Το παιδί μου
Συγγραφέας:


Α'
Ἐπίστευα ὡς τώρα πὼς στίχους βγάζω μόνο,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν μ' ἦλθε ἰδέα στὸ κεφάλι
πὼς εἰμπορῶ κι' ἀνθρώπους νὰ κάμω ὅπως ἄλλοι...
Τί θαύματα ἀρχίζω κι' ἐγὼ νὰ κατορθώνω!

Καὶ ἅμα εἰς τὸν κόσμο ἐβγῆκε τὸ μωρό,
ἐφώναξα ἀπάνω εἰς τὴν συγκίνησίν μου:
Κι' ἐγὼ λοιπόν, ὦ Πλάστα, νὰ πλάσω εἰμπορῶ
ἀνθρώπους κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσίν μου;

Σὰν νὰ μὴ φθάνῃ τόση Ἑλλήνων πλησμονή,
ἰδού! καὶ ἄλλος Ἕλλην γεννᾶται ἀπὸ μένα...
καλὲ αὐτὸς ὁ κόσμος τί ἔχει νὰ γενῇ,
ἐὰν καρποὺς ὁ ἔρως παράγῃ ὁλοένα;

Εὐθὺς στὸ μοναστῆρι σεῖς, νέαι δεσποσύναι,
ἂς μὴν ἀυξάνῃ πλέον αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότης
μὰ καὶ στὰ μοναστήρια νομίζω ὅτι εἶναι
πρὸς βλάστησιν ἀνθρώπων μεγάλη γονιμότης.

Λοιπὸν ποῦ νὰ σᾶς στείλω;... ὅπου καὶ ἂν κλεισθῆτε,
ὁ παντεπόπτης ἔρως θὰ ἔρχεται κρυφά,
παντοῦ καρποὺς γενναίους καὶ αὔξησιν θὰ δῆτε
κι' εἰς ἔμψυχα ὁ ἔρως καὶ ἄψυχα τρυφᾷ.

Β'
Ὦ τέκνον μου, τοῦ εἶπα, ὁπόταν μεγαλώσῃς,
τὰ ἐργα τοῦ πατρός σου ποτὲ μὴ μιμηθῇς,
ἂν θέλῃς τὴν ζωήν σου μὲ λούλουδα νὰ στρώσῃς,
κι' ὡς ἄλλη ἐκλαμπρότης καὶ σὺ νὰ τιμηθῇς.

Ἡ γλῶσσα σου γιὰ ὅλους νὰ στάζῃ πάντα μέλι,
τὰ κράσπεδα τῶν τόσων κυρίων νὰ φιλῇς,
ποιοὶ κλέβουν, ποιοὶ δὲν κλέβουν γι' αὐτὸ νὰ μὴ σὲ μέλῃ·
ὀλίγα νὰ ἀκούῃς, πολλὰ νὰ ὁμιλῇς.

Κι' ἂν θέλῃς τὴν ζωήν σου, υἱέ μου, ν' ἀσφαλίσῃς,
στὴ μέση σου τὸ ξίφος νὰ ζώσῃς σὲ προτρέπω,
σὲ βεβαιῶ ποτέ σου πὼς δὲν θὰ πολεμήσῃς,
καὶ πὼς θὰ καμαρώνω κι' ἐγὼ ποὺ θὰ σὲ βλέπω!

Ὅλων τὰς γνώμας λέγε σπουδαίας καὶ σοφάς,
τὴν προσωπίδα σχίζε παντοῦ τῆς ἀρετῆς,
κι' ἂν θέλῃς τοῦ μπαμπᾶ σου τὸ ξύλο νὰ μὴ φᾷς,
ποτὲ μὴ σοῦ καπνίσῃ νὰ γίνῃς ποιητής.

Μὰ ὅλ' αὐτὰ ποὺ εἶπα ἐπῆγαν στὰ χαμένα·
τὸ πλάσμα μου ἀνῆκεν εἰς τὸ ὡραῖον φῦλον...
Ὦ κόρη μου, καὶ τώρα τί νὰ εἰπῶ γιὰ σένα;
σ' εὔχομαι πλοῦτον κάλλους καὶ ἑκατοντάδα φίλων.

Βεβαίως θὰ μαντεύῃς πὼς δὲν θὰ σὲ προικίσω,
μαντεύεις ὁ μπαμᾶς σου πὼς εἶναι ποιητής,
καὶ στίχους ποιός θὰ θέλῃ γαμπρὸς νὰ τοῦ μετρήσω,
καὶ μάλιστα ἂν τύχῃ κομψὸς ἀφηγητής;

Εἰς τοὺς κυρίους γέλα μὲ βλέμματα γλυκά,
μήπως γελάσῃς κάποιον, μονάκριβή μου κόρη,
οὔτε στιγμὴ μὴ λείπῃς ἀπ' τὰ ἐμπορικά,
κλέβε καὶ κἄπου κἄπου κανὲν ἐπανωφόρι.

Κι' εἴθε καὶ σὺ ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων δεσποινίδων
ν' ἀστράπτῃς μιὰν ἡμέρα εἰς ὅλους τοὺς χορούς,
νὰ γίνεσαι τὸ θέμα καὶ σὺ ἐφημερίδων,
καὶ νὰ στριφογυρίζῃς εἰς εὐγενῶν σωρούς.

Γ'
Ἔλα, καλή μου κόρη, καὶ μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
τὰ πρῶτα σου τὰ χάδια ἐγὼ ἂς τἄχω ὅλα·
ὤ! τράβα μου τὰ γένεια καὶ σέρνε τὰ μαλλιά μου,
καὶ κάμε με νὰ χαίρω, μικροῦλα μου μαριόλα.

Πῶς τὴν καρδιὰ μ' ἀνοίγει τὸ γέλοιο τοῦ παιδιοῦ μου,
καὶ τῆς ζωῆς ξεχάνω τὴν πίκρα καὶ τὸν πόνο!
νὰ μοῦ γελᾷ τὸ βλέπω καὶ λέω μὲς στὸ νοῦ μου:
πῶς ἔτσι νὰ γελοῦμε στὰ πρῶτα χρόνια μόνο;

Ὤ! πῶς σὲ καμαρώνω, γιατὶ δὲν ἀμφιβάλλω
πὼς θὰ φανῇς δικό μου εἰς ὅποιον κι' ἂν σὲ δῇ...
καὶ τώρα θεωρεῖται κατόρθωμα μεγάλο
νἄχῃ κανεὶς δικό του μονάκριβο παιδί.