Το κάστρο
Συγγραφέας:
Ημερολόγιον Σκόκου, Τόμος 13, 1898


Μια 'μέρα 'ςτὸ περήφανο, θεμελιωμένο κάστρο
ποῦ ἔκρυβε 'ςτὰ σύννεφα 'περύψηλη κορφὴ
— μάτι τῆς 'μέρας, ὦ λαμπρὸ κ' εὐλογημένο ἄστρο,
ἐσὺ τὴν εἶδες! — πλάκωσε βαρειὰ καταστροφή!
 
Ἐπέρασεν ὁ πόλεμος μὲ τἀστραπόβροντά του,
ὁ πόλεμος πὠχθρεύεται τ 'ἀνθρώπου ἡ καρδιά,
κ 'ἐστέναξεν ἡ μάνα μας ἡ γῆ 'ςτὸ πάτημά του,
καὶ 'ςτῂς σπηλῃαίς των 'κρύφθηκαν τοῦ λόγγου τὰ θεριά!
 
Ἀστροπελέκι καὶ φωτιά! χίλια στοιχειὰ μαζύ του
ξαπόλυσεν ἀνήμερα, πεῖνα, σφαγή, σεισμό,
ὡς ποῦ 'ςτὸ αἶμα ἔπνιξε τὴν ἄδικη ὀργή του,
χωρὶς κανένα ἔλεο 'ςτὸν κόσμο χαλασμό!
 
Δρεπάνι καὶ θανατικό! ἐσκότωνε μανούλαις
καὶ παλληκάρια ποὔχανε τοῦ ἥλιου τὴν μορφιά,
ἔκανε χήραις νειόπανδραις καὶ τῂς βασιλοπούλαις
τῂς ἔβαλε 'ςτὰ σίδερα, τῂς 'πῆρε 'ςτὴ σκλαβιά!
 
Ἄχ! κι' ὅταν πειὰ ἐδιάβηκε 'σὰν σύννεφο καὶ τἄστρο
ἐφάνηκε περίλυπος 'ςτὸν κόσμο τὸν νεκρό,
ἐρείπιο τὸ 'περήφανο καὶ πεναιμένο κάστρο
τὤκλαψ' ἡ μαύρη θάλασσα, τὸ κῦμα τὸ πικρό.
 
Σήμερα, ὅποιος ἀπερνᾷ τὴν νύχτ' ἀπὸ τὰ πλάγια,
τὸ βλέπει μαῦρο φάντασμα 'ςτὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ,
ἀκούει 'ςτὰ χαλάσματα νὰ σκούζ' ἡ κουκουβάγια
καὶ τάζει τρέχοντας κερὶ 'ςτὸν ἅγιο τοῦ χωριοῦ!
 
Πρὶν ν' ἀντικρύσουν τἄσπλαγχνα, τὰ φονικά σου μάτια,
τὰ μάτια μου, ἐγὤμουνα τὸ κάστρο τὸ τρανό,
τὸ κάστρο τὸ περήφανο, γυναῖκα! καὶ παλάτια
τὰ ὄνειρά μου 'σήκωνα χρυσᾶ 'ςτὸν οὐρανό.
 
Ἤμουν αὐτὸς – καὶ σήμερα 'σαν κάστρο χαλασμένο,
γυναῖκα, εἶμαι! φάντασμα βαρὺ κ' ἀγριωπό,
ποὺ ἡ ζωὴ τὸ 'ξώρκισε γιατ' εἶναι κολασμένο!
γυναῖκα 'ἀκοῦς; -κι' ὁ ἄμοιρος ἀκόμα σ' ἀγαπῶ!