Το προσφυγόπουλο του ουρανού
Το προσφυγόπουλο του ουρανού Συγγραφέας: |
Εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Μικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Κεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Τούρκοι Τσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Και καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Τούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Τσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Του ετσάκισε το ποδαράκι του. Και ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. Ο μικρός Τσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Και εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.
Τα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Εδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Αλλά πώς; Μόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Και με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον. Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Τσέτες της γειτονιάς. Εις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.
Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. Ο μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Κατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν. Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Και επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.
― Μαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
Και, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Αλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Μία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Οι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του. Τα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Οι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Αγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Και, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.
― Το καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
Ο μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Και έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
― Ευχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Αλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Ευχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα. Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.