Τὸ ψέμα
Συγγραφέας:


Γιατὶ τὸ ψέμα, φίλε μου, σὲ ὀργίζει καὶ σὲ θλίβει;
Συχνότατα δὲν εἶν' αὐτὸ
παρ' ἕνα κἄτι ἀληθινό,
ποῦ τὴ μορφή του κρύβει.

Μὴν ἀγροικᾷς ἀπίστευτα, χαμένα παραμύθια,
πῶς τάχα 'ς ἄλλην ἐποχὴ
ὁ κόσμος ἔβλεπε γυμνὴ
κ' ἐτίμαε τὴν ἀλήθεια.

Ζόρκα θαρρῶ πῶς κάθεται στοῦ Ὀλύμπου τὰ στασίδια,
μόν, ὅταν ἔρχεται στὴ γῆ,
σὰν ταὶς γυναίκαις μας καὶ αὐτὴ
φορτόνεται στολίδια.

Ναί· τὰ μαλλιά, τὸ πρόσωπο, τὰ θεῖα της χείλη βάφει·
γένεται κοῦκλα καθαυτό,
καὶ βάνει φόρεμα λαμπρό,
ποῦ φαίνεται χρυσάφι.

Ἐγὼ θυμοῦμαι μάλιστα ποῦ κἄποτες τὴν εἶδα,
νὰ τρέχῃ ἐδῶ, νὰ τρέχῃ ἐκεῖ,
μὲ πολυχρώματη στολή,
μὲ ἀκέρῃα προσωπίδα.

Ἴσως γιὰ τοῦτο, φίλε μου, καὶ κἄποιοι βουλευτάδες,
ὁποῦ μιμοῦνται τὴ Θεά,
σοῦ φαίνεται κἀμμία φορὰ
πῶς εἶναι μασκαράδες.

Ἂν ἦταν δὰ τὰ ψέματα θανάσιμη ἁμαρτία,
ὡς παρασταίνονται ἀπὸ σέ,
δὲν ἐχωροῦσαν, μὰ τὸ ναί,
καὶ μέσα στὰ Ὑπουργεῖα.

Τὸ παλληκάρι, ὁ γέροντας, ἡ προεστὴ κ' ἡ κόρη
ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ψευτιαίς·
ἐπρόκοβαν δίχως αὐταὶς
οἱ μαῦροι δικηγόροι!

Νἆταν ἡ ἀλήθειαις ἄκοπη τῆς κοινωνίς φροντίδα,
ἐπιθυμοῦσα νὰ μοῦ πῇς
ἂν εἶχε διάφορο κἀνεὶς
νὰ γράψῃ ἐφημερίδα!

Ἐσὺ ποῦ λὲς καὶ πέτεσαι πῶς θὰ κηρύξῃς μάχη
σὲ κάθε ψεύτικη μορφή,
νὰ ἰδοῦμε! - χτύπα, ὡς δοκιμή,
τὴν ἀγυρτία μονάχη.

Ἔλα στὸ νοῦ σου, φίλε μου! Δὲ δείχνεις φρονιμάδα·
ἔχασες τέλεια τὸ μυαλό·
μ' ἄλλους πενῆντα, ἢ μ' ἑκατὸ
θ' ἀλλάξῃς τὴν Ἑλλάδα;

Πῶς ὁ καϊμένος ἄνθρωπος ἔχει μεγάλη χρεία,
γιὰ ν' ἀπολάψῃ κἄτι τί,
ψεύτης, ἀγύρτης νὰ φανῇ,
δὲν εἶναι ἀμφιβολία.

Πῶς ἕνα τέτοιο σύστημα, δίνοντας δόξα ἢ πλοῦτο,
ἢ καὶ τὰ δύο σὲ μερικούς,
μετράει χιλιάδαις ὀπαδούς,
βέβαιο, γνωστὸ καὶ τοῦτο.

Λοιπὸν τί θέλεις; Ἄφησε νὰ σὲ τραβάῃ τὸ ρέμα,
δίχως νὰ ψάλλῃς τοῦ κακοῦ
πῶς ἐπλημμύρισε παντοῦ
τῆς ἀγυρτίας τὸ ψέμα.

Γιατί, ἂν ὁ κόσμος ἔφτανε πίστη 'ς ἐσὲ νὰ δώσῃ,
θὲ νὰ λιμάζαν γιὰ ψωμὶ
τόσοι ἐξοχώτατοι γιατροὶ
καὶ φιλολόγοι τόσοι!

Ὅποιος δὲν ἔχει ὁλότελα ποιητικὸ κεφάλι
καὶ θέλει νἆναι στιχουργός,
ἔπρεπε τότες, ὁ φτωχός,
τὸ Λάζαρο νὰ ψάλλῃ.

Τιμαὶς δὲ θ' ἀποχτούσανε καὶ ὑπόληψη κἀμμία
ὅσοι διδάχνουν σοβαροὶ
ποιαίς λέξαις θέλουνε ψιλὴ
ποιαίς ἀπαιτοῦν δασεῖα.

Στὰ μοῦτρα θὰ τοὺς ἔρριχναν χιλιάδαις καλαμάρια·
καὶ ἠμπόρειε κἄποιος νὰ βρεθῇ,
μὲ καταφρόνια καὶ χολή,
νὰ κράξῃ αὐτοὺς γομάρια.

Βλέπεις, κεφάλι ἀνέγνωμο, ποῦ καταντάει, ποῦ φτάνει,
δίχως τὰ ψέματα, κἀνείς;
Ἀλλὰ νογάω ποῦ θὰ μοῦ πῇς:
Ἀδιάφορο! Τί κάνει;

Ὅσα ρονεῖς κ' αἰσθάνεσαι κρυμμένα μὴν τ' ἀφήνῃς·
δεῖχνε στὰ χείλη τὴν ψυχή! -
Ἂμ ἔχει τοῦτο ἐφαρμογὴ
ποῦ μ' εὐκολία προτείνεις;

Θωρῶντας ἕνα νιόπλουτο, μία χρυσωμένη λέρα,
πὤγδυσε χήραις καὶ ὀρφαναίς,
πες μου, στὴν πίστη σου, τοῦ λές:
Κὺρ κλέφτη, καλὴ μέρα;

Ἄν ἔχῃς τόλμη, ζύγωσε κ' ἐκεῖ στὴν ἀφεντιά του,
πὤχει παράσημα πολλά,
μὲ κάθε μέσο ἀγοραστά,
καὶ πές του ἀπάνου κάτου:

Νεκροταφεῖο τὸ στῆθος σου στὰ μάτια παρασταίνει·
τὸ βλέπει δὰ κ' ἕνας τυφλὸς
ποῦ δείχνει κάθε του σταυρὸς
μίαν ἀρετὴ θαμμένη! -

Ταὶς φοβεραὶς ἀλήθειαις σου ρίχνε 'ς ἐχθρὸ καὶ φίλο,
καὶ πὲς τὴ μοῖρα σου χρυσή,
ὅταν δὲ λάβῃς πλερωμὴ
παρ' ἕνα χέρι ξύλο.