Τὸ ξεστούπωμα
Συγγραφέας:
Ακούστε το κείμενο (βοήθεια | πληροφορίες)


Τὸ νὰ νυστάζῃ τις χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ κοιμηθῇ εἶναι βάσανος, τὴν ὁποίαν καλῶς γνωρίζουν κατὰ τὰ θερινὰ καύματα οἱ Ἀθηναῖοι. Ἂν δοκιμάσῃ ν’ ἀναγνώσῃ, στερεῖται μετ’ ὀλίγον τῆς ἱκανότητος νὰ κρατῇ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοικτούς, ἀλλ’ εὐθὺς ἅμα σβύση τὸ κηρίον, τὸν ἀναγκάζει νὰ τοὺς ἀνοίξῃ καὶ πάλιν ἡ ἀνικανότης νὰ κοιμηθῇ. Ἡ τοιαύτη μεταξὺ νυσταγμοῦ καὶ ἀϋπνίας πάλη καὶ τὰ ἀλλεπάλληλα ἀψίματα καὶ σβυσίματα τοῦ κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι τῆς πρωίας, ἢ τῆς ἐξαντλήσεως τῆς θήκης τῶν πυρείων. Οὐδεμίαν γνωρίζω κατάστασιν ὀδυνηροτέραν τῆς νυσταλέας ταύτης ἀγρυπνίας, ἂν τύχῃ μάλιστα νὰ ἐπιδεινώσωσι ταύτην δαγκάματα σκνιπῶν καὶ κωνώπων. Εἰς ταῦτα προστίθενται πολλάκις καὶ τὰ κέντρα τῆς συνειδήσεως, κατὰ τὰς τοιαύτας πρὸ πάντων ὥρας ἐλεγχούσης ἡμᾶς, δι’ ὅσα ἔτυχε νὰ πράξωμεν κατὰ τὸ διάστημα τοῦ βίου μας ἀνόητα ἢ κακὰ ἔργα. Τὸ τελευταῖον τοῦτο ἔκλινα νὰ ὑποθέσω ἰδιαιτέραν μου ψυχοπάθειαν, μέχρις οὗ ἔτυχε ν’ ἀνεύρω εἰς τὴν «Φιλοσοφίαν τοῦ Ἀσυνειδήτου» τοῦ Ἐδ. Χάρτμαν ἀκριβὴ τοῦ ἱκανῶς, ὡς φαίνεται, συνήθους τούτου φαινομένου περιγραφήν. Τὸ κυρίως χαρακτηρίζον τὴν ψυχικὴν ταύτην διάθεσιν εἶναι ὅτι βλέπομεν τὰ πράγματα ὡς διὰ μεγεθυντικοῦ φακοῦ, θεωροῦντες ἄξια νὰ ζυγισθῶσιν εἰς τὴν πλάστιγγα τῆς τελευταίας κρίσεως παραπτώματα, εἰς τὰ ὁποῖα θὰ ἠρκεῖτο ὁ παπᾶς νὰ ἐπιβάλῃ ὡς ἐπιτίμιον εἴκοσι μετάνοιες καὶ τριήμερον ἀποχὴν ἀπὸ οἴνου καὶ ἐλαίου, ὡς ἐκανόνισε τὴν ἑξῆς ἰδικήν μου ἁμαρτίαν.

Ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει κάθετος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐνῶ ἀνηρχόμην μετὰ ὀμηλίκου δωδεκαετοῦς συμμαθητοῦ μου τὸν ἀνήφορον, τὸν ἄγοντα εἰς γείτονα τῆς Ἑρμουπόλεως ἐξοχὴν καλουμένην Πισκοπειό, ἢ σχολαστικῶς Ἐπισκοπεῖον. Ὡς πάντες γνωρίζουσι, τὰ βουνὰ τῆς Σύρου εἶναι γυμνότερα τοῦ Ἀδάμ, τὸ χόρτον εἶναι τελείως ἄγνωστον καὶ ἡ βλάστησις περιορίζεται εἰς ψωριώσας τινὰς τὸ φθινόπωρον φασκομηλέας καὶ ἡλιοκαεῖς κατὰ τὸ θέρος ἀκάνθας.

Εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων προηγεῖτο ἡμῶν κατάξηρος κ’ ἐκεῖνος ψωραλέος ὄνος, σύρων ἐπιπόνως βαρέλαν ὕδατος, τοποθετημένην ἐπὶ εἴδους διτρόχου χειραμάξης ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν γραίας χωρικῆς. Τὸ πρόσωπον αὐτῆς δὲν ἐβλέπαμεν, ἀλλὰ μόνην τὴν ῥάχιν, ἥτις τοσοῦτον εἶχε κυρτωθεῖ ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν καὶ τῶν μόχθων, ὥστε ἐσχημάτιζεν ὀρθὴν σχεδὸν μὲ τὰ σκέλη τῆς γωνίαν.

Τὸν ὄνον, τὴν βαρέλαν καὶ τὴν γραῖαν εἴχαμεν ἀκολουθήσει μηχανικῶς, ἀπὸ τὴν παρὰ τοὺς πρόποδας τοῦ λόφου βρύσιν μέχρι τῆς ἐγγιζούσης κορυφῆς αὐτοῦ, ἀσθμαίνοντες καὶ ἄφωνοι ἐκ τῆς ζέστης καὶ τοῦ καμάτου. Ὁ πυρακτωμένος κονιορτὸς ἔκαιεν ὡς θερμὴ στάχτη τὰς πτέρνας τῶν ποδῶν μας, ἐνῶ ἐτύφλωνε τοὺς ὀφθαλμούς μας τῶν λευκῶν βράχων ἡ ἀκτινοβολία. Παντὸς εἴδους μύγαι ἐβόμβουν περὶ τὴν κεφαλήν μας καὶ αἱ ἀκρίδες ἐπερίμεναν σχεδὸν νὰ τὰς πατήσωμεν, διὰ νὰ τιναχθῶσι δι’ ἑνὸς πηδήματος εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, ἀνοίγουσαι ὡς ῥιπίδιον τὰ κόκκινα ἢ γαλανά των πτερά.

Ἡ γραῖα ἔσυρε πάντοτε τὸ καπίστρι, ὡς νὰ ἤθελε νὰ βοηθήσῃ τὴν ἐπίπονον πρόβασιν τοῦ ἀσθμαίνοντος ὑποζυγίου της· οἱ κακῶς προσηρμοσμένοι τροχοὶ ἔτριζαν πενθίμως καὶ τὸ ἐπ’ αὐτῶν βαρέλιον ἐξηκολούθει νὰ ταλαντεύεται πρὸς δεξιὰν καὶ ἀριστερὰν ὡς μεθυσμένος βρακᾶς.

Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὁ μεσημβρινὸς δαίμων μου ἐνεφύσησεν ἰδέαν, ἥτις μ’ ἔκαμε νὰ γελάσω.

— Γιαννακό, ἐψιθύρισα εἰς τὸ ὠτίον τοῦ συντρόφου μου, δεικνύων διὰ τοῦ δακτύλου τὸ ἐκ στουπίου πῶμα τῆς βαρέλας, δὲν θὰ ἦτο νόστιμον ν’ ἀνοίξωμεν τὴν βρύσιν;

Ἡ ἰδέα μου τόσον τοῦ ἤρεσεν, ὥστε τὸν ἔκαμεν ἀμέσως νὰ λησμονήσῃ τὴν κούρασίν του· ἐπλησίασεν ἐπὶ τῆς ἄκρας τῶν ποδῶν εἰς τὸ βαρέλι, ἔθεσε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ σώματος, ἐστράφη τότε νὰ μὲ κοιτάξῃ, ἐξέφραξε μετὰ ἐνθαῤῥυντικὸν νεῦμά μου τὴν ὀπὴν καὶ τὸ νερὸν ἐξεχύθη ὡς κρυστάλλινος κρουνὸς ἐπὶ τῆς κονιορτώδους ἀτραποῦ.

Περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εὐθὺς μετὰ τὸ πραξικόπημα εὑρέθη καὶ πάλιν πλησίον μου ὁ Γιαννακός, ἢ ὅτι οἱ τέσσαρες πόδες μας ἦσαν ἕτοιμοι εἰς φυγήν. Κατεσκοπεύαμεν τὴν γραῖαν, ἥτις ὅμως δὲν ἐστράφη, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἦτο βαρύκοος ἡ δυστυχής.

Ἐφ’ ὅσον ἐξηκολούθει ἡ χύσις, τὸ βῆμα τοῦ ὄνου ἀπέβαινε ταχύτερον· τὸ κενωθὲν βαρέλι ἀντὶ νὰ βαρυταλαντεύεται ὡς μεθυσμένος, ἐχόρευεν εὐθύμως κατὰ τὰς ἀνωμαλίας τῆς ὁδοῦ μεταξὺ τῶν δύο τροχῶν οἵτινες ἀνακουφισθέντες κ’ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸν βάρος ἔπαυσαν νὰ τρίζωσιν ἀπαισίως. Μετ’ ὀλίγον ἀντὶ νὰ σύρεται ὁ ὄνος ὑπὸ τῆς γραίας, ἤρχισε νὰ σύρῃ ἐκεῖνος τὴν γραῖαν. Τοῦτο ἦτο τόσον ἀσύνηθες, ὥστε τὴν ἔκαμε νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι κάτι ἔκτακτον εἶχε συμβῇ. Ἐσταμάτησεν, ἀφῆκε τὸ κάρον νὰ προχωρήσῃ ἓν ἢ δύο βήματα καὶ εἶδε τὴν ἄφρακτον τρῦπαν, ἐκ τῆς ὁποίας ἀπέσταζαν αἱ τελευταῖαι ῥανίδες τοῦ τόσον ἐπιπόνως μετακομισθέντος ὑγροῦ.

Τότε μόνον ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν καὶ μας εἶδε καὶ εἴδομεν καὶ ἡμεῖς τὸ πρόσωπον της. Ὠμοίαζεν ἑκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρὰ καὶ μαύρη ὡς μούμια ἐξ Αἰγύπτου. Ἐπεριμέναμεν φωνάς, ὕβρεις, κατάρας ἢ καὶ πετροβόλημα. Οὐδὲ λέξιν ὅμως μᾶς εἶπεν, ἀλλ’ ἠρκέσθη νὰ στενάξῃ· ἀδύνατον ὅμως εἶναι νὰ λησμονήσω τὸ ἄφωνον παράπονον τοῦ βλέμματος αὐτῆς, ὅταν ἐπέρασεν ἔμπροσθέν μας ἐπιστρέφουσα νὰ μεταγεμίσῃ τὸ βαρέλι της εἰς τὴν μακρὰν ἀπέχουσαν βρύσιν. Τὸν Γιαννακὸν ἔτυχε να ἐπανίδω εἰς τὴν Αἴγυπτον μετὰ εἴκοσιν ὅλα ἔτη καὶ οὐδ’ ἐκεῖνος τὸ εἶχεν λησμονήσει.