Το θέατρον του Γιλδίζ Κιοσκ
Τὸ Θέατρον τοῦ Γιλδὶζ Κιόσκ Συγγραφέας: |
Οἱ ἀγαπῶντες τὰ γραφικὰ θεάματα καὶ ἔχοντες γρόνθους και ἀγκώνας ἰσχυρούς, ὥστε νὰ εὑρίσκωσι τόπον καὶ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει, οὐδαμοῦ, πιστεύομεν, δύνανται κάλλιον νὰ εὐχαριστηθῶσι παρὰ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος των μικρῶν ἀτμοπλοίων, τὰ ὁποῖα κατὰ πᾶσαν θερινὴν ἑσπέραν μεταφέρουν τοὺς Κωνσταντινουπολίτας εἰς τὴν Πρίγκηπον, τὸ Νιοχῶρι καὶ τὰ Θεραπιά. Ὅπως εἰς τὸ ποίημα τοῦ Δάντε, ἀντηχοῦσι κ’ ἐκεῖ ὅλαι αἱ γλῶσσαι καὶ λάμπουσιν ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ δύοντος ἡλίου ὅλα τὰ χρώματα, ὄχι μόνον τοῦ ἐνδύματος, ἀλλὰ καὶ τοῦ δέρματος πάσης καυκασίας, κίτρίνης ἢ αἰθιοπικῆς φυλῆς. Τὸ ῥοδόλευκον τῆς Ἀγγλίδος δεσποίνης παρὰ τὴν ὥχραν τοῦ Ἰνδοῦ αὐτῆς ὑπηρέτου, τὸ χαλκόχρουν τοῦ Πέρσου καὶ ὁ ἔβενος τῆς Ἄραπίνας. Περὶ δὲ τοῦ κυανοῦ τῆς θαλάσσης, τῆς πορφύρας τῆς Δύσεως, τῶν λευκῶν μιναρέδων καὶ τῶν μαύρων κυπαρίσσων δὲν δύναμαι νὰ εἴπω τίποτε, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὴν θέαν αὐτῶν μοῦ ἀπέκρυπταν αἱ ῥάχεις, τὰ ὀμπρελάκια, τὰ σαρίκια, οἱ ἀτζέμικοι σκοῦφοι καὶ τὰ ὑψηλὰ καπέλα τῶν συνεπιβατῶν μου. Κάτωθεν ἑνὸς τῶν καπέλων τούτων διέκρινα σπανὸν πρόσωπον, τοῦ ὁποίου δὲν μὲ ἦτο βεβαίως ἄγνωστος ἡ μεγάλη μύτη, ἥτις τὸ ἐχώριζεν εἰς δύο ἴσα μέρη, ὡς ἡ σειρὰ τῶν Απεννίνων τὴν Ἰταλίαν.
Ἐνῷ ἐπροσπάθουν νὰ ἐνθυμηθῶ ποῦ καὶ πότε ἔτυχε καὶ ἄλλοτε νὰ τὴν θαυμάσω, ὁ κάτοχος αὐτῆς, ὁ ἔχων, ὡς φαίνεται, καλλιτέραν τῆς δικῆς μου μνήμην, μὲ ἐχαιρέτισεν ὀνομαστὶ καὶ βλέπων με ακόμη διστάζοντα ἐπρόσθεσε μειδιῶν:
«Δὲν μὲ γνωρίζετε; Εἶμαι ὁ Βόρμ, ὁ πρῶτος κωμικὸς τοῦ θιάσου τοῦ Λαβέρν, εἰς τὸ θέατρον τῶν Ἀθηνῶν. Ἐγὼ ἔπαιζα τὸν Φρίτζ εἰς τὴν Μεγάλην Δούκισσαν καὶ ἔπειτα τὸν Κυανοπώγωνα. Μὲ ἐπροσκαλέσατε μίαν Κυριακὴν μαζὶ μὲ τὰς τρεῖς μου γυναῖκες νὰ φάγωμεν ἕνα ἀρνὶ εἰς τὴν Πεντέλην.»
Ταῦτα μοῦ ἐνθύμιζαν εὐχαρίστως νεανικὰς ἡμέρας.
«Καὶ τί ἀπέγειναν», ἠρώτησα, «αἱ τρεῖς σου γυναῖκες; Ἡ Ἀλαϊζὰ τί κάμνει;»
«Ξετρελαίνει τοὺς Βεδουΐνους εἰς τὸ Αλγέρι.»
«Ἡ Ζουάννα ποῦ εἶνε;»
«Εἶνε μαγείρισσα εἰς τὴν Μασσαλίαν.»
«Ἡ εὔμορφη Εὔα τί ἔγεινεν;»
«Ἔγεινε πολὺ ἄσχημη.»
«Καὶ σὺ τί κάμνεις;»
«Ἐξακολουθῶ νὰ κάμνω τὸν κόσμον νὰ γελᾷ.»
«Θὰ ἔλθω αὐτὰς τὰς ἡμέρας νὰ μὲ κάμῃς πάλιν νὰ γελάσω.»
«Πολὺ λυποῦμαι, ἀλλὰ τοῦτο εἶνε ἀδύνατον.»
«Διατί ἀδύνατον; Ἀφοῦ τὸ κατώρθωνες καθ’ ἑσπέραν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ δὲν ἔπαθα ἔκτοτε ὑποχονδρίαν; Μήπως ἔχασες τὴν κωμικήν σου δύναμιν;»
«Ὄχι, δόξα τῷ Θεῷ. Αὕτη μάλιστα ἐπενταπλασιάσθη, ἀφοῦ μοῦ τὴν πληρώνουν ἐδῶ τὸ πενταπλάσιον τῶν ὅσα μ’ ἐδίδατε εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἤθελα μόνον νὰ εἴπω ὅτι δὲν εἶνε εὔκολον πρᾶγμα νὰ εἰσέλθῃ κανεὶς εἰς τὸ θέατρον ὅπου παριστάνω.»
«Τόσο γεμᾶτο εἶνε πάντοτε;»
«Ἐξ ἐναντίας σχεδὸν ἄδειον.»
Ὁ κύριος Βὸρμ ηὐδόκησεν ἐπὶ τέλους νὰ λύσῃ τὴν ἀπορίαν μου, πληροφορῶν με ὅτι ὁ θίασός του δὲν ἀνῆκεν εἰς τὸ κοινόν, ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν σουλτᾶνον καὶ τὸ ἰδιαίτερον αὐτοῦ ἀνακτορικὸν θέατρον.
«Ὁ σουλτάνος ἔχει θέατρον;»
«Τέλειον καὶ κομψότατον εἰς τὸ Γιλδὶζ - Κιόσκ. Ἐκεῖ παριστάνομεν δύο φορὰς τὴν ἑβδομάδα ἐνώπιον τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος, τῶν αὐλικῶν του καὶ τῶν κυριῶν τοῦ Χαρεμίου.»
«Σὲ συγχαίρω», ἀπεκρίθη, μετά τινος ζηλείας· «τὰς λέγουν ὡραίας.»
«Δυστυχῶς δὲν τὰς βλέπομεν, διότι εἶνε κρυμμέναι ἀπ’ ὀπίσω ἀπὸ χρυσὸν κιγκλίδωμα, ὡς αἱ ἰδικαί σας κυρίαι εἰς τὰς ἐκκλησίας τῆς Σύρας. Ἀκούμεν μόνον τὰ γέλοια καὶ τὰ χειροκροτήματά των.»
«Καὶ τί παίζετε; Ὀπερέτας τοῦ Ὀφεμπάκ;»
«Κάποτε καὶ κωμῳδίας.»
«Τίνας; Τοῦ Δουμᾶ, τοῦ Παγερών;»
«Ὄχι· τοῦ σουλτάνου.»
«Ὁ σουλτᾶνος γράψει γαλλικὰς κωμῳδίας!» ἀνέκραξα μετά εὐλόγου ἀπορίας.
«Δὲν εἶπα ὅτι τὰς γράφει. Ἀκούσατε, παρακαλῶ. Ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης εὐδοκεῖ ἐνίοτε νὰ μᾶς κράζῃ εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον πρὸ τῆς ὥρας τοῦ δείπνου καὶ νὰ μᾶς ἐκθέσῃ εἴτε διὰ δραγουμάνου καὶ εἴτε καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως ἡμπορεῖ, τὴν ὑπόθεσιν καὶ τὰς κυριωτέρας τῆς κωμῳδίας του σκηνάς, διανέμων εἰς ἕκαστον τὸ μέρος του καὶ ἐξηγῶν μὲ πολλὰς χειρονομίας πῶς ἐκεῖ νὰ παρασταθῇ. Ἔπειτα πηγαίνει νὰ δειπνήσῃ, ἐνῷ ἡμεῖς τρέχομεν νὰ ἑτοιμάσωμεν τὰ φορέματά μας καὶ νὰ συμφωνήσωμεν χονδρικῶς περὶ τοῦ διαλόγου τὸν ὁποῖεν πρέπει ἔπειτα ν’ αὐτοσχεδιάσωμεν ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Ἐξ ὅλων τῶν δραματογράφων μόνος ὁ σουλτᾶνος κατορθώνει νὰ παρευρεθῇ εἰς τὴν παράστασιν τῶν ἔργων του μίαν ὥραν ἀφοῦ τὰ συνθέσῃ.»
«Ἡ ἰδέα», ἀπεκρίθην, «δὲν εἶνε ἐντελῶς πρωτότυπος. Τὸ αὐτὸ περίπου κάμνουν εἰς τὰ λαϊκὰ θέατρα οἱ Ἰταλοὶ αὐτοσχεδιασταὶ καὶ ἰδίως οἱ παλιάτσοι. Τοιούτου εἴδους παραστάσεις ὠνειρεύετο ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἡ Γεωργία Σάνδη. Ἀλλ’ ἠναγκάσθη νὰ παραιτηθῇ αὐτῶν, μὴ εὑρίσκουσα ἠθοποιοὺς ἱκανοὺς ν’ αὐτοσχεδιάσωσιν ἄλλο τι παρὰ τετριμμένας κοινοτοπίας ἢ πρωτοτύπους ἀνοησίας. Κρίμα ὅτι δὲν ἔτυχε νὰ τᾶς γνωρίσῃ ἐγκαίρως. Ἀλλ’ εἰπέτε μου, παρακαλῶ, ἀξίζουν τίποτε αὐταὶ αἱ σουλτανικαὶ κωμῳδίαι;»
«Τὸ μόνον τὸ ὁποῖον δύναμαι μὲ πλήρη πεποίθησιν νὰ βεβαιώσω εἶνε, ὅτι προξενοῦν πάντοτε μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς τὸ ἰδιαίτερον αὐτοῦ αὐλικὸν ἀκροατήριον.»
«Τοῦτο βεβαίως ἀρκεῖ. Πολὺ σπουδαιότερον παρὰ νὰ ἠξεύρῃ τί λέγει εἶνε διὰ τὸν δραματοποιὸν νὰ ἠξεύρῃ πρὸς ποίους ὁμιλεῖ, ἀποφεύγων νὰ προσφέρῃ μαργαρίτας εἰς τοὺς προτιμῶντας τὰ βαλανίδια.»
«Εἰς τοιοῦτον σφάλμα δὲν ὑποπίπτει ποτὲ ἡ αὐτοῦ Μεγαλειότης. Αἱ ὑποθέσεις τῶν κωμῳδιῶν του διακρίνονται πρὸ πάντων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἐκλογῆς. Τὴν τελευταίαν φορὰν ποὺ μᾶς ἔκραξε: “Ἐπιθυμῶ”, εἶπε, “νὰ μοῦ παραστήσετε ἕνα αὐλάρχην τίμιον μὲν καὶ ἀφωσιωμένον εἰς τὸν κύριόν του, ἀλλὰ ἀσυλλόγιστον καὶ σαστισμένον. Οὗτος διατάττεται μίαν ἡμέραν αἰφνιδίως νὰ ἑτοιμάσῃ συμπόσιον δι’ ἑκατὸν ἀνθρώπους, καὶ ἀμέσως τὰ χάνει. Δίδει εἰς τοὺς ἀρχιτρικλίνους καὶ τοὺς ὑπηρέτας διαταγὰς ἀσαφεῖς καὶ ἀντιφατικάς. Ὅλοι τρέχουν δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ, συγκρούονται καὶ θραύουν ποτήρια καὶ πινάκια. Ὁ φέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ταβλᾶν ὑπηρέτης σκοντάπτει, πίπτει καὶ σκορπίζει κατὰ γῆς τὰ πιλάφια, τὰ γιαούρτια καὶ τοὺς ντολμάδες. Ἡ ὥρα ἐν τούτοις προχωρεῖ καὶ τίποτε δὲν εἶνε ἕτοιμον. Ἅμα διορθωθῇ μία ζημία διαδέχεται αὐτὴν ἄλλη μεγαλειτέρα. Ὁ αὐλάρχης κυττάζει μὲ ἀγωνίαν τὸ ὡρολόγιον καὶ μαδᾷ τὰ γένεια του ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν. Τὸ μάδημα ὅμως δὲν ἠδύνατο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς δείκτας νὰ τρέχουν καί, ἐφ’ ὅσον πλησίαζεν ἡ ὥρα, τόσον ηὔξανεν ἡ ἀταξία. Αὕτη ἦτο εἰς τὸ κατακόρυφον καὶ ἡ αἴθουσα τοῦ γεύματος ὡμοίαζε κατάστρωμα πλοίου δερομένου ὑπὸ τῆς τρικυμίας, ὅταν εἰσῆλθεν ὁ ἡγεμὼν μὲ τοὺς προσκαλεσμένους. Ὁ δυστυχὴς αὐλάρχης τρέχει νὰ ριχθῇ εἰς τοὺς πόδας του κράζων “Ἀμάν!” καὶ ὁ πολυεύσπλαγχνος αὐθέντης του, ἀφοῦ διέταξε νὰ τὸν ρίψουν εἰς τὴν θάλασσαν διὰ νὰ τρομάξῃ, εὐδοκεῖ ἔπειτα, μετὰ αὐστηρὰν νουθεσίαν, νὰ τὸν συγχωρήσῃ. Αὐτὰ νὰ μοῦ παραστήσετε καὶ νὰ εἶνε ὅλα ἔτοιμα μετὰ μίαν ώραν”. Ὅσον καὶ ἂν φαίνεται ἀπίστευτον, ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι κατορθώνομεν πάντοτε νὰ ἑτοιμάσωμεν τὸ σκηνολόγιον κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ σουλτανικοῦ γεύματος. Τὸν δὲ διάλογον, ὡς σᾶς εἶπα, τὸν αὐτοσχεδιάζομεν ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Ἀπαγγέλλομεν μίαν ὁποιανδήποτε φράσιν σχετικὴν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν καὶ περιμένωμεν τὴν δευτέραν, ὡς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τὴν τροφὴν των, ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράστασις πρὸ πάντων τοῦ “Σαστισμένου αὐλάρχου” ἐπέτυχε θαυμάσια. Ὅταν ἐδόθη ἡ διαταγὴ νὰ ριχθῇ οὗτος εἰς τὴν θάλασσαν, μία ἀπὸ τὰς ἠθοποιούς, ἡ παλαιά σας γνώριμη κυρία Φιορέλη, ἐθεώρησε πρέπον νὰ ὑποκριθῇ τὴν εὐαίσθητον λιποθυμοῦσα, καὶ τότε ηὐδόκησεν ὁ σουλτᾶνος νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν παράστασιν, ῥαντίζων τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς γυμνούς της ὤμους μὲ ἕνα σίφωνα νερὸν τοῦ Σέλτζ, διὰ νὰ τὴν ξελιγοθυμήσῃ. Ἀδύνατον εἶνε νὰ σᾶς περιγράψω τὴν κατὰ τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο ἱλαρότητα τῶν θεατῶν, τὸν ἀκράτητον γέλωτα, τὰ χειροκροτήματα καὶ τὰ “Ἀφερίμ!”. Αἱ περισσότεραι τῶν σουλτανικῶν τούτων κωμῳδιῶν εἶνε μάθημα διδόμενον εἴς τινα ἐπιφανῇ αὐλικών, σατυρικὸν μιᾶς του καταχρήσεως, ἀνοησίας ἢ μανίας. Ἐκ τούτου συμβαίνει πολλάκις νὰ εἶνε πολὺ κωμικωτέρα τῆς παιζομένης παρ’ ἡμῶν κωμῳδίας ἡ ὄψις τῆς πλατείας. Κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς παραστάσεως οὐδεὶς γνωρίζει ποῖος ἀπὸ τοὺς παρισταμένους πρόκειται κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ σατυρισθῇ καὶ ἕκαστος ἀνησυχεῖ, φοβούμενος μὴ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπ’ αὐτόν. Τὸ θῦμα ὅμως δὲν βραδύνει νὰ ὑποδειχθῇ τόσον σαφῶς, ὥστε οἱ ἄλλοι, ἡσυχάσαντες διὰ λογαριασμόν των, γελῶσιν εἰς τὴν ῥάχην του μὲ τουρκικὴν ἀσπλαγχνίαν. Τὸ κωμικώτερον ὅλων εἶνε οἱ μάταῖοι ἀγῶνες τοὺς ὁποίους καταβάλλει ὁ σατυριζόμενος νὰ ὑποκριθῇ ὅτι δὲν ἐννοεῖ ὅτι πρόκειται περὶ αὐτοῦ καὶ νὰ γελάσῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Ὑποθέτω ὅμως ὅτι ὁ γέλως του ἐκεῖνος πολὺ ὁμοίαζει μὲ τὸ μειδίαμα τῶν προγόνων σας Σπαρτιατῶν, ὅταν ἐσπάρασσε τὰς σάρκας των ἡ ἐντὸς τοῦ χιτῶνος των αλεπού.»
Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀνωτέρω διαλόγου, συνέβαινε νὰ θεωμῆται ἡ κατάστασις τῶν Ἀνατολικῶν πραγμάτων ἱκανῶς κρίσιμος ὡς ἐκ τῶν ἀπειλῶν τῆς Ῥωσσίας καὶ τῆς ἐντάσεως τῶν ἑλληνοτουρκικών σχέσεων. Τοῦτο μὲ ἔκαμε νὰ ἐρωτήσω τὸν ἀνακτορικὸν ἠθοποιὸν ἂν ἐξακολυθῇ ὁ σουλτᾶνος νὰ ἔχῃ ὄρεξιν διασκεδάσεως, ἐνῷ ἐσείετο τὸ κράτος του.
«Τοὺς Ῥώσσους», μοῦ ἀπήντησεν, «θὰ τοὺς ἐμποδίσῃ ἡ Εὐρώπη νὰ μᾶς φάγουν, τοὺς δὲ Ἕλληνας οὐδὲ κἂν τοὺς συλλογίζεται ὁ σουλτᾶνος.»
«Καὶ διατί, παρακαλῶ;»
«Διότι κανεὶς δὲν φοβεῖται τοὺς σκύλλους οἱ ὁποῖοι αἰωνίως γαυγίζουν χωρὶς ποτὲ νὰ δαγκάσουν.»
Ἂν καὶ ἦτο κάπως δύσκολον νὰ εὕρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχεν ἄδικον, ἡ πατριωτικὴ ἐν τούτοις φιλοτιμία μου μοῦ ἐπέβαλε νὰ τοῦ ἀπαντήσω:
«Ἔχεις δίκαιον νὰ ὁμιλῆς οὕτω, ἀφοῦ σὲ δίδουν οἱ Τοῦρκοι τὸ πενταπλάσιον τῶν ὅσα ἐκέρδιζες εἰς τὰς Ἀθήνας.»