Το πρώτο ψυχοσάββατο

Τὸ πρῶτο ψυχοσάββατο
Συγγραφέας:


Αὐτός, ποῦ ’ς ἓνα λείψανο,
προτοῦ τὴ μάχη ἀφήσῃς,
δάκρυα θλιμμένα σ’ ἒκραξε,
ὦ Ἐλευθερία, νὰ χύσης,
τώρα εἶναι κρύος, ἀκίνητος,
μὲ χέρια σταυρωμένα,
καὶ κλάψαις ἀπὸ σένα
λὲς ποῦ ζητάει κ’ ἐκεῖ.

Θυμᾶσαι; - στὴν ἀκοίμητη,
λαμπρή του φαντασία
μέσ’ ἀπὸ Ἑλλήνων κόκκαλα
σ’ εἶδε νὰ βγῇς, ὦ Θεία,
μὲ ἀκονισμένο σίδερο,
ποῦ ἐδίψαε Τούρκων αἷμα,
μὲ πόθου βία στὸ βλέμμα
ποῦ ἐμέτρουνε τὴ γῆ.

Θυμᾶσαι πῶς ὁλόψυχα
σὲ χαιρετοῦσε τότες
ὁποῦ γιὰ σένα ἐπάλευαν
πλῆθος γενναῖοι στρατιώταις;
Ἂχ! τώρα πάλε ἀκούστηκε,
πρὶν ἡ πνοή του σβύσῃ,
ἀργὰ νὰ μουρμουρίσῃ
τὸ θεῖο χαιρετισμό.

Ἒλα γοργά· τῆς δάφνης σου
δὲν πρέπουν τὰ κλωνάρια
μόνον ἐκεῖ ποῦ ὁ πόλεμος
θερίζει παλληκάρια.
Σὰν ἓνα πλέξῃς ἂφθαρτο
λαμπρὸ στεφάνι, ὡς ξέρεις,
θρηνῶντας νὰ τὸ φέρῃς
ἒλα μὲ βία κ’ ἐδῶ.

Ἰδὲς μίαν ἂλλη Ἀθάνατη,
ποῦ ἀπὸ ψηλὰ κινάει
καὶ στὴν ἀχνὴ παλάμη της
τὸ μέτωπο βαστάει·
λύρα κρατεῖ, μὲ ὁλόμαυρο
μαγνάδι σκεπασμένη,
στὸ ξόδι ποῦ θὰ γένῃ
παγαίνοντας καὶ αὐτή.

Ἀγκαλιαστῆτε, κλάψετε
κ’ οἱ δύο ‘ς αὐτὸ τὸ σῶμα,
ποῦ λὲς καὶ ἀπὸ τὴ φλόγα σας
εἶν’ ἀναμμένο ἀκόμα.
Χαρὰ στὴ γῆ, ποῦ, ἀνοίγοντας,
θὰ λάβῃ, ὠιμέ! τὴ χάρη
στὰ σπλάχνα της νὰ πάρῃ
τὸ ἀτίμητο κορμί!

Ὢ! πέστε, Οὐρανογέννηταις,
τὶ θησαυρὸ θὰ κλείσῃ,
καὶ ὁ λάκκος ἀπ’ τὰ βάθη του
μὲ μιᾶς νὰ λαχταρίσῃ·
τ’ ἂστρα δροσιὰ νὰ ρίξουνε,
ἡ γῆ λουλούδια πλῆθος
στὸ εὐλογημένο στῆθος,
στὴν ἂσπρη κεφαλή.

Πέστε, ν’ ἀκούσουν Ἓλληνες,
φίλοι κ’ ἐχθροί μας ξένοι,
ποῦ δὲ θᾶ πάῃ κ’ Τέχνη του
στὸ μνῆμα ὡς πεθαμένη·
ὂχι· τὰ νέα της πλάσματα,
σὰ θεῖα πουλιά, μία μέρα
θὰ χύσουν στὸν ἀέρα
πρωτάκουστη φωνή.

Μ’ ἀγάπη αὐτὸς ἀνάσταινε,
βαθυὰ μὲ φόβο ἐκλειοῦσε
τὰ φλογερὰ πετούμενα
ποῦ ὁ νοῦς γεννοβολοῦσε.
Ἀνίσως τώρα ὠρφάνεψαν,
θνητὴ δὲν ἒχουν φύση·
ἂχ! ἒπρεπε νὰ ζήσῃ
καὶ αὐτὸς παντοτινά!

Καὶ ζῇ. Μὲ πλούσια χρώματα
ἡ θεία ψυχὴ μᾶς μένει
στὸ στίχο τὸν ἀθάνατο
πιστὰ ζωγραφισμένη·
ἐκεῖ τὸ πνεῦμα δείχνεται
μὲ ἀναλαμπὴ μεγάλη·
φέγγουν ἐκεῖ τὰ κάλλη
ὁποῦχε στὴ θωριά.