Το ωραίον φάσμα
Το ωραίον φάσμα Στίχοι της πρωτομαγιάς Συγγραφέας: |
Εφ. «Ακρόπολις», 1 Μαΐου 1895. |
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ' ὥρα·
ἀνθοὺς μοσκοβολᾶ καὶ δρόσο στάζει
ἡ φύσις, στὴ μορφιά της ὅλη τώρα,
ποὺ νιότης καὶ ζωῆς γιορτὴ γιορτάζει.
Λαλοῦνε τὰ πουλάκια στὰ κλωνάρια·
νεράϊδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
καὶ τρέχουν κοπελλιὲς καὶ παλληκάρια,
κι' οἱ ἔρωτες σιμά τους παραστέκουν.
Δὲν μένει σ' ὅλο αὐτὸ τὸ θεῖον ἆσμα,
στὴν ἁρμονία ὅλη ἕνα χάσμα.
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ' ὥρα·
καὶ σύ, χλωμὴ καὶ μαυροφόρα,
τὸ πρόσωπό σου, νεκρικὴ λαμπάδα,
μ' ἐπιταφίου μαρμάρου τὴν ἀσπράδα,
τὸ πρόσωπό σου, κρίνο μαραμένο,
πῶς ἔφεξε κι' ἐσώθη τὸ θλιμμένο!
Τὰ μάτια σου, μελανογυρισμένα,
βαθειὰ στὸ βοῦρκο λάμπουν βουτημένα.
Δὲν εἶσαι πλειὰ τὸ θεῖο ἐκεῖνο πλάσμα,
κι' ἀπόμεινες γλυκὸ κι' ὡραῖο φάσμα.
Ἁγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ' ὥρα·
νεράϊδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
γιὰ σὲ ἡ Πρωτομαγιά 'ναι μαυροφόρα
καὶ τὰ λουλούδια λυπημένα στέκουν.
Γιὰ σέναν' ἡ ζωὴ φέτος δὲ λάμπει·
ὁ οὐρανὸς ἀπάνω 'ναι μολύβι,
θλιμμέν' ἡ γῆ κι' ἐρημικοὶ οἱ κάμποι
κι' ἡ ἄνοιξις τοὺς θησαυρούς της κρύβει,
Βοριὰς φυσάει σὰ θλιμμένο ἆσμα,
τὴ νιότη σου θρηνεῖ, ὡραῖο φάσμα.
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς γλυκεῖα ὥρα·
σ' ἐπόνεσ' ἡ ψυχή μου, ὦ μαυροφόρα!
Μὴ μὲ κοιτάζεις πλειά, μὴ μὲ πειράζεις,
μὲ τὴ ματιά σου πάψε νὰ μὲ σφάζῃς.
Κάλλιο εἶχα σκλάβος νἄμουνα σιμά σου,
παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακρυά σου,
δίπλα σου κάλλιο νἄπεφτα στὸ χῶμα,
παρὰ ν' ἀνέβω στ' οὐρανοῦ τὸ δῶμα.
Ἄχ! ναί, γλυκύ μου μαραμένο πλάσμα,
σ' ἐπόνεσ' ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα.