Το παράπονον του νεκροθάπτου

Τὸ παράπονον τοῦ νεκροθάπτου
Συγγραφέας:
Ακούστε το κείμενο (βοήθεια | πληροφορίες)


ΠΩΣ ΕΤΥΧΕ πρὸ πολλῶν ἤδη ἐτῶν νὰ ἐνδιαφέρωμαι δι’ ἕνα τάφον τοῦ παρὰ τὴν Βάθειαν κοιμητηρίου, τοῦτο δὲν ἐνδιαφέρει ποσῶς τὸν ἀναγνώστην. Πρὸς ἀποφυγὴν μόνον πάσης ὑποψίας ότι πρόκειται περὶ αἰσθηματικῆς τις γλυκαναλατίας, δὲν θεωρῶ περιττὸν νὰ προσθέσω, ὅτι δὲν ἀναπαύεται ὑπ᾿ αὐτὸν Μαρίκα τις, Ἑλένη ἢ Περσεφόνη, ἀλλὰ καλὸς ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἀντώνης. Τοῦτον μετέβαινα ἐνίοτε νὰ ἐπισκεφθῶ, ὄχι μόνον διότι μὲ εἶχεν ἀφήση καλὰς ἀναμνήσεις, ἀλλὰ καὶ διότι μὲ ἤρεσκεν ὁ περίπατος ἐκεῖνος. Πλὴν τῆς πεδιάδος τῆς Βάθειας δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄλλο μέρος εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸ ὁποῖον νὰ προξενῇ εἰς τὸν θεατὴν τὴν ἐντύπωσιν τῆς εὐρυχωρίας. Τὸ Στάδιον, ἡ συνοικία Ῥαγκαβᾶ, τὸ Βατραχονῆσι καὶ οἱ πρόποδες τοῦ Λυκαβηττοῦ εἶνε βεβαίως γραφικώτατοι. Τὸ μόνον τῆς εἰκόνος ἐλάττωμα εἶνε ἡ ὑπερβολική συσσώρευσις καὶ ποικιλία τῶν προκειμένων εἰς θαυμασμόν. Πάρα πολλοὶ λοφίσκοι, βράχοι, φάραγγες, χαράδραι, στῆλαι, στέγαι, βυζαντινοὶ θόλοι καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα, σπανίως ἐπιτρέποντα εἰς τὸν ὀφθαλμὸν νὰ διακρίνῃ ποῦ σμίγει τὸ στερέωμα μετὰ τῆς γῆς, ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἀναπαυθῇ ἐπὶ κάπως ὁμαλῆς ἐπιφανείας. Ἐφάμιλος τῆς ἀνωμαλίας τοῦ σχήματος εἶνε καὶ τῶν χρωμάτων ἡ ποικιλία, τὸ λευκόφαιον τοῦ κονιορτοῦ, τὸ σιτόχρουν τῶν ἀρχαίων μαρμάρων, ἡ ὤχρα τοῦ ἡλιοκαοῦς χόρτου, ὁ σπινθηρίζων ὑδράργυρος τῆς θαλάσσης καὶ ἀραιαί τινες πράσιναι κηλίδες, έσπαρμέναι μὲ φειδωλίαν Ἑξηνταβελώνη. Εἰς ταῦτα πρέπει νὰ προστεθῇ, ὅταν κλίνῃ ὁ ἥλιος πρὸς τὴν δύσιν, καί τις εἰς τὸν οὐρανὸν κατάχρησις χρυσοῦ, πορφύρας, σαπφείρων καὶ ἀμεθύστων. Ὅλα εἶνε βεβαίως εὔμορφα, ἀλλὰ καὶ ἐνθυμίζουσι κάπως τὴν παρδαλὴν στιλπνότητα τῆς προθήκης του Μάϋφαρτ, πρὶν ἀμαυρώσῃ τὰ χρώματά της τῆς δεκαετοὺς διαλύσεως ἡ ἀγωνία.

Ὅλως διάφορος εἶνε ἡ ὄψις τῆς Βάθειας, ὅπου οὐδὲν ὑπάρχει τὸ δυνάμενον νὰ θαμβώσῃ τὴν ὅρασιν, ἀλλ’ οὔτε νὰ τὴν κουράσῃ. Κρίνων ἐκ τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς χαμηλότητας αὐτῆς θὰ ἔκλινε νὰ τὴν ὑποθέσῃ τις ὡς εἶδός το χωνίου, ἐνῷ μόνον ἐκεῖ δύναται νὰ ἐντρυφήσῃ εἰς ἄφρακτον ὁρίζοντα τοῦ Ἀθηναίου ὁ ὀφθαλμός. Ἡ πεδιὰς ἐκτείνεται ὁμαλὴ μέχρι τῆς ὠχρᾶς χλόης τοῦ Ἑλαιῶνος· ἡ διατέμνουσα αὐτὴν μακρὰ δενδροστοιχία καὶ οἱ ἐσπαρμένοι εἰς μεγάλας ἀπ’ ἀλλήλων ἀποστάσεις χαμηλοὶ οἰκίσκοι συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ καταστήσωσι τὴν ἐντύπωσιν τῆς ἐκτάσεως ἔτι μᾶλλον ἐπιβλητικήν. Ἂν δὲ τύχῃ νὰ εἶνε ἡ ἡμέρα φθινοπωρινή, ὁ οὐρανὸς μολυβδόχρους, νὰ σείῃ ὑγρὸς ἄνεμος τὰ καλάμια, νὰ παίζουν πάπιαι εἰς λίμνας σχηματισθείσας ὑπὸ προσφάτου βροχῆς καὶ νὰ παρελαύνουν ἐπὶ τῆς βορβορώδους λεωφόρου κοπάδια γάλλων καὶ ἁμάξια μούστου καὶ σανοῦ, δὲν χρειάζεται τότε μεγάλη δύναμις φαντασίας διὰ νὰ ὑποθέσῃ τις ὅτι κατώρθωσε κι’ ἑνός πηδήματος νὰ μετοικήσῃ ἀπὸ τὴν ὁδὸν Ἁγίου Κωνσταντίνου εἰς χωράφιον τῆς Βλαχίας. Οἱ δὲ κλίνοντες νὰ θεωρήσωσιν ὑπερβολικὴν τὴν ἀγάπην μου πρὸς τὰ ὁμαλὰ ἐπίπεδα, τὰ σύννεφα, τὰ νερομαζώματα, τὴν πάχνην καὶ τὴν ὑγρασίαν, εἶνε ἐλεύθεροι νὰ μὲ παρομοιάσωσι μὲ τοὺς ἀχαρίστους ἐκείνους Ἑβραίους, οἵτινες, ἁηδιάσαντες τὸ ἐπιούτον μάννα καὶ τὰ καθημερινὰ ὀρτύκια, κατήντησαν ν’ ἀναζητῶσι τὰ πράσα καὶ τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου.

Οὐχὶ ὀλιγώτερον τῆς τοποθεσίας ἀγροτικὴ εἶνε καὶ τοῦ νεκροταφείου ή ὄψις. Πρὸ τῆς εἰσόδου κάθηνται εἰς μακρὰν τράπεζαν δύο εὔθυμοι παπάδες συμπίνοντες μετὰ χωρικῶν καὶ καραγωγέων ῥητινίτην παρεχόμενον ὑπὸ δύο γειτονικῶν οἰνοπωλείων, τὰ ὁποῖα ὠνόμασαν προσφυέστατα οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν τὸ μὲν Ἀνάπαυσις, καὶ τὸ ἄλλο Ματαιότης. Εὐθὺς δ’ ἅμα ὑπερβῇ τὴν πύλην, εὑρίσκεται ὁ ἐπισκέπτης πρὸ μαύρου πίνακος φέροντος τὴν ἐπιγραφήν· Ἀπαγορεύεται εἰς τοὺς σκύλους νὰ εἰσέρχωνται, επίσης καὶ νὰ κόπτουν ἄνθη, τῆς ὁποίας ή χρησιμότης φαίνεται κάπως ἀμφίβολος, ἐκτὸς ἂν ὑποτεθῇ, ὅτι ξεύρουν οἱ σκύλοι τῆς Βάθειας ἀνάγνωσιν ἢ συνηθίζουν νὰ κόπτουν ἄνθη. Μετά τινα βήματα εἰσέρχεται εἰς περιτειχισμένον ἀγρόν, ὀλίγον διαφέροντα τῶν γειτονικῶν ἀτειχίστων. Ἐξαιρομένων τῷ ὄντι εὐαρίθμων τινῶν παρὰ τὴν ἐκκλησίαν, οὔτε στήλας βλέπεις, οὔτε πυραμίδας, οὔτε προτομάς, οὐδ’ ἄλλον ἐξέχων σύμβολον αἰωνίου ὕπνου. Καὶ αὐτὴ ἡ βλάστησις οὐδὲν ἔχει τὸ ἀποκλειστικῶς νεκρικόν. Πολὺ περισσότερα. πεῦκαι καὶ ἀκακία. παρὰ κυπάριστοι καὶ ἱτέαι καὶ κατηγῆς χαμόμηλα, αγκάθια καὶ ἀνεμῶναι. Ἡ ἐντύπωσις ἀγροῦ εἶναι τοιαύτη, ὥστε εἰς γωνίαν τινά, ὅπου εἶχαν γίνει ανασκαφαί, ἐξέλαβα μακρόθεν ὡς πεπόνια δύο ἢ τρία λευκάζονται μεταξὺ τοῦ χόρτου κρανία. Οὐδὲ πιέζουσι βαρεῖαι πλάκες τὰ στήθη τῶν νεκρῶν. Οἱ πλεῖστοι τῶν τάφων εἶνε ἁπλᾶ κηπάρια, φυτευμένα μὲ κόκκινα γεράνια, κόκκινες περιπλοκάδες καὶ κόκκινες δενδρομολόγες.

Τὸ δὲ ὄνομα καὶ αἱ ἀρεταὶ τοῦ ὑπ’ αὐτὰς ἀναπαυσμένου ἀναγράφονται ἐπὶ τοῦ ὑπερκειμένου σταυροῦ ἤ, ἂν τύχῃ ἡ ἀνύμνησις αὐτῶν πολλὰ μακρά, ἐπὶ φύλλου χάρτου τοποθετημένου ἐντὸς ξυλίνης θήκης, ὀπισθεν ὑαλίου ἢ σιδηροῦ πλέγματος, ὡς δηλοποίησις πλειστηριασμοῦ. Πλὴν τοῦ ἐντύπου ἢ χειρογράφου ἐπιταφίου περιέχονται εἰς τὰς θήκας ταύτας τεχνητὰ ἄνθη, κορδέλλαι, φακιόλια, πλεξίδες καὶ πολλάκις ἡ φωτογραφία τοῦ μακαρίτου ἢ τῆς μακαρίτριας, ζωντανῆς ἢ ἀποθαμμένης. Τὰ ἐνθυμήματα ταῦτα καθιστᾶ ἔτι συγκινητικότερα ἢ νεαρὰ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἡλικία τῆς καταλιπούσης αὐτά. Εἰς οὐδεμίαν τῷ ὄντι ἄλλην ἡλικίαν φαίνεται ἀναπτυσσόμενος τόσον πρωίμως ὁ πόθος τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως. Τοῦτο δὲν ἠδυνάμεθα νὰ τὸ ἐννοήσωμεν πῶς συμβαίνει, μέχρις οὖ εὐηρεστήθη νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσῃ ὁ κύριος Χατζημιχάλης, τὸν ὁποῖον ηὐτυχήσαμεν ἡμέραν τινὰ νὰ συναντήσωμεν ἐκεῖ πλησίον, ἐπισκεπτόμενον τοὺς ἀσθενεῖς του. Τὸ πλῆθος τῶν προώρων θανάτων πρέπει ν’ ἀποδοθῇ εἰς τὸ ὅτι ἔκτακτος καὶ δι’ αὐτὰς τὰς Ἀθήνας εἶνε τῆς συνοικίας ἐκείνης ἡ ῤυπαρότης καὶ πνιγηρότεραι αἱ ἀναθυμιάσεις. Διὰ νὰ πεισθῇ τις περὶ τούτου, ἀρκεῖ νὰ περιέλθῃ ἐπὶ τέταρτον τῆς ὥρας τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ὑπερπηδῶν βούρκους καὶ κοπρῶνας, καὶ εἰσερχόμενος ἔπειτα εἰς τὸ νεκροταφεῖον ν’ ἀναγνώσῃ ἐπὶ μακρᾶς σειρᾶς σταυρῶν: Μαρία Μάρκου, ἐτῶν δεκατοκτὼ — Χαρίκλεια Μάρκου, ἐτῶν δεκαὲξ — Ἀναστασία Πόγγα, ἐτῶν δεκαὲξ — Μαριγὼ Φλάμπουρα, ἐτῶν δεκαεννέα — Εὐτυχία Λύκου, ἐτῶν δεκαπέντε καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἐξαιρετικῶς ἀνθηρὸν εἶνε τοῦ Χάρωνος τῆς Βάθειας τὸ χαρέμι! Εἰς τοῦτο πρέπει πιθανῶς ν’ ἀποδοθῇ τὸ ὀξύτερον ἄλγος τῶν πενθούντων καὶ ὁ ἐλεγειακὸς οἶστρος τῶν ἐπιγραφῶν. Αἱ πλεῖσται τούτων εἶνε ἔμμετροι καὶ τόσον μακραί, ὥστε μόνον ἀπεσπασμένας στροφὰς δυνάμεθα πρὸς ἐκτίμησιν αὐτῶν νὰ παραθέσωμεν.

Ἐδῶ κοιμᾶται ἡ σύζυγός μου, ἡ πολυαγαπημένη,
Μὲ στεναγμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς μᾶς ἔφυγε ἡ καϋμένη.
Ποῦ εἶσαι, Ἑλένη μου; Γιὰ εὔγα νὰ σὲ ’δοῦμεν
Κι’ ἀπὸ τὴ μαύρη μας καρδιὰ δυὸ λόγια νὰ σὲ ’ποῦμεν.

Καὶ ὀλίγον κατωτέρω:

Διαβάτα ποῦ μὲ θαυμασμὸ τὸ μνῆμά της κυττάζεις,
Καὶ τ’ ὄνομά της στὸ Σταυρὸ τὸ νεκρικὸ διαβάζεις,
Εἰπὲ τῆς ἀνθρωπότητος ὡραῖε διαβάτα,
Ὅτι ἐνταῦθα κοίτεται ὑπὸ τὴν μαύρην πλάκα.

Ἄξιον ὅμως σημειώσεως εἶνε ὅτι ἐπὶ τοῦ τάφου τούτου δὲν βλέπει τις καμμίαν οὔτε μαύρην οὔτε ἄσπρη πλάκα, ἀλλ’ αὕτη εἶνε, ὡς καὶ πλεῖσται τῶν ἄλλων πλακῶν, ποιητική μεταφορά.

Πρὸς ἀριστερὰν τοῦ ἀνωτέρω δύναταί τις ν’ ἀναγνώσῃ ὑπὸ ὑάλινον πίνακα ἔντυπον ἐπιτάφιον ἄλλης πολυκλαύστου Ἑλένης, ἀποτελούμενον ἐκ δέκα ὅλων στροφῶν, οἶαι αἱ κατωτέρω:

Ἡ φιλτάτη μας Ἑλένη
Ἀπ’ τὰ σπλάγχνα τῆς μητρός της
Ἔφυγε καὶ πάει σ’ τὸν ῾Αδη
Ἐτυφλώθηκε τὸ φῶς της

Μὲ τὰ εὔμορφά της κάλλη
Εἰς τὸν Ἅδη κατεβαίνει
Κι’ ὁ λαμπρός της χαρακτῆρας
Πάσας νέας ὑπερβαίνει. κτλ.

Περισσότερον ὅμως ἤρεσε εἰς ἡμᾶς τὸ ἑξῆς:

Ὅποιος δάκρυ χύσῃ εἰς τὸ μαῦρο τοῦτο χῶμα
Θὰ λούσῃ βέργα λεμονιὰ μὲ τ’ ἄνθη στολισμένη
Καὶ μιὰ ψυχὴ ἀγγελικὴ μέσα στὴ γῆ κρυμμένη.

Ἀλλεπάλληλοι ἀποδημίαι καὶ ἄλλαι φροντίδες μ’ ἔκαμαν ν’ ἀμελήσω καὶ σχεδὸν νὰ λησμονήσω ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν Ἀντώνην. Ὅταν καὶ πάλιν τὸν ἐνθυμήθην, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὕρω τὸ ἄσυλον αὐτοῦ κάπως παρηλλαγμένον. Αἱ κυπάριστοι εἶχαν μεγαλώσῃ, ὁ πληθυσμὸς τῶν νεκρῶν ἦτο τετραπλάσιος καὶ οἱ σταυροὶ τόσοι πυκνοί, ὥστε ὀλίγος ἀπέμενε τόπος εἰς τὰ χαμόμηλα καὶ τὰς ἀκάνθας. Εἰς ταῦτα πρέπει μὲ βαρεῖαν συνείδησιν νὰ προσθέτω, ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς μικρᾶς ἐγκαταλείψεως ὁ τάφος τοῦ φίλου μου εἶχε ἐρημωθῇ τελείως. Τὰ ξύλινα κάγκελλα ἔκειντο κατὰ γῆς, αἱ γάστραι ἦταν ἀνεστραμμέναι καὶ οὐδ’ ἴχνος ἀπέμενεν ἐπιγραφῆς ἐπὶ τοῦ μαύρου σταυροῦ, τὸν ὁποῖον εἶχε μεταβάλει εἰς κόκκινον ή σκωρία. Ἐζήτησα τὸν γέροντα νεκροθάπτην πρὸς διόρθωσιν τῆς ἀταξίας, ἀλλ’ ὡς ἔμαθα ἀπὸ τὴν λιβανίζουσαν γειτονικὸν τάφον μαυροφόραν, οὗτος εἶχε κατατεθῇ πρὸ ἐτῶν ἐκεῖ ὅπου κατέθετε πρὶν τοὺς ἄλλους. Ὑπῆρχεν ὅμως διάδοχος αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου μ’ ἔδειξεν τὴν κεφαλὴν προβάλλουσαν κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐκ τοῦ ὑπογείου τῆς ὀστεοθήκης. Μετὰ τὴν κεφαλὴν ἐφάνη ὁ κορμὸς καὶ ἔπειτα αἱ μακραὶ κνῆμαι, τῶν ὁποίων ἤρκεσαν ὀλίγοι διασκελισμοὶ νὰ μεταφέρωσι πλησίον μου τὸν κάτοχων αὐτῶν. Εἰς τοῦτον ἔσπευσα νὰ ἐξηγήσω ὅτι ἐπεθύμουν νὰ περιφράξῃ καὶ νὰ περιποιηθῇ, ἐπὶ δικαίᾳ ἀμοιβῇ, τοῦ φίλου μου τὸ μνῆμα. Ἐνῷ ὅμως ὡμίλουν καὶ ἀφοῦ ἀκόμη ἐτελείωσα, δὲν ἔπαυεν ὁ νεκροθάπτης νὰ μὲ παρατηρῇ ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν, μετ’ ἐπιμονῆς τὴν ὁποίαν δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω, ἀφοῦ οὐδὲν βεβαίως ἔχει τὸ ἐξαιρετικῶς περίεργον ἢ ἀξιοθέατον τὸ ὑποκείμενόν μου. Ἡ ἀπορία μου ηὔξησεν ἔτι μᾶλλον, ὅταν αἴχνης μὲ ἠρώτησε μὲ πολλὴν οἰκειότητα:

«Δὲ μὲ θυμᾶσαι;»

Ἐκύτταξα τότε αὐτὸν μὲ περισσοτέραν προσοχὴν καὶ δὲν τὸν εὑρῆκα εὔμορφον. Ὑψηλὸς ὡς εβελίσκος, ξηρὸς ὡς μούμια, ἡλιοκαὴς ὡς Βεδουΐνος, μὲ κνήμας ὡς καλάμια καὶ λαιμὸν καμήλου, μοῦ ὑπενθύμιζε τοὺς ἀπαισίους ἐκείνους Ἄραβας ἀσκητάς, τῶν ὁποίων ἡ αἰφνιδία συνάντησις μ’ ἔκαμε πολλάκις ν’ ἀνατριχιάσω εἰς τὰς στενωποὺς τοῦ Καΐρου. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐξηκολούθουν νὰ τὸν παρατηρῶ, ἐλάμβαναν αἱ ἀναμνήσεις μου ἀλλοίαν τροπὴν καὶ ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Φαραὼ μὲ μετέφεραν εἰς φαιδρὰν νῆσον τοῦ Αἰγαίου. Ἀντὶ κιτρίνου ποταμοῦ ἔβλεπα ὕδατα γαλανά· ἀντὶ μιναρέδων, φοινίκων καὶ καμήλων, ἀμπέλους, ῥωδιάς, αἶγας, ὄρνιθας καὶ χοίρους, καὶ πολὺ μᾶλλον παρὰ μὲ Δερβίσην του Καΐρου, εὕρισκα ὅτι ὁμοιάζει ὁ ἠρειπωμένος ἐκεῖνος νεκροθάπτης μὲ τὸ φάντασμα ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσῃ πρὸ χρόνων πολλῶν ἀκμαῖον εἰς τὴν Σύρον, μὲ σάρκα ὑπὸ τὸ δέρμα, μὲ ὁδόντας εἰς τὸ στόμα, μὲ μύστακα ανωρθωμένον, μὲ λάζον εἰς τὴν ζώνην καὶ πολλάκις γαρούφαλον εἰς τὸ αὐτίον. Ἡ ἀναπαράστασις αὕτη συνεδέεται μὲ φαιδρὰς ἐκδρομὰς εἰς τὴν Δελαγράτσαν, μὲ λουτρὰ εἰς θάλασσαν χλιαρὰν καὶ εὔθυμα ἔπειτα προγεύματα εἰς γειτονικὸν κῆπον μὲ ψάρια τηγανητά, νεόκοπα σύκα, χλωρὸν τυρίον καὶ εὔμορφον οἰκοκυρὰν προσφέρουσαν πάντα ταῦτα. Τὰ λουτρά, ὁ κῆπος, ἡ οἰκοκυρά, καὶ πλὴν αὐτῶν ἡ ὡραιωτέρα βάρκα τῆς Σύρου, ἀνῆκον τότε εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου μόνον τὸ ὄνομα δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐνθυμηθῶ. Ἐπὶ τέλους ὅμως κατώρθωσα νὰ ἀνεύρω καὶ τοῦτο:

«Ὁ Ἀργύρης Ζώμας!» ἀνέκραξα τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς μου.

«Ὅλος - ὅλος», ἀπεκρίθη ὁ δυστυχής σπογγίζων τοὺς ἰδικούς του.

«Καὶ πῶς κατάντησες ἐδῶ;»

Ἀντὶ ν’ ἀπαντήσῃ ἔσφυξε τοὺς γρόνθους ψιθυρίζων· «Ἁνάθεμα εἰς τὴν πολιτικήν.»

Καθὼς ὅλη ἡ κατότυχοι, εἶχε κ’ ἐκεῖνος μεγάλην ὄρεξιν νὰ μοῦ διηγηθῇ τὴν θλιβεράν του ἱστορίαν. Ἀλλ’ εἶχεν ἤδη νυκτώση, ὁ καιρὸς ἦταν ἄσχημος καὶ ἐκατοίκουν μακράν. Ἡτοιμαζόμην νὰ τὸν ἀποχαιρετήσω, ἀναβάλλων εἰς τὴν προσεχῆ μου ἐπίσκεψιν τὴν ἀκρόασιν τῶν παραπόνων του κατὰ τῆς πολιτικῆς, ὅταν ἡ πρὸ πολλοῦ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς μας αἰωρουμένη βροχὴ ἤρχισε νὰ καταπίπτῃ ῥαγδαία. Μοῦ ἐπροσέφερε τότε ἄσυλον εἰς τὸ παράπλευρον τοῦ ἐκκλησιδίου παράπηγμα καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τοῦ προσφέρω ὀλίγων ῥετσινάδον ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῆς ὑγρασίας. Τὸ ὁλίγον ῥετσινάδον ἦτο μία ὅλη ὀκᾶ, τὴν ὁποίαν ἡ μονόφθαλμος ὑπηρέτρια τοῦ παντοπωλείου ή Ματαιότης ἦλθε νὰ καταθέσῃ ἐπὶ χωλῆς τραπέζης μὲ δύο ποτήρια καὶ δρακιὰν μαύρων ἐλαιῶν. Πλὴν τῆς χωλῆς τραπέζης, ὑπῆρχαν ἐκεῖ καὶ δύο χωλὰ σκαμνία· τὸ σκότος ὅμως ἦτο ψηλαφητόν, μέχρις οὖ ἄναψεν ὁ φιλοξενῶν με μικρὸν ὁκτάγωνον φανάριον ἔχον σχῆμα θυμιατηρίου καὶ ὑπεξαιρεθὲν πιθανῶς ἔκ τινος ἀπροστατεύτου τάφου.

Ἡ θέσις μου, ἦτο, τὸ ὁμολογῶ, ἱκανῶς ἀλλόκοτος καὶ πᾶς γνώριμός μου θὰ ἐδικαιοῦτο νὰ γελάσῃ βλέπων με τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὸ βάθος ἐρήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα μὲ νεκροθάπτην ὑπὸ τὸ φέγγος νεκρικῆς κανδήλας. Ἐγὼ ὅμως οὐδεμίαν εἶχα ὄρεξιν νὰ γελάσω κατεχόμενος ὑπὸ ἀδιηγήτου ἀθυμίας. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος μοῦ ἐνθύμιζε τὰς φαιδροτάτας τῆς πρώτης μου νεότητος ἡμέρας καὶ οὐδέποτε κάλλιον κατενόησα τὴν ἀλήθειαν τοῦ πολύκροτου στίχου του Δάντη:

Nessun maggior dolore
Che ricordarsi del tempo felice
Nella miseria

Ἀληθὲς εἶνε ὅτι ἄλλος ἔνδοξος ποιητὴς ἰσχυρίσθη ἀκριβῶς τοὐναντίον, κηρύττων τὰς εὐτυχεῖς ἀναμνήσεις ἀναφαίρετον παρηγορίαν κατὰ τὴν ὥραν ὅμως ἐκείνην τὰ πάντα συνώμνυον νὰ μὲ κάνουν να πιστεύσω, ὅτι δὲν ἠξεύρει τί λέγει. Ἐκρύωνα, ἐστενοχωρούμην, ἡ βροχὴ ἐξηκολούθει νὰ κροταλίζῃ ἐπὶ τῶν σανίδων τῆς στέγης, καὶ τὸ ἔξω βαθὺ σκότος διέκοπτεν ἐκ διαλειμμάτων ἡ ὡχρότης ἀστραπῆς, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου σειρὰς σταυρῶν καὶ κορυφὰς κυπαρίσσων. Καὶ τοῦ καιροῦ ὅμως καὶ τοῦ τόπου πενθιμώτερα ἦσαν ὅσα ἤρχισεν ὁ σύντροφός μου νὰ μὲ διηγῆται.

«Θυμᾶσαι», μὲ εἶπε, «πόσο ὤμορφη ἤτανε ἡ γυναῖκά μου;»

«Διατί λέγεις ἤτανε; Μήπως ἀπέθανε;»

«Ζῇ ἀκόμη, μόνον ἀσχήμισε, ἐνῷ τότες ἤρχουνταν ἀπὸ μακρὰ οἱ Συριανοί, καὶ σὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ κάμετε πρόγευμα εἰς τὸ περιβόλι μου πολύ περισσότερο γιὰ τὰ ὄμορφά της μάτια παρὰ γιὰ τὰ δικά μου ψάρια. Δὲν ἐζούλευα, γιατὶ τὴν ἤξευρα φρόνιμη καὶ πὼς χάνετε τὸν καιρό σας. Τὸ μόνο της ἐλάττωμα, ποὺ πταίω κ’ ἐγὼ σ’ αὐτό, ἦταν πὼς ἔκαμνε πολλὰ παιδιά. Ἕνα τὸ χρόνο ὀκτὼ χρόνια ἀραδειαστὰ καὶ γυόμελα τὴν ὕστερη φορά. Καὶ ὅσα περισσότερα ἔκαμνε τόσον ἐχαλοῦσεν ἡ ὄψη της καὶ τὸ κορμί της καὶ λιγοστεύανε ὅσοι ἤρχουνταν νὰ τὴν καμαρώσουν καὶ νὰ καλοπλερώνουν τ’ αὐγά, τὰ μαρούλια, τὰ σῦκα καὶ τὸ τυρί μας.

Ἄλλο κακὸ ἦταν ποὺ ἤρχισαν νὰ ὀλιγοστεύουν τὰ ψάρια, ἀφοῦ κατάντησαν στὴ Σύρα οἱ ψαράδες ὅσοι σχεδὸν καὶ οἱ δικηγόροι. Ἐσυλλογούμουν καὶ τὴν πρώτη μου κόρη ποὺ ἐμεγάλωνε καὶ ἔπρεπε νὰ τῆς ἑτοιμάσω προῖκα. Ἐνῷ εἶχα αὐτὴν τὴν συλλογή, ἔτυχε νὰ γείνουν ἐκλογὲς καὶ νὰ ἔλθῃ νὰ ζητήσῃ τοὺς ψήφους μας ἕνας Ἀθηναῖος συνταγματάρχης, ποὺ εἶχε κάμῃ πολλὰ χρόνια εἰς τὴν Σύρα νομομηχανικός. Εὐγῆκε σὲ περιοδεία εἰς τὰ χωριά, καὶ ἕνα πρωὶ ἐξεφύτρωσε μὲ δυὸ φίλους του εἰς τὸ περιβόλι μου. Θυμᾶσαι ποὺ τότε ἤμουνα λεβέντης. Ἡ κόψη τοῦ λάζου μου καὶ οἱ γρόθοι μου ἤτανε φημισμένοι σ’ ὅλο τὸ βουνό, καὶ μιὰ μέρα ἐσήκωσα γιὰ στοίχημα μιὰ γαϊδούρα γκαστρωμένη. Εἴχαμε καὶ πολλοὺς συγγενεῖς εἰς τὰ χωριά, καὶ τὸ γέρο Σαλλοῦστρο, τὸ μεγάλο ταμπάκη, ποὺ τὸν ἔσερνεν ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴν μύτη. Ὅλ’ αὐτὰ ἠμποροῦσαν να χρησιμέψουν. Μὲ πολλὰ λοιπὸν καλοπιάσματα καὶ γλυκὰ λόγια μοῦ ἐπρότεινεν ὁ ὑποψήφιος νὰ γείνω κομματάρχης του καὶ ἀντιπρόσωπος στὴν κάλπη του, κ’ ἔπειτα θὰ μοῦ ἔκαμνεν ὅ,τι ἤθελα. Θὰ μὲ διώριζε σὲ καλὴ θέσι, ἐδῶ ἢ στὴν Ἀθήνα, θὰ ἐγλύτωνε τὸν κουνιάδο μου ποὺ εἶχαν στὴ φυλακὴ γιὰ λαθρεμπόριο, θὰ ἔβαζε τὸ γονό μου ὑπότροφο καὶ δὲ θυμοῦμαι πόσα ἄλλα, ποὺ μ’ ἔκαμναν νὰ βλέπω στὸν ὕπνο μου λαγοὺς μὲ πετραχήλια. Ἐρρίχτηκα λοιπὸν κατάμουτρα εἰς τὸν «ἐκλογικὸν ἀγῶνα», καθὼς τὸν ἔλεγε, ἐγὼ καὶ ὅλοι οἱ δικοί μου. Τὸ περιβόλι μου ἔγινεν ἐκλογικὸν κέντρον καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ ἔτρεχα νὰ κάμω προπαγάνδα, νὰ μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, ὑποσχέσεις, καὶ ὅπου ἦταν ἀνάγκη καὶ γροθιές. Ἡ γυναῖκά μου ἐμοίραζε κ’ ἐκείνη φέτες καρποῦζι, γλυκὰ λόγια καὶ γλυκὲς ματιές. Ἕνα βράδυ ἦλθεν ἡ καϋμένη μὲ πολλή τῆς ντροπὴ νὰ μοῦ ἐξομολογηθῇ πὼς γιὰ νὰ πάρῃ μαζί της ἕνα ἀντίθετο κομματάρχη ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφίσῃ νὰ τὴν φιλήσῃ καὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ στὰ ψέματα κάτι παραπάνω. Τόσος ἦταν ὁ φανατισμός μου, ποὺ τῆς τὸ συγχώρεσα καὶ αὐτό, μὲ τὴ συμφωνία νὰ μὴν τὸ ξανακάμῃ, καὶ μὲ τὸν κρυφὸ σκοπὸ νὰ σπάσω τὰ κόκκαλα τοῦ μασκαρᾶ ἅμα ἐτελείωναν οἱ ἐκλογές. Εἰς τὴ δεύτερη περιοδεία ἐχάλασεν ὁ καιρὸς καὶ ἔμεινεν ὁ συνταγματάρχης νὰ τὸν φιλολοξενήσω. Ἀφοῦ τὸν ἐκαλοτάγισα, μὲ ἠρώτησε διὰ τὰ ἰδιαίτερά μου καί… τοῦ εἶπα πὼς τὸ περιβόλι δίδει μικρὸ εἰσόδημα καὶ τὸ κέρδος τῶν ψαριῶν τὸ τρώγει τὸ διάφορο τοῦ χρέους γιὰ τὲς δυὸ βάρκες. Τότε μ’ ἐσυμβούλεψε νὰ πουλήσω αμπέλια καὶ βάρκες καὶ ν’ ἀγοράσω κάτι μετοχὲς τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἐπουλοῦσε εἰς τὸ Χρηματιστήριον ὁ ἀνταποκριτὴς ἑνὸς κάποιου Γούπα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀπ’ αὐτὲς θὰ ἔπαιρνα διάφορο δέκα τὰ ἑκατό, θὰ εἶχα καὶ τὴ θέση μου καὶ θὰ ἐπάντρευα τὴν κόρη μου μ’ ἕνα ἐπιλοχία ποὺ εἶχε κ’ ἐκεῖνος τὸ δικό του. Αὐτὰ μοῦ ἐτσαμπούνιζεν ὁ καλοθελητής μου, ποὺ ἀνάθεμα τὸ σύννεφο ποὺ μοῦ τὸν ἐξέρασε στὸ πτωχικό μου. Ἔγειναν τέλος πάντων ἡ ἐκλογὲς καὶ ἐπέτυχεν ὁ δικός μας τελευταίος ὅμως καὶ μόνον μ’ ἐννηὰ ψήφους παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνον ποὺ ἤρχονταν κατόπιν του…»

«Τὸν ἐπιλαχόντα.»

«Καθὼς τὸν λές. Ἡμπορῶ λοιπὸν νὰ πῶ χωρὶς νὰ καυχηθῶ, πὼς ἂν ἔλειπαν οἱ δικοί μου, αὐτὸς θὰ ἦτο ἐπιλαχών. Τὴν ἡμέραν ποὺ ἐπῆγα νὰ τὸν ἀποχαιρετήσω εὑρῆκα ἐκεῖ πολὺ κόσμο, ἀγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζῆτες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν μπόγια τῶν σκυλιῶν. Ὁ βουλευτὴς ἐκρατοῦσεν ἕνα κατάστιχο κ’ ἐσημείωνε τὰ ὁνόματα καὶ τί ζητοῦσεν ὁ καθένας. Ὅταν ἦρτεν ἡ δική μου σειρὰ μοῦ εἶπεν ὅτι δὲν τοῦ περισσεύει τίποτε καλὸν εἰς τὴν Σύρα καὶ νὰ πάγω νὰ μὲ βολέψῃ καλλίτερα εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα τὴ Σύρα, ὅπου μὲ ἤξεραν ὅλοι, μ’ ἐθάμπωνεν ὅμως ἡ ἀνωτέρα θέσι καὶ τὰ γαλόνια τοῦ λοχία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἤρχισα νὰ τρέχω γιὰ νὰ ξεκάμω τὸ κτῆμα, τ’ ὀρθιναριό, τὰ γίδια καὶ τὰ γουρούνια μου. Ἐχρειάσθηκεν ὅμως ἕνας μῆνας γιὰ νὰ εὕρω μουστερῆδες, γιατί τότες ἤθελαν ὅλοι χαρτιὰ καὶ κανένας δὲν ἐγύριζε νὰ δῇ χωράφια. Ἐξεκαθάρισα τέλος πάντων ὀκτὼ χιλιάδες δραχμάς, ἐπαράλαβα τοὺς τριάντα σιδηροδρόμους ποὺ μ’ ἔκαμεν ὁ βουλευτὴς ν’ ἀγοράσω γιὰ τὸ τέλος τοῦ μηνός, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐφόρτωσα ἀπὸ νωρὶς εἰς τὸ βαπόρι τὴ γυναῖκα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ — τὰ γυόμελα εἶχαν πεθάνει μικρὰ — καὶ ἔπειτα ἐβγῆκα πάλιν ἔξω να ξεκαθαρίσω ἕνα τελευταῖο λογαριασμὸ ποὺ μ’ ἀπόμεινε στὴ Σύρα. Ἔτρεξα ν’ ἀποτειχωθῶ μὲ μιὰ χοντρή μαγκούρα πίσω ἀπὸ ἕνα φράκτη κοντὰ εἰς τὸ καφενεδάκι τῆς Ἄμμου, ποὺ ἐπήγαινε κάθε βμάδυ νὰ παίξῃ τάβλι ὁ ἀχρεῖος ποὺ ἐφίλησε τὴ γυναῖκα μου, ὅταν τὸν εἶδα νὰ ἔρχεται, ἐξετρύπωσα σὰ φάντασμα, τοῦ ἔσφιξα τὸ λαρύγγι διὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ γκαρίσῃ καὶ τοῦ πασάλειψα ἕνα ξύλο ποὺ θὰ τὸ θυμᾶται ακόμα. Τὸ ἄλλο πρωὶ ἤμαστε εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐβόλεψα τοὺς δικούς μου σ’ ἕνα μικρὸ ξενοδοχεῖο κ’ ἔτρεξα νὰ εὕρω βουλευτή. Ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ἀγάπη τῆς Σύρας ἐπερίμενα πὼς θὰ μὲ φιλήσῃ. Μὰ εἰς τὴν Ἀθήνα εἶχε γίνει σοβαρός. Μοῦ εἶπεν ὅτι «ἡ θέσις τῶν ὑπουργικῶν βουλευτῶν εἶνε δύσκολος διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπαιτήσεων», θὰ προσπαθήσῃ ὅμως νὰ μοῦ εὕρῃ μίαν μικρὰν θέσιν καὶ νὰ περάσω μετὰ ὀκτὼ μέρες. Αὐτὰ ξερὰ - ξερά, καὶ οὔτε ἕνα κάθισμα, οὔτε ἕνα τσιγάρο, οὔτε τί κάμνει ή γυναῖκά σου, οὔτε ἕνα λόγο γιὰ τὴν ὑποτροφία τοῦ γυιοῦ μου ἢ τῆς κόρης μου τὸ λοχία. Ἤθελα νὰ μείνω λιγάκι μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τὰ θυμηθῆ, εἶχεν ὅμως πολλὴν ἐργασίαν. Τὸν ἀποχαιρέτησα μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ ξαναπῆρα μετὰ ὀκτὼ μέρες. Μοῦ εἶπαν πὼς ἤτανε εἰς τὴ Βουλή, τὴν ἄλλη μέρα εἰς τὴ στρατιωτικὴ Λέσχη, καὶ τὴν ἑπομένη δὲν ξέρω ποῦ. Τρεῖς ὅλαις ἑβδομάδες ἐπήγαινα πρωὶ βράδυ εἰς τὸ σπίτι του καὶ μόνο δυὸ φορὲς ἀξιώθηκα νὰ τοῦ μιλήσω, χωρὶς νὰ ἐπιτύχω νὰ τοῦ βγάλω ἀπὸ τὸ στόμα ἄλλο τίποτε παρὰ μόνο πὼς φροντίζει καὶ νὰ ἔχω ὑπομονή. Πῶς ὅμως μποροῦσα νὰ ἔχω ὑπομονή, ἐνῷ εἶχα ἑπτὰ παιδιὰ νὰ ταγίσω; Εἰς τὸ βρωμόχανο ὅπου ἐκονεύαμεν μοῦχλα, στενοχώρια, κορέοι, φαγὶ μὲ ξύγκι καὶ ἔξοδα δέκα δραχμὰς τὴν ἡμέρα. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι ἤμαστε καὶ ἐννέα ἀνομάτοι, ὅλοι μὲ γερὰ δόντια. Ἐπέρασαν ἄλλες δέκα πέντε μέρες χωρὶς τίποτις νὰ γίνῃ. Τὰ λίγα μου χρήματα ἐτελείωσαν καὶ εἶχα χρέος εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Ἡ μεγαλείτερη ὅμως σκάση μου ἦταν ὅταν ἔβλεπα εἰς τὰς ἐφημερίδες, πὼς οἱ ἄλλοι Συριανοί κομματάρχες εἶχαν ὅλοι διορισθῇ, ἄλλος ἀστυνόμος, ἄλλος εἰσπράκτορας, ἄλλος ζυγιστὴς εἰς τὸ τελωνεῖο καὶ ὁ μασκαρὰς ποὺ ἔδειρα, τροφοδότης εἰς τὸ Λαζαρέτο. Μόνο ή δική μου σειρὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔλθῃ. Τοῦτο μοῦ τὸ ἐξήγησεν ἕνα πρωὶ ὁ ξενοδόχος. «Ἐκείνους, μοῦ εἶπε, ποὺ μένουν εἰς τὴν Σύρα, τοὺς ἔχει ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιρροήν του, ἐνῷ σὺ ἐδῶ τί καλὸ ἢ κακὸ μπορεῖς νὰ τοῦ κάμης, ἔρημος τὸ ξένο τόπο. Πολὺ φοβοῦμαι πὼς σὲ περιπαίζει». Ὅταν τὸ ἤκουσα τὸ αἷμά μου ἤρχισε νὰ βράζῃ καὶ ἔτρεξα εἰς τοῦ βουλευτῆ μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ τοῦ ὁμιλήσω παλληκαρίσια, νὰ τοῦ πῶ πὼς δὲν μπορῶ πλιὰ νὰ περιμένω, γιατὶ ἐσώθηκε τὸ χαρτζιλῆκί μου καὶ ἡ ὑπομονή μου. Πηγαίνοντας ἑτοίμαζα τὸ λόγο μου καὶ ἀνέβηκα δύο - δύο τὰ σκαλοπάτια νὰ τοῦ τὸν ξεφωνήσω. Εὑρῆκα τὸ σπίτι ἄδειο, τὰ παράθυρα ἀνοικτὰ καὶ μόνον ἕνα ἀξυπόλητο στρατιώτη, ποὺ ἔσφουγγάριζε τὰ πατώματα κ’ ἐμιλοῦσεν ἑλληνικά. Ἀπ’ αὐτὸν ἔμαθα ὅτι ‟ὁ κύριος συνταγματάρχης ἀπεστάλη ὑπὸ τῆς Βουλῆς εἰς τὴν Θεσσαλίαν πρὸς μελέτην τῶν ὑδραυλικῶν ἔργων καὶ θὰ διατρίψῃ ἐκεῖσε ἕνα μῆνα καὶ περισσότερον”. Ἕνα μῆνα! ἐνῷ εἶχα καταντήσῃ νὰ μετρῶ εἰς τὰ δάκτυλα τὲς ἡμέρες ἀκόμη καὶ τὲς ὧρες! Τὸ ἀπόγευμα ἐπούλησα μὲ τὸ ζύγι τὸ ὀλίγο μας ἀσημικό, ξεχρώστησα τὸν ξενοδόχο κ’ ἐπήγαμε νὰ καθίσωμε σ’ ἕνα χαρβαλωμένο καλύβι ποὺ νοίκιασα δεκαπέντε δραχμὲς τὸ μῆνα κοντὰ εἰς τὸ Αστεροσκοπεῖο. Μᾶς ἀπόμειναν οἱ τριάντα σιδηρόδρομοι. Μὰ αὐτοὺς εἴχαμε κάμῃ τάξιμον νὰ μὴ τοὺς ἀγγίξωμεν, νὰ τοὺς φυλάγωμε γιὰ προῖκα τῶν κορῶν μας. Ἔτυχεν ὅμως ν’ αρρωστήσῃ ἡ μεγάλη καὶ νὰ χρειασθῇ γιατρό, ζουμί, στρῶμα, φανέλλα καὶ σκεπάσματα ζεστά. Ἐσυλλογιστήκαμε τότε πὼς κάλλια πάλι ἤτανε νὰ λιγοστέψῃ ἡ προῖκά της παρὰ νὰ τὴν πάρῃ ὁ χάρος, ἂς εἶνε καὶ χωρὶς προῖκα. Ἔβγαλα μὲ βαρειὰ καρδιὰ τρεῖς μετοχὲς ἀπὸ τὴν κασέλα μου νὰ δώσω νὰ τὶς πουλήσουν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. Ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρταν ἦταν ἕνας μαυροπίνακας μὲ τὶς τιμὲς τοῦ χαρτιοῦ, καὶ οἱ σιδηρόδρομοι ἤτανε σημειωμένοι δραχμὲς ἑκατὸν δέκα πέντε! Ἔμεινα ἀποσβλωμένος. Οὔτε τὸ μισὸ τῆς τιμῆς ποὺ τοὺς εἶχα πάρῃ πρὸ δύο μῆνες! Ἀρώτησα ἕνα μεσίτη, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς μ’ ἐγέλασαν τὰ μάτια μου ἢ πὼς εἶνε στὸν πίνακα λάθος. ‟Δὲν εἶνε, μοῦ εἶπε, λάθος, μόνον εἶνε ἡ χθεσινή των τιμή. Σήμερα ἔχουν μόνον ἐνενῆντα”. Ὁ ἄνθρωπος μὲ εἶδε τόσο χλωμό ποὺ μὲ ἐλυπήθηκε καὶ μ’ ἐπῆρε εἰς τὸ πλαγινὸ καφενεῖο νὰ πιῶ ἕνα ρακί. Ἐκεῖ μέσα σύχισι καὶ βοὴ πολλή. Ἄλλοι ἔλεγαν πὼς εἶνε πανικὸς καὶ πὼς θὰ περάσῃ, καὶ ἄλλοι πὼς οἱ σιδερόδρομοι καὶ τ’ ἄλλα χαρτιὰ τοῦ Γούστα δὲν αξίζουν τίποτε καὶ θὰ καταντήσουν γρήγορα εἰς τὸ τίποτις. Τρεῖς ὅλες ἑβδομάδες ἤρχόμουν πρωὶ καὶ βμάδυ εἰς τὸ χρηματιστήριο νὰ ἰδῶ τί τρέχει. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε σὰν κουδοῦνι καὶ προτοῦ νὰ σηκώσω τὰ μάτια εἰς τὴν πίνακα ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ ἔταζα κερὶ εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους νὰ μὲ ἀξιώσουν νὰ ἰδῶ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις ὅμως δὲν ὠφελοῦσεν. Ἀπὸ ἐνενῆντα δραχμὲς ἐξέπεσαν τὴν ἄλλη μέρα εἰς ὀγδοῆντα δύο, κ’ ἔπειτα ἑβδομῆντα, πενήντα, σαράντα, εἴκοσι, ἕως ὅτου δὲν τοὺς ἤθελε πιὰ κανένας σὲ καμμιὰ τιμή. Δὲ σοῦ λέγω τί νύκτες περνοῦσα. Δὲν κατώρθωσα ὄχι να κοιμηθῶ ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ σταθῶ στὸν ἴδιο τόπο πέντε λεπτά. Ποῦ ὅμως τόπος γιὰ περίπατο εἰς τὴν τρύπα ὅπου είμαστε στιβασμένοι ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλο; Γιὰ νὰ μὴν κόψω εἰς τοὺς δικούς μου τὸν ὕπνο, ἀφοῦ τοὺς ἐλιγόστεψα τὸ ψωμί, ἐπερίμενα νὰ κοιμηθοῦν, κ’ ἔπειτα ἔβγαινα νὰ ξεθυμάνω εἰς τὰ ἐρημοτόπια τριγύρω τῆς καλύβας μας. Ἦταν Γεννάρης, κι’ οὔτε κρύο ἐνοιωθα, οὔτε βροχή, οὔτε κούρασι καμμιά, ἀφοῦ ἐξενύκτιζα εἰς τὰ βσυνά. Μ’ ἔτρωγεν ἡ ἀνησυχία τοῦ τί θὰ γίνωμεν καὶ ἡ φοῦρκα, ὅταν ἐσυλλογούμουν πὼς εἴκοσι χρόνια ξυπνοῦσα πρὶ φέξῃ, μὲ τὴ ψύχρα καὶ τὴ φουρτούνα, γιὰ νὰ μαζέψω μία - μία μὲ τὸ ψάρεμα καὶ τὸ σκάψιμο τὶς λίγες χιλιάδες δραχμὲς ποὺ μὲ ἔφαγαν οἱ ἀχρεῖοι σ’ ἕνα μῆνα. Μιὰ νύκτα μ’ ἐπαραμόνευεν ἡ γυναῖκά μου ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, κι’ ὅταν ἐγύρισα τὴν αὐγή, ἄρχισε νὰ μὲ βρίζῃ πὼς παίζω καὶ παραλῶ. Ἀναγκάστηκα τότε νὰ τῆς τὰ πῶ ὅλα. Ἔπειτα τὸ μετάνιωσα, γιατὶ πάλι καλλίτερες ἤτανε οἱ βρισιὲς παρὰ τὰ κλάματα τῆς δυστυχισμένης. Ἕνα - ἕνα ἀποπουλήσαμε τὰ λίγα πράγματα ποὺ μᾶς ἀπέμεναν, τὰ χαλιά, τοὺς τετζερέδες, τὰ καλὰ ῥοῦχα καὶ αὐτὸ τὸ χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σοῦ εἶπα πὼς δὲν γνώριζα κανένα. Ἀφοῦ τοῦ κάκου ἐγύρεψα ἄλλη δουλειά, ἐπῆρα ἕνα σχοινί, ὄχι νὰ κρεμασθῶ, κ’ ἐπῆγα νὰ σταθῶ ἐμπρὸς εἰς τὴν Καπνικαρέα μὲ τοὺς Μανιάτες. Ὁ πρῶτης τῆς Σύρας λεβέντης ἔγινα χαμάλης! Μὲ τὰ λίγα ποὺ ἐκέρδιζα κατώρθωνα νὰ μὴν πεθάνωμεν, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μὴ πεινοῦμεν. Ἐπείνασες σὺ ποτέ σου;»

«Πολλές φορές, ὅταν δὲν ἤξερα τὸ μάθημά μου καὶ μ’ ἄφινεν ὁ δάσκαλος νηστικό.»

«Μὴ χωρατεύης μὲ τὴ δυστυχία. Πεῖνα θὰ πῇ δυὸ μουχλὰ ψωμιὰ ἀπὸ τὸ μπαγιατοπάζαρο γιὰ ἐννέα ἀνθρώπους. Τὸ μισὸ τοῦ μισοῦ ἀπὸ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ χορτάσουν, ὅταν μαζὶ μὲ τὸ ψωμὶ δὲν τρῶνε ἄλλο τίποτες παρὰ ἀγριόρροκες καὶ φασκόμηλα ποὺ ἐμάζευαν τὰ παιδιὰ εἰς τὸ βουνό. Ὅποιος δὲν χορταίνει ἀργεῖ νὰ κοιμυθῇ καὶ δὲν ἔχει ἥσυχο ὕπνο. Πολλὲς φορὲς τ’ ἄκουα νὰ παραμιλοῦν ὡσὰν νὰ ὠνειρεύουνταν μεγαλύτερα κομμάτια ψωμί.»

«Τὸ ὄνειρα τοῦ ψωμιοῦ τὸ ἐπῆρες ἀπὸ τὴν ‟Κόλασι” τοῦ Δάντε.»

«Τὸ Δάντε δὲν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς δὲν ὑπάρχει χειρότερη κόλασι, παρὰ νὰ βλέπῃς νὰ ὑποφέρουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾷς καὶ νὰ μὴ μπορῇς νὰ τοὺς βοηθήσῃς. Ἕνα πρωὶ τέλος πάντων εἶδα στὴν ἐφημερίδα ὅτι ἐγύρισεν ὁ συνταγματάρχης ἀπὸ τὴν Θεσσαλίαν κ’ ἐτράβηξα ὁλοΐσια εἰς τὸ σπίτι του. Ἦταν δέκα ἡ ώρα καὶ τὸν εὑρῆκα ἀκόμη εἰς τὸ στρῶμα, μακάριο καὶ ροδοκόκκινο, μὲ κεντητὸ φεσάκι απάνω στὴ φαλάκρα του. Ἀπόπινε τὸν καφέ του κ’ ἔπαιζε μ’ ἕνα γάτο. Ἐφάνηκε σὰν νὰ δυσκολεύεται νὰ μὲ γνωρίσῃ, καὶ δὲν εἶχε καὶ πολὺ ἄδικο. Ἡ στέρησι καὶ ἡ ἀγρυπνιὰ μὲ εἶχαν κάμῃ νὰ λυώσω σὰν τὸ κερί. Εἶχα καταντήσῃ ὁ μισὸς καὶ δὲν ἤμουν πλιὰ καλὸς οὔτε γιὰ χαμάλης. Ἡ δυστυχία μὲ εἶχε κάμῃ καὶ ταπεινό. Σιγά - σιγά, καὶ μὲ καλὸ τρόπο, γιὰ νὰ μὴ θυμώσῃ, ἄρχισα νὰ τοῦ ἀραδιάζω ὅσα εἶχα νὰ τοῦ πῶ. Αὐτὸς ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ προσέχῃ πολύ περισσότερο εἰς τὰ παιχνίδια τοῦ γάτου παρὰ εἰς τὰ δικά μου λόγια. Τότε μ’ ἐπῆρεν ὁ θυμός. Ἄρπαξα τὸ γατὶ ἀπὸ τὸ λαιμό, τὸ ἐτίναξα εἰς τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς κάμαρας καὶ ἄρχισα νὰ μιλῶ δυνατά. Πὼς μὲ τὲς μετοχές του καὶ μὲ τὲς ψευτιές του, μὲ τὲς θέσεις, τὲς ὑποτροφίες καὶ τοὺς γαμπρούς του, μᾶς ἄφισε γυμνοὺς σὲ ξένο τόπο, πὼς μᾶς ἀφάνισε, πὼς μ’ ἐρήμαζε, πως πεινοῦμε καί, ἂν δὲν κάμῃ τίποτε γιὰ μένα, θὰ τοῦ χώσω τὸ λάζο στην κοιλιὰ καὶ ἔπειτα θὰ πάω νὰ πέσω στὴ θάλασσα μὲ μιὰ πέτρα στὸ λαιμό. Ἐνῷ ἐζητοῦσε νὰ μὲ ἡσυχάσῃ, ἄνοιξεν ή πόρτα καὶ ἐμπῆκεν ἕνας μεσόκοπος καμαρωμένος καὶ γελαστός, μὲ ὅμορφη χωρίστρα, μὲ μόσχο εἰς τὸ μαντήλι καὶ χείλια χονδρὰ σὰν ἀράπης. Ὁ συνταγματάρχης τὸν ἔκραξε σιμά του, ἄρχισαν νὰ κρυφομιλούν, κ’ ἔπειτα γυρίζει καὶ μοῦ λέγει: «Πήγαινε ἀπόψε στὰς πέντε νὰ εὕρῃς τὸν κύριον δημοτικὸν σύμβουλον, ποὺ ἔχει θέσι γιὰ σένα.» Φαντάζεται ὅτι δὲν ἔλειψα. Ὁ κύριος δημοτικὸς σύμβουλος μ’ ἀρώτησεν ἂν γνωρίζω ὀλίγην κηπουρικήν, καί, ἀφοῦ τοῦ εἶπα πὼς αὐτὴ εἶνε ἡ δουλειά μου, μ’ ἔβαλε σ’ ἕνα ἁμάξι καὶ μὲ ἔφερεν εἰς τὸ ἀντικρυνὸ καφενεῖον ἡ Ματαιότης. Ἐκεῖ ἐφώναξεν ἕνα παπᾶ καὶ ἕνα φουστανελᾶ, μ’ ἐσύστησεν εἰς αὐτούς, μοῦ εἶπε πὼς ἡ ὑπόθεσίς μου εἶνε τελειωμένη, πὼς θὰ ἔχω ἑξῆντα δραχμὰς τὸν μῆνα, ἴσως καὶ τυχερά, καὶ νὰ ὑπάγω αὔριον τὸ πρωΐ ν’ ἀναλάβω τὰ καθήκοντά μου κηπουροῦ. Εἶχε σκοτεινάσῃ καὶ ἀπὸ κεῖ ποὺ ἤμαστε δὲν ἔβλεπα παρὰ μερικὰ δένδρα ἀπ’ ἐπάνω ἀπὸ ἕνα τοίχο. Έφανταζόμενα πὼς αὐτὸ ἤτανε περιβόλι καὶ μόνον τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν ἐπῆγα ν’ ἀναλάβω τὰ καθήκοντα, ὡς τὰ ἔλεγε, ἔμαθα πὼς κηπουρὸς δὲν πάει νὰ πῇ περιβολάρης, καθὼς ἐνόμιζα, μόνο νεκροθάπτης. Ἡ τέχνη δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Ξέρεις, πὼς ἐμεῖς οἱ Συριανοὶ δὲν ἀγαποῦμε νὰ ἔχωμε πολλὰ ἀνακατώματα μὲ τοὺς ἀποθαμένους καὶ τὸ βράδυ ἀλλογυρίζουμε, γιὰ νὰ μὴν περάσωμεν ἀπ’ ἐμπρὸς ἀπὸ νεκροταφεῖο. Τὲς σαβανώστρες καὶ τοὺς νεκροθάπτες τοὺς φέρνουμε ὅλους ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ τὴ Μύκονο ἢ τὴ Σαντορίνη, γιατὶ παρὰ νὰ μαλάζῃ νεκροκρέββατα καὶ κουφάρια θὰ προτιμοῦσε κι’ ὁ πιὸ ξεπεσμένος Συριανὸς νὰ μαζεύῃ καβαλίνα. Ἐφοβούμουν μὴ μὲ συχαθῇ καὶ ἡ γυναῖκά μου. Αὐτὴ ὅμως δὲν ἐσυλλογίζουνταν τώρα ἄλλο παρὰ ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της καὶ μὲ ἐβίαζε νὰ δεχθῶ. Τὸν πρῶτο καιρὸ ὑπόφερα πολύ. Σκάπτοντας τὴ μαύρη ἐκείνη γῆ τοῦ νεκροταφείου, τὴ γεμάτη κόκκαλα καὶ σάπια σανίδια, δὲν μποροῦσα νὰ μὴ θυμηθῶ τὸ κόκκινο χῶμα τοῦ βουνοῦ μου, ποὺ μύριζε θυμάρι, τὲς ῥοδιές, τὸ κοτέτσι, τὰ γουρούνια καὶ τ’ ἄλλα ποὺ ἤτανε ὅλα δικά μου. Ἀπὸ νοικοκύρης νεκροθάπτης. Ἄσχημη ἀλλαξιά! Ὁ πρῶτος ποὺ μοῦ ἔλαχε νὰ κατεβάσω εἰς τὸ λάκκο, ἤτανε ἐκεῖνος ἐκεῖ κάτω ὁ Κασμαζῆς ποὺ ἐκύτταζες τὴ φωτογραφία του, μοναχογυιὸς εἴκοσι χρονῶν. Ἡ μάννα του ἔκλαιε σὰν ἐλαφίνα. Ἐφούσκωσαν καὶ τὰ δικά μου μάτια καὶ μὲ περιγελούσαν οἱ φανοφόροι καὶ οἱ παπάδες. Τὴν νύκτα ἐφοβούμουν νὰ μείνω μονάχος· ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου ἐκείνους ποὺ εἶχα θάψῃ καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ ἔτρωγα μοῦ φαινότανε πὼς μυρίζει λιβάνι. Μὲ τὸν καιρὸν ὅμως ἐσυνείθετα νὰ μὴ σκιάζωμαι τοὺς ἀπεθαμένους καὶ νὰ λυποῦμαι λιγώτερο τους ζωντανούς.»

«Ὥστε», τοῦ εἶπα, «εἶσαι τώρα πλέον εὐχαριστημένος;»

«Εὐχαριστημένος!» ἀνέκραξεν ὁ Ζώμας, τοῦ ὁποίου ἤστραψε καὶ πάλιν τὸ βλέμμα. «Ἄκουσε νὰ μάθῃς καὶ τ’ ἄλλα. Γιὰ νὰ εἶμαι πιο κοντὰ στὴ βρωμοδουλειά μου καὶ νὰ πλερώνουμε καὶ λιγώτερο νοῖκι, ἐκουβαληθήκαμε ἀπὸ τὸ βουνήσιο καλύβι μας τοῦ Ραγκαβᾶ, ὅπου ἦταν τουλάχιστο τὸ ἀγέρι καθαρό, σ’ ἕνα σοκάκι τῆς Βάθειας, κοντὰ εἰς τὸ παλαιὸ γεφύρι. Περιπαίζετε τοὺς Ζιῶτες καὶ καὶ τοὺς Συριανοὺς πὼς κοιμοῦνται ἀγκαλιὰ μὲ τὰ γουρούνια. Πές μου ὅμως ἂν εἶδες ἐκεῖ χειρότερα γουρουνοχώρια ἀπὸ τοὺς φτωχικοὺς μαχαλάδες τῶν Ἀθηνῶν ἢ ἄλλη τέτοια Βάθεια πουθενά; Τὴ καλοκαίρι σκόνη μὲ τὴν κουτάλα· νερομαζώματα καὶ λάσπη ὡς τὰ γόνατα ἅμα στάξῃ ὁ οὐρανός, καὶ σὲ κάθε δρόμο μιὰ φρακτὴ ἢ ἄφρακτη μάνδρα, ὁ ἀπόπατος ὅλης τῆς γειτονιᾶς! Ποῦ ὅμως νὰ πᾶνε ὅσοι πηγαίνουν ἐκεῖ, ἀφοῦ οἱ γιατροσύνεδροι, οἱ ἀρχιτέκτονες, οἱ ἀστυνόμοι, οἱ δήμαρχοι καὶ οἱ νομάρχαι σας θεωροῦν ὅλοι τ’ ἀναγκαῖα περιττά; Ἀντίκρυ μου ἔχω ἕνα χασάπη ποὺ σφάζει στὴ μέση τοῦ δρόμου ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα, γίδια, πρόβατα καὶ βιδέλα, καὶ τρέχουν πάντοτες δύο ποταμοί, ὁ ἕνας κόκκινος ἀπὸ αἷμα, καὶ ὁ ἄλλος πράσινος ἀπὸ κοπριὰ καὶ χολή. Φωνάζουν οἱ γειτόνοι, μὰ τί μπορεῖ νὰ κάμῃ ἡ ἀστυνομία, ἀφοῦ εἰς τὸν τοῖχο τοῦ χασαπιοῦ εἶνε κρεμασμένα χαντζάρια, γιαταγάνια κάμες, πάλες καὶ κουμπούρες; Τέλειο ὁπλοστάσιο καὶ στὴ μέση ἡ εἰκόνα τοῦ Πρωθυπουργού δαφνοστεφανωμένη, σὰν νὰ σοῦ λέγῃ ὅτι ἔχει ὁ φίλος του τὴν ἄδεια νὰ μᾶς φέρῃ λοιμική· καὶ ἂν τοῦ κάμῃ κανένας παρατήρηση, νὰ τὸν σφάξῃ κ’ ἐκεῖνον, καθὼς τὰ πρόβατα καὶ τὰ βιδέλα, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἄλλοι νὰ σωπαίνουν. Παραπέρα εἶνε μιὰ ἀποθήκη κακογδαρμένα τομάρια, ποὺ ἀναγκάζουν νὰ φράξῃ τὴ μύτη του οποίος δὲν ἔχει σινάχι Ἄλλη πληγὴ εἶνε ὁ μπακάλης καὶ χειρότερο γουροῦνι ὁ μανάβης. Καὶ δὲν εἶνε ἕνας ἢ δυό, ἀλλὰ εἴκοσι, πενήντα, ἑκατό, ὅλοι μὲ προστασία καὶ τόση μάλιστα, που ἕνα καλοκαῖρι, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶνε ὀλιγώτερο ἢ χειρότερο τὸ νερό, μᾶς ἐπλάκωσε κοιλιακὸς τύφος καὶ ἄρχισαν νὰ πεθαίνουν σὰν τὲς μυῖγες τὰ παιδιά. Τέσσαρα δικά μου ἔθαψα τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο σ’ ἐκείνη τὴ γωνιά, κοντὰ στὸ μνῆμα τοῦ Γενναδίου, ἐκεῖ ποὺ ἐκαμάρωνες τὴν ἄσπρη γαρουφαλιά.»

«Ἐκεῖ», τοῦ εἶπα, «ἐμέτρητα τέσσερα σταυρουδάκια κολλητά.»

«Ἔχε λίγη ὑπομονή. Ακόμη δὲν εἴχαμεν ἀποκλάψῃ τὰ τέσσαρα παιδιά, ὅταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι ἀπὸ τὴ δουλειά μου βλέπω ἀπὸ μακρυά, ἐμπρὸς στὴν πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ κόκκινες στολὲς κλητήρων. Ἄρχισα νὰ τρέμω καὶ ἔπειτα να τρέχω. Ἐσίμωσα καὶ τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ εἶδα ἦταν ἡ γυναῖκά μου, σωριασμένη κατὰ γῆς, ἀνάμεσα σὲ δυὸ γειτόνισσες, ποὺ τὴν ἔτριβαν μὲ ξίδι νὰ τὴν ξελιγοθυμήσουν, καὶ στὸ πλάγι της ἕνα ἄλλο ἀναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ὁ σωρὸς ἦταν ὁ Γιάννης μου, ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔλεγε πὼς θὰ κάνῃ ὑπότροφο ὁ βουλευτής. Τὸν εἶχε στείλῃ ἡ μάνα του νὰ ψουνίσῃ καὶ τὸν ἑπλάκωσεν ἕνας ἁμαξᾶς, ποὺ ἔτρεχε σὰν κυνηγημένος λαγὸς σὲ στενό δρόμο γεμάτο κόσμο. Ὁ Γιάννης πέθανε μετὰ δύο ώρες. Ὅλοι τὸν ἔκλαιαν κι’ ἀναθεμάτιζαν τ’ ἁμάξια καὶ τὴν ἀστυνομία. Ὁ νεκροσκόπος μᾶς ἔλεγε πὼς ἔκαμε τὸν λογαριασμὸ καὶ πὼς ἀνάλογα τοῦ πληθυσμοῦ περισσοτέρους ἀνθρώπους σκοτώνουν οἱ ἁμαξάδες εἰς τὰς Αθήνας, παρὰ αἱ τίγρεις εἰς τὰς Ἰνδίας. Γιατί ὅμως νὰ μὴ κάμῃ τὸ κέφι του κι’ ἡ ἁμαξᾶς, ἀφοῦ ἔχει κι’ ἐκεῖνος προστασία, τὸ δικαίωμα δηλαδὴ νὰ μᾶς σακατεύῃ μὲ τὸ ἁμάξι του, καθὼς ὁ χασάπης κι’ ὁ μανάβης νὰ μᾶς ἀρρωστοῦν μὲ τὴ σαπίλα καὶ τὴν ἀποφορά τους; Ἀξαπλώνοντας τὸ πέμπτο μου παιδὶ κοντὰ εἰς τ’ αδέλφια του, ἐσυλλογούμουν μὲ πίκρα καὶ μὲ καϋμό, πὼς εἰς τὸ νεκροταφεῖον τῆς Βάθειας δὲν θὰ εἶχα οὔτε κἂν τὴν παρηγοριὰ νὰ σκάψω τὸ λάκκο κανενὸς ὑπουργοῦ, βουλευτῆ, νομάρχη, δημοτικοῦ συμβούλου, ἢ ἄλλου προστάτη τῶν φονιάδων, γιατὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πηγαίνουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸ νεκροταφεῖο. Τὸν ἀκόλουθο χρόνο τὸν ἐπεράσαμε πλέον ἥσυχα. Ἔβλεπα μόνο τη γυναῖκα μου ν’ ἀναστενάζῃ κόπτοντας μεγαλείτερα κομμάτια ψωμὶ εἰς τὰ παιδιὰ ποὺ μᾶς ἀπόμεναν. Ἐσυλλογούνταν ἡ δύστυχη πὼς τὸ παραπάνω ἦταν τὸ μερδικὸ τῶν ἀποθαμένων. Ἡ κόρη μας εἶχε μεγαλώσῃ καὶ ἔφθασε στὴν ὠμορφιὰ τῆς μάννας της, καθὼς ποὺ ἦταν τὸν καιρὸ ποὺ σ’ ἐξετρέλλαινε στὴ Σύρα. Μόνο ποὺ ἡ κόρη θὰ σοῦ ἄρεσε ὀλιγώτερο, γιατὶ αυτὴ ἦταν λιγόλογη καὶ σεμνὴ σὰν εἰκόνα. Τὴν εἶχαμε βάλῃ σ’ ἕνα ἐργοστάσιο γυναικήσιω καπέλλω καὶ μᾶς ἔφερνε εἴκοσι δραχμὰς τὸ μῆνα καὶ κάτι περισσότερες ὁ μοναχογιός μου ὁ Πέτρος, ποὺ εἶχε γίνῃ στοιχειοθέτης. Μ’ αὐτὰ καὶ τὴ νεκροθαπτική μου καταφέρναμε νὰ ζοῦμε. Ἐφρόντιζα καὶ σὲ κάθε λείψανον νὰ γεμίζω τὲς τσέπες μου παξιμάδια. Ἦλθεν ὅμως ἡ ἐπιστράτευσι καὶ μᾶς ἐπῆραν τὴν Πέτρο νὰ τὸν στείλουν νὰ ἑτοιμασθῇ γιὰ πόλεμο στὴ Θεσσαλία. Ἐμεῖς ἐκλαίγαμε, ἐνῷ αὐτὸς ἦτο κατενθουσιασμένος καὶ δὲν ὠνειρεύουνταν ἄλλο παρὰ δόξες, γαλόνια, σκοτωμοὺς πασσάδων καὶ χανούμισσες μὲ διαμάντια. Τὸν συνταγματάρχη εἶχα χρόνο νὰ ἰδῶ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν ξεχάσω, ὅταν μοῦ μήνυσε ἕνα πρωὶ νὰ περάσω ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ μιὰ ὑπόθεσι σπουδαία. Εἶχε καὶ πάλι ὁ μασκαρᾶς εἰς τὸ στόμα τὸ ζαχαρένιο χαμόγελο καὶ τὰ γλυκὰ λόγια τῆς Σύρας. Μοῦ ἔκαμε παράπονα πὼς τὸν ξεχνῶ, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔπαυσε νὰ μ’ ἀγαπᾷ πὼς ἐλπίζει να μοῦ εὕρῃ γρήγορα καλλίτερη θέσι καὶ ἔχει ἕτοιμο τὸ γαμπρὸ ποὺ μοῦ εἶχεν ὑποσχεθῇ. Αὐτὰ ἐσήμαναν πὼς ἀπέθανεν ὁ γέρω Δήμαρχος τῆς Σύρας καὶ ἤθελε νὰ γράψω τοῦ πεθεροῦ μου καὶ τῶν ἄλλων μου συγγενῶν νὰ ὑποστηρίξουν τὸ δικό του ὑποψήφιο στὴν ἐκλογή. Δὲν ἐπίστευα τίποτες ἀπὸ ὅσα μοῦ ὑπόσχονταν καί, μετὰ τὸ κακὸ ποὺ μοῦ ἔκαμεν, εἶχα περισσότερη ὄρεξι νὰ τὸν πνίξω παρὰ νὰ τὸν δουλέψω. Ἡμποροῦσε ὅμως νὰ μὲ κάμῃ νὰ χάσω τὴ θέσι μου, καὶ τοῦ ὑπεσχέθηκα νὰ ἑτοιμάσῳ τὰ γράμματα ἀμέσως. Τὸ ἀπόγευμα ἔστειλε νὰ τὰ πάρῃ με ἕνα υπαξιωματικό. Αὐτὸς ἦταν ὁ γαμπρός, γερὸ παλληκάρι, καλοστολισμένο ποὺ μ’ ἄρεσε πολὺ ἐμένα καὶ τῆς γυναίκας μου, ἀφοῦ μάλιστα μᾶς εἶπε πὼς ἐκληρονόμησε πέρσι ἀπὸ τὴ μητέρα του ἕνα ψοῦροο στὸ Ῥοδακιό. Δὲ ξέρω ὅμως τί εἶχε καὶ δὲν ἄρεσε τῆς κόρης μας καθόλου. Ὅταν τὴν ῥωτήσαμε, μᾶς ἀποκρίθηκε πὼς δὲν τῆς ἐφάνηκαν τὰ μοῦτρά του καλοῦ ἀνθρώπου καὶ πὼς ἔχει τὸ ἕνα μάτι πράσινο καὶ τὸ ἄλλο μαβί. Αὐτὰ μὲ ἔκαμαν νὰ θυμώσω. Τῆς εἶπα μὲ χονδρὴ φωνὴ πὼς ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν ἔχουν οἱ γονιοί του νὰ τὸ χορτάσουν ψωμὶ δὲν πρέπει νὰ κάμῃ τὴ χαδοῦσα καὶ νὰ ψιλολογᾶ γιὰ τὸ χρῶμα των ματιῶ. Ἐχαμήλωσεν ἡ καϋμένη τὰ δικά της καὶ ἀρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ μᾶς λέγῃ ὅτι θὰ κάμῃ τὸ θέλημά μας. Ἡ μεγάλη μας συλλογὴ ἦταν ὁ Πέτρος ποὺ πρῶτα μᾶς ἔγραφε τακτικὰ καὶ τώρα μᾶς ἄφισεν ἕνα μῆνα χωρίς εἴδησι καμμία. Τοῦ ἐγράψαμε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε· ἐξετάζαμε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ κανένας δὲν ἤξευρε ἢ δὲν ἤθελε νὰ πῇ. Ἡ κόρη μου ἐξεφύλλιζε μαργαρίτες καὶ ἡ γυναῖκα μου ἀρωτοῦσε τὰ χαρτιὰ ποῦ βρίσκεται καὶ τί κάμνει, ἕως ὅτου ἕνας δεκανέας, ποὺ ἐγύριζεν ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, ἦλθε μιὰ μέρα νὰ τῆς φέρῃ τὸ φυλακτό, ποὺ τοῦ κρέμασεν εἰς τὸ λαιμὸ τοῦ Πέτρου ὅταν ἐξεκίνησεν εἰς τὰ σύνορα, καὶ νὰ τῆς πῇ ὅτι δὲν ἔχει πλιὰ γυιό, πὼς τοῦ ἔκλεισεν ὁ ἴδιος τὰ μάτια ἀφοῦ ἐβασανίστηκε τρεῖς ἐβδομάδες εἰς τὸ νοσοκομεῖο. Ὁ μαντατοφόρος εἶχε πάθῃ κ’ ἐκεῖνος πυρετὸ καὶ ἦταν ἀκόμη κίτρινος σὰν τὸ θειάφι· ἐγίνετο ὅμως κόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό, ἦταν μᾶς ἔλεγε πόσα ὑπόφεραν αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του εἰς τὴ Θεσσαλία. Καὶ τὸ σκληρότερο βάσανό τους ἦταν πὼς δὲν ἐλπίζανε πλιὰ νὰ πολεμήσουν μὲ ἄλλον ἐχθρὸ παρὰ τὸ κρύο, τὴ γύμνεια καὶ τὴ δυσεντερία. Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ ποὺ εἶχα φέρῃ στὴν Ἀθήνα δὲν μοῦ ἀπόμενε παρὰ μιὰ κόρη, καὶ οὔτ’ ἐκείνη ἐφαίνουνταν εὐχαριστημένη. Ἐπροσπαθοῦσε γιὰ τὸ χατῆρι μας νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀρραβωνιαστικό της καὶ δὲν κατώρθωνε νὰ κρύψῃ τὴ στενοχώρια της. Ἕνα πρωὶ μ’ ἐπῆρεν ἐκεῖνος κατὰ μέρος νὰ μ’ ἀρωτήσῃ τί προῖκα ἐλογάριαζα νὰ τοῦ δώσω. Ὁ ἀναθεματισμένος βουλευτής, γιὰ νὰ μᾶς τὸν ἔχῃ κολλητὸ ἕως νὰ τελειώσῃ στὴ Σύρα ἡ δημοτικὴ ἐκλογή, τὸν ἄφινε νὰ πιστεύῃ πὼς κάτι μᾶς ἀπομένει. Τοῦ εἶπα τότες ἐγὼ πὼς μὲ τὲς καλὲς συμβουλὲς τοῦ συνταγματάρχη ἀπομείναμε μὲ τὸ ποκάμισο καὶ δὲν ἔχω ἄλλο νὰ τοῦ δώσω παρὰ μόνο τὴν κόρη μου καὶ τὴν εὐχή μου. Δὲν μοῦ ἔκαμε καμμιὰ παρατήρησι καὶ ἐξακολούθησε νὰ ἔρχεται στὸ σπίτι καθὼς πρῶτα. Παρατήρησα μόνο πὼς ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἄλλαξαν οἱ τρόποι του μὲ τὸ κορίτσι. Ἄρχισε νὰ φέρεται μαζί της σὰν σουλτᾶνος. Δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰ λόγια του· τὴν ἔπιανεν ἀπὸ τὴν μέση καὶ τὴν ἐκυνηγοῦσε νὰ τὴν φιλήσῃ. Αὐτὰ τὰ καμώματα δὲν μᾶς ἄρεζαν διόλου. Ἐσυλλογεύμεθα ὅμως τὴ δική μας φτώχεια καὶ τὸ δικό του φοῦρνο. Ἕνα βράδυ ποὺ τὸ ἐπαράκαμνε καὶ ἤθελε νὰ τὴν καθίσῃ μὲ τὸ ζόρι ἐπάνω στὰ γόνατά του, τοῦ ξέφυγεν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἔτρεξε νὰ κλειδωθῆ στὴν ἄλλη κάμαρη. Ἔφυγε καὶ ἐκεῖνος ἀγριωμένος χωρὶς νὰ μᾶς πῇ καλὴ νύκτα. Ξαναῆλθεν ὅμως τὴν ἑπομένη μέρα καὶ τὲς ἄλλες καὶ τὸ φέρσιμό του ἤτανε πλέον ἀνθρωπινό. Αὐτὸ τὸ ἐξήγησα ἐγὼ πὼς τὴν ἀγαπᾷ, καὶ πὼς εἶχε μετανοήσῃ γιὰ τὸ βάρβαρό του τρόπο. Ἐκεινῆς ὅμως ἡ ἀντιπάθεια εἶχε γίνῃ τρεμάρα. Ἐπέμενε νὰ μᾶς λέγῃ πὼς δὲν ἔχουν τὰ δυό του μάτια τὸ ἴδιο χρῶμα· καὶ ἔχανε τὴν ὄψιν της σὰν ἄκουε τὸ πάτημά του. Μετὰ μερικὲς ἡμέρες τὴν ἐπεριμέναμεν ἕνα βράδυ νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἐργοπτάσιο γιὰ νὰ δειπνήσουμε· ἡ ὥρα ὅμως ἐπερνοῦσε καὶ δὲν ἐφαίνοταν. Εἰς τὴν ἀρχὴ ὑποθέσαμε πὼς τὴν κρατοῦν γιὰ βιαστικὴ δουλειὰ εἰς τὸ καπελλάδικο, καθὼς ἔτυχε καὶ ἄλλη φορά· ἔπειτα ἀρχίσαμε νὰ ἀνησυχοῦμε μήπως μᾶς ἐξέκοψε γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὸ λοχία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἤτανε εἰς τὸ χαρακτῆρα της, γιατὶ μᾶς ἀγαποῦσε καὶ ἦταν ἕτοιμη νὰ κάμῃ τὸ θέλημά μας. Μετὰ μισή ὥρα πῆγα νὰ τὴν ζητήσω στὸ καπελλάδικο. Μὲ εἶπαν ὅτι εἶχε φύγῇ τὴ συνειθισμένη ὥρα στὰς ἑπτά. Ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι ἐλπίζοντας νὰ τὴν εὕρω ἐκεῖ. Δὲν εἶχε φανῇ οὔτε ὁ λοχίας· ἐπῆγα νὰ τὸν ζητήσω εἰς τὴν στρατῶνα· δὲν ἤξευραν ποῦ ἦταν· ἐπῆγα εἰς τοῦ βουλευτῆ· εἶχε δυὸ μέρες νὰ τὸν ἴδῃ καὶ μοῦ ἔκαμε καὶ τὴν παρατήρησι πὼς δὲν εἶχεν ὁ λοχίας κανένα λόγο νὰ κλέψῃ τὸ κορίτσι, ἀφοῦ ἤμουν πρόθυμος νὰ τοῦ τὸ δώσω. Ἐπῆγα τότε νὰ ξυπνήσω δύο γειτόνους καὶ ἀνάψαμε φανάρια νὰ ἰδοῦμε μήπως ἐγλίστρησε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ξάραθμα καὶ ξεροπήγαδα τῆς Βάθειας, ποὺ καταπίνουν ἀνθρώπους κάθε σκοτεινὴ νύχτα. Τὰ ἐξετάσαμεν ὅλα καὶ δὲν εἴδαμεν τίποτες. Ἐξεπήδησα ἔπειτα εἰς τὴν ἀστυνομίαν νὰ ἐρωτήσω ποιοὺς ἐπλάκωσαν ἀπὸ τὸ πρωὶ οἱ ἁμαξάδες. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν εἶχαν πλακώσῃ κανένα, καὶ μόνον ὁ σιδερόδρομος ἕνα βόδι. Ὁ διευθυντής μ’ ἐλυπήθηκε καὶ μοῦ εἶπε πὼς θὰ ἐνεργήσῃ δραστήρια καὶ γρήγορα θὰ μάθῃ τί ἔγινε τὸ κορίτσι μου. Μ’ ἀρώτῆσε ποῖοι ἐσύχναζαν εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ ἐφάνηκε πὼς ἔστραβομούριασε ὅταν τοῦ ἀνέφερα τὸ λοχία Μεϊντανό. Ἐπερίμενα πὼς θὰ μοῦ πῇ τίποτες γι’ αὐτόν. Μοῦ εἶπε μόνο καλὴ νύχτα καὶ νὰ ἔχω ὑπομονήν. Ἐπέρασαν ἄλλες τέσσαρες μέρες χωρίς τίποτε νὰ κατορθώσῃ. Ἐξαναπῆγα τότες εἰς τοῦ βουλευτοῦ καὶ ἄκουσα πάλι πὼς δὲν ξεύρει τίποτες καὶ δὲν εἶδε τὸν Μεϊντανό. Αὐτὴ όμως τὴ φορὰ ἔμοιαζε σὰν στεναχωρεμένος, ἀπόφευγε τὸ μάτι μου καὶ ἐβιάζετο νὰ μὲ ξεφορτωθῇ. Τὴν ἄλλη μέρα εὐρέθη ἡ κόρη μου. Ξέρεις τί εἶχε γίνῃ;»

«Πῶς θὲς νὰ τὸ ξέρω;»

«Ὁ Μεϊντανὸς μὲ δυὸ ἄλλους ἄχρείους τὴν ἀκολούθησαν ὅταν ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο ὡς τὸ γεφύρι τῆς Βάθειας. Ἐκεῖ τὴν ἔπιασαν, τὴν ἔφραξαν τὸ στόμα, τὴν ἔρριξαν σ’ ἕνα ἁμάξι, τὴν ἐπῆγαν εἰς τὸ βρωμόσπιτο μιανῆ Κερᾶς Βασιλικῆς, τὴν ἀτίμασαν, τὴν ἑβασάνισαν ὅλη νύκτα καὶ τὴν ἄφισαν ἐκεῖ ἀναίσθητη καὶ μισοπεθαμένη. Τὸν Μεϊντανὸ τὸν ἔκρυπτεν ὁ βουλευτὴς τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του, ἔπειτα τὸν ἔκαμε νὰ δραπετέψῃ.»

«Αὐτά», τοῦ εἶπα, «εἶνε πράγματα ποὺ ἀκολουθοῦν κάθε μέρα. Μὲ πέντε λεπτὰ τὰ χορταίνεις σὲ κάθε ἐφημερίδα.»

«Μὲ τὴ διαφορά», ἀπήντησεν ἀπετόμως, «ὅτι ἤκολούθησαν τῆς κόρης μου, καὶ δὲν εἶνε γιὰ μένα τὸ ἴδιο. Τὴν ἐφύλαγαν ἐκεῖ κοντὰ εἰς τὸ τμῆμα τῆς Βάθειας. Ἔτρεξα νὰ τὴν σηκώσω στὴν ἀγκαλιά μου καὶ νὰ τὴν πάω τῆς μάννας της. Ὅλη νύχτα ἐκλαίαμε γονατιστοὶ εἰς τὸ προσκέφαλό της καὶ τῆς ἐφιλούσαμε χέρια καὶ πόδια, κι’ οὔτε μᾶς ἀποκρίνουνταν, οὔτε γύρισε νὰ μᾶς δῇ. Ἐφοβούμεθα πὼς εἶνε κακιωμένη μαζί μας. Ἔπειτα ἦλθαν δύο γιατροὶ καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶχε τρελλαθῇ. Τοὺς γιατροὺς ἐσυντρόφευεν ὁ ἀστυνόμος. Ἀφοῦ ἔφυγαν ἐκεῖνοι, ἄρχισε νὰ μοῦ λέγῃ πὼς ὁ Μεϊντανὸς εἶνε ἕνας ἀχρεῖος, ποὺ ἔχει στὴ ῥάχι του κατηγορίες γιὰ βιασμοὺς καὶ φόνους. Τὸν προστατεύει ὅμως ὁ κύριος Βουλευτῆς Σύρου, ποὺ τὸν ἐγλύτωσε δυὸ φορές, καὶ θὰ ἦτο τρέλλα νὰ τὰ βάλω μ’ ἕνα Συνταγματάρχη καὶ ὑπουργικὸ Βουλευτή, τώρα μάλιστα ποὺ ἄρχισαν οἱ δουλειὲς τῆς Κυβερνήσεως νὰ στραβώνουν καὶ τὸν ἔχει ἀνάγκην. Ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμνα καὶ ὅσον καὶ ἂν ἐφώναζα δὲν θὰ κατώρθωνα τίποτες, ἐνῷ, ἂν ἐσώπαινα, ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ κάτι γιὰ μένα, ὡς π.χ. νὰ βάλουν τὴν κόρη μου χάρισμα εἰς τὸ φρενοκομεῖο. Δὲν ἀποκρίθηκα τίποτες, γιατὶ τὴν ἀπόφασί μου τὴν εἶχα πάρῃ. Ἔγραψα τοῦ πεθεροῦ μου νὰ φροντίσῃ, ὅσο πτωχὸς καὶ ἂν εἶνε, γιὰ τὴν κόρη του καὶ τὴν ἐγγονή του. Ἐφίλησα τὲς δυο δυστυχισμένες, ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ἐπέρασα στὴ ζώνη τὸ λάζο μου καὶ εἰς τὰς δέκα ἡ ὥρα ἐπῆρα τὸ δρόμο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ βουλευτῆ, μὲ ἀπόφασι νὰ τὸν σκοτώσω καὶ ὅ,τι γίνῃ ἂς γίνῃ. Εὑρῆκα τὴν πόρτα του ἀνοικτὴ καὶ τὴ σάλλα του γεμάτη. Ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο γιατροὺς ποὺ ἦρταν σ’ ἐμένα τὸ πρωὶ καὶ παρακάτω ἕνας παπᾶς μὲ τὸ διάκο του ποὺ ἐκρατοῦσε τὴ μετάληψι καὶ τὸ πετραχήλι. Κανένας δὲν ἐπρόσεξεν ὅταν ἐμπῆκα. Ἐκρύβηκα ἀπ’ ὀπίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα τοῦ παραθύρου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἄκουσα πὼς μετὰ τὸ πρόγευμα εἶχεν ἔρτῃ τοῦ συνταγματάρχη ἀποπληξία, πὼς ἀπέμεινεν ἡ μισὸς παράλυτος καὶ κινδυνεύει. Τώρα ἐσυζητοῦσαν ἂν πρέπει νὰ τοῦ πᾶνε ἀμέσως τὸν παπᾶ ἢ νὰ περιμένουν νὰ γίνῃ καλλίτερα ἢ χειρότερα. Μετὰ λίγην ὥρα ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν κρεββατοκάμερα ἄλλος γιατρὸς ποὺ εἶπε πὼς πρέπει ν’ ἀφήσουν τὸν άρρωστο νὰ ἡσυχάσῃ. Λίγο - λίγο ἄρχισεν ὁ κόσμος νὰ φεύγῃ, ἕως ὅτου δὲν ἀπέμειναν παρὰ ὁ γιατρός, ὁ παπᾶς καὶ δυὸ σπιτικοὶ φίλοι. Τὰ μετάνυκτα ἐπῆγαν κ’ ἐκεῖνοι νὰ ἐξαπλωθοῦν εἰς τὸ ἐπάνω πάτωμα, ἀφοῦ ἔδωκαν παραγγελία εἰς τὸν στρατιώτη τῆς ὑπηρεσίας νὰ μείνῃ στὴ σάλλα καὶ ἂν τύχῃ τίποτες νὰ τοὺς κράξῃ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐσυλλογίζουνταν παρὰ πῶς νὰ περάσῃ τὴν νύκτα του ἀναπαυτικά. Ἔβαλεν ἕνα κερὶ σὲ μιὰ καθέκλα κοντὰ εἰς τὸ ντιβάνι, ἁπλώθηκεν ἀπάνω μὲ τὰ παπούτσια, ἐπῆρε νὰ διαβάσῃ μιὰν ἐφημερίδα, καὶ μετὰ πέντε λεπτὰ ἄρχισε νὰ ῥουχαλᾷ. Τώρα ἦταν ή δική μου σειρά, ὄχι βέβαια νὰ ῥουχαλήσω. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν κρύφτη μου, ἔσυρα τὸ λάζο, ἐπέρασα εἰς τὸ πλαγινὸ δωμάτιο καὶ ἐκλείδωσα ὀπίσω μου τὴν πόρτα. Ἦταν ἡ ἴδια κάμαρα ποὺ μὲ ἐδέχθηκε πρὸ τρία χρόνια παίζοντας μὲ τὸ γάτο, μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ἀντὶς κεντητὸ φεσάκι ἐφοροῦσε τώρα εἰς τὸ κεφάλι μιὰ φούσκα μὲ πάγο καὶ εἰς τὰ πόδια ἀντὶς παντόφλες συναπισμούς. Μὲ ὅλο του τὸ χάλι τοῦ ἀπέμεινεν ἀκέραιο τὸ λογικό. Μ’ ἐγνώρισεν ἀμέσως καὶ ὅταν ἐσήκωσα ἀπάνω του τὸ μαχαῖρι, κράζοντας αὐτὸν ‟φονιὰ τῶν παιδιῶν μου”, ἅπλωσεν ὁ φόβος στὴν ὄψι τοῦ θανάτου πρασινάδα. Ἦταν ἄφωνος καὶ παράλυτος καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ παρακαλέσῃ οὔτε νὰ γονατίσῃ. Ὅσα ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν τὰ γόνατα καὶ ἡ γλῶσσα τὰ ἔκαμνε τὸ μάτι. Τὸ βλέμμα του μοῦ ἔλεγεν: Ἁμάν! μοῦ φιλοῦσε τὰ χέρια, μοῦ ἔγλειψε τὰ πόδια. Δὲν μ’ εβάσταζεν ἡ καρδιὰ νὰ χτυπήσω τὸ ἄρρωστο ἐκεῖνο ἀνδράποδο. Ἄδίκον ὅμως θὰ ἦταν νὰ μείνουν τὰ παιδιά μου χωρὶς ἐκδίκησι καμιμά. Ἔβαλα στὴ θήκη τὸ λάζο καὶ ἔφτυσα στὸ πρόσωπο τὸν κύριον συνταγματάρχην, πού, ἀντὶ νὰ θυμώσῃ διὰ τὸ φτύσιμον, μ’ ἐκύτταξε, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγεν εὐχαριστῶ ποὺ τοῦ χάρισα τὴ ζωή.»

«Καὶ πῶς ἐτελείωσεν αὐτὴ ἡ ἱστορία;»

«Ὁ συνταγματάρχης ἐγλύτωσε καὶ ἔφυγεν εἰς τὰ λουτρά. Ἡ κόρη μου ἐβασανίστηκε ἀκόμη μερικοὺς μήνες, κι’ ἔπειτα τὴν ἐξάπλωσα κ’ ἐκείνη κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα πέντε. Δὲν ἔχω δίκαιο νὰ λέγω, ἀνάθεμα εἰς τὴν πολιτική;»

«Πταίεις ὅμως καὶ σύ», τοῦ εἶπα, «ποὺ ἀνακατεύθης εἰς αὐτήν. Καὶ σὺ καὶ ὅσοι ἄλλοι μαζεύετε ψήφους καὶ πιστεύετε εἰς ὅσα σᾶς λέγουν.»

Τὸ ἐπιχείρημά μου, ἀντὶ νὰ τὸν ἀποστομώσῃ, τὸν ἔκαμε νὰ σηκωθῇ βροντόλαλος καὶ φοβερός. Τὰ μάτια του ἐσπιθοβολοῦσαν καὶ μοῦ ἔσφιξε τὰ χέρια που μ’ ἔκαμε νὰ πονέσω.

«Μὴ τὸ λές», μοῦ εἶπεν, «αὐτὸ γιατὶ δὲ σοῦ κάμνει τιμή. Τὸ σὺ φταῖς γιατὶ μ’ ἐπίστεψες ἄφησέ το εἰς τοὺς λωποδύτες τοῦ χρηματιστηρίου. Ὅσον ευκολώτερα πιστεύομεν καὶ ταχύτερα λησμονοῦμεν, τόσο μεγαλειτέρα εἶνε ἡ ἀσυνειδησία ἐκείνων ποὺ μᾶς ἀπαιτοῦν. Ὅσον πλέον κουτός, ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος εἶνε ὁ λαός, τόσον περισσότερον ἔπρεπε νὰ τὸν συμπαθοῦν καὶ νὰ τὸν λυπούνται, ἀντὶ νὰ νομίζουν πὼς ἡ κουταμάρα καὶ ἡ καλωσύνη του τοὺς δίδει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν γδέρνουν ὣς τὸ κόκκαλο, νὰ τὸν καταδικάζουν εἰς τὴν βρώμαν, τὴν ἀρρώστειαν καὶ τὴν ἀτιμίαν, νὰ φέρνωνται μαζί του καθὼς οἱ ἄκαρδοι ἐκεῖνοι καρραγωγεῖς, που σκοτώνουν τ’ ἄλογα ἀπὸ τὸ πολὺ φόρτωμα καὶ τὸ πολὺ ξύλο γιὰ τὸ λόγο ποὺ δὲν δαγκάνουν καὶ δὲν κλωτσοῦν. Ἂν ἔχῃς μέσα στὸ στῆθός σου καρδιὰ καὶ ὄχι πέτρα, μὴ λὲς πὼς φταίει ὁ λαός, ἀλλὰ φώναξε μαζί μου: ἀνάθεμα εἰς τοὺς λαοπλάνους.»

Τὴν χάριν ταύτην δὲν ἠμπόρεσα νὰ κάμω εἰς τὸν δυστυχῆ νεκροθάπτην, διότι ὀλίγην ἔχω φωνὴν καὶ δὲν ἀγαπῶ τὰς φωνάς. Ἂν ἐνόησα αὐτὸν καλά, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζήτει, παραβάλλων τοὺς πολιτικούς μας πρὸς καρραγωγεῖς, ἦτο, καθὼς ὑπάρχουσιν ἀλλαχοῦ ἑταιρεῖαι πρὸς προστασίαν τῶν ἀνυπερασπίστων πλασμάτων, ἀλόγων, γάτων, περιστερῶν, καὶ ἄλλων πτερωτῶν καὶ μαστοφόρων, οὕτω νὰ συστηθῇ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα προστατευτικὴ τῶν ψηφοφόρων.