Το ταξίδι μου/Πόθος κρυφός
←Δυο λόγια | Το ταξίδι μου Συγγραφέας: Πόθος κρυφός |
Η γιανούλα→ |
Ἕνα πρωῒ στὴν ἐξοχή, ποὺ μυροβολούσανε οἱ πεδιάδες καὶ ποὺ τὰ δέντρα κελαδούσανε, πουλιὰ γεμάτα, βγῆκα καὶ γώ – κάτω στῆς δυτικῆς Γαλλίας τἀπόμακρα τὰ παράλια ὅπου βρισκόμουνε τότες – νὰ σεργιανίσω ὄξω στοὺς κάμπους καὶ νὰ λούσω στὴ δροσιὰ τῆς ἀβγῆς κορμὶ καὶ ψυχή. Ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ ἕνα λόφο μικρό. Στὸ πλάγι μου, τὰ χόρτα εἴχανε ξαπλωμένη τὴ λαμπρή τους πρασινάδα· μισοβρεμένα ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ δροσιά, σὰν καμαρωμένα μέσα στὸ ζωηρό τους τὸ χρῶμα, ὅλα τους φορούσανε τὴ στολή τους, διαμάντια, σμαράγδια καὶ μαργαριτάρια. Τὸ χορτάρι, χρυσολούλουδα κεντημένο, ἔμοιαζε ὕφασμα ζωντανό. Τὰ τριαντάφυλλα ἀνοίγανε τὰ κόκκινά τους φύλλα. Τἁγιόκλημα, ἡ ἀλιφασκιά, οἱ σπαρτιὲς περεχούσανε τὴν καρδιὰ μὲ τὴ μυρωδιά τους. Φυσοῦσε ἀγέρι σιγαλό· παρέκει, σὲ μιὰ κοιλάδα, κουνιόντανε τὰ στάχια ἀγάλια ἀγάλια καὶ κάνανε τὴν κυματιστή τους τὴν κουβέντα· ἔσκυφτε τὸ ἕνα στἄλλο, σὰ νὰ χαιρετιόντανε. Εἴτανε ὅλο χαρούμενα ποὺ τὰ ζέσταινε ὁ ἥλιος μὲ τὶς γλυκές του ἀχτῖδες. Ὁ οὐρανὸς ἐρωτεμένος γλυκοκοίταζε τὴ γίς, σὰν ποὺ κοιτάζει τὴν ἀγάπη του ἕνας νιός, ὅταν περάσῃ καὶ τὴ διῇ. Τόσο φῶς, τόση φλόγα σκόρπιζε ἀπὸ κεῖ ἀπάνω στὸν κόρφο της μέσα, ποὺ φαινότανε, ἀλήθεια, σὰ νὰ μὴν ἤξερε ὁ ἥλιος πῶς νὰ προφτάσῃ ἀπὸ τὰ τρελλὰ φιλιὰ ποὺ γύρεβε νὰ τῆς δώσῃ. Ἡ ἄνοιξη εἶναι ὁ μεγάλος ἔρωτας ποὺ μᾶς ἀνάφτει καὶ ποὺ κάθε χρόνο τὸν κόσμο γεννᾷ. Ὅλα τὰ ξανοίγει, ὅλη τὴ φύση, ὅλες τὶς ψυχές· πὲς μιὰ πλημμύρα ζωὴ ποὺ κατεβαίνει.
Καθόμουνε ἥσυχος, δίχως φροντίδα, δίχως καμιὰ συλλογή. Γαλήνη γινότανε ἡ ψυχή μου. Μ’ ὅλη μου τὴ δύναμη τέντωνα τὰ στήθια μου, γιὰ νὰ τὰ γεμίσῃ ζωή. Χαιρόμουνε καὶ γὼ τὴν ἄνοιξη, τὴ φύση, τὸν κόσμο. Ἡ ἐφτυχία, τί εἶναι; Μιὰ ἐνέργεια, τίποτις ἄλλο. Ὅλα ἐνεργούσανε τριγῦρο μου καὶ μέσα μου, τὰ δέντρα γιὰ νὰ λουλουδιάσουνε, ἡ καρδιά μου γιὰ νὰ καταλάβῃ ἀκόμη καλήτερα τὴ γλύκα, τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζήσης. Ἄκουγα τὴ φύση καὶ τραγουδοῦσε κοντὰ κοντὰ στἀφτιά μου τὸ παντοτινό της τὸ τραγούδι, ποὺ κάθε χρόνο τὸ ξαναλέει, τὸ τραγούδι τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Ἔβλεπα τὴν ὄμορφη θέα ποὺ εἶχα μπροστά μου, ἀπὸ πάνω μου τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ φεγγοβολιά του, στὸ πλάγι μου κάμπους καὶ πρασινάδα κι ἄξαφνα πιὸ κάτω, ἅμα σήκωνα τὰ μάτια, ἀπέραντη θάλασσα μὲ τὰ μαβιά της κύματα, θάλασσα γελαστή, ἄσπρους ἀφροὺς στολισμένη.
Ἀχ! τὴ θάλασσα, γιατί να τὴ διῶ; Γιατί νὰ μὴ μοῦ τὴ σκεπάσουνε οἱ πλατάνοι, οἱ ἰτιὲς καὶ τἄλλα τὰ δέντρα ποὺ βγάζει τὸ χῶμα τὸ γαλλικό; Μόλις τὴν εἶδα τὴ θάλασσα, καὶ πῆρε ἡ φαντασία μου ἄλλο δρόμο. Θυμήθηκα τὴν πατρίδα! Καὶ στὴν πατρίδα θάλασσα θὰ μὲ πάῃ. Ὅτι τὸ συλλογίστηκα, ὅτι ἔβαλα τέτοια ἰδέα στὸ νοῦ μου, τοῦ κάκου! Δὲν μποροῦσα πιὰ τίποτις ἄλλο νὰ συλλογιστῶ. Ξέχασα τὴν πρασινάδα, τὰ λουλούδια, τὸν οὐρανό, καὶ τὴ φύση ποὺ πρῶτα δὲ χόρταινα νὰ τὴ βλέπω. Κάτι μὲ τραβοῦσε! Μιὰ λιγούρα μοῦ ἔτρωγε τὴν καρδιὰ καὶ δὲ μοῦ ἄφινε ἡσυχία. Στὴ στιγμὴ ἔπρεπε νὰ σηκωθῶ, νὰ γυρίσω σπίτι, νὰ μετρήσω τοὺς παράδες μου – νὰ βγῶ στὸ ταξίδι.
— «Ναί! ἔλεγα μέσα μου ὅσο περπατοῦσα καὶ πήγαινα σπίτι, εἶναι ἀνάγκη πιά! Πρέπει, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ διῶ τοὺς ὁμογενεῖς! Ἀφτὴ τὴ λαχτάρα ἔχει ἡ καρδιά μου. Δὲν ξέρω, μὰ σὰ νὰ μοῦ φαίνεται πὼς γέρασα πάρα πολύ. Εἶναι καιρὸς νὰ πάω νὰ ξανανιώσω, νὰ πέσω μέσα στὸν Ἰλισσό, τὸ νόστιμο τὸ ποτάμι ποὺ δὲ φταίει τὸ κακόμοιρο ἂ δὲν τρέχει, ἀφοῦ δὲν öἔχει μήτε μιὰ σταλιὰ νερό. Πρέπει νὰ διῶ τοὺς δικούς μου, νὰ διῶ τὴν Πόλη, τὴ Χιὸ καὶ τὴν Ἀθἠνα! Πόσα χρόνια εἶναι τώρα ποὺ ἄφησα τὴν πατρίδα, πόσα χρόνια ποὺ ζῶ ἥσυχος, φτυχισμένος στὴν καινούρια μου, τὴν ἀγαπημένη πατρίδα! Ἐδῶ τίποτις ἄλλο δὲν ἔπαθα παρὰ καλό. Καιρός, καιρὸς εἶναι νὰ μαλλώσουμε λιγάκι μὲ τοὺς ὁμογενεῖς. Πότε θὰ τοὺς χαρῶ καὶ γὼ τοὺς βλογημένους μου Ῥωμιούς, τοὺς καλούς μου πατριῶτες; Πάντα ἁψηλὰ πετᾷ ὁ νοῦς τους, ὅλο ἐβγένεια πνέει ἡ ψυχή τους· ζοῦνε ἀκόμη μὲ τὸ Σωκράτη καὶ μὲ τὸν Περικλή. Ἀπὸ τἀρχαῖα τὰ χρόνια τίποτα ἴσα μὲ τώρα δὲν ἄλλαξε, γλώσσα, αἷμα, προφορά. Φτάνει νὰ τοὺς ῥωτήσῃς· ἔχουνε πάντα χίλια δυὸ νὰ σοῦ ποῦνε γιὰ νὰ σοῦ τἀποδείξουνε – καὶ νὰ σὲ βρίσουνε, ἂν πῇς ὄχι.
Τὶς βρισιές τους, νὰ τὶς ξανακούσω μιὰ ὥρα ἀρχήτερα! Ἐδῶ στὴ Γαλλία ποὺ κάθουμαι, ποτές, ὄχι! ποτὲς κανένας μου φίλος – ἀλήθεια εἶναι, καὶ πρέπει νὰ τὸ πῶ – μήτε θύμωσε, μήτε τὰ χάλασε μαζί μου, μήτε μοῦ τὸ βάσταξε βαρί, μήτε μιὰ γροθιὰ μοῦ ἔδωσε στὴ ζωή μου. Ἂν καὶ δὲ συφωνούσανε πάντα οἱ ἰδέες μας, συφωνούσανε οἱ καρδιές μας. Τὸ φέρσιμό μας εἶναι πάντα τῆς ἀθρωπιᾶς. Γίνεται τέτοια μονοτονία; Βαρέθηκα τὴν τύχη μου. Θὰ φιλήσω τὸν πρῶτο ποὺ θὰ μὲ βρίσῃ. Καβγάδες δίψασε ἡ ψυχή μου. Εἶναι καιρὸς ποὺ μοῦ τρώει σὰ λιγούρα τὴν καρδιά μου. Λαχτάρα μ’ ἔπιασε νὰ ξαναδιῶ τὴ μάννα μου – τὴν Ἑλλάδα! Ὁ νοῦς μου μεγάλα γυρέβει. Θέλω δόξα καὶ γροθιές!
Πόσους εἶδα, πόσους γνώρισα στὸν κόσμο! Ὅσους φωστῆρες ἔχει ἡ καλή μου Γαλλία, μικροὺς καὶ μεγάλους, τοὺς ξέρω. Πρόφτασα καὶ τὸν περίφημο τὸ γέρο, τὸ Βιχτὼρ Οὐγκώ. Μοῦ ἔκαμε σωρὸ τεμενάδες καὶ μοῦ εἶπε· — «Μεγάλος εἶσαι σύ· τί εἶμαι γώ;» Μόνο τοὺς δικούς μας τοὺς μεγάλους, μόνο τοὺς καλούς μας δασκάλους δὲ θὰ τρέξω νὰ διῶ; Καὶ τί νὰ τὴν κάμω τότες τὴ ζωή; Κάλλια μιὰ ὥρα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ πεθάνω, παρὰ νὰ ζῶ χρόνια καὶ νὰ μὴν τοὺς βλέπω! Ξέρεις τί γλύκα, τί νοστιμάδα ποὺ τὴν ἔχει ἕνας ποὺ σὲ πετᾷ πρῶτα στὸ πρόσωπο ὅσα λόγια, ὅσες βρισιὲς ξέρει καὶ δὲν ξέρει, κ’ ἔπειτα πετιέται κι ὁ ἴδιος στὴν ἀγκαλιά σου, λέγοντας· Μπρὲ ἀδερφέ! ἔλα νὰ σὲ φιλήσω!
— Γυναίκα μου, νὰ σὲ χαρῶ, νἄχῃς ἕτοιμο τὸ σεντούκι. Ἢ ἂν τὸ θέλεις κ’ ἔτσι «πλήρωσον τὸ κιβώτιον καὶ κράτει τὰς ἀποσκευὰς ἑτοίμους». Θὰ σὲ πάω στὴν Ἑλλάδα! Ἂς ἀφήσουμε γιὰ τρεῖς μῆνες – τὸ πολὺ πολὺ – τὴ γλυκειά μας τὴ γωνιὰ ὅπου καθούμαστε κουκουλωμένοι ζεστὰ στὴν ἀγάπη μας μέσα, σὰν τὸ πουλὶ στὴ φωλιά του. Ἔλα νὰ διῇς τοῦ ἀντρός σου τὴν πατρίδα. Ἔλα νὰ καταλάβῃς πῶς μιλούσανε ὁ Πλάτωνας κι ὁ Σωκράτης. Ἔλα νἀκούσουνε τὰ βάρβαρά σου τἀφτιὰ τὴν προφορὰ ποὺ ἔβγαζε τοῦ Ὅμηρου τὸ στόμα. Τί κάνουνε οἱ σοφοὶ τῆς Ἐβρώπης, οἱ ἐπιστήμονες, οἱ ἀρχαιολόγοι, οἱ γλωσσολόγοι, ὅταν κανένα δύσκολο ζήτημα τοὺς σκοτίζει τὸ κεφάλι, ὅταν πολεμοῦνε νὰ καταλάβουνε πῶς ζούσανε οἱ ἀρχαῖοι, μὲ τί τρόπο ντυνόντανε, πῶς βάζανε τὴ φορεσιά τους, πῶς πεινούσανε καὶ πῶς τρώγανε; Τί κάνουνε, ὅταν ἀπαντήσουνε ἄξαφνα σὲ κανένα συγραφέα, πεζογράφο ἢ ποιητή, μιὰ φράση ποὺ τοὺς ξεφέβγει, μιὰ λέξη ποὺ δὲν ἐννοοῦνε; Τί κάνουνε, ὅταν ἄλλη βοήθεια δὲν ἔχουνε πιά, γιὰ νὰ φωτιστῇ ὁ νοῦς τους, παρὰ κανέναν κώδικα μισοσβησμένο, καὶ προσπαθοῦνε, ὅλοι τους μαζί, νὰ διορθώσουνε τὰ σακατεμένα χωρία ἑνὸς χερογράφου; Μήπως κάθουνται καὶ σπουδάζουνε, ἀνοίγουνε ἢ σφαλνοῦνε τὰ βιβλία τῆς ἐπιστήμης, σκαλίζουν ἐπιγραφὲς καὶ σπάνουνε τὸ κεφάλι τους γιὰ νὰ ξεδιαλίσουνε τὴν ἀλήθεια, μὲ τὰ λίγα μνημεῖα τῆς ἀρχαιότητας ποὺ σωθήκανε ἴσα μὲ τώρα; Ὄχι βέβαια! Οἱ σοφοὶ Ἐβρωπαῖοι, ἂν κανένας ἀρχαῖος ζοῦσε ἀκόμη καὶ σήμερα, θὰ τρέχανε ἀμέσως, θὰ φιλούσανε τὰ πόδια του γιὰ νὰ τοὺς πῇ τὴν ἔννοια τῆς λέξης ποὺ δὲν ξέρουνε, τὸ νόημα τοῦ χωρίου ποὺ τοὺς βασανίζει, τὰ μέτρα τοῦ στίχου, τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα κάθε συλλαβῆς. Τώρα πάνε ὅλοι στὴν Ἑλλάδα, κ’ εἶναι σὰ νὰ μιλούσανε κανενός ἀρχαίου. Ῥωτοῦν ἕνα δάσκαλο ἢ ἕνα χωρικό, κι ὁ δάσκαλος ἢ ὁ χωρικὸς ἀμέσως λέει τοῦ σοφοῦ ὅ τι θέλει νἀκούσῃ· ὅλες του τὶς ἀπορίες μὲ μιὰ λέξη θὰ τοῦ τὶς λύσῃ, γιατὶ ξέρει ὁ καθένας στὴν Ἐβρώπη πὼς ἅμα πατήσῃ στὸ βασίλειο, θὰ βρῇ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπαράλλαχτη καὶ ζωντανή.
Ἂς πάμε καὶ μεῖς. Ἄβριο φέβγουμε. Ἀκόμη μιὰ παραγγελιὰ νὰ σοῦ δώσω. Μὴν ξεχάσῃς, ζωή μου, σὲ παρακαλῶ, νὰ βάλῃς δυὸ τρεῖς σταφίδες στὸ σεντούκι. Εἶναι τῆς ἀθρωπιᾶς νὰ φέρουμε καὶ μεῖς κανένα χάρισμα στοὺς ὁμογενεῖς. Μπορεῖ νὰ σωθήκανε κ’ οἱ σταφίδες. Πρόσεχε, φῶς μου, καὶ θυμήσου νὰ πάρῃς καμιὰ Γραμματικὴ τῆς νεοελληνικῆς. Πρέπει νὰ ξέρουμε νὰ μιλοῦμε. Κάτω κάτω στὸ σεντούκι, ῥίξε, ψυχίτσα μου, τὴν Grammaire du grec actuel τοῦ Rangabé.»