἱ κλέφταις κατὰ γῆς,
Καὶ εἰς τὸ πουγγί μου εὐθὺς
Τὰ χέρια ἁπλόνουν.

Δὲν τὤβρηκαν γεμάτο,
Οὐδὲ πολὺ παχύ·
Ποιητικὸ πουγγὶ,
Ποῦ ἀνάθεμά το!

Ἄλλους χαϊδεύει ἡ τύχη·
Γιὰ ἐμὲ εἶναι θησαυροὶ
Τοῦ Ντάκη μου ἡ ζωὴ
Καὶ ὀλίγοι στίχοι.

Ἀλλ’ ἂν δὲν εἶχα λίρες,
Γιὰ ἓν ἄλλο τι πονῶ·
Ῥολόγι μου φτωχὸ,
Τί δρόμο ἐπῇρες;