Το τραγούδι των Αργοναυτών (Σικελιανός)

Το τραγούδι των Αργοναυτών
Συγγραφέας:
Από το Πάσχα των Ελλήνων (1918-1919)


III

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ

Βαθιά η ατίμητη ψυχή χαιρόντανε τον Ύμνο,
πληθαίνοντας αδιάκοπα τον άγιο της σκοπό,
καθώς η λέαινα, ξαπλωτή, σαν παίζει με το σκύμνο,
του σπλάχνου της μονάκριβον ολόφωτο καρπό …

Από τη φτέρνα ώς το λαμπρό μετάφρενο, όπως κρούει
το πόδι απάνω στο βουνό σα βρέφους σκιρτημός,
όλο μου ακόμα το κορμί γεύεται, βλέπει, ακούει,
θεία μύρα στα ρουθούνια μου κυλά ο ανασασμός …

Ολούθε η άγια τους φωνή, γλυκιά, με περιβάλλει,
σα δάσου βουή, σα μούρμουρον από ψηλό σπαρτό …
Μα ξάφνου μια βαθύτερη φωνή, ιερή, μεγάλη,
απάνω από τ’ ανάλαφρο πλατύ μουρμουρητό,

σαν το κορμί, ξεβγαίνοντας μεμιάς, του Δήλιου δύτη
π’ από τα βάθη ανέβαζε τεράστιο τρυγητό,
ή σαν από τα κύματα ξεσπώντας η Αφροδίτη,
τραγούδι αρχίζει απάντεχο, ψιλό, συγκρατητό!

Κι ο πόθος, που του στέκεται ψηλάθε αγωνοθέτης,
δε λέει αν είν’ αρμένισμα ή αν είναι γυρισμός.
Μα της Ελένης η ψυχή κ’ η θεία ψυχή της Θέτης
μες στη βοή του χύνεται, γαλήνιος ασπασμός.

Κι όπως σ’ αιθέριο δειλινό, σε πέλαο περιβόλι,
του μπροστινού προσέχοντας τη σύρρυθμη φωνή,
οι τρατολόοι σηκώνονται κι αντάμα λάμνουνε όλοι,
ενώ μπροστά τους σκίζονται καθρέφτες οι ουρανοί,

από καράβι αθώρητο, λογιάζω, π’ αρμενίζει
τάχα στη γη κατάνακρα, τάχ’ ανοιχτά πολύ,
ο θείος σκοπός μονόφωνα στα φρένα μου αρμονίζει
μιαν άλλη, μυστικότερη, του πόθου ανατολή:


                                           **

«Ποιαν άπλα εδέρναν τα κουπιά, τα ουράνια που δεχόνταν;
Χαρά μας πώς αφήναμε ξοπίσω τους γιαλούς,
στ’ άγια αυγινά, κι από μακρά γλυκά τα μύρα ερχόνταν
και λάλημα τρεμάμενον απ’ τους κορυδαλλούς …

»Τι ’ταν το θάμα, π’ άνθιζε για μας το ευλογημένο;
Πιο κι απ’ τ’ άνθος ήτανε της άχραντης αυγής·
σάμπως Γοργόνας είδωλο στην πλώρα καρφωμένο,
τα στήθη μάς εσκέπαζε το πνέμα της σιγής …

»Μπρος στη μεγάλην απλωσιά, στην ομαλιά της άμμου,
τ’ άγιον ακόμα εφάνταζε καράβι, στο σκαρί.
Οι ροδοδάφνες γύρα του, τα χαμομήλια χάμου,
κι ωσά να μην εχτύπησεν απάνω του σφυρί …

»Βουβή στις φλέβες έτρεχεν αδιάκοπα η ορμή μας·
τα χείλη μας εκλείνανε σφιχτά στην προσευχή.
Ψυχή, στοιχειό μες στα στοιχειά, ξεχύθη απ’ το κορμί μας,
κι ολόγυρά μας έλαμπεν απέραντη ψυχή.

»Καθώς, παιχνίδι, ρίχνουμε στο κύμα ένα καλάμι
να πλέει, και πότε κρύβεται, πότε φωτάει ξανά,
στου πέλαγου, έτσι π’ άνοιξεν ακέρια η απαλάμη,
το θείο καρπόν αφήσαμε, με πίστη, να κινά·

»στ’ άσωτα απάνω κύματα, κι αν είχανε γαλήνη,
κι αν άμετρα σκωνόντανε, εκείνος αλαφρός,
το σπόρον, ελογιάζαμε, τον άρρητο όπως κλείνει,
τη δόξα του δεν θ’ άφηνε να τηνε πιει ο αφρός …

»Στο μέγα απάνω το πανί, για θύμηση μονάχη
της γης που πλέον αφήναμε, γαλήνια ζωγραφιά:
ένα τσαμπί ολοφώτεινο, ένα μεγάλο αστάχυ
ιστορισμένο, επαίρναμεν αιώνια συντροφιά.

»Εκεί, και μέρα, φανερά λογιάζαμε τ’ αστέρια·
των γυναικών μας τη θερμή θωρούσαμε αγκαλιά,
που στις μακρές πλεξούδες τους τυλίγαμε τα χέρια,
μιαν ώρα πριν να φύγουμε, στην άρρητη φιλιά.

»Εκεί μας έκαιε, του παιδιού που αφήναμε το σπίτι,
ο θείος καημός, του πρώτου μας, κι αυτού που στο βυζί
γυρμένο εκοίταζε, η φωνή σαν άχειε του πλωρίτη:
“Μπρος, τα κουπιά σας στους σκαρμούς, κι αρχίστε όλοι μαζί!”

»Της χώρας ως μακραίναμεν από τη μάταιη λήθη,
στους ώμους μας παράστεκεν η Χάρη και η Σιγή·
νοτιάς, βοριάς ή ζέφυρος μας γέμιζε τα στήθη,
κάθε στιγμή ήταν πάλεμα βουβό και προσταγή.

»Και μοναχά σαν έπεφτε τα δειλινά το αγέρι
και κελαηδούσε των νερών ολόστρωτη η ορμή,
το διπλοπόδι εσμίγαμε στην πλώρα, νιοι και γέροι,
κι αμίλητοι, γευόμαστε του κόπου το ψωμί.

»Κι αμίλητοι, περνούσαμεν απ’ το ’να στο άλλο χέρι,
μια καταψιά να πάρουμεν απ’ το φλασκί, κρασί.
Κ’ ήταν στα βάθη, του Έσπερου τόσο λαμπρό το αστέρι,
που το λογιάζαμε συχνά μπροστά μας για το νησί!

»Και τ’ ολοφώτεινο τσαμπί και το μεγάλο αστάχυ
ιστορισμένο εβλέπαμεν, αιθέρια ζωγραφιά,
στο μέγα απάνω το πανί, για θύμηση μονάχη
της γης που δεν φαινότανε, για μόνη συντροφιά ...

»Κι α, το ψωμί στο στόμα μας γλυκιάν οπού ’χε γέψη!
Ποια γέψη είχε, στου σπλάχνου μας τα βάθη, το κρασί!
Έφταν’ εκείνη μοναχά το νου για να μας θρέψει,
κι ο Αποσπερίτης φάνταζε μπροστά μας σα νησί!
                                          
                                         *

»Άγιο τιμόνι, από το δρυ κομμένο της Δωδώνης,
που ως σκεις την μαύρην άβυσσο, πίσω Σου καίει φωτιά,
μεγάλη πύρινη αυλακιά· για πού κατευοδώνεις
το αρμένισμά μας σήμερα στην άναστρη νυχτιά;

»Βγήκε το σκότος, δύναμη στα στήθια μας ν’ απλώσει
- το νιώθουμε όσο γίνεται τριγύρα μας βαθύ -
κι όλος μαζώχτη ο ουρανός στα πέλαγα να κλώσει
το δρόμο που έτσι ξένοιαστα στα φρένα μας ανθεί …

»Χαίρε μας, άγιε κίνδυνε! Δελφίνι το καράβι,
κόβει μπροστά τα κύματα γαλήνια και στρωτά.
Μα η νια η αυγή, που γύρω μας χλωμή φωτάει κι ανάβει,
σέρπει ένα βόγκο, ανήκουστα μεγάλο στ’ ανοιχτά.

»Χαίρε μας, άγιε κίνδυνε, μικρούλι συννεφάκι,
που προβοδάς, κατάγναντα στην πλώρη μας, με ορμή,
κι ανοιγοκλείς κατάμαυρο φτερό, σαν το κοράκι
που από μακρά το ξέταφο μυρίστηκε κορμί!

»Τα λίγα που ξεσύραμε ξοπίσωθέ μας φύκια
δε φτάνουν να ξανοίξουμε την άγριά σου ευωδιά.
Μα στην πνοή της τρικυμιάς, κρυφή γαλήνη αντρίκεια,
μας αρματώνει απάντεχα τα μέλη ώς την καρδιά.

»Θεϊκό πετράδι, σμάραγδο, κρουστάλλι από το βάθος,
όλο ξυπνάει το πνέμα μας σφοδρός ο ανασασμός·
αχόρταγα ανασαίνουνε τα στήθια μας το πάθος,
κι ο αγώνας μες στα βάθη του θεριεύει λυτρωμός!

»Κανένας, με τρεμάμενη τη γνώμη, δε γυρίζει
προς τα παλάτια του Αιόλου, ζητώντας βολική
πνοή στο μαύρο μας πανί μεγάλη να σφυρίζει,
και τους ενάντιους άνεμους κλεισμένους μες στ’ ασκί.

»Μηδέ π’ ακούει τ’ αλόγιαστο τραγούδι, στο κατάρτι
δεμένος, κ’ οι συντρόφοι του σκυμμένοι στα κουπιά,
σαν τους εβούλωσε τ’ αυτιά, λάμνουν γοργά, για να ’ρτει
η ώρα, από τον κίνδυνο, που θα μακρύνουν πια …

»Μοίρα θεϊκή, κι απάνω μας ακράτητη ξαμώνει …
Ξέστηθη λάμπει αγνάντια μας πανώρια η τρικυμιά …
Σειρήνων γέλια ακούγονται, και οι Τρίτωνες δαιμόνοι
σαλπίζουνε τριγύρα μας μια πλέρια επιθυμιά …

»Βίρα, και μάινα τα πανιά! Τα δασωμένα χέρια
αν σα σε λόγκο αλύγιστο παλεύουν τα στοιχειά,
αν στις αιφνίδιες αστραπές φωτάνε τα μαχαίρια,
και τα σκοινιά που κόβουμε σφυράν σαν την οχιά,

»μέσα στα σπλάχνα μας βογκά θεϊκός σκοπός: “Κορφώσου
στη δόξα που σε λόγιασαν, ω θάλασσα, οι καρδιές,
που πριν να ξεκινήσουμε, ποθώντας τον αφρό σου,
σε δέχονταν ολάκερη, σα να ’τανε αμμουδιές!”

                                       *

»Μεγάλη ορμή αλογάριαστη, που, στην εξαίσια πάλη
τον ίδιο ωε επαλεύαμε τρισκότιδο ουρανό,
το νου μάς έντυνες δροσιά και την καρδιάν ατσάλι,
με ποια ματιά αντικρίζαμε πλατιά τον ωκεανό,

»που ενώ σιγούσε ο άνεμος, κι ακούραστα εκυλούσε
τ’ άσωτο κύμα ολόγυρα που εφούσκωνε βουνό,
κι ακέρια η ασυνόριστη πεδιάδα ασπροβολούσε,
ξάφνου τον ήλιο εβλέπαμε, τεράστια φωτεινό,

»ν’ αντιφεγγάει στα πλάτη του μ’ ασύγκριτη σφοδρότη,
τρυγώντας, απ’ του σπλάχνου μας τη ρίζα, τη μιλιά,
και πλημμυρώντας μας το νου μ’ αλόγιστη φαιδρότη
ωσά να ξαναβλέπαμε τη μητρική αγκαλιά!

»Έτσι το χόρτο, ω θάλασσα μητέρα, δε μυρίζει
– εσύ το ξέρεις, τρίσβαθη του αγώνα αναπνοή –
όταν δρεπάνι ακούραστο στους κάμπους το θερίζει,
έτσι δεν είναι ολάκερη στα χώματα η ζωή,

»σαν η στιγμή που ο άνθρωπος, μυρίζοντας το φύκι,
αιφνίδια, συνεπαίρνεται σε μάγο βυθισμό,
κι ως αραγμένο, ατάξιδο, σε οκνά νερά καΐκι,
αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό,

»χλωμός, του πόνου του, και αργός, τα βάθη αναρωτάει,
κι ως ανασαίνει απάντεχα κι απάντεχα κοιτά,
ξάφνου, με πόθο αλόγιαστα μεγάλο, αποζητάει
τη Δόξα που ολομόναχη θρονιάζει στ’ ανοιχτά ...

»Έτσι δεν είν’ το αγκάλιασμα που ορμάει και δευτερώνει,
θεριεύοντας στον έρωτα τ’ αντίμαχα κορμιά,
σαν η πνοή Σου, ω θάλασσα μητέρα, που σαρώνει
βαθιά μας πάσαν άπλερη του κόσμου επιθυμιά …

»Τώρα στα μέτωπα, ο άσπιλος ο λογισμός φτερώνει·
ιερό γεμίζει ευώδιασμα η αιθέριά Σου ερημιά·
χρυσό το ηλιοβασίλεμα την όψη μας πυρώνει,
κι όλα, μαδάνε, τ’ άνθια σου στη δύση, ω τρικυμιά!

                                            *

»Βουβή γαλήνη, απάρθενη που προβοδάς, και τώρα
μακάριο το καράβι μας περίζωσες νησί,
της ησυχίας, στα φρένα μας, η μυστική πληθώρα
αναρροεί, και πιότερο παρά θεϊκό κρασί

»κρατάει θερμό το σπλάχνο μας, μετέωρες τις αισθήσεις·
κορμιά μυημένα, τη νοητή γευόμαστε χαρά …
Βουβή γαλήνη απάρθενη, σε ποιο θα μας βυθίσεις
ταξίδι, τώρα π’ άνθισεν ο αγώνας μας φτερά;

»Άηχο ποτάμι φαίνεται, που τ’ άνθια αναμερίζει,
τ’ άγιο καράβι, ως στρώνεται στο δρόμο του ο αφρός
και, με μιλιά πρωτάκουστη, στ’ αυτιά μας μουρμουρίζει
μια γλώσσα νέα κι ολόδροσην, ως σβήνεται αλαφρός.

»Με πόθο αιθέριο, ανείπωτο, εκεί π’ ολόαχνο σμίγει
τον ουρανό το πέλαγο, ξανοίγονται στο νου
τα μέλλοντα όλα, κ’ η σιγή τη βίβλο ξετυλίγει,
μιαν ίδια βίβλο: του πελάου, της γης και τ’ ουρανού.

»Πανώρια χρυσοζυγαριά του αγώνα, θεία γαλήνη·
στη μια μεριά είν’ ο κόπος μας, στην άλλην είσ’ εσύ!
Θείος ίμερος τα μέλη μας αγνάντια σου αν μας λύνει,
αν σα μακάριον άξαφνα μάς έζωσες νησί,

»αν μήτε ούτ’ ένα σύννεφο μπροστά δε μας ποδίζει
και μια στιγμή τα μάτια μας τα κλείνει ο γλυκασμός,
και μια στιγμή τα μάτια μας βλέφαρα τεράστιο φως ροδίζει,
και με γιγάντιον όραμα θεριεύει ο στοχασμός.

»Αν όλα, μες στα βάθη μας, μια δέηση τ’ αρμονίζει
και παρατήσαμε άνεργα για λίγο τα κουπιά,
ολοένα μάς πλαταίνεται, εκεί που ο νους χρονίζει,
ολοένα τρέμει μέσα μας μια γνώμη: “Ως πότε πια!”

                                                  *

»Του Μυστηρίου την άβυσσον αν μεγαλώνει η μοίρα,
μες στη σιγή σου, ω πόθε μας, την έκλεισες εσύ!
Σαν όνειρο το πέλαγο στη θεία βραδιά τριγύρα,
μα ο Έσπερος, αγνάντια μας, στυλώθη ωσά νησί
 
»μακρά, κι ως φλόγα ακοίμητη, ψηλώνει και μας νεύει·
κι όσο τ’ αστέρι αρίθμητο πληθαίνει στη βραδιά,
τόσο θεριεύει η σκέψη μας και τόσο παρθενεύει,
τόσο χτυπάει αβάσταχτη, βαθιά μας, η καρδιά …

»Του δρόμου, π’ αρμενίσαμε, ζώνη δεν έμεινε άλλη,
άλλη δεν έμεινε βαθιά του σπλάχνου αναπνοή,
παρά ουρανός, κι όλο ουρανός, και πουθενά ακρογιάλι,
παρά τ’ αστέρι, αρίθμητο, που καίει κι ανθορροεί.

»Άλλο δεν έμεινε για σε, Ψυχή, απ’ τ’ άγιο θάρρος
που πάσκει και που νείρεται το ακίνητο φτερό·
κι ας ακουμπάς στο πέλαγον ακόμα, όπως ο γλάρος
που αποξεχνιέται, ασάλευτος σαν κρίνος, στο νερό.

»Τι, αν είναι τώρα το ύστερο να μας σηκώσει βάρος
το πλέριο ψυχοπάλεμα τ’ αγώνα το ιερό,
θα ’ναι χρυσό το δρέπανο που θα σηκώσει ο Χάρος,
τι θα μας βρει σ’ ασύγκριτον αγνάντια του χορό!

                                        *

»Ψυχή, που, κι αλαφρότερη από αφημένο μήλο,
στα μπλάβα επάνω κύματα, γαλήνια τώρα, πλες
σαν το νησί π’ αρμένιζε μονάχο, η άγια Δήλο·
Ψυχή, που θείες σε ζώσανε δυνάμεις σιωπηλές,

»στο μυστικόν, ολάκερη, μαγνήτη γυρισμένη,
πέρ’ απ’ των πάγων τα βουνά, το ξέρεις, μαντική,
των υπερβόρειων, η χαρά, παρθένων σε προσμένει,
των κύκνων των χιονόφωτων η δόξα, η Μουσική …

»Όση μας έμεινε πνοή, την κυβερνάει μια τάξη.
Όλος μάς γίνη ο κάματος ανθρώπινη θροφή.
Κι ως το σκουλήκι, ολάκαιρο π’ αδειάζει απ’ το μετάξι,
την άξιαν ετοιμάζοντας στο σώμα του ταφή,

»δεν μας εμόλεψε καημός, η σάρκα αν θα βαστάξει·
αλλ’ ως την επλημμύρισε του απέραντου η αφή
και πόνεσε και πάσκισεν ακέρια να πετάξει,
α, ποια λαχτάρα αμίλητη, την έτρωε, και κρυφή!

»Κανένας πια το σύντροφο δε δύνονταν να κρίνει·
τι, σμίγοντας τα πρόσωπα στους δείπνους τη βραδιά,
τα πρόσωπά μας έφεγγαν ως φέγγουν όμοιοι οι κρίνοι,
κι ως από μιαν ανέβαινεν η ανάσα μας καρδιά.

» “Ποιος αύριον” ελογιάζαμε βουβοί “θε να προστάξει;”
“Τίνος ο πόνος, άμετρος, στο πέλαο θα στραφεί;”
“Το δοιάκι ποιος, στον άδηλον αγώνα, θα βαστάξει;”
Κι όλων τα μάτια ελέγανε, κρυφά: “Εγώ αδερφοί!”

                                                    *

»Χαράζει τάχα, ω σύντροφοι, μπροστά μας, ή βραδιάζει;
Το φως που μπήκαμε έμοιασε βαθύ, παντοτινό·
κι όλη μας νιώθουμε η καρδιά, σα μια σπονδή, ν’ αδειάζει,
από κρατήρα ατίμητο, μπροστά στον ουρανό ...

»Το μέγα αξήγητο βουητό που μας κυκλώνει τώρα,
δεν είν’ απόμακρη βροντή, μηδέ γοργά νερά·
οι κύκνοι είναι τ’ Απόλλωνα, που στη φτωχή μας πλώρα
υμνολογούν σα σάλπιγγες και δέρνουν τα φτερά!

»Στον ήχο τον ανήκουστο, που μας κορφώνει το αίμα,
τα μάτια μας πεντάνοιχτα ξανοίγουν το βυθό,
μαντεία γεμίζ’ η φρένα μας, και το εναγώνιο πνέμα
τρυγά τον πρωτοτρύγητο της προφητείας ανθό.

»Σα μέγα σφάγιο, ζωντανόν ακόμα που σπαράζει,
ο Απόλλωνας στη μέση μας κατέβηκε κρυφός,
και μας μαζώνει γύρα Του σφιχτά, και μας μεράζει
λαχτάρα απ’ τη λαχτάρα Του κι από το φως Του φως.

»Ο θείος καημός, οπόσμιξε τ’ αντρίκια μας τα χέρια,
μας σέρνει πια τριγύρα Του σε ακράτητο χορό.
Πατούμε τις εννιά κορφές, στα μύρια ανθούμε αστέρια!
Νικάμε, με το σκίρτημα του αγώνα, τον καιρό!

»Ακούτε οι κύκν’ οι αθάνατοι τι τραγουδάν, συντρόφοι;
“Ελάτε, τι το θάνατο γευτήκατε ιερό·
κ’ ετοιμαστείτε γρήγορα στο μυστικό πιστρόφι
του Θεού, που σας επρόσμενεν απ’ άμετρον καιρό!

»”Ελάτε ν’ ακλουθήσετε το μέγα νυφοστόλι
που να κινήσει βιάζεται στον τόπο τον ιερό·
ελάτε, όσοι παλέψατε, να δοκιμάσετε όλοι
αγνάντια Του το αδάμαστο του πόθου σας φτερό!

»”Μια θλίψη ακόμα μέσα σας αξήγητη αν στενάζει,
ακόμα αν θαμποβλέπετε τους άγιους αδερφούς,
Αυτός το αίώνιο τόξο Του κρατάει, και δοκιμάζει
τη θεία νευρήν, ατάραχος, απάνω απ’ τους Δελφούς.

»”Ακόμα έν’ άσπρο σύννεφον αν Τον αποσκεπάζει,
κ’ είναι συχνά το βήμα σας σα να πατάει γκρεμνό,
μα η ώρα φτάν’ η αμίλητη, που το χιτώνα αρπάζει,
κι όλο το Σώμα μέσα σας θε να φωτάει, γυμνό!

»”Τώρα, ας πληθαίνει ο βυθισμός όσο πληθαίνει η δόξα
των μυστικών, που ανάτειλαν στα φρένα σας, αχών·
κι ας χύνεται ανεκλάλητη, με νέα τεράστια τόξα,
η ζωντανή ξοπίσω Του παλίρροια των ψυχών!”»