Το ταξίδι μου
Συγγραφέας:
Πρόλογος της δέφτερης έκδοσης


Ὁ ἥλιος ἀνάτελνε τότες στὴ ζωή μου. Ἕνας ἥλιος μοῦ φαινότανε ἡ Ἑλλάδα ὅλη. Μοῦ φώτιζε ὁ ἥλιος τὴν ψυχή. Σὰ νὰ τὸν ἔβλεπα πρώτη φορά, ὅταν κατέβηκα στὴν Πόλη, στὰ Νησιά, στὴν Ἀθήνα. Κι ὡςτόσο τὸν ἤξερα κι ἀπὸ πρῶτα ἐκεῖνο τὸν ἥλιο, τὸν ἤξερα καλά. Εἴτανε ὁ ἥλιος ποὺ γνώρισα στὴν Πόλη παιδί, ἕνας ἥλιος φρέσκος, ὄχι φλογισμένος, ὅπως τονὲ φαντάζουνται πολλοί. Τὴν ἄνοιξη, κάποτες καὶ τὸ καλοκαίρι, στὸ παλιό μας τὸ σπίτι τοῦ Γαλατᾶ, στὸ πέτρινο τὸ σπίτι, ἀπὸ πάνω ἀπὸ τἁψηλὸ τὸ παραθύρι, πρωῒ πρωΐ, τὸν ἔβλεπα τὸν ἥλιο στὸ Μπογάζι, τὸν ἔβλεπα στὰ κύματα μέσα νὰ μπαίνῃ, νὰ λούζεται στὰ νερὰ τὰ διαμαντένια, νὰ χρυσώνῃ παρέκει τὶς κορφοῦλες, καὶ κάποια παράξενη, μυρωδάτη, δροσάτη ἀπαχνιὰ ποὺ ἀνέβαινε ὡς ἐμένα μὲ τὸν ἀέρα τὸ βελουδένιο, μὲ περέχυνε καὶ μὲ ξυπνοῦσε. Πρέπει κανεὶς νἄζησε στὰ μέρη μας ἀπὸ μικρός, γιὰ νὰ καταλάβῃ, γιὰ νὰ νοιώσῃ, γιὰ νἀγαπήσῃ ὅλη τὴ γλύκα, ὅλο τὸ νόημα τὸ ἄγνωστο ἀλλοῦ, ποὺ ἔχει τὸ ἀταίριαχτο κι ἁπλὸ ῥῆμα ξυπνῶ. Ναί, ξυπνᾷς καὶ χαίρεσαι ἀμέσως. Χαίρεσαι τὴ Δημιουργία, τὴν ὕπαρξη, χαίρεσαι τὸν οὐρανὸ ποὺ ἰδιοστιγμίς, ἅμα φέξῃ, ὅλα τὰ πράματα σοῦ τὰ ξεσκεπάζει, λὲς μάλιστα καὶ πρόθυμος σοῦ τὰ φέρνει ὡς τὰ χείλια, σὰν ποτήρι νερό, νὰ πιῇς καὶ νἀνασάνῃς. Γίνεσαι καὶ σὺ Δημιουργία, πάβεις νὰ εἶσαι ἄτομο, χάνεσαι μέσα στὴν Πλάση, ὅπως χάνεται στὰ κύματα τὸ κῦμα, ὅπως χάνεται τὸ λούλουδο στὸν κάμπο. Στοὺς ἄλλους τόπους ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ· φιλάργερος ὁ οὐρανός, κ’ ἕνα ἕνα σοῦ τὰ ξεφανερώνει, θολὰ κάποτες καὶ σκοῦρα. Στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Ἑλλάδα, μὲ μιᾶς ὅλα τὰ ξανοίγεις. Κοιτάζεις κ’ ἡ ματιά σου ἁρπάζει τὸν κόσμο· ἀναπνὲς κ’ ἡ ἀναπνοή σου τὸν κόσμο ἀναπνέει.

Κ’ ἔτσι, θωρώντας τὸ θάμα τῆς παντοτινῆς μας φεγγοβολιᾶς, ἔλεγα μέσα μου καὶ γὼ πὼς δὲ γίνεται, πὼς τὸ ἴδιο φῶς θὰ λάμπῃ καὶ στὸν ἄθρωπο, ἀφοῦ λάμπει στὸν οὐρανό. Τότες ὅμως κατάλαβα κάποιο πολὺ περίεργο γνώρισμα τοὐρανοῦ μας, δηλαδὴ πὼς δὲ φωτίζει καὶ πὼς δὲ φωτίζει ἀπὸ τὸ περίσσιο τὸ φῶς! Ναί, τέτοιος εἶναι ἀλήθεια ὁ οὐρανὸς ὁ δικός μας. Ὁ ἄλλος οὐρανός, ὁ οὐρανὸς τῆς Δύσης, φωτίζει περισσότερο, γιατὶ λιγώτερο φέγγει. Φέγγει λιγώτερο κ’ ἔτσι ἔχεις ἀνάγκη νὰ προσέχῃς, κι ἅμα προσέχεις, οὔτε μισὴ ἀχτιδιὰ δὲ σοῦ ξεφέβγει. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε κιόλας πὼς κάτι ἀχτιδοῦλες κρύφτουνται κάποτες καὶ σὲ κεῖνα τἀποσκότιδα καὶ τἀποφέγγια ποὺ δὲν εἶναι μήτε σκοτάδι μήτε φῶς. Θέλουνε μάτι γυμνασμένο οἱ ἀχτιδοῦλες, νὰ τὶς δῇς. Ὁ οὐρανός μας δὲ μᾶς γυμνάζει τὸ μάτι· δὲ βλέπουμε τίποτις, ἐπειδὴ τα βλέπουμε ὅλα. Ἔτρεμε, λέει κάπου ἕνας ποιητής, ἔτρεμε μιὰ λαμπίτσα μονάχα, γιὰ νὰ δείξῃ ἀκόμη καλήτερα τὴ νύχτα τὴ βαθειὰ ποὺ βασίλεβε σὲ κειὸ τὸ μέρος. Τέτοιες λαμπίτσες ἐμεῖς δὲν ἀνάφτουμε. Δὲ μάθαμε νὰ παρατηροῦμε τὸ σκοτάδι· τὴν καταχνιὰ δὲν τὴ συνοριζούμαστε. Ποιὸς θὰ πάῃ τώρα νὰ γυρέψῃ ἂν ἄξαφνα δὲ μισοφαίνεται καμιὰ ἀσπράδα καὶ γῦρο στὴν καταχνιά, ἢ καὶ μέσα της; Δὲ βαριέστε; Ὠμὰ τἀγαποῦμε τὰ χρώματα κι ἀνοιχτά· δὲ νοιώθουμε ἀπὸ χρωματιές. Μὲ τὸ μάτι συνήθισε κι ὁ νοῦς· δὲν ξέρουμε τίποτις, ἐπειδὴ τὰ ξέρουμε ὅλα. Χρειάζεται ἀναθροφή, χρειάζεται πολιτισμός, γιὰ νἀποχτῆσῃ ὅραση καὶ τὸ μυαλό.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σταθήκανε τόντις μεγάλοι ἀθρῶποι. Κατωρθώσανε νἄχουνε μάτια, ὅσο κι ἂν τοὺς τύφλωνε ὁ ἥλιος. Μὰ μήπως κι ἀφτοὶ δὲν τὴ γνωρίζανε τὴ δύναμη τὴν ὀλέθρια τοῦ Ἥλιου τους; Μὴπως δὲν τὸν ὠνομάσανε Ἀπόλλωνα, καὶ ποιὸς θὰ τἀρνηθῇ πὼς ὁ Ἀπόλλων μοιάζει τρομαχτικὰ μὲ τὸ ἀπολλύων, σὰ νἄτανε εἶδος μετοχὴ τοῦ ἐνεστώτα, γιὰ νὰ χαραχτηρίσῃ τὸ θεὸ ποῦ ὁλοένα σκοτώνει; Ἀχ! μᾶς ἀπώλεσε καὶ μᾶς, χωρὶς νὰ τονὲ ξαπολύσουμε ποτέ μας. Ἡ δόξα του μᾶς θάμπωσε καὶ δὲν τὸ νοιώσαμε μήτε τὸ νοιώθουμε ἀκόμη πὼς τέτοιο θάμπωμα θὰ πῇ χαμός. Καὶ χάσαμε τόντις πολλά, ὥςπου κ’ οἱ ἴδιοι νὰ χαθοῦμε. Περίεργο πρᾶμα! Τὸ πιὸ πολύτιμο ἀπ’ ὅσα χάσαμε, εἵτανε ἴσια ἴσια ἡ γλώσσα ἡ ἀρχαία, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κρατήσουμε κάμαμε τὶς περισσότερες θυσίες. Ἀφτὴ ζοῦσε στὰ χείλια τοῦ λαοῦ. Ἐννοεῖται, ἀφοῦ ὁ λαὸς τὴ μιλοῦσε καὶ τὴ μιλεῖ. Ἂς τὴν ὑποθέσουμε ὅσο πρόστυχη, ὅσο βὰρβαρη, ὅσο χαλασμένη κι ἂν τὴ λένε μερικοί, ἔπρεπε ἱερὴ νὰ μᾶς εἶναι, μιὰ κ’ εἴτανε ἀπομεινάρι τῆς ἀρχαίας. Τίποτα! Τὴν καταστρέψαμε, γιὰ νὰ φανοῦμε ἀρχαιότεροι. Βυθιστήκαμε στὰ βιβλία. Πήραμε μιὰ λέξη, πήραμε δυό, πήραμε χιλιάδες. Κάθε λέξη ποὺ τραβούσαμε ἀπὸ τἀπόβαθα τῆς ἱστορίας, κάθε λέξη ποὺ ξεψαρέβαμε ἀπὸ τὸν πάτο τοῦ ὡκεανοῦ, γαργάλιζε τὸ φιλότιμό μας, τὴν καμαρώναμε πιὰ σὰ νὰ καμαρώναμε στὴν καθεμιὰ τὴν ἀρχαιότητα ὅλη. Δὲν παρατηρούσαμε ὅμως πὼς οἱ λέξες ἀφτές, οἱ ξεψαρεμένες, μοιάζανε ἀλήθεια μὲ κάτι ψάρια ὠγύγια, θεόχοντρα καὶ σεβάσμια, ποὺ συνηθίσανε χρόνια καὶ χρόνια νἀργοκινιοῦνται κάτω στῆς θάλασσας τοὺς ἄβυσσους, καὶ ποὺ ὅταν τὰ φέρῃς στὴν ἀπανωσιὰ τοῦ νεροῦ, σκάνουνε ἀμέσως, γιατὶ χρειάζουνται νὰ τὰ πατῇ τὸ βάρος τῆς κατάβαθης ἀτμοσφαίρας, κι ὁ ἀέρας μας τοὺς εἶναι πάρα πολὺ λαφριός. Οἱ ψαρογνῶστες καὶ ἰχτυολόγοι δηγοῦνται πὼς ἀφτὰ τὰ ζῶα, προτοῦ γεράσουνε, δὲν κατεβαίνανε, ὅπως κάνουνε τώρα, στἀόρατα καὶ στὰ σκοτεινά, παρὰ παίζανε μὲ τὸ κῦμα σὰν τὰ δερφίνια, εἴτανε καὶ πολὺ μικρότερα. Κάτι ψαρὰκια χαριτωμένα, ποὺ κολυμποῦνε ἀλάργα στὸ γιαλό, εἶναι παιδιά τους, ἐγγόνια τους ἢ τρισεγγόνια· ὁ ἀέρας δὲν τὰ πειράζει ἀκόμη κ’ ἔρχουνται ἥσυχα καὶ γελαστά, νὰ σεργιανίσουνε, νὰ γλεντίσουνε, νὰ ζήσουνε στὰ πέλαγα τἀφρολουλουδιασμένα, ποὺ μοιάζουνε σὰν ἀπέραντα δροσάτα περιβόλια· ἐκεῖ λούζουνται τὰ ψαράκια, πηδοῦνε, κυνηγιοῦνται, ἀναγαλλιάζουνε μὲ τὸ φῶς τοὐρανοῦ, ὥςπου νὰ τὰ πάρῃ, ἀγάλια ἀγάλια, στρῶμα στρῶμα, τὸ ῥέμα τὸ σιγανοκατέβατο, νὰ τἀποθέσῃ χαμηλὰ στὶς πρωτόπλαστες ἀμμουδιές, ὅπου δοξασμένα καὶ πελώρια κοιμοῦνται, καὶ φαίνεται πὼς μήτε νοιώθουνε τὸν αἰώνα ποὺ περνᾷ.

Ἑμεῖς σ’ ἀφτὰ πήγαμε, βουτήξαμε ὡς τὰ βάραθρα, μὴν ξεδιακρίνοντας τὸ χάος ἀπὸ τὴν ἀβγή. Τί λέγαμε; Ὁ ἥλιος μας θὰ τὰ φταίῃ, ποὺ μᾶς ἀποσκεπάζει καὶ τὰ φανερά. Δὲν εἴδαμε τὰ ψαράκια ποὺ χαίρουνται τὴν ὕπαρξή τους· δὲν εἴδαμε τἀπογόνια μὲ τὴν ἀληθινὴ προγονικιὰ ζωὴ ποὺ μέσα τους σώζεται. Δὲν εἴδαμε τὸν ἑαφτό μας.

Κι ὅσο κοίταζα τὰ πρόσωπα, κι ὅσο ἔβλεπα τοὺς ἀθρώπους, δὲν ξέρω τί παράξενη ἔκφραση ζουγραφιζότανε ἀπάνω τους, ἔκφραση σοβαρὴ συνάμα καὶ ξέθαῤῥη, κατσουφιασμένη καὶ γελαστή, τραγικῂ καὶ μαργιόλικη, ἕξυπνη καὶ βουβή, σὰν παιδιὰ ποὺ κάνουνε τοὺς γέρους.

Κάμποσο τὰ κοίταξα ὡςτόσο τὰ πρόσωπα· κοίταξα κάμποσο καὶ τοὺς ἀθρώπους. Τουλάχιστο προσπάθησα ὅλους νὰ τοὺς κοιτάξω κι ὅλα νὰ τὰ δῶ. Βρῆκα τὶς προάλλες στὰ χαρτιά μου τὰ σημειωματάρια ποὺ γιόμιζα τότες μέρα τὴ μέρα μὲ λογιῶ λογιῶνε ἀκουστὰ καὶ εἰδωτά. Κατόπι, ἂν ἡ Ἑλλάδα δείξῃ στὸ τέλος περιέργεια περισσότερη καὶ περισσότερη ἀγάπη γιὰ τὴν ἐθνική της τὴ γλώσσα καὶ γιὰ τὴ δουλειὰ ποὺ κάμαμε, ὥςπου νὰ τὴν κανονίσουμε καὶ κανονισμένη πιὰ νὰ τῆς τὴν καθιερώσουμε τὴ γλώσσα τὴν ἐθνική, ὅσοι τύχῃ καὶ διαβάσουνε κατόπι τὰ σημειώματά μου ἐκεῖνα, θα καταλάβουνε πὼς εἶχα τοὺς λόγους μου ὅταν ἔγραψα τὸ Ταξίδι μου, πὼς δὲν καταπιάστηκα τέτοιο βιβλίο, χωρὶς πρῶτα νὰ ξετάσω τὰ καθέκαστα κι ἀπὸ τὰ καθέκαστα νὰ μορφώσω γνώμη ποὺ νὰ στέκῃ. Τὴν ἱστορική μας γραμματικὴ τὴν εἶχα μελετημένη χρόνια πρὶν ξαναβγῶ στὸ ῥωμαίϊκο. Καὶ στὰ μαθήματά μου καὶ σὲ ἄρθρα ἐπιστημονικὰ καὶ σὲ ἀλάκαιρους τόμους εἶχα ξηγήσει τύπους, λέξες καὶ κανόνες. Ὁ σκοπός μου, σὰν ξαναπῆγα κάτω, εἴτανε νὰ βεβαιωθῶ γιὰ κάμποσά ποὺ ἀπὸ μακριὰ βρισκόμουνε σὲ ἀνάγκη νὰ τὰ συμπεράνω μόνο καὶ μόνο, συχνὰ καὶ νὰ τὰ ὑποθέσω. Πόσες φορὲς μὲ τἀφτιά μου ἄκουσα ἐκεῖνα ποὺ ὅσο σπούδαζα, μάντεβα μόνο τὴν ὕπαρξή τους. Μεγαλήτερη χαρὰ γιὰ τὸ γλωσσολόγο δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀπόλαψα τότες μὲ κάθε λέξη ποὺ μάζωνα. Πῆγα στὰ σκολειά, ἑλληνικά, δημοτικὰ καὶ γυμνάσια, πῆγα στὴ Μεγάλη τοῦ Γένου Σκολή, κράτησα σημείωση γιὰ κάθε παράδοση, κάθε τάξη ὅπου πῆγα. Μίλησα μὲ τοὺς βαρκάρηδες ἢ τοὺς καϊξῆδες, μίλησα μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ μικρούς, μίλησα μὲ τὴν πιὸ διαλεχτή, μὲ τὴν καλήτερη κοινωνία. Παντοῦ ἔβλεπα τοὺς ἴδιους νόμους νὰ βασιλέβουνε, στρεβλωμένους κάπου κάπου ἀπὸ τὴν καθαρέβουσα μὲ τὸν ἵδιο τρόπο. Καταντοῦσε λοιπὸν πολὺ ἔφκολο νὰ ξεκαθαρίσῃ κανεὶς τοὺς κανόνες τοὺς ἀληθινούς, νὰ βρῇ τὸ σύστημα τὸ σωστὸ τῆς γραμματικῆς, νὰ διορθώσῃ τὰ ἴδια λάθια ποὺ τἄφταιγε πάντα ἡ καθαρέβουσα. Τὰ λάθια διωρθωνόντανε καὶ μοναχά τους, γιατὶ κι ἀφτὸ παρατήρησα, πὼς κοινωνία καὶ λαός, ἀγράμματοι καὶ γραμματισμένοι, διορθώνουνε παντοῦ, ἴδια κι ἀπαράλλαχτα, τοὺς δασκαλισμούς. Μιὰ μέρα, στὸ βαποράκι ποὺ ἀπὸ τὸ Γεφύρι τῆς Πόλης κατεβαίνει στὸ Φανάρι, ὅπου πήγαινα κι ἀντίγραφα κάτι χερόγράφα παλιά, ἔτυχε νὰ καθήσω κοντὰ σὲ τρεῖς τελειόφοιτους τῆς Μεγάλης τοῦ Γένου Σκολῆς, ποὺ σᾶς ἔλεγα. Ποτέ μου θαῤῥὼ δὲ χάρηκα περισσότερο. Μιλούσανε ἀναμεταξύ τους τὴν καθάρια δημοτική· ἀκόμη καὶ σὰν κουβεντιάζανε γιὰ τὸ σκολειό, γιὰ πολιτικά, γι’ ἁψηλὰ ἀντικείμενα, τύπος δὲν τοὺς ξεγλιστροῦσε στὴν κουβέντα ποὺ ὁ φανατικὸς ἐγὼ νὰ μὴν τὸν παραδεχόμουνε ἀμέσως. Μὲ δυὸ λόγια, ὅπου κι ἂν εἴμουνε, τὴ γλώσσα του μιλοῦσε τὸ ἔθνος.

Μοῦ ἔλειπε ὡςτόσο κάτι νὰ μάθω, ποὺ μοῦ φαινότανε σὰν ἀπαραίτητο. Στὴν Πόλη καὶ στὴν Ἀθήνα, στὰ λεγάμενα τὰ κέντρα καὶ μάλιστα στὶς πρωτέβουσες, συνηθίζουνε τὴν κοινὴ τὴ λαλιά. Ἔπρεπε τώρα νὰ δῶ καὶ τὰ ντόπια τί πρᾶμα εἴτανε. Θυμοῦμαι, καὶ πῶς νὰ τὶς ξεχάσω, τὶς μέρες τὶς χαρισάμενες ποὺ πέρασα στὸ Πυργί, ἕνα χωριὸ τῆς Χιός, τὸ πιὸ σημαντικὸ ἁπ’ ὅλα τὰ μαστιχόχωρα, καὶ γιὰ τὸ γλωσσολόγο ἀκόμα σημαντικώτερο. Πείστηκα καὶ τότες κι ἀργότερα καὶ κάθε φορὰ ὅπου γινότανε λόγος γιὰ τὸ περίφημο τὸ ζήτημα, πὼς ὅποιος πάει καὶ φωνάζει – γιατὶ φωνάζουνε ἀφτοί, δὲ συζητοῦνε – πὼς τάχα κοινὴ γλώσσα δὲν ἔχουμε, παρὰ ἰδιώματα καὶ ντοπιολαλιές, μήτε τὸ ὑποψιάστηκε, μήτε τὠνειρέφτηκε τί θὰ πῇ γλώσσα χωριοῦ ἢ χωριολαλιά, ὅσο κι ἂν πολεμᾷ νὰ γαλλικίζῃ ὀνομάζοντάς τηνε patois. Patois ὀνομάζουνε καθαφτὸ στοὺς πολιτισμένους τόπους τὴ γλώσσα ποὺ μιλιέται σ’ ἕνα χωριό, καὶ δὲν τὴν καταφρονοῦνε διόλου. Οἱ διάφορες χωριολαλιὲς τῆς Γαλλίας ἔχουνε κ’ ἕδρα στὸ Παρίσι· περνοῦνε γι’ ἀνώτερα μαθήματα. Οἱ δικοί μας ὅμως εἶναι πάντα λιγάκι πιὸ πίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἀκόμη τῆς ἐποχῆς ὅπου καὶ στὴ Γαλλία κι ἀλλοῦ δὲν καταλαβαίνανε τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ φιλολογικὴ ἀξία τῆς χωριολαλιᾶς. Χωριολαλιὰ εἴτανε κ’ ἡ ἀττικὴ στὸν καιρό της· ἔτσι ἄρχισε κάθε γλώσσα, καὶ σὰ σμίγουνε πολλὲς χωριολαλιές, τότες γίνεται διάλεχτο ἢ ντοπιολαλιά, δηλαδὴ γλώσσα ἑνὸς τόπου ἀλάκαιρου, τῆς Ἀττικῆς ἢ τῆς Βοιωτίας κτλ., γιατὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ πάρῃ κάτι τὸ ἕνα χωριὸ ἀπὸ τἄλλο. Γλήγορα ἡ ντοπιολαλιά, γιὰ λόγους πολιτικοὺς καὶ γεωγραφικούς, καταντάει μὲ τὸ ῥέμα τῆς συγκοινωνίας κοινὴ γλώσσα, ἐπειδὴ καὶ λίγη ἀπόσταση νἄχουνε ἀναμεταξύ τους τὰ χωριά, τὸ καθένα σοῦ δείχνει δική του γλώσσα, γραμματικὴ δική του, κάποτε μὲ λαφριὲς ἀλλαγές, κάποτε μὲ σπουδαῖες. Τὴν ἴδια γλώσσα δὲ μιλοῦνε σ’ ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Τσακωνιᾶς μήτε στὰ εἰκοσιένα μαστιχόχωρα τῆς Χιός. Εἴκοσι ἕνα χωριά, μοῦ ἔλεγε κάποιος, εἰκοσιένες γλῶσσες. Τὴν ἴδια γλώσσα, γιὰ βέβαιο πὼς δὲ μιλούσανε σ’ ὅλα τῆς Ἀττικῆς τὰ χωριά.

Μὰ τί δὲν ἔχει νὰ μάθῃ κανείς ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ χωριοῦ; Ἔβλεπα στὰ μάτια μου, ἄκουα στἀφτιά μου τὸν Ὅμηρο ζωντανό. Μάζωνα κάτι περίεργους τύπους στὰ δημοτικὰ τὰ τραγούδια καὶ στὰ παραμύθια τὰ δημοτικά, τύπους λογιῶ λογιῶνε, τύπους διαφορετικοὺς ἀπὸ κείνους ποὺ συνηθίζανε στὴν καθεμερνή τους τὴν κουβέντα οἱ χωριανοί, τύπους πότε κοινοὺς καὶ πανελλήνιους, πότε τοῦ χωριοῦ τους, πότε τοῦ πλαγινοῦ τοῦ χωριοῦ, πότε χωριοῦ πιὸ ἀπόμακρου, πότε καὶ καμιᾶς ντοπιολαλιᾶς ἄγνωστης στὸ νησί τους. Ἀποροῦσα πῶς δὲ σηκώθηκε κανένας νὰ μελετήσῃ τὀμηρικὸ ζήτημα στὰ χωριά μας, ἀφοῦ καὶ στὰ ὁμηρικὰ τὰ ποιήματα θὰ σμίξανε ὄχι μονάχα ντοπιολαλιὲς ἀντίθετες, αἰολική, δωρικὴ καὶ ἰωνική, μὰ πιθανὸ καὶ κάμποσες χωριολαλιές, εἴτε τῆς Αἰωλίδας, εἴτε τῆς Ἰωνίας. Καταλάβαινα συνάμα κ’ ἕνα σπουδαῖο ἱστορικό, πὼς μορφώνεται δηλαδή, ὡς καὶ στὸν ἀγράμματο λαό, μιὰ κοινὴ φιλολογικὴ γλώσσα. Κι ἀλήθεια, πῶς νὰ μὴ μορφώνεται; Τὰ παραμύθια καὶ τὰ τραγούδια δὲν εἶναι χτῆμα ἑνὸς χωριοῦ. Πηγαίνουνε ἀπὸ τὸ ἕνα στἄλλο. Λοιπὸν ποιανοῦ χωριοῦ γλώσσα νὰ κρατήσουνε; Κρατοῦνε λιγάκι ἀπ’ ὅλα. Κολνᾷ τὸ παραμύθι, μαζὶ μὲ τὸν παραμυθά, δῶθε κεῖθε. Στὰ Νένητα τῆς Χιός, τὸ μισὸ χωριὸ εἶχε καταστραφῆ ἀπὸ σεισμούς, τἀπάνω χωριό, ἢ ἀπάνω Νένητα· μνήσκανε μονάχα μερικὰ σπίτια καὶ μερικοὶ κάτοικοι, ποὺ τώρα ἐρχόντανε κάτω νὰ ψουνίσουνε, κάποτες καὶ νἀποκαταστηθοῦνε. Μοῦ εἴπανε ὠςτόσο, μοῦ εἶπε κι ὁ Κανελλάκης, ποὺ καταγίνεται σ’ ἀφτά, ποὺ εἶναι κι ἀπὸ τὰ Νένητα, πὼς πρὶν ἀπὸ τὸ σεισμό, τἀπάνω χωριὸ καὶ τὸ κάτω δὲ μιλούσανε καθαφτὸ τὴν ἴδια γλώσσα. Καὶ τόντις παρατηροῦσα κάτι ἀνωμαλίες ποὺ δὲν ξηγιοῦνται παρὰ σὰν ὑποθέσῃς, πὼς δυὸ κάπως ἀλλόγλωσσα χωριὰ ἀνακατέψανε τὶς λαλιές τους. Ἔτσι καὶ τὰ παραμύθια μοναχά τους, ποὺ νὰ πῇς, ἀνακατέβουνε τοὺς τύπους, ἄφησε ποὺ στὰ ἴδια τὰ Νένητα ἔτυχε νἀκούσω μιὰ ὀνομαστικὴ οὑ τοῦ ἑνικοῦ ἀρσενικοῦ ἄρθρου, ἐνῶ τέτοιο ου, ἀντὶς ἄτονο ο, δὲν εἶναι συνήθεια σὲ κεῖνα τὰ χωριά. Ὅπως ὅμως καὶ στὴν κοινή μας γλώσσα, ἡ αἰτιατικὴ πληθυντικὴ τοῦ θηλυκοῦ τὶς ἀνάγκη νὰ γεννήθηκε στὴ Θεσσαλία ἢ σὲ κανένα μέρος τῆς Ῥωμιοσύνης, ὅπου τὸ ἄτονο ε γίνεται ι, μὲ τέτοιον τρόπο ἀλληλοδανίζουνται τύπους καὶ τὰ χωριά. Ὥςτε φτάνει νὰ εἶναι στὴ μέση γλώσσα φιλολογικὴ – φιλολογία καὶ τὰ παραμύθια – κι ἀμέσως βγαίνει κοινὴ γλώσσα, εἴτε περιωρισμένη σὲ δυὸ τρεῖς χωριολαλιές, εἴτε κι ἀπὸ ντοπιολαλιὲς καμωμένη, καθὼς στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια. Εἶναι ἀναντίλεχτο πὼς πρέπει νὰ ταξιδέψανε καὶ τὰ ὁμηρικὰ ποιήματα, γιὰ νὰ δείχνουνε τόσο ἀλλόκοτη διγλωσσία – διγλωσσία ἐννοεῖται ποὺ μὲ τὴ σημερνή μας μήτε συγκρίνεται, ἀφοῦ τότες τὴν ἀποτελούσανε γλῶσσες ζωντανές.

Εἶχα σκεφτῆ νὰ τὰ μελετήσω ἀφτᾶ σὲ χωριστὸ βιβλίο, καὶ τὁμηρικὸ τὸ ζήτημα καὶ τὴ φιλολογικὴ δημοτικὴ κι ἄλλα χίλια, ἐπειδὴ μοῦ φαινότανε πὼς ἄξαφνα γύριζα πίσω ἴσια μὲ τὰ παλιά, τὰ προϊστορικὰ τὰ χρόνια, πὼς τὴν ἀρχαία μας τὴ γλώσσα τὴν παρακολουθοῦσα σὲ κάτι ὠγύγιες ἀλλαγές της, γιατὶ ὅταν ἐρχότανε κανένας κι ἀντὶς ἀκούσῃς, μοῦ τὸ πρόφερνε ἀκούῃς, ἀμέσως θαῤῥοῦσα πὼς βρισκόμουνε στὴν ἐποχὴ ὅπου κάποιος πρόγονός μας, στὴν ὁμιλία, μοῦ ἔλεγε κι’ ἕνα γένεος, ἀντὶς τὸ κοινὸ τότες γένεσος, ποὺ μᾶς τὸ κοπανίζουνε στὰ σκολειά, μὰ ποὺ δὲ μᾶς τὸ δείχνουνε στὴ ζωή. Ἡ δουλειὰ μου εἴτανε ἄλλη, κ’ ἤθελα νὰ ξετάσω σὲ τί μοιάζουνε, σὲ τί δὲ μοιάζουνε κοινὴ γλώσσα καὶ χωριολαλιά, ποιὰ εἶναι τῆς καθεμιᾶς τὰ γνωρίσματα, μὲ τί τρόπο κι ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ χωριοῦ μπορεῖς νὰ καταλάβῃς τοὺς νόμους τοὺς γενικούς. Λούστηκα στὴν καθάρια γλώσσα τοῦ Πυργιοῦ, ὅπου κάθησα μήνα, πότισα μὲ τὰ πυργούσικα τὴν ψυχή μου, ἀφοῦ πρῶτα εἶχα προσπαθήσει νὰ ξεκαθαρίσω τῆς γλώσσας μας τὰ ἱστορικά, κι ἀφοῦ κατόπι πάσκισα νὰ τὴν ἀρπάξω ἀπὸ τὰ χείλια ὁλωνῶνε.

Κ’ ἔτσι ἔγινε τὸ Ταξίδι μου.

Τὸν πρόλογο τοῦ Ταξιδιοῦ, τὸ γλωσσολογικὸ τὸν πρόλογο, ἀλλοῦ τὸν ἔγραψα καὶ θὰ δημοσιεφτῇ πιὸ ὕστερα στὰ Ῥόδα καὶ Μῆλα. Ἐδῶ, γιὰ τὴ γλώσσα δὲ θέλω νὰ πῶ παρὰ δυὸ λόγια. Πρέπει κανεὶς κάπου κάπου νὰ ξετάζῃ τὸν ἑαφτό του, γιὰ νὰ δῇ σὲ τί βαθμὸ βρίσκεται, νὰ συγκρίνῃ τὰ περασμένα του μὲ τὰ παρούμενα καὶ νὰ καταλάβῃ ἂν ἄλλαξε ἢ δὲν ἄλλαξε ἰδέες, ποιὲς ἄλλαξε καὶ πῶς. Ἀφτὸ ἔκαμα στὴν Ἀπολογία [1] μου. Μὲ εἴπανε πολλὲς φορὲς καὶ μὲ λένε ἀκόμη φανατικό. Φανατισμὸς στὴ γλώσσα, ὅπως τὸ ἐννοοῦνε οἱ κατηγορητάδες μας, σημαίνει νόμος ἐθνικός.Ἅμα θέλῃς νἀκούσῃς τὸ νόμο καὶ νἀκολουθήσῃς τὴ γραμματική, νομίζουνε πὼς εἶναι ἀπὸ πεῖσμα ἢ ἀπὸ καμιὰ ὑπερβολικὴ πεποίθηση στὴ δύναμή σου. Πεποίθηση ἀνάγκη νἄχῃς. Μὰ ἐγὼ κι ἀπὸ τότες ποὺ καταπιάστηκα τὸ Ταξίδι, ἔλεγα πάντα πὼς γλώσσα μᾶς χρειάζεται, ὄχι τάχα γιὰ νὰ γράφουμε τὰ βιβλία μὰς καὶ σώνει, παρὰ γιὰ νἄπολάψη στὸ τέλος μιὰ γλώσσα καὶ τὸ ἔθνος, δηλαδὴ νὰ τὴ μαθαίνουνε τὰ παιδιὰ στὸ σκολειό, ἐπειδὴ συλλογιόμουνε τὸ μέλλο κι ἀφτὸ πρέπει νὰ συλλογιούμαστε.Ὅταν ὅμως βάζεις τέτοιο πρᾶμα μὲ τὸ νοῦ σου, ὅταν ἀποβλέπεις στὰ παιδιά, μοῦ φαίνεται ἀπαραίτητο νὰ τοὺς δώσῃς καὶ μιὰ γραμματική. Ἡ γραμματική σου πάλε θὰ βασίζεται σὲ κάποιους κανόνες. Νά λοιπὸν ποὺ γίνεσαι φανατικός. Τὴ γραμματικὴ ἐγὼ τὴν ἔγραψα μὲ κάθε λέξῃ, μὲ κάθε τύπο τοῦ Ταξιδιοῦ. Ἂν ὑπάρχει κανένα γλωσσικὸ προτέρημα στὸ Ταξίδι, θαῤῥῶ ἴσια ἴσια πὼς εἶναι ἡ γραμματική του ἡ ὡρισμένη, ὁ φανατισμός του, σὰν ἀγαπᾷς. Κατόπι παραδέχτηκα στὰ γραφτά μου καὶ διάφορους τύπους γιὰ μιὰ λέξη, ὅλους ἐννοεῖται δημοτικούς. Σήμερα ξανάρχουμαι στὸ σύστημα τοῦ Ταξιδιοῦ, ἀπὸ τὴ σκέψη ποὺ σᾶς μολογοῦσα γιὰ τὰ παιδιά. Καὶ τὸ Ταξίδι τὸ ἴδιο, ἀκόμα καὶ κεῖ ποὺ τἄλλαξα, τἄλλαξα γιὰ νὰ σιάξω κάπως τὴ γραμματική του, ἴσως γιὰ νὰ φαρδύνω, μὰ συνάμα καὶ γιὰ νὰ χαράξω πιὸ στενὰ τὰ σύνορά του. Λ. χ., ἔβαλα παντοῦ τελικὸ ε στὴ ῥηματικὴ τὴν κατάληξη, ἐνῶ πρῶτα ἔβαζα μόνο ν, καὶ σκοτωνόμουνε ὥςπου νἄρχίσῃ μὲ κανένα π τ κ ἡ ἀκόλουθη λέξη. Ἀφοῦ ἐγὼ σκοτωνόμουνε, πῶς νὰ μὴ δυσκολεφτοῦνε οἱ ἄλλοι; Πιὸ σωστὸ νὰ τἀποφασίσουμε, μιὰ καὶ καλή, πὼς ἔχουν [2] κτλ. πιὰ δὲ γράφουμε καὶ θὰ τὸ γράφουμε πάντα ἔχουνε κτλ., γιατί τὸ ν ἀφτό, ἂν τἀφήσουμε, εἶναι ἄξιο, γιὰ λόγους ποὺ ἀλλοῦ τοὺς εἶπα, νὰ μᾶς φέρῃ σὲ μπελάδες μεγάλους, νὰ μᾶς χαλάσῃ καὶ τὴ γλώσσα.

Μοῦ κόστισε πολὺ νὰ τἀλλάξω, ἐπειδὴ τὸ Ταξίδι δὲν ἤθελα νὰ τἀγγίξω, σὰν εἶδος ντοκουμέντο ποὺ εἶναι. Εἶχα τότες καὶ τὴ συνήθεια νὰ τελειώνω μὲ παροξύτονα τὶς περισσότερες φρασοῦλες. Το ἔχουνε καὶ τὰ τέτοια μοῦ καταστρέφανε τὸ ῥυθμό μου. Τί νὰ γίνῃ; Συλλογίστηκα τὰ παιδιά, τὴ γραμματική, τὸν κανόνα, τὴν ἐφκολία, καὶ τἄλλαξα. Εἶναι ἡ πιὸ σημαντική μου ἀλλαγή, τουλάχιστο στοὺς τύπους. Μὰ καὶ στὸ λεχτικὸ καὶ στὸ ὕφος ἄλλαξα λίγα. Ὅταν ἔχει κανεὶς τὴν κακὴ συνήθεια νὰ δημοσιέβῃ πολλά, δὲν πρέπει νὰ πασπατέβῃ μὲ τὸ παραπάνω τὰ παλιά του. Κάλλια νὰ κάμῃ καινούρια. Ἔπειτα δὲ μοῦ φάνηκε σωστὸ νὰ κάθουμαι τώρα νὰ στολίζω τὸ Ταξίδι μὲ τεχνοσοφίες ποὺ δὲν τὶς εἶχε πρῶτα. Βέβαιο πὼς σήμερα θὰ γράφω κάπως καλήτερα τὴ γλώσσα. Πιὸ τίμιο νὰ μὴ γελῶ τὸν ἀναγνώστῃ καὶ νἀφήσω στὴ θέση τους κάτι ἀδέξια καὶ νεανήσια ποὺ τότες δὲν τὰ πρόσεχα. Τὶς ἐπανάληψες, τὶς χασμωδίες καὶ τα τέτοια, ὅση ὄρεξη κι ἂν εἶχα, τὸ νόμισα περιττὸ νὰ τὰ σιάξω. Διώρθωσα ὅμως ἄλλα μερικά. Θυμοῦμαι σὰ βγῆκε τὸ Ταξίδι, μέσα στὶς φωνές, στὶς βρισιὲς καὶ τὸ κακό, τἀσήμαντα λαθάκια, μόλις πεντέξη, ποὺ πήγανε νὰ μοῦ ξεσκαλίσουνε. Δὲ βρίσκανε ἄλλα. Ἐγώ τοὺς ἄφινα, ὅσο τὸ κάνανε γοῦστο, νὰ φωνάζουνε, κ’ ἔπαιρνα σημείωση γιὰ ἕνα ἢ δυὸ σωστὰ ποὺ τύχαινε νὰ ποῦνε. Μὰ τὰ περισσότερα λάθια ποὺ ξεσηκώνανε, νόημα δὲν εἴχανε, Τὸ σπουδαιότερο μοῦ τὄδειξε κάποιος ποὺ χτυποῦσε κατακέφαλα τὴ δημοτική, τὴν ἀκανόνιστη, καὶ ποὺ ὡςτόσο φαίνεται πὼς θὰ τὴν ἤξερε λιγάκι, ἀφοῦ μὲ κατηγοροῦσε ποὺ ἔβαλα γιὰ στὴν ἀκόλουθη φρασούλα· γιὰ πρώτη φορά, σ’ ἀφτὸ τὸ βιβλίο, γράφηκε μὲ κάποια σειρὰ κ’ ἑνότητα ἡ γλώσσα τοῦ λαοῠ (ἔκδ. αʹ, σ. βʹ), ἀντὶς νὰ πῶ πρώτη φορά, δίχως τὸ γιά. Τὸ γιὰ πρώτη φορά, τὸ λένε, τὸ διάβασα κιόλας σὲ πολλοὺς δικούς μας· δὲν εἶναι καὶ μεγάλος ξενισμός, γιατὶ λέμε πῆγα γιὰ μισὴ ὥρα, ποὺ μοιάζει λιγάκι. Ὡςτόσο θαῤῥῶ πὼς ὁ κάποιος εἶχε δίκιο· πιὸ ῥωμαίϊκο ἔτσι, δηλαδὴ σκέττα πρώτη φορά. Ἄλλοι πάλε μοῦ δείχνανε, ὄχι τὰ δικά μου, παρὰ τὰ δικά τους τὰ λάθια· δὲν ξέρανε καὶ κάνανε τὸ σοφό, καθὼς τὄπαθε κεῖνος ποῦ τἀναφόρια, πάει νὰ πῇ τὰ ῥέματα, τὰ ἤθελε ἀνηφόρια!

Καιρὸς δὲ μοῦ ἀπομνήσκει νὰ τὰ πάρω ἕνα ἕνα. Μήτε ἀξίζει. Ἐγὼ εἶμαι καὶ καλὸ παιδί. Σὰ δίσταζα, σὰ δὲν εἴμουνε ὅλους διόλου βέβαιος γιὰ καμιὰ λέξη, τὴν ἄλλαξα καὶ τούτη στὴ δέφτερη ἔκδοση ἐδῶ, λ. χ. τὸ βιὸς (ἔκδ. αʹ, σ. 72), ποὺ καὶ γι’ ἀφτὸ μοῦ ῥιχτήκανε. Κι ὅμως νομίζω πὼς δὲ γίνεται, καὶ θὰ τἄκουσα μὲ τὴ σημασία ποὺ τὄχω. Δὲν πειράζει. Ἂς λείψῃ μιὰ λέξη· ὁ πλοῦτος δὲ μᾶς λείπει. Φτάνουνε πιὰ οἱ φιλονικίες. Γιὰ κάτι ἄλλα κι ὄχι γιὰ τὰ αἰώνια γλωσσικὰ καὶ γλωσσολογικά, θέλω σήμερα νὰ σᾶς μιλήσω, Μὲ τί τρόπο καὶ σκοπὸ ξαναδημοσιέβω τὸ Ταξίδι μου, πῶς μὲ βοήθησε στὸ ξαναπέρασμα ὁ χρυσὸς μου ὁ Ἀργύρης, ἁφτά, σὰν τὰ γυρέβετε, θὰ τὰ βρῆτε στὴν Ἀπολογία [3].

Ὅταν κανεὶς γράφει, ἐννοεῖται κι ἀπαρχῆς πὼς πρέπει νὰ ξέρῃ τὴ γραμματικὴ τῆς γλώσσας ποῦ γράφει. Μὰ δὲ φτάνει νὰ ξέρῃς τὴ γραμματική, γιὰ νὰ γράψῃς βιβλίο, ἅμα δὲν εἶναι μόνο καὶ μόνο ἐπιστημονικό, ἂν καὶ στὴν ἐπιστήμη τὴν ἴδια χρειάζεται κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν ξερὴ ἐπιστήμη. Τὸ κάτι ἀφτὸ χρειάζεται ἀκόμη περισσότερο στὴ φιλολογία. Τί εἶμαι, γλωσσολόγος ἢ ψυχολόγος, ἐπιστήμονας ἢ ποιητής, καλὰ καλὰ δὲν τὸ κατέχω, νὰ σᾶς τὸ πῶ. Ἴσως δὲν εἶμαι καὶ τίποτις. Ἕνα πρᾶμα νοιώθω, πὼς εἴτε λέξη πιάνω νὰ ψιλολογήσω εἴτε ἀθρώπινη ψυχή, διαφορετικὴ δουλειὰ δὲν κάνω κι ὅσο ἡ μιὰ μὲ συνεπαίρνει, τόσο μὲ συνεπαίρνει κ’ ἡ ἄλλη. Παλιὰ πρόληψη κιόλας πὼς ἡ φαντασία, ἡ δημιουργικὴ φαντασία, δὲν παίζει ῥόλο, καὶ ῥόλο σημαντικό, στὴν ἀποκάλυψη κάθε ἀλήθειας. Καθὼς πλέκεις ἕνα ῥομάντξο, ἔτσι καὶ τὰ ἱστορικὰ τὰ φαινόμενα τὰ συνταιριάζεις. Λογικὴ παντοῦ θέλει, γιὰ νὰ βγῇ τὸ συμπέρασμα σωστό. Θέλει καὶ ἀγάπη. Ὡραῖα τὸ ξεδιάλισε ὁ Παλαμᾶς· «ἑτοιμάζουμε καὶ τἄρθρα μας, καθὼς συνθέτουμε καὶ τὰ τραγούδια μας. Μὲ τὸν ἔρωτα καὶ μὲ τὸ μεθήσι. Ὅπως ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὸ πιὸ ἐλεύτερο φτερούγισμα τοῦ ποιητῆ μπορεῖ νὰ κρύβεται ἡ καλομετρημένη τοῦ κριτικοῦ παρατήρηση, ἔτσι κ’ ἕνα ἄρθρο πεζογραφικὰ δουλεμένο, καὶ μὲ ὅλη του τὴ δασκαλικὴ μορφή, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ξένο πρὸς κάποια δημιουργικὴ πνοή, καὶ πρὸς τὴν Ποίηση νὰ στέκῃ πολὺ πιὸ κοντὰ κι ἀπ’ ὅσο κανεὶς ὑποψιάζεται. Πολλὲς φορὲς τυχαίνει νὰ τὰ ζυγιάζουμε τὰ τραγούδια μας καὶ νὰ τραγουδᾶμε τἄρθρα μας.» (Νουμᾶς, ἀρ. 40, 1905).

Νὰ μὴ σᾶς τὸ κρύφτω, ἐγὼ τὸ Ταξίδι μου, σὰν τὄγραψα, θέλησα νὰ τὸ τραγουδήσω. Μπορεῖ νὰ γελιοῦμαι καὶ νὰ μοῦ πῆτε σεῖς πὼς ἡ ἀπαίτηση μεγάλη, ναό γυρέβω νὰ περάσω ἄξαφνα καὶ γιὰ ποιητής. Μὰ τί νὰ σᾶς κάμω ποὺ τὴν ἀπαίτηση τὴν ἔχω; Τὸ δήλωσα κι ἀπὸ τὴν πρώτη ἕκδοση· «Τὸ βιβλίο μου εἶναι παραμύθι, ὄχι ταξίδι (σ, δʹ)… ἀφτὸ τὸ βιβλίο, μόλον ὅτι ἔχει βάση τὴ γραμματική, γράφηκε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορέσῃ, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ διασκεδασῃ τὸν κόσμο μὲ λίγη φαντασία καὶ ποίηση» (σ. 268). Καὶ στὴν ἀρχὴ λοιπὸ καὶ στὸ τέλος ἀφτὸ ἔλεγα· στὴ μέση προσπάθησα μάλιστα καὶ νὰ τὸ δείξω, πὼς ἔννοιωθα κάπως ἀπὸ ποίηση.

Ἔτυχε ὡςτόσο μιὰ μέρα νἀκούσω ἀπὸ κάποιο φίλο μου ἕνα λόγο, ἕνανε ἀπὸ κείνους τοὺς λόγους ποὺ ἔτσι, στὰ καλά καθούμενα, σοῦ ξανοίγουνε ἀφανέρωτους κόσμους, εἶναι ἄξιοι νὰ σοῦ ἀλλάξουνε καὶ τὴν πίστη, γιατὶ σὲ κάνουνε νὰ καταλάβης, ὄχι ἑνὸς ἄτομου παρὰ ἑνὸς τόπου ἀλάκαιρου νοῦ καὶ ψυχή. Πρέπει ὅμως πρῶτα νὰ μάθετε πὼς ὁ φίλος μου ἀφτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ποιητής, ἄγνωστος ἴσως στοὺς περισσότερους, μὰ νὰ μὴ θαρῥοῦμε πάλε πὼς ὁ ἀδημοσίεφτος ἢ καὶ λίγο δημοσιεμένος ποιητὴς δὲν ἀξίζει κάποτες τοὺς ἄλλους. Ὁ δικός μου μάλιστα ἔχει αἴστημα τόσο φίνο, τόσο ἀψηλὴ καὶ σίγουρη ἀντίληψη τῆς τέχνης, ποὺ πολὺ σπάνια τὴ βρίσκεις. Εἶναι καὶ κριτὴς πρώτης τάξης, ἐννοεῖται καὶ δημοτικιστής. Τὸ Ταξίδι μου τὸ διάβασε ἀμέσως, ἀμέσως τοῦ ἄρεσε, ἀμέσως μοῦ ἔγραψε χίλια δυὸ νὰ μοῦ τὸ παινέσῃ, νὰ μοῦ πῇ πὼς μπῆκε στὸ νόημα, πὼς ἡ μόνη γλώσσα εἶναι ἡ ἐθνικὴ καὶ πὼς ὁ ἀγώνας εἶναι ἅγιος καὶ μεγάλος.

Περνοῦνε δέκα χρόνια. Ὁ φίλος μου ξαναδιαβάζει τὸ Ταξίδι καὶ μοῦ γράφει μέσα στἄλλα ποὺ μοῦ ἔλεγε γιὰ τὸ ζήτημα, καὶ τἀκόλουθα λόγια· «Τοῦ κάκου! Εἶσαι ποιητής.»

Τὰ συλλογίστηκα πολλὲς φορὲς ἀπὸ τότες τὰ λόγια του ἀφτά, κ’ ἔφτασα νομίζω σ’ ἕνα δυὸ συμπεράσματα, ποὺ ἴσως ἀχαμνὸ δὲν εἶναι νὰ τὰ ξετασουμε ἀπὸ πιὸ κοντά, γιατὶ ἔχουνε γενικὴ σημασία, τουλάχιστο καθὼς τὰ βλέπω τὰ πράματα. Τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικὸ ἔχει τὰ ψυχολογικά του. Ἀφτὰ θὰ μελετήσουμε, κ’ ἔτσι μπορεῖ νὰ ῥίξουμε ματιὰ βαθήτερη καὶ στὴ σημερνὴ ψυχολογία τοῦ Ῥωμιοῦ.

Τὸ πιὸ περίεργο, τὸ πιὸ ἀπίστεφτο ποὺ ἀκολούθησε στὸ περίφημο ζήτημα, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὸ παρατήρησε ὡς τώρα κανένας, Καὶ φυσικὸ νὰ μὴν τὸ παρατηρήσῃ, ἀφοῦ ὁ καθένας ἔβρισκε πὼς ὅλα εἴτανε σὲ τάξη ὅπως εἴτανε, ὅπως τὰ συνήθισε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ φανταστῇ ἀλλιῶς. Δὲ θέλω νὰ κατηγορήσω τὸν Κοραῆ· ὁ Κοραῆς εἶχε μάθηση, δὲν τοῦ ἔλειπε καὶ κάποια ἐπιστημονικὴ ἀξία ἢ σὰν προτιμᾶτε, κάποιο μύρισμα τῆς ἐπιστήμης. Εἴτανε ἱκανὸς νὰ σοῦ διορθώσῃ κ’ ἕνα κείμενο ἀρχαῖο, νὰ σοῦ βρῇ τὴ σωστὴ διόρθωση. Στὴν Ἑβρώπη ὀνομάζουνε φιλόλογους [4]philologues, ὅσους παίρνουνε γιὰ βάση τῶ σπουδῶ τους, ὄχι τὰ λόγια οὔτε τοὺς λόγους οὔτε τὸ λόγο, καθὼς τάχα τὸ δηλώνει ὁ κάπως ἀταίριαστος ὅρος, παρὰ ὅ τι γραφτὸ ὑπάρχει, ἐπειδὴ τὸ κάτω κάτω ἡ philologie ἐκεῖ πέφτει, ὅπως κι ἂν τὸ γυρίσῃς, κι ὁ φιλόλογοςphilologue τέτοια δουλειὰ κάνει, ἀφοῦ στηρίζεται εἴτε σὲ κώδικα, εἴτε σὲ πάπυρο, εἴτε καὶ σ’ ἐπιγραφή, ὅταν τύχῃ. Ῥωμαίϊκα θὰ τὸν ποῦμε γραφτοδίφη, καὶ σκοπὸ δὲν ἔχω νὰ τἀναιρέσω πὼς γραφτοδίφης μὲ ὄνομα στάθηκε ὁ Κοραῆς.

Ἀνοίξτε τώρα τὰ βιβλία του. Σᾶς τὸ λέω δίχως πάθος κανένα, κι ἅμα μοῦ ῥίξετε καὶ σεῖς κάθε πάθος ἀλάργα στὸ γιαλό, θὰ μοῦ τὸ μολογήσετε πὼς στὰ βιβλία τοῦ Κοραῆ δὲν πρέπει νὰ γυρέβουμε τίποτα ποὺ νὰ μοιάζῃ μὲ τέχνη, μὲ ποίηση, μὲ φαντασία, τίποτα ποὺ νὰ σοῦ δείχνῃ τὸ φιλολόγο, γιατὶ ὁ littérateur νομίζω πὼς ταιριάζει νὰ ὀνομαστῇ φιλολόγος, ἀφοῦ ἴσια ἴσια ὁ φιλολόγος ἀνάγκη καμιὰ δὲν ἔχει νὰ βασιστῇ στὰ γραφτά, παρὰ ἡ σπουδή του κ’ ἡ ἀγάπη του εἶναι ὁ λόγος ὁ ζωντανός. Ἄλλο λοιπὸν ὁ γραφτοδίφης κι ὁ φιλολόγος ἄλλο.

Δὲ θἀδικήσουμε μήτε τον κ. Κόντο, λέγοντας πὼς καὶ στὰ δικὰ του τὰ συγράμματα φιλολογία καμιὰ δὲν ὑπάρχει, καμιὰ ποίηση, τέχνη καμιά. Ὡςτόσο ξέρουμε πὼς ὁ Κοραῆς ὅσο κι ὁ Κόντος θελήσανε νὰ ταχτοποιήσουνε τὴ γλώσσα, μᾶς διδάξανε ποιοὺς τύπους πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε, ποιοὺς ὄχι, μ’ ἕνα λόγο, πῶς πρέπει νὰ γράφουμε. Κατόπι θα τρίβουνε τὰ μάτια τους γιὰ νὰ τὸ πιστέψουνε, σὰν τύχῃ καὶ τὸ διαβάσουνε, πὼς μια φορὰ κ’ ἕναν καιρό, βγήκανε ἀθρῶποι ξένοι πρὸς τὴν τέχνη, ξένοι πρὸς τὴν ποίηση, ξένοι πρὸς τὴ φαντασία, ξένοι πρὸς καθετὶς φιλολογικό, νὰ μᾶς μάθουνε τί γλώσσα χρειάζεται ἡ φιλολογία, δηλαδὴ ἕνα πρᾶμα ποὺ ἢ δὲ σημαίνει τίποτα ἢ σημαίνει τέχνη, ποίηση, φαντασία, λόγο ζωντανό. Μὲ τί δικαίωμα, κανεὶς βέβαια δὲ θὰ μᾶς τὸ πῇ. Μπορεῖ νὰ καφκήθηκα πιὸ ἀπάνω πὼς εἶμαι ποιητής. Μὰ σᾶς παρακαλῶ νὰ τὄχετε γιὰ σίγουρο πὼς ἂν εἴμουνε μόνο γλωσσολόγος, ποτέ μου, ποτὲ δὲ θὰ τολμοῦσα νἀνακατωθῶ σὲ ζήτημα ποὺ ὅσο γλωσσικὸ κι ἂν εἶναι, εἶναι ὅμως ζήτημα φιλολογικό. Καὶ νὰ δῆτε πὼς κάθε φορὰ ποὺ μορφώνεται γλώσσα φιλολογική, ὁ ποιητὴς ἢ κι ὁ ἁπλὸς φιλολόγος ἀναγκάζεται λίγο πολὺ νὰ κάμῃ καὶ τὸ γλωσσολόγο. Θἀκούσῃ πῶς μιλοῦνε οἱ συντοπῖτες του, θὰ πάῃ σὰν τὸ Malherbe στὸ πεφτοπάζαρο νἀρπάξῃ ἀπὸ τοῦ πιὸ πρόστυχου, ἀπὸ τοῦ χαμάλη τὸ στόμα τὴν ἀληθινή, τὴν καθαρὴ λαλιά [5], ἢ σὰν τὸν Ντάντε, θὰ μαζώξῃ λέξες καὶ τόπους ἀπὸ διάφορες ντοπιολαλιές, γιὰ νὰ στήσῃ γλώσσα κοινή. Στὴν Ἑλλάδα, ὅπου τὸ ζήτημα εἶναι πιὸ δυσκολόλυτο, ἴσως θέλει γλωσσολογία περισσότερη. Ὅπως κι ἂν εἶναι, ὁ ποιητὴς ἔχει πρῶτα νὰ πῇ τὸ λόγο του κι ὄχι ἄλλος, ἀφοῦ γιὰ τὴ γλώσσα τοῦ ποιητῆ γίνεται ζήτημα.

Κανένας ὡςτόσο στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀπόρησε ποὺ ἕνας Κοραῆς ἢ ἕνας Κόντος ἤρθανε νὰ μᾶς φιλολογήσουνε. Κι ἀπό κεῖ βλέπουμε ποῦ μᾶς κατάντησε ὁ δασκαλισμός. Στὰ κλασσικὰ τὰ χώματα τῆς φιλολογίας, ὁ κόσμος μήτε τὸ ὑποψιαζότανε πιὰ πὼς ὑπάρχουνε τέχνη, ποίηση, φαντασία καὶ πὼς ἴσια ἴσια δουλειὰ τῆς γλώσσας τῆς φιλολογικῆς ἀφτὰ εἴτανε. Δὲν τὸ ὑποψιαζότανε, ἀφοῦ τὴ φιλολογία του τὴν πρόσμενε ἀπὸ τοὺς ἀφιλολόγητους. Καὶ τόσο κατάβαθα τοῦ στρεβλώσανε τὰ μυαλά, ποὺ στὴν Ἑλλάδα, πρὶν ἀπὸ τοὺς Κοραῆδες, πρὶν ἀπὸ τοὺς Κόντους, φανήκανε φιλολόγοι, φανήκανε τεχνῖτες, φανήκανε ποιητάδες, κι ὡςτόσο ἀκολουθοῦσε τοὺς ἄλλους ὁ Ῥωμιός, χωρὶς οὔτε στιμούλα νὰ τὸ στοχαστῇ πὼς ἀφτοὶ δὲν εἴτανε οὔτε ποιητάδες, οὔτε τεχνῖτες, οὔτε φιλολόγοι. Ἀπόλαψε ἡ Ἑλλάδα ἕνα Σολωμό, ἀπόλαψε ἡ Ἑλλάδα ἕνα Βαλαωρίτη, ἀπόλαψε ἡ Ἑλλάδα τὰ τραγούδια τὰ δημοτικά. Τίποτα! Γραφτοδίφηδες προσκυνοῦσε. Τόσο ἔννοιωθε ἀπὸ φιλολογία.

Καὶ τότες εἴδαμε κάτι πολὺ παράξενο. Τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικὸ ἔγινε ζήτημα μόνο καὶ μόνο τῆς γλώσσας. Μὰ ξεχάστηκε παντάπασι πὼς ἡ γλώσσα τἄχει ὅλα μέσα της, ὡς καὶ τὴν τέχνη, ὡς καὶ τὴν ποίηση! Νομίσανε πὼς ἄλλο δὲ σημαίνει παρᾶ γραμματική. Ὄξω ἀπὸ τὴ γραμματική, δὲν κοιτάξανε. Κ’ ἔτσι, γιὰ νὰ ξανάρθουμε στὸ ταπεινό μου τὸ βιβλίο, ὕστερις ἀπὸ δέκα χρόνια, συλλογίστηκε ὁ φίλος μου, ποὺ διόλου δὲ φταίει, πὼς τὸ Ταξίδι μπορεῖ νἄναι κ’ ἔργο ποιητικό, ἐνῶ ἂν ὁ δασκαλισμός, ἂν ἡ καθαρέβουσα δὲ μᾶς χαλνούσανε κάθε ὀρθὴ κρίση καὶ κάθε φιλολογικὸ αἴστημα, ἔπρεπε πρῶτα πρῶτα νὰ προσέξῃ στὴν οὐσία, δὲν τολμῶ νὰ πῶ τὴν ἀξία τὴ φιλολογικὴ τοῦ βιβλίου μου, εἴτε γιὰ νὰ τὸ παινέσῃ εἴτε γιὰ νὰ τὸ κατακρίνῃ, κ’ ἔπειτα νὰ στοχαστῇ· Νὰ δοῦμε τώρα τί λέει καὶ γιὰ τὴ γλώσσα.

Θὰ μοῦ ἀποκριθῆτε πὼς στὴν Ἑλλάδα τόσο σπουδαῖο εἶναι τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικό, ποὺ μᾶς ἀπορούφηξε νοῦ καὶ ψυχή, σὲ βαθμὸ ποὺ τἄλλα πιὰ μήτε τὰ βλέπουμε. Μὰ καὶ γὼ τί σᾶς λέω; Θὰ μὲ πιστέψετε καμιὰ μέρα καὶ θὰ καταλάβετε πὼς μὲ τὸν πόνο τῆς καρδιάς μου κι ὄχι ἀπὸ πάραξενιά, ὄχι ἀπὸ θέληση νὰ ψεγαδιάζω καὶ νὰ φωνάζω – θἄτανε ἀλλόκοτη θέληση, μὰ τὸ ναί! – σᾶς τὸ εἶπα ἴσως κάποτες, πὼς ὅταν κανένας βλέπει ἀπὸ δῶ τὰ πράματα, πολλὰ στὴν Ἑλλάδα τοῦ ἕρχουνται σὰν παιδιάτικα, παιδιάτικη καὶ ἡ ἀντίληψη τῆς φιλολογίας. Ἀφτὰ συλλογιοῦμαι, τὴν κατάστασή μας παρατηρῶ τὴ νοητική, μιλώντας γιὰ τὰ δικά μου, καὶ μὴ θαῤῥῆτε τάχα πὼς παραπονιοῦμαι γιὰ μένα. Ἔτυχε νὰ γράψω κάμποσα, λοιπὸν καὶ κάμποσα νἀκούσω. Γι’ ἀφτὸ μπορῶ καί κρίνω. Μήπως ἀρκετὰ δὲ μοῦ βγάλανε στὴ μέση καὶ γιὰ τὸ Ταξίδι; Δὲ λέω τὶς βρισιές. Λέω καὶ τὰ καλὰ τὰ λόγια. Κάποιος ἄξαφνα, ποὺ πολὺ μ’ ἀγαπᾷ, μοῦ ἔκαμε καὶ τὴν παρατήρηση, ἀφοῦ δημοσίεψα τ Ὄνειρο τοῦ Γιαννίρη, πὼς φρόνιμα καταπιάστηκα βιβλίο μεγάλο, ἁλάκαιρο ῥομάντσο, γιατὶ τὸ Ταξίδι, ὅπως κι ἂν εἶναι, δὲν εἶχε σειρά, παρὰ μόνο κεφάλαια, χωριστὰ κάπως τὸ ἕνα ἀπὸ τἄλλο, κ’ ἔτσι ἔμοιαζε σὰν κομματιασμένο.

Ποῦ νὰ τὸ βάλῃ ὁ νοῦς μου πὼς ἕνας στίχος μικρὸς ἀξίζει λιγώτερο ἀπὸ ἕνα μεγάλο; Κάποτες μάλιστα πιὸ δύσκολα καταφέρνεις τὸ μικρόνε. Ἴσως κιόλας θέλει πολλὴ δουλειά, ὥςπου νὰ καταφέρῃς ἕνα σύγραμμα ποὺ νὰ μὴ συνεχίζουνται τὰ κεφάλαιά του, κι ὅμως ἄφαντο κι ἄσπαστο φάδι νὰ τὰ συνεδένῃ ἀνάμεσά τους. Δὲν πειράζει. Τὸ ξέρω κι ἀπαρχῆς τί θὰ ποῦνε καὶ γι’ ἄλλα μου βιβλία. Τὸ ξέρω, δηλαδή, ὅσο ποὺ φτάνει ὁ νοῦς μου, γιατὶ ὅλα ποῦ νὰ τὰ μαντέψω; Κι ὡςτόσο γράφω καὶ γράφω. Γράφω μὲ ἀγάπη. Γράφω μὲ χαρά. Γιατὶ γράφω γιὰ τὴν Ἰδέα.

Ἐδῶ μιλοῦμε. Κουβεντιάζουμε ξέγνοιαστα, φιλικά, σᾶς ἀνοίγω τὴν καρδιά μου. Μὰ παράπονο κανένα δὲν ἔχω. Καὶ πῶς νἄχω; Ὕστερις ἀπὸ δεκαεφτὰ χρόνια σωστά, ὅταν ξανατυπώνει κανεὶς ἕνα βιβλίο ποὺ ἡ δράση του, ἀντίς νὰ λιγοστέψῃ, θαῤῥῶ πὼς ξαπλώνεται καὶ πάει, ἀχάριστος θἄτανε, θἄτανε ἀπὸ μέρος του ἁμαρτία μεγάλη, ἂν καθότανε ἄξαφνα στὴ γωνιά του νὰ πικραίνεται, νὰ δέρνεται καὶ νὰ κλαίῃ. Ἕναν ἕνανε φιλῶ τοὺς παλιοὺς καὶ τοὺς καινούριους φίλους, ποὺ μ’ ἀκολουθήσανε καὶ ποὺ συχνὰ μ’ ὡδηγήσανε στὸ δρόμο. Δὲν εἶναι ὁ λόγος μου μονάχα γιὰ τὴν κοινὴ μας τὴν ἐργασία, γιὰ τὸ σκοπό μας τὸν κοινό. Ἡ φιλία, ἡ ἀφοσίωση κ’ ἡ ἀγάπη ποὺ χάρηκα στὴ ζωή μου ἀπ’ ἀφτούς, λίγοι μπορῶ νὰ τὸ πῶ, τὴ χαρήκανε σὰν καὶ μένα. Λίγοι γνωρίσανε τέτοια παρηγοριά. Τὸ φιλὶ τῆς ψυχῆς μου τοὺς τὸ δίνω καὶ δῶ· τοὺς τὄδωσα καὶ στὴν Ἀπολογία. Ἐκεῖ προσπάθησα νὰ τοὺς πλέξω τὸ στεφάνι ποὺ τὸ χέρι μου ἴσως ἄξιο δὲν εἶναι νὰ τοὺς πλέξῃ, μὰ ποὺ μιὰ μέρα θὰ τοὺς τὸ πλέξουνε καλήτερα τὰ παιδιά μας. Ἐκεῖ χαιρετῶ καὶ τοὺς νέους ποὺ θὰ συνεχίσουνε τὸ ἅγιο τὸ ἔργο, γιατὶ κι ἀπὸ τώρα τὴν καρδιά μοῦ γιομίζει καὶ μοῦ μαγέβει τῆς νιότης τους ἡ μυρωδιά. Ἐγὼ βρίσκουμαι σὲ κεῖνο τὸ σημεῖο τῆς ἡλικίας ὅπου νοιώθει κανείς τα γεράματα καὶ ζυγώνουνε. Εἴκοσι εἰκοσπέντε χρόνια τὸ πολὺ πολύ, ἔχω ἀκόμη νὰ ἐνεργήσω. Τί εἶναι εἰκοσπέντε χρόνια, τί εἶναι καὶ τριάντα, γιὰ ὅσα σκέδια, γιὰ ὅσες ἰδέες βάζει κανεὶς μὲ τὸ νοῦ του; Μπορεῖ καὶ προτοῦ περάσουνε, ἡ ἀκατάπαφτη δουλειὰ νὰ μ’ ἀποκάμῃ, μπορεῖ κι ἀῤῥώστια νὰ μὲ κόψῃ. Ἕνα μονάχα θέλω νὰ πῶ στοὺς ὀχτρούς μας, στοὺς ἀντίπαλους καὶ στοὺς δασκάλους, πὼς ἀφτοὶ δὲ θὰ μὲ κουράσουνε, καὶ τοῦ κάκου. Νὰ μὲ ξέρουνε γιὰ χαλκέντερο, καὶ νἀποροῦνε, γιατὶ ποῦ νὰ τὸ ὑποψιάζουνται τί δύναμη μπορεῖ καὶ δίνει σ’ ἕναν ἄθρωπο μιὰ Ἰδέα; Νοιώθω μέσα μου ἀκόμα περισσότερο κουράγιο, τὸν ἥλιο μὲ ἀκόμα πιὸ ἀχόρταγο πλεμόνι τονὲ ῥουφῶ, παρὰ στὸν καιρὸ τοῦ Ταξιδιοῦ. Καὶ πάντα μοῦ φαίνεται καινούριο, πάντα φρέσκο τὸ φῶς.

Ἡ λύπη ποὺ κάποτες ἀπὸ τὴν πέννα μου στάζει ἔχει ἀλλοῦ τὴν πηγή της. Ὁ πόλεμος δὲ μοῦ τὴ φέρνει μήτε ὁ ἀγώνας, μήτε κ’ ἡ δυσκολία τῆς δουλειᾶς. Μοῦ τὴ φέρνουνε ἴσως τὰ χρόνια τὰ γοργά. Βιαζόμουνε νὰ βγάλω τὴ δέφτερη ἔκδοση τοῦ Ταξιδιοῦ, γιὰ νὰ καταπιαστῶ καὶ τἄλλο τὸ ταξίδι, ποὺ λογαριάζω νὰ τὀνομάσω τὸ Μεγάλο. Τὸ μεγάλο γιὰ τὸν ἄθρωπο εἶναι κεῖνο ποὺ τὸ λένε καὶ τὸ στερνό, τὸ μεγάλο γιὰ τὸ ἔθνος εἶναι τῆς ἱστορίας του τὸ ῥέμα, γιὰ τὸν πλανήτη μας εἶναι ὁ δρόμος του στὸν οὐρανό. Γιὰ κάτι τέτοια σκοπέβω νὰ φιλοσοφήσω στὸ καινούριο μου τὸ ταξίδι, ὅταν τὸ κάμω. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς ταιριάζει κιόλας νὰ προετοιμάζεται κανένας, ἂς εἶναι κι ἀπὸ νωρίς, γιὰ τὴν ὥρα τοῦ μισεμοῦ ποὺ γυρισμὸ δὲν ἔχει. Θέλω νὰ κατεβῶ στὴν Ἑλλάδα· Θέλω νὰ τὴ δῶ· θἀρχίσω ἀπὸ τὰ Ἑφτάνησα τα τρισάγια· ἔπειτα θὰ πάω στὴν Κρήτη, τὴν Ξαναγεννημένη· θὰ τραβήξω ὕστερα ἴσα μὲ τὴν Κύπρο, τὸ νησὶ τῆς πρωτόπλαστης Ἀγάπης· καὶ τότες θὰ περάσω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νἀνεβῶ στὸν Παρθενώνα. Ἕναν ὕμνο θέλω νὰ ψάλω τῆς Ἰδέας. Ἕναν ὕμνο Τῆς χρωστῶ. Τὴ γνώρισα ψυχῇ καὶ σάρκα. Μὲ τὰ μάτια μου τὴν εἶδα καὶ στὸ πρῶτο μου ταξίδι. Τῆς ἔπρεπε κι ἀπὸ τὰ χίλια ὁχτακόσια ὀγδόντα ὀχτὼ ἕνα προσκύνημα, δὲν ἤξερα ὅμως ὁ δύστυχος καὶ δὲν τὄβαλα στὸ Ταξίδι μου πουθενά. Σήμερα τὸ βάζω, γιὰ νὰ συνεδένῃ ὅλα μου τὰ ἔργα μιὰ Ἰδέα καὶ πάντα. «Νοιώθω μέσα μου κάτι ἀθάνατο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μαραθῇ. Στὰ χέρια τοῦ Ποιητῆ μου τἀφίνω τὸ Ἔργο ποὺ τόσο τἀγαπήσαμε κ’ οἱ δυό μας, τὸ Ἔργο τὸ ἱερό. Ἀκόμη καὶ σὰ δὲ θὰ μὲ βλέπετε κατόπι, ἐγὼ θὰ εἶμαι γιὰ ὁλωνῶ σας τὸν ἀγῶνα ἡ βοήθεια καὶ ἡ πίστη.» Ἔτσι μοῦ μηνοῦσε ἡ ἄδολη ψυχή, ἡ ἀθώα ἡ παρθένα, ἡ παναιώνια ποὺ εἶναι ἀγαθωσύνη γεμάτη. Μὴν κλαίτε, μάτια βουρκωμένα. Ὅλα τοῦ κόσμου τὰ ὡραῖα, ὅλα τὰ μοναδικά, ἔρχεται μιὰ στιγμὴ ποὺ χάνουνται καὶ πάνε. Τί πειράζει καὶ τί χάνεται καὶ τί πάει; Ἀπὸ τὰ σπλάχνα ἑνὸς τάφου ἄξαφνα περεχιέται ὁλόγυρα ζωὴ πλημμύρα. Πόσοι ζοῦνε ποὺ εἶναι κι ἀπὸ τώρα πεθαμμένοι! Μὰ ὕστερις ἀπὸ τὸ θάνατό σου πάντα νὰ ἐνεργᾷς, πάντα νὰ βασιλέβῃς, ἀφτὸ θὰ πῇ ζωή. Διαβατάρικα στὸν κόσμο ἀνάφτουνε μιὰ καὶ σβιοῦνε πολλὲς γυναῖκες, κόρες πολλές. Ἀθανασία στὴν Κόρη ποὺ ἡ Ποίηση τὴ συνεπῆρε καὶ ποὺ ἔμαθε στὸν Ποιητὴ νἀγαπᾷ τὴν Ἰδέα! Μιὰ Ἰδέα εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲν περνᾷ, τὸ μόνο ποὺ μνήσκει ἀπὸ μᾶς. Τἄλλα τίποτα δὲν εἶναι. Φτάνει νὰ λάμπῃ μέσα στὴν Ἰδέα ἕνας αψηλὸς λογισμὸς καί συνάμα νὰ γλυκοτρέμῃ μέσα της ἕνα δάκρι. Τότες εἶναι ἀμάραντη, ὅπως ἔλεγε κ’ ἡ Κόρη. Παντοῦ καὶ πάντα ἡ Καρδιὰ θὰ νικήσῃ. Θὰ νικήσῃ μαζί της ἡ Ἰδέα. Τὴν Ἰδέα, ὅπου πὰς κι ὅ τι κάμῃς, πλάγι σου, μέσα σου, θὰ τὴ βρῇς. Θὰ τὴν ἀκούσῃς στὴ μουσικὴ ποὺ τραγουδᾷ τὸ θλιβερό της τὸ τραγούδι, θἀντιλαλήσῃ στὸν πόνο ποὺ σὲ παραδέρνει, στὴ φαντασία ποὺ θἀνοίξῃ στὸ νοῦ σου τὰ φτερά της. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλέβει, στὴ θάλασσα ἢ στὴ στεριά, ὅτα γύρῃς τὸ κεφάλι σου λυπημένος, νὰ τὸν ἀποχαιρετήσῃς, τὴν Ἰδέα θὰ σοῦ χαράξῃ ὡς κ’ ἡ ἀχτίδα ἡ στερνὴ ποὺ ῥοδίζει. Ὅταν ὁ ἥλιος ἀνατέλνει, πάλε στὸ φῶς τῆς Ἱδέας θὰ λουστῇς. Ἡ ποίηση τοῦ κόσμου εἶναι ἀφτή. Μὲ δύναμη καὶ καλοσύνη ἀφτὴ θὰ σὲ θρέψῃ. Ἀφτὴ θὰ σὲ κάμῃ καὶ ἄθρωπο καὶ ἄντρα. Θὰ καταλάβῃς, ἅμα την καταλάβῃς, καὶ τὴ θυσία. Θυσία γράφει, γράφει μεγαλεῖο κι ἀφέλεια ἡ καρδιά της. Μὴ λυπᾶσαι τον καημό, μὴ λυπᾶσαι τὰ δάκρυα ποὺ σοῦ κόστισε ἡ λατρεία τῆς Ιδέας. Ή θυσία ποὺ ἡ Ἀγάπη της σοῦ ἔμαθε, θὰ σὲ σώσῃ. Ἅγια μέρα εἶναι κείνη ὅπου σμίγει ὁ Ποιητής μὲ τὴν Ἰδέα. Κάτι σημαντικό, κάτι πρωτόφαντο, κάτι μεγάλο ἀκολούθησε στὸν κόσμο. Ἡ Ἀγάπη τῆς Ἰδέας, τῆς Ὁδηγήτρας σου καὶ τῆς Ἐμπενέφτρας, τὴν ἀρχαία τὴν Ἑλλάδα θὰ σοῦ ἀναστήσῃ, ἀφτή, καὶ μόνη ἀφτή, πίστεψέ με ὥςπου τὰ μάτια σου νὰ τὸ δοῦνε, θὰ μᾶς ζωντανέψῃ, τὸν ΠαρθενΟ.

Δώδεκα τοῦ Ἀπρίλη 1896–1905, μεσημέρι.

Ψ.


  1. Τραβιοῦνται τὰ πρῶτα φύλλα, πρὶν ἀκόμη στείλω τὴν Ἀπολογία στὸ Νουμά. Θὰ σημειώσω λοιπὸν τὸν ἀριθμὸ μόνο στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.
  2. Τὸ ἔχουν, τὸ φοβούμουν κι ὅλα τἄλλα, τἄκαμε ὁ λαός· μὰ ἡ καθαρεύουσα τοῦ τὰ πῆρε, τἄβαλε ὅπου δὲν ἔχουνε τὸν τόπο τους, καὶ γενήκανε σὰ μισοὶ δασκαλισμοί.
  3. Τὴ σελίδωση τῆς Αʹ ἔκδ. μαζὶ μὲ τὴ σελίδωση τῆς Βʹ, τὶς σημειώνω στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, χωριστά, σ’ ἕναν πίνακα συγκριτικὸ ἢ σ’ ἕνα Συνταιριασμό, ποὺ συνταιριάζει δηλαδὴ τὶς δυὸ τὶς σελίδωσες. Καθὼς εἶπα στὴν Ἀπολογία, ἔκαμα Κατάλογο γιὰ κάτι λέξες του Ταξιδιοῦ, μὰ ἐπειδὴ μερικὲς ἀπ’ ἀφτὲς βρίσκουνται μόνο στὴν πρώτη ἔκδοση, καὶ τὶς ἀλλάζω στή δέφτερη, μπορεῖ κανεὶς πιὸ ἔφκολα μὲ τὸν πίνακα νὰ κοιτάξῃ ποιὰ λέξη ἔχω στὸ πρῶτο Ταξίδι, καὶ ποιὰ μπῆκε στὴ θέση της ἐδῶ. Ἡ Ἀπολογία δὲ λέει τίποτα γιὰ μιὰν ἄλλη μικρούτσικη ἀλλαγή. Ἀφοῦ ἄκολουθοῦμε τὴν παλιὰ ὀρθογραφία ποὺ συνηθίζει περισπωμένη στὰ τελικὰ μακρόχρονα, εἴτανε σωστὸ νὰ γράψω μὲ περισπωμένη τὸ ποῦ καὶ τὸ πῶς. Μοῦ δείξανε ὅμως πὼς μᾶς συφέρνει νὰ κρατήσουμε τὴν περισπωμένη μονάχα ὅταν τὸ ποὺ καὶ τὸ πὼς εἶναι ῥωτηματικά. Θὰ πῇς, πὼςπῶς, στὸ χαρτὶ ἀπάνω, τὸ ἴδιο κάνει· λοιπὸ δὲν κερδίζουμε τίποτις· ποιὸς θὰ προφέρῃ περισπωμένη; Κερδίζει τὸ μάτι· κερδίζει κι’ ἡ προφορά. Σὰ μιλοῦμε, ἀλλιῶς μελῳδοῦμε ἀναφορικὸ πού καὶ ποῦ ῥωτηματικό Ἴσια ἴσια τὸ διαφορετικό τὸ μελῴδημα μᾶς τὸ φανερώνει κι’ ἡ διαφορὰ τοῦ τόνου τοῦ τυπωμένου. Ἔτσι κρατοῦμε κιόλας τὴν περισπωμένη ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχε κ’ ἡ ἀρχαία. — Τὸ ποὺ πάλε, ὅπου τὸ εἶχα στὴ θέση τοῦ πώς, τἄλλαξα. Προτίμησα ὅμως νὰ μὴν ἀλλάξω ἄλλο ἕνα καὶ παντοῦ βάσταξα τὸ πολίτικο τὸ διῶ, νὰ διῆς, διές. Ὄχι δηλαδὴ πὼς ἀπὸ παλιὰ συνήθεια μοῦ κοστίζει τάχα νὰ τὸ χαλάσω, μὰ γιατὶ δὲν ταιριάζει νὰ εἴμαστε ἀχάριστοι. Ἀφοῦ εἶμαι Πολίτης, σωστὸ νὰ μείνῃ στὸ πρῶτο μου τὸ βιβλίο κι’ ἕνα θυμητάρι τῆς ἀγαπημένης μου τῆς Πόλης, σὰ βούλλα του πρωτοχάραχτη. — Χαίρουμαι πολὺ ποὺ τἀξιώθηχα νὰ βγάλω ἀπὸ παντοῦ τὴν παράξενη λέξη Γραικός, ἀντὶς τὸ Ῥωμιὸς τὸ κυριολεχτικό, ποὺ δὲν τολμοῦσα φαίνεται νὰ τὸ γράψω, πού δὲν εἶχε τότες καὶ πολλὴ πέραση, μὰ ποὺ σήμερα νομίζω πὼς μαζί μὲ την ἱστορική του σημασία καὶ ἀξία, τοῦ δώσαμε κάποια ποίηση. Στὸ ἀφτί, ὅταν τἀφτί μας ἀκούει δίχως πρόληψη καὶ πάθος, ἡ λέξη Ῥωμιὸς εἶναι καὶ πολὺ ὄμορφη, ἔχει δική της ἁρμονία, γιατὶ πρέπει νὰ πῆ τὸ λόγο της κ’ ἡ τέχνη, ὄχι πάντα καὶ πάντα ὁ δασκαλισμός.
  4. Ὁ τονισμὸς τῆς καθαρέβουσας φιλόλογος εἶναι εἶδος ψεφτιά, γιατὶ τὄμαθε παροξύτονο (philológue ἢ filológ) κ’ ἔτσι τὄλεγε πρῶτα· ἔτσι τὄχει καὶ τὸ Λεξικὸ τοῦ Κορομηλᾶ (Λεξ. γαλλοελλην… Μ. Γ. Σχινᾶ και Ἱ. Ν. Λιβαδέως, Ἀθ. 1861), «philologue, φιλολόγος», παροξύτονα· ἔπειτα θέλησε ἡ καθαρέβουσα νὰ τὸ ξελληνίσῃ σὰ νὰ τἀνακάλυψε μοναχή της. Τὸ βάζουμε προπαροξύτονο ἐδῶ γιὰ νὰ δείξουμε τὴ διαφορὰ μὲ τὸ φιλολόγο, τὸν παροξύτονο, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
  5. «Quand on lui demandoit son avis de quelque mot françois, renvoyoit ordiairement aux crocheteurs du port au Foin, et disoit que c’ étoient ses maitres pour le langage.» Œuvres de Malherbe, éd. L. Lalanne, Paris, Hachette, 1862, I, p. LXXIX, Vie de Malherbe par Racan; Ὁ Malherbe ἀφτὸς περνᾷ γιὰ πατέρας τῆς φιλολογικῆς γαλλικῆς γλώσσας, ποὺ κι ὁ Racan, ποὺ τὰ δηγᾶται, εἴτανε γλυκός, χαριτωμένος ποιητής, κ’ ἔγραψε ὡραῖα τὴ γλώσσα τοῦ χαμάλη.