Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Το ωραίο νησί


Το ὡραῖο νησί, ποῦ ὁ πόθος του μὲ ἀνάβει,
φαντάζομαι πῶς φεύγει κι ἀρμενίζει·
σὰν πλῶρες στὸν ἀφρὸ σκιρτοῦνε οἱ κάβοι
στῶν δέντρων τοὺς ἱστοὺς ὁ ἀγέρας τρίζει.

Τὸ δρόμο ποῦ ξεκίνησε δὲν παύει,
κι ἂν οὔτε πάει ἐμπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμὲ τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σχίζει.

Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα τὴ χαρά μου
σὰν νύφη ἀπὸ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,

Ἐνῶ ἀπ’ τὸ βράχο, ποῦ ἔρημο καὶ μόνο
μ’ ἔρριξε ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ’ ἄκρη ἀπελπισιὰ τὰ χέρια ἁπλώνω.