Το νανούρισμα
←Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς | Το νανούρισμα Συγγραφέας: Τα τραγούδια της πατρίδας μου |
Η κόρη της Λήμνου (1475)→ |
Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολις 25.03.1884 |
Διαβαίνει από το δρόμο η βασίλισσα,
κι όποιος την αγναντεύει τηνε χαίρεται,
κι όποιος τη συντυχαίνει τηνε προσκυνά.
Σαράντα μέρες έχει που ξεγέννησε
πρωτόλουβο του θρόνου χρυσοβλάσταρο,
παιδάκι, σαν τον ήλιο βασιλόπουλο
κι απάνου στις σαράντα βγήκε ολόφρεσκη.
Και στη γωνιά του δρόμου ένας γέροντας
ακουμπισμένος παίζει με τη λύρα του.
Και μες στη γλύκα πὄχει το δοξάρι του
και μες στη λάβρα πὄχει το τραγούδι του
γελούν οι εμορφάδες της Ανατολής,
ο ήλιος, τα λουλούδια, οι γυναίκες της,
βογκούν οι ιστορίες της Ανατολής,
τα πάθη κι οι ελπίδες και η δόξα της.
Διαβαίνει από το δρόμο η βασίλισσα,
κι ο γέρος που τη βλέπει γλυκοτραγουδά.
«Μητέρα και κυρά μου και βασίλισσα!
Σαν το πετράδι μέσα σ’ αλαφρόπετρες,
το φύλαγα για σένα τόσονε καιρό
μες στ’ άλλα μου τραγούδια το τραγούδι μου.
Σε χρόνια περασμένα, τον παλιό καιρό,
Φράγκοι πατούν την Πόλη την απάτητη,
και στο σταυρό απάνου που κρατούσανε
κι εδείχναν με καμάρι μάς σταυρώνουνε.
Ύστερα ήρθ’ ο Τούρκος στα σημάδια τους,
πρώτα το δρόμο Φράγκος τού τον έδειξε.
Βάστα, καημένη Πόλη, βάστ’, Ανατολή,
τη φλόγα, το μαχαίρι, την ατίμωση!
Εγίναν μαύρη στάχτη τα παλάτια σου,
και κόκκινα ποτάμια τα σοκάκια σου
και μακελειό και στάβλος η Αγια-Σοφιά.
Κι επάρθ’ η παρθενιά σου η περήφανη,
που ο κόσμος την προσκύνα κι έπαιρνε ζωή,
με τα τρελά σου πλούτη, με τ’ αμέτρητα.
Που αν θέλαν να ζυγιάσουν απ’ τη μια μεριά
το βιος της οικουμένης κι απ’ την άλλη αυτά,
θα βάραινε το ζύγι από τα πλούτη σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξεσπιτωμένοι τρέχουν μες στην ξενιτιά
στη γύμνι’ αδέρφια, αρχόντοι και φτωχολογιά.
Και μια κυρά μεγάλη, ρήγισσα κυρά,
στην εξορία σέρνει τα καμάρια της,
τρία χλωρά κορίτσια και μωρό παιδί.
Τον πόνο της πατρίδος έχ’ η ρήγισσα
κι έχει στα χείλη βούλα, πέτρα στην καρδιά.
Κι οι ρηγοπούλες έχουν τη νεότη τους
κι έχουν στα χείλη μέλι, στην καρδιά φτερά·
και το βυζασταρούδι έχει τη μάνα του
και τη χρυσή του κούνια και τον ύπνο του,
κι όταν το δέρνει αγρύπνια κι όνειρο κακό,
παράπονο το πιάνει κλαηματόπνιχτο·
—χαρά στα κλαηματάκια του μικρού παιδιού,
η μόνη λύπη πού ειναι να τη χαίρεσαι!—
Τότε οι τρεις παρθένες οι γλυκόστομες
αράδ’ αράδ’ αρχίζουν το νανούρισμα,
να κλείσει τα ματάκια, ν’ αποκοιμηθεί.
—Πάρε μου, ύπνε, πάρε το παιδάκι μου,
και στόλισ’ το με γιούλια και γαρούφαλα
και θρέφ’ το με τα χάιδια και με τα φιλιά,
το καημένο,
το παραπονεμένο!
Τις ευωδιές του μόσχου δώσ’ του ανασασμό,
του έλατου το ψήλος δώσ’ του για κορμί,
του λιονταριού τη ζόρη δώσ’ του λεβεντιά,
το καημένο,
το παραπονεμένο!—
Μα κλαίει ακόμα, κλαίει μες στην κούνια του,
κι η δεύτερ’ αδερφή του παίρνει το σκοπό.
—Κοιμήσου, και για σένα κλώθ’ η μοίρα σου
στ’ ανταριασμένο επάνου, στο ψηλό βουνό,
και τις σπηλιές σ’ τις φκιάνει χρυσοπάλατα·
νάνι νάνι,
ο πόνος σου να γιάνει!
Τ’ αγκάθια σού τα φκιάνει τριαντάφυλλα,
σου κάνει τα χαλίκια διαμαντόπετρες,
σου δίνει και γυναίκα την Πεντάμορφη.
Νάνι νάνι,
ο πόνος σου να γιάνει!
Μ’ ακόμα κλαίει μες στην κούνια του
κι αρχίζ’ η τρίτη κόρ’ η εμορφότερη·
—Σώπα, τρανέ μου αφέντη, κι αυτοκράτορα,
κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελος
θα νά μπεις μες στην Πόλη, στην Αγια-Σοφιά,
Βασιλιά μου,
ζωή μου και καρδιά μου!—
Μόλις χυθεί ο ήλιος της κορόνας σου
θ’ ανοίξ’ η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα,
και θα σκορπίσει ο Φράγκος σαν την καταχνιά,
Βασιλιά μου,
ζωή μου και καρδιά μου!—
Σαν να ’νιωσε τα λόγια τα γλυκόλογα,
στην όψη του ανθίζει το χαμόγελο,
κι αντάμα κρυφοσειένται τα χειλάκια του,
σαν να ζητούν να μάθουν και να ξαναειπούν
της τρίτης αδερφούλας το νανούρισμα,
κι αποκοιμιέτ’ αμέσως το ρηγόπουλο…
Οι μοίρες εφυλάξαν το τραγούδι της,
και ριζικό το γράψαν στο βιβλίο τους·
περάσαν μέρες, μήνες, χρόνια πέρασαν,
και το μωρό της κούνιας άντρας έγινε·
κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελος,
τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας,
εμπήκε μες στην Πόλη, στην Αγια-Σοφιά·
και χύνεται ο ήλιος της κορόνας του,
κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη, σαν τα λούλουδα,
και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μητέρα και κυρά μου και βασίλισσα!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
—Και η φωνή του γέρου ετρεμούλιασε.
Κι οι δοξαριές στα τέλια εσπαρταρίσανε.—
Εκεί που παραστέκεις το παιδάκι σου,
και εκείνο κλαίει και σκούζει μες στην αγρυπνιά,
ένα τού πρέπει μόνο μες στην κούνια του,
ένα τραγούδι πάντα να του λες γλυκά:
της τρίτης ρηγοπούλας το νανούρισμα!
Ποιός ξέρει, σαν και τ’ άλλο το ρηγόπουλο,
μήπως αυτό προσμένει για να κοιμηθεί…
Γιατί κι αυτό αν γεννήθη από βασίλισσα
μες σε χρυσό παλάτι, θρόνον αργυρό,
δεν είναι το παλάτι που του γράφτηκε,
δεν είν’ αυτός ο θρόνος που το καρτερεί!»
Μάρτιος 1884 *