Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον
Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον Συγγραφέας: |
1916 |
Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος,
βαρβάτος, ολοκότσιινος, κκεφάτος, καβλωμένος
τσι άννοιξεν το ρουθούνιν του πὄσιει στην τσιεφαλήν του
τσι έναν κομμάτιν σίερον έκαμεν το κορμίν του.
Τσιαι μιαν μανιέραν έπκιασεν τσιαι στο πουττίν γυρίζει
τσιαι τέθκοια λόγια του λαλεί, τέθκοια το φοβερίζει:
«Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω
τσι ολόισιια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω.
Τσι αν έν’ τσι η τρύπα σου στενή, εγιώ θα την ισσιίσω,
θα σ’ αναγείρω πκιον βαθκιά, στον πάτον σου θα φτάσω
τσι εννά γαμώ τσι εννά γαμώ τσι έθθεν για να χορτάσω.
Εννά σε κάμω, ρε πουττίν, συγγνώμην να ζητήσεις,
τ’ αρτσιίδκια μου τα κρεμμαστά να σσιύψεις να φιλήσεις
τσιαι μιαν τσιαι δκυο τσιαι τρεις φορές μιτά μου εννά χύσεις.
Όμως, πούττε, λαλώ σου το, έθθεν να σύρω πίσω,
αν δεν σε κάμω λάχανον τσι έθθεν να παραιτήσω,
ωσότου να μου πεις ‘αμάν’, ωσότου σε νικήσω».
Στον βίλλον που συνέχισεν τσιείν’ τα καμώματά του,
ο πούττος έν εβάσταξεν τσιαι τέθκοια απαντά του:
«Ρε βίλλε ανοστόπλαστε, πὄσιεις έναν αμμάτιν,
εγίνης μου αήττητος, μεγάλον πκιον κακκάτιν.
Μα τούτα ούλλα που λαλείς εγιώ έν τα στιμιάζω
τσι ούτε πως είσαι σγοιαν λαλείς εγιώ σε λοαρκάζω.
Τσιαι αν λαλείς πως με νικάς, έν’ κουτουρού λοούδκια,
η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούδκια…
Εγιώ τωρά σε προκαλώ το έργον σου ν’ αρχίσεις,
να δούμεν αν, όπως λαλείς, βίλλε, θα με νικήσεις».
Ο βίλλος εσηκώθηκεν τσι άρτσιεψεν τον αγώνα,
πάνω στον πούττον στάθηκεν σγοιαν να ’τουν μια κολόνα.
Τσιείν’ η κκελλέ εγίνηκεν κότσιινη πομιλόρι,
φτάννει στην τρύπαν του πουττιού τσιαι μπαίννει με το ζόρι.
Τραβά βαθκιά ούλλος χαράν, στον πάτον του πεζεύκει,
τσιαι που του άρεσεν πολλά άρτσιεψεν να χορεύκει.
Δώσ’ του χορόν τσιαι άππηον, σαν να ’τουν μεθυσμένος,
τον πούττον ενεκάτσιιασεν, ο τρισκαταραμένος!
Ο πούττος εσιώπησεν -μέ σιιόνιν, μέ χαλάζι!-
του βίλλου τες παλληκαρκές θωρεί τσιαι κάμνει χάζι.
Ο βίλλος άμα έκαμεν τσιείν’ τα καμώματά του,
μέσα στον πούττον άρτσιεψεν τσιαι τα ξεράματά του.
’Πού τα πολλά τα ξερατά εγίνην γλωμιασμένος
τσι απού ’τουν σγοιαν το σίερον, βαρβάτος, καβλωμένος,
ήρτεν τσι εγίνην μια μπουτσιιά, χλωμός τσιαι μαραμμένος…
Από τον πούττον έβκηκεν τσι εστάθην ντροπιασμένος,
μες στο πετσίν του κρύφτηκεν, σαν γέρος ‘ποσταμένος.
Ο πούττος τσιείνην την στιγμήν γελά τσιαι χαχχανίζει,
του βίλλου τέθκοια του λαλεί, τέθκοια του μουρμουρίζει:
«Έλα, ρε βίλλε, καρτερώ! Ξανάμπα στο τρυπίν μου,
χόρεψε, σούστου όσο μπορείς, ν’ αναπαυτεί η ψυσιή σου.
Είντα ’ν’ που έπαθες τωρά τσι είσαι σαν σκοτωμένος;
Είδες είντα ’ν’ που σου ’λεα πως θα ’φκεις νικημένος;
Εγιώ, ρε βίλλε, σατανά, μονόμματε, σακκάτη,
φτάννει να θέλω ’πού καρκιάς, να βάλω το γινάτι,
τσιαι δέκα βίλλους σαν εσέν’ μπορώ να τους νικήσω,
τον έναν πίσω τ’ αλλουνού, τσι έθθα το χαπαρίσω!».
Ο βίλλος ’πού την αντροπήν έμεινεν μουρρωμένος,
σγοιαν το παιξούμενον πουλλίν ήταν ο καημένος.
Τσιείν’ το πολλύν φουμίσιν του καπνός τσι εδιαλύθην
τσιαι έκαμεν παραδοχήν ότι πως ενικήθην.
Οι πρωτινοί λαλούσασιν ο πούττος πως έν’ κάστρον,
πιάννει τον βίλλον ’πού το ’φτίν τσιαι παίρνει τον στον μάστρον.
Όταν γεράσει ο άδρωπος, ο βίλλος πεθανίσκει,
ο πούττος όπως ήταν πριν τσιαι στα στερνά μεινίσκει.
Η ιστορία ετέλειωσεν, το νόημαν έν’ τούτον:
Προσέχετε τον βίλλον σας, κοπέλια, ’πού τον πούττον.
Δέκα φορές απανωτά τον πούττον να γαμήσεις,
ποττέ μέν βάλεις κατά νουν πως έννα τον γιρτίσεις,
την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντηλήσεις;