Το ταξίδι μου
Συγγραφέας:
Ταξίδι


Μῆνα Γιούλη, στὶς τριάντα σωστά, μέρα Παρασκεβή, ἡ ὥρα ξήμισυ τὸ βράδυ, – ἀφοῦ ἀποχαιρετήσαμε τὴ γιανούλα καὶ κλειδώσαμε τὸ σπίτι – μὲ τὰ σεντούκια καὶ μὲ τὰ σακκιὰ σηκωθήκαμε νὰ πᾶμε στὸ σταθμό, γιὰ νὰ πάρουμε τὸ σιδερόδρομο. Εἴχαμε καλὸ ἁμάξι, μὰ ἔβρεχε φοβερά.

Ἅμα φτάξαμε, δώσαμε τὰ μπαοῦλλα στὰ μπαγάλια, πήραμε τὴν ἀπόδειξη καὶ τὴν ἔβαλα στὴν τζέπη μου, γιὰ νὰ μὴν τὴ χάσω. Μπήκαμε τότες πιὰ στὸ ξενοδοχεῖο τοῦ σταθμοῦ. Ἤπιαμε ἕνα ζουμί, φάγαμε δύο μπριζόλες, μισὸ πουλί, τρεῖς ῥόγες σταφύλι, μᾶς φέρανε καφέ, πλερώσαμε ὀχτὼ φράγκα καὶ τριάντα πέντε λεφτά. Δώσαμε καὶ πέντε σολδιὰ μπαξίσι στὸ γκαρσόνι.

Ἀνεβήκαμε στὸ βαγόνι στὶς ἑφτὰ καὶ δέκα. Στὶς ἑφτὰ καὶ τέταρτο σωστὰ ξεκίνησε τὸ τραῖνο. Κάμαμε ταξίδι μοναδικό· δὲν ἔσπασε ῥόδα, δὲ χάλασε ἁμάξι, ἄλλο τραῖνο δὲν ἀπαντήσαμε νὰ μᾶς πλακώσῃ – καὶ δὲ μᾶς σκότωσε κανείς. Τὸ σάββατο πρωΐ, στὶς δέκα καὶ δωδεκάμισυ, φτάσαμε στὴ Μαρσίλια.

Κάμαμε σ’ ἐνὸς θειοῦ μου πρόγεμα λαμπρό· εἴχαμε πολὺ καλὴ ὄρεξη κι ὄχι λίγη δίψα. Κάτσαμε, φάγαμε, γελάσαμε κ’ ἔτσι ἦρθε πιὰ κ’ ἡ ὥρα νὰ μπαρκαριστοῦμε.

Στὶς τρεῖς, ἀνέβηκα στὸ βαπόρι μὲ τὴ γυναίκα μου. Φύγαμε στὶς πέντε. Στὸ ταξίδι, κάμαμε κάμποσες γνωριμίες· ἡ συντροφιὰ καλή, οἱ κυρίες νόστιμες κι ὥσπου νὰ φτάσουμε στὴν Πόλη, περνοῦσε λαμπρὰ μὲ τὶς κουβέντες ὁ καιρός. Δὲ ζαλιστήκαμε διόλου.

Νὰ μὴν ξεχάσω νὰ τὸ πῶ κι’ ἀφτό! Στὸ σιδερόδρομο, στὴ Μαρσίλια, στοῦ θειοῦ μου, στὸ βαπόρι, μήτε ψύλλους εἴδαμε μήτε μισὸ κουνούπι. «Σέντ» εἴτανε τὄνομα τοῦ βαποριοῦ.